ΣΑΝΤΑ: ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1840 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΟΝ

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Παρχάρια σην Σαντά
Μετά τον θάνατον του Χατζή Αλή μπέη, αγάς των Σανταίων έγινεν ο υιός αυτού Οσμάν μπέης, ο οποίος επίσης, ως ο πατήρ αυτού, ηγαπάτο ύπ’ αυτών. Δεν παρήλθεν όμως πολύ χρόνος μετά ταύτα,ότε τω 1840 εκηρύχθη το Τανζιμάτ ή Χάτι Σ ε ρ ί φ του Γκιουλχανέ, δια του οποίου εκηρύχθη η ισότης μεταξύ πάντων των υπηκόων του οθωμανικού κράτους, ανεξαρτήτως φυλής ή θρησκεύματος, και κατηργήθη επισήμως ή επί του λαού εξουσία των αγάδων, την οποίαν έκτοτε ανέλαβεν ή Κυβέρνησις.
 Ένεκα της μεταρρυθμίσεως ταύτης η Σάντα απετέλεσε μέρος του μουτηρληκίου Αρδάσης (Τορούλ) , άλλ’ αι μετά του οίκου των Τζιντζόγλουδων σχέσεις των κατοίκων εξηκολούθησαν επί πολύ μετά ταύτα υφιστάμεναι, και πολλάκις εν ταις προς αλλήλους διαφοραίς, εις αυτών την διαιτησίαν κατέφευγον, ούτοι δε πλέον ή άπαξ έν τοίς πολιτικοίς δικαστηρίοις έφάνησαν ωφέλιμοι εις αυτούς.
Ενώ τοιουτοτρόπως τάξις και ησυχία επεκράτουν εν τη χώρα, από του 1849 (1265 εγείρας) οι Σανταίοι περιεπλάκησαν εις αγώνα προς τους κατοίκους Μεσοχωριού (εν τη περιφερεία των Σουρμένων) περί της κατοχής του παρχαρίου Σκορδέν, κειμένου, ως γνωστόν, εν τη περιοχή των ορίων εκείνων της Σάντας, τα οποία δια τόσων αγώνων έσωσαν από τούς Κολοσαλήδας. Τα κατά το ζήτημα τούτο εκθέτομεν λίαν συντόμως, καθότι, ελλειπόντων των πλείστων εγγράφων, έφ’ ων κυρίως πρέπει να στηριχθή ο γράφων ιστορίαν, ήτο αδύνατον να επεκταθώμεν περισσότερον χωρίς να διατρέξωμεν τον κίνδυνον να επισωρεύσωμεν πληθύν ανακριβειών και αμφιβόλου βασιμότητος ειδήσεων.
Η αρχή του ζητήματος τούτου, ως διηγούνται, έχει ως εξής: Εκ παλαιάς εποχής οι Σανταίοι, θέλοντες να έχωσι τους Μεσοχωρλήδας φίλους εν τω κατά των Κολοσαλήδων αγώνι, επέτρεψαν εις αυτούς να παρχαρεύσουν εις το ειρημένον παρχάριον, επί επιμορτία δύο πατμανίων βουτύρου ή 72 γροσίων κατ’ έτος, οι δε Μεσοχωρλήδες, όντες εκ τούτου ηυχαριστημένοι, εμαρτύρουν εν τοις δικαστηρίοις ότι το μέρος ανήκεν εις αυτούς. Μέχρι του 1849 τακτικώς επλήρωνον τον ειθισμένον φόρον, από τούδε όμως, διανοηθέντες να σφετερισθώσι το παρχάριον, ηρνήθησαν την πληρωμήν, διακηρύξαντες ότι αυτοί ήσαν οι νόμιμοι κύριοι αυτού. 
Ένεκα τούτου οι Σανταίοι κατήγγειλαν αυτούς τω 1852 και δι’ επισήμων χοτζετίων, ιλαμίων και φιρμανίων, κατέδειξαν τα δίκαια αυτών. Οι δέ Μεσοχωρλήδες ωμολόγουν μεν ότι το Σκορδέν ήτο άλλοτε των Σανταίων, διετείνοντο όμως ότι το ηγόρασαν παρ’ αυτών, και προς υποστήριξιν των αξιώσεών των παρουσίαζον πλαστόν πωλητήριον έγγραφον, φέρον πλαστογραφημένας τας υπογραφάς προ πολλού αποθανόντων προκρίτων της Σάντας, προσέτι δε και αποδείξεις (ιλμιχαπέρια) του σουπαχή Οσμάν μπεη Μουρατχάν ζαδέ, δηλούντος ότι ελάμβανε παρ’ αυτών κατ’ έτος τρία πατμάνια βουτύρου δια το Σκορδέν, και διετείνοντο ότι εάν το Σκορδέν δεν ανήκεν εις αυτούς, δεν θα επλήρονον δι’ αυτό φόρον.

Και το μέν δεύτερον επιχείρημα αυτών κατέρριψαν οι Σανταίοι, παρουσιάσαντες έγγραφον αυτού τούτου του Οσμάν μπέη, εν τω οποίω ρητώς έλεγεν ότι το βούτυρον το οποίον έλάμβανε παρά των Μεσοχωρλήδων ελογίζετο απέναντι του προς αυτών χρέους των Σανταίων όσον δε αφορά το πρώτον, ηναγκάσθησαν ν’ αποστείλωσιν εις Κωνσταντινούπολη τον Παντελήν Τσακμάκ εκ της ενορίας Πιστοφάντων και τον Τσιλιγκιάρ εκ της ενορίας Ζουρνατζάντων, οι οποίοι κατώρθωσαν να λάβωσι παρά του Σεΐχ ούλ ισλάμ φετβάν, κηρύττοντα το υπό των Μεσοχωρλήδων φερόμενον πωλητήριον, ως μη γενόμενον δια της συγκαταθέσεως όλων των Σανταίων, άκυρον δια της ρήτρας «Ανά ραχμιντέ ολάν τζοτζούκ μ ερεγ ί  ποζάρ».
Μαζί με τον φετβάν έφερον και φιρμάνιον προς τον βαλήν Τραπεζούντος να φροντίση να αποδώση το δίκαιον εις τούς νομίμους κυρίους του παρχαρίου, αλλά τούτου ουδεμίαν χρήσιν έκαμον. Ολίγον κατ’ ολίγον, όμως, το ζήτημα έλαβε χαρακτήρα γενικόν, διότι ήρχισαν να αναμιγνύωνται εις αυτό και οι αγάδες των Σουρμένων, οι οποίοι, έχοντες αφορμάς δυσαρέσκειας κατά των Σανταίων, παρώρμων τους Μεσοχωρλήδας να επιμένωσιν εις την κατοχήν του παρχαρίου, υποσχόμενοι και την αρωγήν αυτών εν ανάγκη. 
Επειδή λοιπόν μεθ’ όλας τας υπέρ αυτών αποφάσεις των δικαστηρίων οι Μεσοχωρλήδες εξηκολούθουν δια της βίας κατέχοντες το παρχάριον, οι Σανταίοι ανεφέρθησαν εις την Υψηλή Πύλην, εστάλη δε εκείθεν μουπασίρης, όστις, εξετάσας το ζήτημα επιτοπίως, απεφάνθη ύπέρ των Σανταίων συνεπεία δε της αποφάσεως ταύτης και ο βαλής Μεχμέτ Ραγήπ πασάς εξέδωκε τω 1274 (1858) πουγιουρουλτήν, απαγορεύων τους Μεσοχωρλήδας να κάμωσι παρχάριον εις το Σκορδέν, μέχρι της εκδόσεως αυτοκρατορικού ιραδέ.
Εξεδόθη ούτος ή όχι, τούτο ημίν είναι άγνωστον, γνωρίζομεν όμως ότι επί τρία, μετά ταύτα έτη το Σκορδέν έμεινεν έρημον.
Εν τω μεταξύ, όμως, τω 1858, εκηρύχθη το Χάτι Χουμαγιούν, διά του οποίου άνεκηρύχθησαν ή άνεξιθρησκεία καί ή ίσότης μεταξύ πάντων τών ύπηκόων του οθωμανικού κράτους, ένεκα δέ τούτου καί οί έν Σάντα καi οi έν ταiς άποικίαις (κυρίους οί έν Σουρμένοις) διατρίβοντες Κλωστοί έκήρυξαν εαυτούς χριστιανούς.
Τούτο όμως ήρέθισεν όλους τούς εχθρούς αύτών, οι όποιοι συνησπίσθησαν εναντίον των κατά τον περί τό Σκορδέν άγώνα.
Εν τω μεταξύ ο Μαρούφ εκ Πιστοφάντων και ο Βατίκ κατώρθωσαν να λάβωσι παρά του ιεροδικαστού Τραπεζούντος ιλάμιον, δι’ ου ανεγνωρίζοντο οι Σανταίοι νόμιμοι κύριοι του παρχαρίου, και ειδοποίησαν τους κατοίκους της ενορίας των οι οποίοι επαρχάρευον εις Τάσκιοπρι (Γιόρ γίρτ) να μεταβώσι και εγκατασταθώσιν εις Σκορδέν.
 Τούτο δε και εκείνοι έπραξαν. Άλλ’ ένεκα τούτου η εξαψις των πνευμάτων των εχθρών αυτών έφθασεν εις το κατακόρυφον, και πάντες οι οθωμανοί, από Ριζαίου μέχρι του Μεσοχώρ, εδράξαντο τα όπλα κατ’ αυτών και, νύκτα τινά, επιτεθέντες κατά του παρχαρίου, εσκότωσαν τα κτήνη, κατεμωλώπισαν τον ποιμένα και κατέστρεψαν τας καλύβας και τας αποσκευάς.
Μεγάλη τότε ταραχή και αναστάτωσις ηγέρθη εν Σάντα, και την αυτήν νύκτα διαγγελείς του Μαρούφ προσεκάλεσαν όλους τους κατοίκους εις τα όπλα,ίνα επιτεθώσι κατά των Μεσοχωρλήδων, άλλ’ εν τω συγκροτηθέντι συνεδρίω υπερίσχυσεν η γνώμη να ζητήσωσιν ικανοποίησιν δια της δικαστικής οδού, ίνα μη συμβώσιν αιματοχυσίαι.
Δις έπειτα πάλιν οι Πιστοφάνται μετά των Ζουρνατζάντων (άνδρες και γυναίκες) επετέθησαν κατά των Μεσοχωρλήδων εις το Σκορδέν, άλλ’ ουδέν ίσχυσαν και ηναγκάσθησαν πάλιν να καταφύγωσιν εις τα δικαστήρια.
 Ήλθον τότε εις Σάντα ο βαλής Τραπεζούντος Μουχλής πασας, ο μοαβίνης Γενήδουνγιας και άλλοι επιφανείς, οι οποίοι, εξετάσαντες το ζήτημα, απεφάνθησαν και ούτοι ύπέρ των Σανταίων. 
Επειδή όμως τότε η φωνή της Κυβερνήσεως δεν εισηκούετο, ήρχον δε κυρίως η βία και η αγριότης, και οι Σανταίοι επληροφορήθησαν ότι όλοι οι Τούρκοι έμελλον να επιπέσωσιν εναντίον αυτών  έν περιπτώσει καταλήψεως του Σκορδέν, άφ’ ετέρου δε και ο βαλής συνεβούλευσεν αυτούς να αναβάλωσι την δίκην εις άλλην ευθετωτέραν περίστασιν, ούτοι, φρονίμως ποιούντες, απέσχον της δίκης , το δε παρχάριον έκτοτε μέχρι σήμερον κατέχεται υπό των Μεσοχωρλήδων παρανόμως.

Φιλίππου Παπα Απ. Χειμωνίδου

Α' ιστορικού της  Σαντας
Εν Αθήναις τη 4η Μρτίου 1902

Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah