Που παρουσιάστηκε στη Διάσκεψη της Eιρήνης (Παρισίων)
Αν θέλει κάποιος να προσεγγίσει πλήρως το Ποντιακό Ζήτημα από την τουρκική πλευρά, πρέπει απαραιτήτως να μελετήσει το ομώνυμο βιβλίο Pontus Meselesi (Το Ποντιακό Ζήτημα).
Στην πραγματικότητα το έργο δεν είναι συγγραφικό δημιούργημα κάποιου ιστορικού, δεν είναι ένα βιβλίο υπό την κοινή έννοια του όρου. Πρόκειται για ένα «Φάκελο» με ισχυρισμούς, θέσεις, προτάσεις, έγγραφα και ντοκουμέντα που ετοίμασε το 1922 η Γενική Δ/νση Τύπου και Πληροφοριών της κυβέρνησης της Αγκυρας (Κεμάλ), προκειμένου να τον παρουσιάσει στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, για να αποκρούσει τους ισχυρισμούς των Ελλήνων, αναφορικά με τον Πόντο.
Οι Τούρκοι, πριν εισέλθουν στα γεγονότα των ημερών, θεώρησαν ορθό να ενημερώσουν τους «ανιστόρητους» Ευρωπαίους για τις αρχαίες ιστορικές καταβολές τους. Γράφουν λοιπόν: « Στην πραγματικότητα οι Τούρκοι δεν ήρθαν στην Ανατολία με τον Πολεμιστή (Γαζή) Ερτογρούλ ή ακόμη και με αυτούς που οργάνωσαν το κράτος των Σελτζούκων. Από πολύ παλιά και άγνωστα χρόνια, υπήρχε στην Ανατολία η Τουρκική φυλή. Σύμφωνα με ιστορικές πληροφορίες, οι πρώτοι κάτοικοι της Ανατολίας, ήτανε Τουρανοί».
Παραπέρα, με ανιστόρητους ισχυρισμούς προσπαθούν να αποδείξουν ότι είναι αρχαίος λαός, αφού είναι απόγονοι των... Χετταίων.
Αν και στόχος του βιβλίου είναι να αποδείξει στους Ευρωπαίους με γραπτά στοιχεία τις βαρβαρότητες που διέπραξαν και συνεχίζουν να διαπράττουν οι Πόντιοι αντάρτες κυρίως στην περιφέρεια του Δυτ. Πόντου, στο υλικό του φακέλου περιέχονται έγγραφα που κατά τους ισχυρισμούς των Τούρκων αποδεικνύουν το ρόλο της ελληνικής κυβέρνησης στο όλο Ζήτημα (Ποντιακό), χρησιμοποιώντας ως όργανά της: το Πατριαρχείο, τα Λύκεια Ζωγράφου και Ζαππείου, το Λογοτεχνικό Σύλλογο του Πέραν, τους λοιπούς ελληνικούς συλλόγους της Πόλης, τα σχολεία των νησιών του Μαρμαρά, τα Ορφανοτροφεία, τα Νοσοκομεία και τις ελληνικές εφημερίδες.
Κατά τους ισχυρισμούς αυτούς, ο Βενιζέλος στην επεκτατική-ιμπεριαλιστική πολιτική του χρησιμοποιεί το στρατιωτικό ακόλουθο στην Κωνσταντινούπολη συνταγματάρχη Καθενιώτη, τον πολιτικό εκπρόσωπο της κυβέρνησης Κανελλόπουλο και τον πρόξενο Κοχάρη.
Τέλος, αφού οι συντάκτες του φακέλου αναφέρονται στις δράσεις του Πατριαρχείου και των ελληνικών Συλλόγων σε βάρος της Οσμανικής Πατρίδας, έρχονται στο κυρίως ζητούμενο, δηλαδή στα «εγκλήματα» των Ποντίων ανταρτών στην περιφέρεια του Πόντου και ιδιαίτερα της Μπάφρας.
Αν θέλει κάποιος να προσεγγίσει πλήρως το Ποντιακό Ζήτημα από την τουρκική πλευρά, πρέπει απαραιτήτως να μελετήσει το ομώνυμο βιβλίο Pontus Meselesi (Το Ποντιακό Ζήτημα).
Στην πραγματικότητα το έργο δεν είναι συγγραφικό δημιούργημα κάποιου ιστορικού, δεν είναι ένα βιβλίο υπό την κοινή έννοια του όρου. Πρόκειται για ένα «Φάκελο» με ισχυρισμούς, θέσεις, προτάσεις, έγγραφα και ντοκουμέντα που ετοίμασε το 1922 η Γενική Δ/νση Τύπου και Πληροφοριών της κυβέρνησης της Αγκυρας (Κεμάλ), προκειμένου να τον παρουσιάσει στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, για να αποκρούσει τους ισχυρισμούς των Ελλήνων, αναφορικά με τον Πόντο.
Οι Τούρκοι, πριν εισέλθουν στα γεγονότα των ημερών, θεώρησαν ορθό να ενημερώσουν τους «ανιστόρητους» Ευρωπαίους για τις αρχαίες ιστορικές καταβολές τους. Γράφουν λοιπόν: « Στην πραγματικότητα οι Τούρκοι δεν ήρθαν στην Ανατολία με τον Πολεμιστή (Γαζή) Ερτογρούλ ή ακόμη και με αυτούς που οργάνωσαν το κράτος των Σελτζούκων. Από πολύ παλιά και άγνωστα χρόνια, υπήρχε στην Ανατολία η Τουρκική φυλή. Σύμφωνα με ιστορικές πληροφορίες, οι πρώτοι κάτοικοι της Ανατολίας, ήτανε Τουρανοί».
Η θεατρική ομάδα του κολεγίου Ανατόλια το 1909 |
Παραπέρα, με ανιστόρητους ισχυρισμούς προσπαθούν να αποδείξουν ότι είναι αρχαίος λαός, αφού είναι απόγονοι των... Χετταίων.
Αν και στόχος του βιβλίου είναι να αποδείξει στους Ευρωπαίους με γραπτά στοιχεία τις βαρβαρότητες που διέπραξαν και συνεχίζουν να διαπράττουν οι Πόντιοι αντάρτες κυρίως στην περιφέρεια του Δυτ. Πόντου, στο υλικό του φακέλου περιέχονται έγγραφα που κατά τους ισχυρισμούς των Τούρκων αποδεικνύουν το ρόλο της ελληνικής κυβέρνησης στο όλο Ζήτημα (Ποντιακό), χρησιμοποιώντας ως όργανά της: το Πατριαρχείο, τα Λύκεια Ζωγράφου και Ζαππείου, το Λογοτεχνικό Σύλλογο του Πέραν, τους λοιπούς ελληνικούς συλλόγους της Πόλης, τα σχολεία των νησιών του Μαρμαρά, τα Ορφανοτροφεία, τα Νοσοκομεία και τις ελληνικές εφημερίδες.
Κατά τους ισχυρισμούς αυτούς, ο Βενιζέλος στην επεκτατική-ιμπεριαλιστική πολιτική του χρησιμοποιεί το στρατιωτικό ακόλουθο στην Κωνσταντινούπολη συνταγματάρχη Καθενιώτη, τον πολιτικό εκπρόσωπο της κυβέρνησης Κανελλόπουλο και τον πρόξενο Κοχάρη.
Τέλος, αφού οι συντάκτες του φακέλου αναφέρονται στις δράσεις του Πατριαρχείου και των ελληνικών Συλλόγων σε βάρος της Οσμανικής Πατρίδας, έρχονται στο κυρίως ζητούμενο, δηλαδή στα «εγκλήματα» των Ποντίων ανταρτών στην περιφέρεια του Πόντου και ιδιαίτερα της Μπάφρας.
Για το αντάρτικο του Πόντου, υπάρχει ικανή βιβλιογραφία στην Ελλάδα. Ολοι οι συγγραφείς συμφωνούν ότι αυτό δεν ήταν καρπός μιας οργανωμένης και καλά σχεδιασμένης προσπάθειας, αλλά αποτέλεσμα συγκυριών.
Μην αντέχοντας τις στερήσεις και τους βασανισμούς στα τάγματα εργασίας (amele taburu) οι Πόντιοι στρατιώτες προτίμησαν να γίνουν ανυπότακτοι ή λιποτάκτες. Στη συνέχεια για ν’ αποφύγουν τη σκληρή τιμωρία προτίμησαν να καταφύγουν στα βουνά. Στο μεταξύ οι εξορίες, εκτοπισμοί, θανατώσεις και εμπρησμοί των ελληνικών χωριών από τους Τούρκους τσέτες και τον τακτικό στρατό υποχρέωσε αυτούς τους ανθρώπους να μεταφέρουν στο βουνό τις οικογένειες τους.
Εκεί λοιπόν στο βουνό η ανάγκη συντήρησης των ιδίων και των ανθρώπων τους υποχρέωσε σε στοιχειώδη αντάρτικη οργάνωση κάτω από την ηγεσία των πιο αναγνωρισμένων προσώπων. Στη συνέχεια οι ομάδες αυτές, που στην αρχή αποτελούνταν από 10-15 άνδρες, έφτασαν να αριθμούν τους εκατό η κάθε μία. Η κατάσταση αυτή, επειδή διήρκεσε για χρόνια, δημιούργησε μία νέα τελείως κατάσταση. Δημιουργήθηκε δηλαδή ένα αντάρτικο, ικανό πλέον να υπερασπισθεί το περιβάλλον του, του οποίου τα χαρακτηριστικά ήταν τα ακόλουθα: α) Αν και μικρό στην αρχή, στη συνέχεια έφτασε μόνο στην περιοχή του Δυτ. Πόντου να αριθμεί 25.000 άνδρες (ομολογία Κεμάλ και Γερμανού Καραβαγγέλη).
β) Αν και αρχικός στόχος των ανταρτών ήταν η προστασία των ιδίων και των γυναικόπαιδων που είχαν καταφύγει στα βουνά, στην τελευταία περίοδο -και ειδικότερα μετά την κατάληψη της Σμύρνης και την προέλαση του ελληνικού στρατού προς Σαγγάριο-το ποντιακό αντάρτικο άρχισε να αποκτά και εθνικά-απελευθερωτικά χαρακτηριστικά. Αρκετές ομάδες επιχείρησαν επαφή με τον ελληνικό στρατό, αν και δεν κατάφεραν επ’ αυτού σπουδαία αποτελέσματα.
γ) Αν και το ποντιακό αντάρτικο δεν διακρίθηκε για το ομαδικό του πνεύμα (η αυτοκεφαλία χαρακτήριζε τους αρχηγούς), εν τούτοις υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου αντάρτικες ομάδες συνεργάστηκαν σε αμυντικές ή επιθετικές δραστηριότητες. Μέσα από αυτές τις συνεργασίες ξεπετάχτηκαν μεγάλες προσωπικότητες που όχι μόνο έγιναν αποδεκτές απ’ τους άλλους οπλαρχηγούς, αλλά έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων τσετών και αυτού ακόμη του τακτικού στρατού (Κοτσά Αναστάς, Αντών Πασάς, Κισά Μπατζάκ, Ιστίλ Αγάς, Βασίλ Ουστάς).
δ) Το αντάρτικο αυτό, άοπλο, απείθαρχο και άπειρο στην αρχή, με τον καιρό εξοπλίσθηκε και με τις καθημερινές του μάχες απέκτησε τεράστια πολεμική εμπειρία. Οι Πόντιοι αντάρτες ουδέποτε διαπραγματεύθηκαν την ισχύ τους με την ελληνική κυβέρνηση. Και παρ’ ότι οι Τούρκοι θεώρησαν τη δύναμη αυτή απειλή για τα μετόπισθεν του Δυτικού Μετώπου, οι ελληνικές κυβερνήσεις όχι μόνο δεν χρησιμοποίησαν τη δύναμη αυτή, αλλά ούτε καν επιδίωξαν επαφή μαζί της.
Κι όταν ακόμη έγιναν προτάσεις για χρησιμοποίηση των ανταρτών αυτών, η υπερφίαλη ηγεσία του ελληνικού στρατού ούτε που καταδέχτηκε να τις ακούσει, ισχυριζόμενη «μουσολινικώς» ότι «δεν τις έχει ανάγκη γιατί σε λίγες ημέρες ο ελληνικός στρατός θα μπει στην Αγκυρα καταστρέφοντας την πολεμική μηχανή των Τούρκων».
Να σημειώσουμε ότι το ποντιακό αντάρτικο είχε οξύτατες ανάγκες επισιτισμού. Δεν ήταν μόνο οι ίδιοι οι αντάρτες, αλλά χιλιάδες γυναικόπαιδα που ζούσαν στο βουνό κάτω από άθλιες συνθήκες και είχαν ανάγκη διατροφής.
Φυσικό λοιπόν ήταν ομάδες ανταρτών να απάγουν κοπάδια ζώων ή κατεβαίνοντας στα γειτονικά χωριά να υφαρπάζουν κυρίως τρόφιμα και άλλα χρήσιμα είδη. Οι «αφαιρέσεις» αυτές δεν γίνονταν με κανόνες γαλατικής ευγένειας αλλά με την ισχύ των όπλων. Τα αποτελέσματα ήταν δυστυχώς δυσάρεστα για τους Τούρκους, αλλά άκρως αναγκαία μέτρα για τους αντάρτες. Ο κόσμος στο βουνό πεινούσε και οι αντάρτες ήταν η μόνη ελπίδα σωτηρίας αυτών των ανθρώπων. Επρεπε με κάθε τρόπο να πετύχουν, έστω και ανάρμοστο.
Αυτές λοιπόν τις βίαιες δράσεις των ανταρτών, οι Τούρκοι τις χαρακτηρίζουν απάνθρωπες, εγκληματικές και βάρβαρες, χωρίς ποτέ να αναφέρονται στα γενεσιουργό των συμπεριφορών αυτών αίτια. Για τους Τούρκους, σταθερά οι «ληστές, δολοφόνοι, κλέφτες, βιαστές και απάνθρωποι Ρωμιοί αντάρτες» σκότωσαν, λεηλάτησαν και έκαψαν χωριά «αθώων και φιλήσυχων-μουσουλμάνων πολιτών».
Βέβαια οι Πόντιοι αντάρτες δεν βιαιοπράγησαν σε βάρος των μουσουλμάνων μόνο για λόγους επιβίωσης. Σε κάποιες περιπτώσεις «τιμώρησαν» τους Τούρκους για λόγους γοήτρου ή εκδίκησης (σκότωσαν αγάδες γιατί βίασαν χριστιανές ή κατέστρεψαν ολοσχερώς το τουρκοχώρι Τσαγσούρ, γιατί προηγουμένως οι Τούρκοι είχαν πυρπολήσει 700 γυναικόπαιδα στο σπήλαιο της Βλέπουσας Παναγίας στο Οτ Καγιά)...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου