Η πορεία προς το Βατούμ

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013


Μετά την απελευθέρωση των ελληνικών χωριών της Όλτης, τον Αύγουστο του 1919, αποφασίστηκε η μετακίνηση των Ελλήνων της Γκιόλας από τις περιοχές της Αρμενικής Δημοκρατίας στην επικράτεια της Γεωργιανικής. Το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας προκειμένου η μετακίνηση αυτή να γίνει οργανωμένα και με ασφάλεια έστειλε από το Καρς τον Ιωσήφ Δημητριάδη στο Αρδαχάν να συζητήσει με τους αντιπροσώπους των Αρμενίων και Γεωργιανών το τρόπο της διέλευσης των συνόρων.
 Όμως ο Αρμένιος διοικητής του Αρδαγάν Καντίμωφ πρόβαλε αντιρρήσεις και δεν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει την αναχώρηση του ελληνικού πληθυσμού από το αρμενικό έδαφος. Είναι αλήθεια ότι η αρμενική πλευρά δεν επιθυμούσε την αναχώρηση γιατί δεν ήθελε να στερηθεί την παρουσία και τη δύναμη, πολιτική και στρατιωτική, των Ελλήνων κατοίκων της Γκιόλας.
 Ο Ιωσήφ Δημητριάδης ανέφερε τις αποτυχημένες προσπάθειες του να μεταπείσει τον Καντίμωφ στο Συμβούλιο και ζήτησε την παρέμβαση του Συμβουλίου να πειστεί ο Αρμένιος διοικητής στο Καρς Κοργάνωφ κι ακολούθως ο τελευταίος να πείσει τον διοικητή του Αρδαχάν.
 Τελικά, ούτε ο Κοργάνωφ επέτρεψε κάτι τέτοιο: συγκατάθεση δεν δόθηκε και οι οι Έλληνες της Γκιόλας μαζί με τους της Όλτης που είχαν καταφύγει σ’ αυτούς παρέμειναν στον τόπο τους. Όμως, μόνον προσωρινά, γιατί όπως θα δούμε παρακάτω, επιχειρήθηκε η μετακίνηση παρά την αρχική απαγόρευση.
Ενώ, λοιπόν, οι Έλληνες της Γκιόλας και ένα μέρος των Ελλήνων της Όλτης αναγκάστηκε να παραμείνει στον τόπο του, ύστερα από άρνηση της αρμενικής διοίκησης να επιτρέψει τη διέλευση των συνόρων, το υπόλοιπο μέρος των Ελλήνων της Όλτης που δεν είχε μετακινηθεί προς τα χωριά της Γκιόλας, αλλά είχε παραμείνει στην περιοχή της Όλτης ύστερα από την απελευθέρωση, αναστατωμένοι, λοιπόν, οι κάτοικοι αυτοί από το γενικό κλίμα φυγής που χαρακτήριζε την περιοχή ετοιμάστηκαν «άρον-άρον» για μετανάστευση στην Ελλάδα.
Αυτό που προκάλεσε την ξαφνική φυγή των Ελλήνων της Όλτης, πέρα από τους λόγους του Πολεμαρχάκη υπέρ της μετανάστευσης, ήταν και η έντονη πολεμική ατμόσφαιρα που επικράτησε στην περιοχή.

 Την εποχή αυτή είχε εκδηλωθεί μια αρμενική στρατιωτική επίθεση στην περιοχή της Όλτης και με την οποία απωθήθηκαν οι Τούρκοι πέρα από τα σύνορα. Ο αναμενόμενος, λοιπόν, τουρκοαρμενικός πόλεμος με όλες τις συνέπειες που θα είχε, προκάλεσε έντονη ανησυχία στους Έλληνες κατοίκους και αποφασίστηκε η μετανάστευσή τους.
 Η απόφαση της μετανάστευσης προκάλεσε πάλι διχόνοιες και προστριβές ανάμεσα στον Κάλτσεφ, που δεν την επιθυμούσε, και τον Πολεμαρχάκη που την έβλεπε ως τη μόνη σωτηρία. Πολύ γρήγορα, λοιπόν, οι Έλληνες κάτοικοι της Όλτης συγκεντρώθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Καρς και από εκεί με τραίνα, για τα οποία είχε φροντίσει να σταλούν η Ελληνική Αποστολή, δια μέσου της Τιφλίδας, έφτασαν στο Βατούμ.
 Η αναχώρηση από το Καρς στάθηκε εύκολη, γιατί και ο αριθμός των προσφύγων ήταν σχετικά μικρός, δεν πρέπει να υπερέβαιναν τα 2.000 άτομα. Βέβαια, στο λιμάνι του Βατούμ γνώρισαν κι αυτοί πολλά προβλήματα, όπως και οι άλλοι πρόσφυγες, γιατί το διάστημα της αναμονής τους δεν ήταν μικρό. Ενώ έφυγαν από το Καρς σχετικά νωρίς, τον Αύγουστο του 19, ύστερα από τρεις μήνες, τον Οκτώβριο του 19, φάνηκαν τα καράβια που θα τους έφερναν στην Ελλάδα. Αναχώρησαν, λοιπόν και αυτοί, όπως και οι άλλοι πρόσφυγες του Καρς, από το λιμάνι του Βατούμ ύστερα από περιπετειώδη αναμονή.
Στο μεταξύ, και ενώ είχε ολοκληρωθεί η «έξοδος» των Ελλήνων και άλλων περιοχών του Καρς-και στην πόλη του Καρς είχαν απομείνει μόνον διακόσιοι Έλληνες - τον Αύγουστο του 1920, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων της Γκιόλας και οι Έλληνες της Όλτης, αυτοί δηλαδή που είχαν μετακινηθεί προς τα ελληνικά χωριά της Γκιόλας ύστερα από την απελευθέρωσή τους και δεν είχαν μετακινηθεί ακόμη, προς το Καρς αποπειράθηκαν για άλλη μια φορά να διέλθουν τα αρμενικά σύνορα και να περάσουν στην επικράτεια της Γεωργίας.

 Ήδη, ένα χρόνο νωρίτερα τους είδαμε να επιχειρούν το ίδιο, αλλά απέτυχαν. Ύστερα, λοιπόν, από την αρχική αποτυχημένη προσπάθεια, το ξαναεπιχειρούν, αγνοώντας μάλιστα τη σχετική απαγορευτική διαταγή της αρμενικής διοίκησης, το φθινόπωρο του 1920.
Αφού, λοιπόν, συνεννοήθηκαν κρυφά μεταξύ τους, ετοιμάστηκαν κατάλληλα και μετακινήθηκαν ξαφνικά με όλα τα υπάρχοντά τους, τα ζώα, την κινητή περιουσία τους και τον οπλισμό τους, προς τα σύνορα Αρμενίας και Γεωργίας, τα οποία όριζε ο Κύρος ποταμός. Τρέχοντας σχεδόν έφτασαν στη διαχωριστική γραμμή. 
Εκεί οι Αρμένιοι φρουροί απαγόρευσαν στους Έλληνες τη διέλευση των συνόρων και αξίωσαν από τον πληθυσμό μεγάλο αριθμό ζώων και φόρο για να επιτρέψουν τη διέλευση των συνόρων. Οι Έλληνες αρνήθηκαν και προς στιγμή απειλήθηκε σύρραξη.
 Όμως με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων η σύγκρουση αποφεύχθηκε και έγινε δυνατή η διέλευση των συνόρων. Ακολούθως ο προσφυγικός πληθυσμός προχώρησε και εγκαταστάθηκε προσωρινά κοντά στα Ελληνικά χωριά Πεπερέκ και Τοροσχώφ και ανέμεναν τις σχετικές οδηγίες από την Ελληνική Αποστολή, που έδρευε στην Τιφλίδα, για τον τρόπο που θα μετανάστευαν στην Ελλάδα. Έμειναν σ’ αυτό τον καταυλισμό περίπου ένα μήνα αναμένοντας τις σχετικές οδηγίες.
 Στο μεταξύ έστειλαν έναν πληρεξούσιό τους, τον Βασίλη Παπαμιχαλίδη, ο οποίος μαζί με τον πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων της Γεωργίας και επιθεωρητή των Ελληνικών σχολείων του Καυκάσου, τον Γρηγόριο Τηλικίδη, έκαναν ενέργειες και πήραν τη συγκατάθεση της γεωργιανής κυβέρνησης να περάσει ο πληθυσμός από τα εδάφη της και να πορευτεί ως το Βατούμ. Στο μεταξύ και η Ελληνική Αποστολή της Τιφλίδας, έστειλε στο Αρδαχάν ως αντιπρόσωπό της τον Έλληνα δικηγόρο Απόστολο Κουντούρωφ, ο οποίος, όταν έφτασε στον καταυλισμό των Ελλήνων, διαπραγματεύτηκε με τον γεωργιανό διοικητή, τον τρόπο της μετακίνησης του πληθυσμού. Παράλληλα πρόσφερε βοηθήματα στους οικονομικά ασθενείς για την αγορά των ζωοτροφών.
Στο μεταξύ έκανε την εμφάνισή του και ένας άλλος παράγοντας, η τουρκοσοβιετική προσέγγιση, η οποία όπως είναι γνωστό έμελλε να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις στον Καύκασο. Ως τα τέλη του 1920 είχαν προχωρήσει αρκετά οι Τουρκοσοβιετικές επαφές. Η κεμα
λική Τουρκία και η σοβιετική Ρωσία, παρά τις διαφορετικές επιδιώξεις που είχαν, εθνική αποκατάσταση για την πρώτη, κοινωνική μεταβολή για τη δεύτερη, κατάφεραν και επέλυσαν τις διαφορές τους στον Καύκασο. Όπως είναι γνωστό με τη συνθήκη του Αλεξανδροπόλ (3.12.1920) οι δύο χώρες διαμοίρασαν την Αρμενία και απέκτησαν πάλι κοινά σύνορα.

 Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη συνθήκη η Σοβιετική Ρωσία έπαιρνε το Βατούμ, ενώ η Τουρκία κρατούσε το Καρς και Αρδαχάν. Την ίδια μέρα η πλευρά της Αρμενίας που περνούσε στη Σοβιετική Ρωσία ανακηρύχτηκε σε Σοβιετική Δημοκρατία, ενώ ο τουρκικός στρατός από την άλλη μεριά προχωρούσε για την κατάληψη της υπόλοιπης Αρμενίας. Οι τουρκοσοβιετικές επαφές βέβαια συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν μετά το 1921, με την υπογραφή ενός συμφώνου φιλίας ανάμεσα στις δυο χώρες, κάτι, όμως, που δεν αφορά την παρούσα εργασία.
Η απειλή της κατάληψης του Καρς και του Αρδαχάν από τον τουρκικό στρατό ξεσήκωσε και τους Έλληνες των χωριών εκείνων που είχαν περιέλθει στη Γεωργιανή Δημοκρατία. Στο καραβάνι των Ελλήνων της Γκιόλας και της Όλτης, που βρίσκονταν εδώ και ένα μήνα στο οροπέδιο του Αρδαχάν, προστέθηκαν και οι Έλληνες των χωριών Μπαγδάτ, Χάσκιοϊ, Σινδισκόμ και Γκιουλαμπέρτ. Αυτοί οι οποίοι δεν είχαν ξεσηκωθεί ακόμη ήταν οι Έλληνες των τεσσάρων χωριών Φαχρέλ, Χανάχ, Πεπερέκ και Τοροσχώφ .
Το δύσκολο έργο της μετακίνησης των προσφύγων της Γκιόλας, Όλτης και Αρδαχάν θα συνδράμει πολύ και ο Κάλτσεφ, ο οποίος ύστερα από πολλές προσπάθειες που έκαμε για τη ματαίωση της μετανάστευσης πείστηκε κι αυτός οριστικά.

 Ο Κάλτσεφ, ο οποίος την εποχή αυτή βρισκόταν στο Καρς, όπου είδε να μεταναστεύει όλος ο ελληνικός πληθυσμός, όταν είδε ότι το Φθινόπωρο του 1920 δεν είχε μείνει κανείς συμπατριώτης του στο Καρς, όταν είδε να φορτώνεται στο τραίνο η γιγάντια καμπάνα του μητροπολιτικού ναού της Μεταμόρφωσης, δώρο του τσάρου Νικολάου Β' στους Έλληνες και να συσκευάζονται σε κιβώτια οι μεγάλες και μικρές εικόνες των εκκλησιών καθώς και τα περίφημα ξυλόγλυπτα τέμπλα τους, αφού πήρε μαζί του τον Πυλόρωφ ήρθε στο Αρδαχάν για να φροντίσει για τον αναγκαστικό πια ξεριζωμό και των τελευταίων Ελλήνων που παρέμειναν ακόμη στις εστίες τους.
Αφού, λοιπόν, ετοιμάστηκαν και οι Έλληνες αυτοί του Αρδαχάν, εκτός από τις τέσσερις κοινότητες που αναφέρθηκαν, με κάρα πήραν το δρόμο προς το Βατούμ. Ύστερα από λίγες ημέρες και αφού πέρασαν τον Κύρο ποταμό, τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Αρμενία και την Γεωργία, συνάντησαν το άλλο μεγάλο καραβάνι των προσφύγων, των Ελλήνων της Γκιόλας και Όλτης και συνενώθηκαν μαζί τους. Το δρομολόγιο που ορίστηκε αποδείχτηκε πολύ σκληρό και επικίνδυνο. Κατ’ αρχήν δεν υπήρχε δημόσιος δρόμος, αμαξιτός ή σιδηροδρομικός, που να οδηγεί από το Αρδαχάν στο Βατούμ. Κι όχι μόνο αυτό αλλά ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο περιοχές παρεμβάλλονταν το όρος Γιαλαούζ-Τσιάμ, το οποίο έπρεπε να περαστεί για να συντομευθεί η απόσταση.

 Μάλιστα σε χειμωνιάτικη περίοδο, το μεγάλο κρύο και χιόνι, πολλαπλασίαζαν τα προβλήματα. Τα περισσότερα προβλήματα ανεφάνησαν στην ανάβαση του όρους, όπου το υψηλό ύψος του χιονιού και το μεγάλο κρύο που επικρατούσε δυσκόλευε τις βοϊδάμαξες να διανύσουν τη μεγάλη απόσταση. Όταν, όμως, πέρασαν την κορυφή και πήραν τον κατήφορο και καθώς τα χιόνια λιγόστευαν, τα προβλήματα μειώθηκαν και το ηθικό των προσφύγων αναπτερώθηκε.
 Καθώς άφηναν πίσω τους το βουνό και προχώρησαν στον κάμπο προχωρώντας μέσα από τα αραιοκατοικημένα γεωργιανικά χωριά της κοιλάδας έφτασαν στο χωριό Αρναούτ, μια κωμόπολη που έμοιαζε με φρούριο καθώς ήταν χτισμένη σ’ ένα ύψωμα. Βαδίζοντας σε λίγο μέσα από το Αρναούτ και βλέποντάς το σχεδόν έρημο, ρώτησαν και έμαθαν ότι οι κάτοικοί του, που το 90% ήταν Αρμένιοι, σφάχτηκαν από τους Τούρκους πριν από δύο χρόνια.
 Το μεγάλο καραβάνι συνέχιζε σχετικά αργά την πορεία του. Σταματούσε κάθε τόσο γιατί ο δρόμος ήταν στενός και γεμάτος από πεζοπόρους. Συχνά το καραβάνι αναγκαζόταν να σταματά ολόκληρο, εξαιτίας κάποιου τυχαίου περιστατικού, π.χ. όταν χαλούσε ένα κάρο και έπρεπε να διορθωθεί. Καθώς κατηφόριζαν και πλησίαζαν την πόλη Αρτβίν φάνηκε στο βάθος η Μαύρη Θάλασσα, που πολλοί από τους πρόσφυγες την έβλεπαν για πρώτη φορά.
 Κι όσο πιο πολύ την πλησίαζαν τόσο περισσότερο ανακουφίζονταν. Στις 12 Νοεμβρίου 1920 το μεγάλο καραβάνι κατάφερε, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες να φτάσει στο Βατούμ. Παρά τις κακουχίες και στερήσεις, δεν υπήρχαν θύματα. Κι αυτό μάλλον οφείλεται στη σωστή οργάνωση αλλά και στο υψηλό ψυχικό σθένος αυτού του λαού. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σημειώθηκε μόνον ένας θάνατος μιας γυναίκας και μερικών ζώων. Η δραματική πορεία στο κρύο και το χιόνι διήρκεσε συνολικά δώδεκα ημέρες. Η αναχώρηση είχε γίνει από το Αρδαχάν στις 30 Οκτωβρίου, ενώ η άφιξη στο Βατούμ στις 12 Νοεμβρίου.
Όταν το μεγάλο καραβάνι των προσφύγων έφτασε στο Βατούμ, οι πρόσφυγες πίστεψαν πως τα βάσανά τους τελείωσαν και ότι γρήγορα θα επιβιβάζονταν στα καράβια για να έλθουν στην Ελλάδα, όπου η πατρίδα θα τους φρόντιζε. Γρήγορα όμως οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν. Στο Βατούμ την εποχή αυτή είχαν συρρεύσει πολλοί πρόσφυγες.

 Το μοναδικό νοσοκομείο που είχε νοικιάσει η Ελληνική Αποστολή, πέρα από το ότι ήταν ανοργάνωτο και ανεπαρκές, είχε κατακλυστεί από πρόσφυγες που είχαν ανάγκη περίθαλψης. Καινούργιοι πρόσφυγες κατέφθαναν ολοένα και από άλλα μέρη του Καυκάσου. Τα πλοία αργούσαν να φανούν. Παλιοί και νέοι πρόσφυγες συνωστίζονταν στους δρόμους, στο λιμάνι και στους καταυλισμούς. 
Η Ελληνική Αποστολή για να ανακουφίσει την κατάσταση και για να βάλει κάποια τάξη και σειρά, επειδή οι πρόσφυγες που έπρεπε να μεταναστεύσουν προς την Ελλάδα ήταν πολλοί, ενώ τα διαθέσιμα καράβια δραματικά λίγα, ζήτησε από τους αντιπροσώπους των προσφύγων να συντάξουν έναν κατάλογο προτεραιότητας των χωριών. Μάλιστα συνέβη και το εξής περίεργο και οδυνηρό συνάμα.
 Στο τελευταίο πλοίο που έφευγε για την Ελλάδα είχαν μπει παράτυπα τριακόσιοι πρόσφυγες από το Σοχούμ, στη θέση ισάριθμων Καρσιωτών. Και ο Κωνστανταράκης, επειδή διαμαρτυρήθηκαν οι Καρσιώτες γι’ αυτό, αναγκάστηκε να τηλεγραφήσει στον καπετάνιο του καραβιού, να γυρίσει πίσω στο λιμάνι, να αποβιβαστούν οι πρόσφυγες από το Σοχούμ και να επιβιβαστούν οι Καρσιώτες. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι σχετική διαταγή της Ελληνικής Κυβέρνησης έδινε προτεραιότητα για μετανάστευση στους Καρσιώτες. 
Τα προβλήματα αυτά είχαν μεγαλώσει επικίνδυνα, ύστερα και από τη διαταγή της Ελληνικής Κυβέρνησης, το καλοκαίρι του 1920, να ανακοπεί η μετανάστευση.

Ιωάννης Φ. Καζταρίδης
Απόσπασμα απο το βιβλίο του : Η Έξοδος των Ελλήνων του Καρς της Αρμενίας (1919-21)
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah