ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ ( Το ιστορικό της μεταφοράς της ιερής εικόνας από τον Πόντο στο Βέρμιο)

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Ο Λ. Ιασωνίδης εξυμνεί την εικόνα

Στις 14 Νοεμβρίου 1931 ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Ελ. Βενιζελου Λεωνίδας Ιασωνίδης, από τους πρωταγωνιστές του ποντιακού κινήματος την περίοδο 1918-1922, με αφορμή την παλιννόστηση της εικόνας της Παναγίας Σουμελά από τον Πόντο στην πρώτη της κοιτίδα, την Αθήνα, —γι’ αυτό και ονομαζόταν και Αθηνιώτισσα - έγραψε σε αθηναϊκή εφημερίδα:

«Η Μονή της Παναγίας Σουμελά ήτο η αρχαιότερα και σεβασμιωτέρα Σταυροπηγιακή Μονή εν Πόντω, προέχουσα και προκαθήμενη των ετέρων δυο αδελφών Μονών Περιστερά και Βαζελώνος .
Πλουσιωτέρα εις παραδόσεις και εις θρύλους και γραφικωτέρα εις υφικρήμνους βράχους, κατέστη το σέμνωμα των ποντιακών αιώνων και το αναπόφευκτον προσκύνημα της ποντιακής ευσεβείας.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Περιστερεώτης και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαζελιώτης εν οικείαις τιμώμενοι μοναίς, επί εκατέρωθεν υψηρεφών βράχων και υπερκείμενοι βαθυπύκνων δρυμώνων, εφρούρουν την Μεγαλόχαρην του Σουμελά, ο δε ποταμός Πυξίτης με τους βαθυστενάκτους αυτού ρόχθους ενύψωνε προς το όρος του Μελά το κήρυγμα της υποταγής αυτού. Αυτοκράτορες του Βυζαντίου και Κομνηνοί της Τραπεζούντος και Ακρίται και Βιγλάτορες επεσκέπτοντο και επροίκιζον αυτήν. Κατά τους μαύρους της δουλείας χρόνους, αι τρεις ως είρηται Σταυροπηγιακαί Μοναί εστέγασαν και εσκέπασαν και περιέθαλψαν τον δεινώς τραυματισθέντα Μονοκέφαλον Αετόν της Ποντιακής Αυτοκρατορίας και έσωσαν και εγαλούχησαν τον πέριξ Ελληνισμόν, καθ’ον ακριβώς τρόπον αι κατακόμβαι τους χριστιανούς της Ρωμαϊκής εποχής.
Οι εις άφθιτον σημείον δόξης αναγάγοντες τον Ποντιακόν ψυχικόν και χριστιανικόν ηρωισμόν, οι υπό το οθωμανικόν φάσγανον εν ημέρα μουσουλμάνοι και εν νυκτί χριστιανοί, οι γνωστοί ως Σταυριώται ή Κλωστοί ή Δίπιστοι, εις τας Μονάς ταύτας κρύφα μεταβαίνοντες εβαπτίζοντο, ελειτουργούντο, εξωμολογούντο, εκοινώνουν, ενυμφεύοντο επί σειράν αιώνων συναπτών.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά θεωρείτο η Ιερουσαλήμ Πόντου. Είχε το πλουσιώτερον θησαυροφυλάκιον. Εφημίζετο δια την θαυματουργικήν της δύναμιν η Εικών,ην  προ 1.500 ετών ηκολούθησαν οι μοναχοί Σωφρόνιος και Βαρνάβας εξ Αθηνών. Προσκυνηταί αυτής ήσαν και οι Τούρκοι της περιφερείας, εξενίσθησαν δ 'εν αυτή και Σουλτάνοι, οίτινες δια φιρμανίων διησφάλισαν τα προνόμια  αυτής και αναθήματα και αναθήματα πλείστα ανέθηκαν αυτή.
Την Μονήν επεσκέφθην και εγώ εν έτει 1906. Προσεκύνησα και αι συγκινήσεις του προσκυνήματος εκείνου δεν εγήρασα εισέτι εν εμοί. Ανεσκίρτησαν μάλιστα τώρα που η Εικών ευρίσκεται  εν τω μέσω ημών, προσιτή και πάλιν εις προσκύνησιν και εις θείας
επιφοιτήσεις πλουσιοπάροχος πηγή.

Εν Ελλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Με την Εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος!»


Το ιστορικό της επιστροφής


Λίγοι ίσως γνωρίζουν την ιστορική περιπέτεια της Παντάνασσας του Πόντου, η οποία επι δεκαέξι ολόκληρους αιώνες ήταν η προστάτιδα μητέρα των Ελλήνων του Πόντου και όλων των ορθόδοξων λαών.

 Η φήμη της και η θαυματουργή της δύναμη ήταν γνωστή σε όλη την οικουμένη. Βασιλείς, αυτοκράτορες, τσάροι και σουλτάνοι με προνόμια και οικονομικές ενισχύσεις υποκλίνονταν μπροστά στο μεγαλείο της.
Η Μεγαλόχαρη του Πόντου στη μακραίωνη περίοδο της ιστορίας της έπεσε πολλές φορές θύμα ληστειών, καταστροφών και βεβηλώσεων.
Πολλές φορές κινδύνεψε από «τους μη προσκυνούντες την εικόνα της την σεπτήν». Η χειρότερη όμως περίοδος ήταν ο 20ός αιώνας των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών. Το 1923, μετά από 1543 χρόνια ένθρονης βασιλείας και ευλογίας στον ιστορικό Πόντο, η εικόνα του ευαγγελιστή Λουκά αναγκαστικά θάφτηκε, από τους μοναχούς που εκδιώχτηκαν, μαζί με το επίχρυσο ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και το σταυρό του αυτοκράτορα του Πόντου Μανουήλ Κομνηνού, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, για να μην πέσουν στα χέρια των απίστων Τούρκων και βεβηλωθούν. Επτά χρόνια αναπαυόταν κάτω από τη γη της στο πανέμορφο και καταπράσινο τοπίο που το ύμνησαν εχθροί και φίλοι. Το 1930 έμελλε να είναι η καθοριστική ημερομηνία της παλιννόστησής της. Πολλά χρόνια ξεναγούσα στην Παναγία Σουμελά Βερμίου τους ευλαβείς προσκυνητές γύρω από την ιστορία και τις παραδόσεις της παλιάς Μονής, όταν ο πατέρας μου ήταν ο ιερατικός προϊστάμενος του προσκυνήματος.

Ο μοναχός Αμβρόσιος Σουμελιώτης


Σήμερα, ανήμερα της λαμπρής γιορτής της, δανείζομαι πολλές πηγές από μια άγνωστη συνέντευξη που έδωσε ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης το 1931 στο δημοσιογράφο Γ. Βαβαρέτο για τον ιστορικό του άθλο να πάει στον Πόντο, να σκάψει την ευλογημένη γη και να φέρει πίσω τα σύμβολα της ιστορίας και της ορθοδοξίας μας.

Αν ψάξετε το βιογραφικό του  Αμβρόσιου στην ποντιακή βιβλιογραφία και την ποντιακή εγκυκλοπαίδεια, θα απογοητευτείτε. Δεν θα βρείτε λέξη. Δυστυχώς σήμερα και στη μεγάλη ποντιακή οικογένεια οι αξίες και τα σύμβολα μετριούνται και εκτιμώνται με γνώμονα το χρήμα και όχι πάντα τις έντιμες πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις.
Το 1930 στην Ελλάδα ζούσαν δύο μοναχοί από την παλιά ιστορική μονή, ο υπέργηρος Ιερεμίας, που ήταν στην ομάδα των μοναχών που έκρυψαν την εικόνα, και ο μεσήλικας Αμβρόσιος, που εφημέρευε στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας, στη Θεσσαλονίκη.
Επαναστάτης από τα νεανικά του χρόνια διαγράφηκε από το μοναχολόγιο της Μονής, γιατί φαίνεται ότι ακολούθησε την ομάδα του τέως ηγουμένου της μονής αρχιμανδρίτου Ανθίμου, ο οποίος το 1920 μαζί με τον ιερομόναχο Δοσίθεο τέθηκαν σε διαρκή αργία και εξορίστηκαν στο Αγιον Όρος.
 Από το μοναχολόγιο της μονής διαγράφηκαν και οι ιερομόναχοι Ιερόθεος, θεόκλητος και Βαρνάβας, οι οποίοι και απομακρύνθηκαν. Ο μόνος που δεν διώχτηκε, παρά την ποινή του, ήταν ο Αμβρόσιος. Οι ποινές επιβλήθηκαν από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερα από εισηγήσεις των μητροπολιτών Αμασείας Γερμανού και Τραπεζούντος Χρύσανθου, με την κατηγορία ότι ζήτησαν προστασία από την Ιερά Σύνοδο της Ρωσίας, όταν πολιορκήθηκε η Μονή από τους Νεότουρκους, κι αυτό - γράφει ο πρώην ηγούμενος Ανθιμος - θεωρήθηκε «ως έργον έσχατης προδοσίας, διέσπειραν πανταχού τας ιδέας των αποκαλούντες ημάς προδότας».
Ήταν θέλημα της Παναγίας να μη διωχτεί ο νεαρός τότε μοναχός Αμβρόσιος Σουμελιώτης, ο οποίος, όμως, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το μοναστήρι, δεν γνώριζε πού έκρυψαν οι άλλοι μοναχοί τα ιερά κειμήλια.
Η πρώτη ιδέα για το ταξίδι του Αμβροσίου στον Πόντο ανήκει στον κ. πρωθυπουργό. Στις 29 Μαΐου του 1930, όταν ο κ. Βενιζέλος ταξίδεψε στα Καλάβρυτα και πήγε να επισκεφτεί το Μέγα Σπήλαιο, είδε εκεί την εικόνα της Παναγίας, που ιστόρησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
-    Ώστε είναι του Ευαγγελιστού αυτή η εικόνα; ρώτησε ο κ. πρωθυπουργός,
-    Μάλιστα, του απάντησε ο μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος, που ήταν εκεί μαζί με τους άλλους Συνοδικούς. Και δεν είναι η μόνη. Ο Ευαγγελιστής έκανε τρεις εικόνες. Η δεύτερη βρίσκεται στη μονή Κύκκου στην Κύπρο και η τρίτη στη μονή Σουμελά της Τραπεζούντας.
-    Και τώρα; Είναι ακόμα εκεί; ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον ο κ. πρωθυπουργός.
-    Να στείλουμε να την φέρουμε; Αλλά πώς, κ. πρόεδρε; Αφήνουν οι Τούρκοι να περάσει πουλί ελληνικό στον Πόντο;
-    Και ποιος σας είπε «όχι»;
-    Ακούστε, Δεσπότη μου, κατέληξε ο κ. Βενιζέλος. Όταν γυρίσουμε στην Αθήνα, να μου το θυμίσετε να τη φέρουμε αυτήν την εικόνα. Είναι σπουδαίο ιερό κειμήλιο.
Ο μητροπολίτης Ξάνθης, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, δεν ξέχασε την υπόθεση της ιεράς εικόνας. Επειδή όμως βιαζόταν να γυρίσει στην Ξάνθη, ανέθεσε το ζήτημα στον κ. Χρυσόστομο Μυρίδη, έναν από τους διακεκριμένους Ποντίους της Αθήνας και εκείνος το είπε στο μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο.
Ο άγιος Τραπεζούντας ενδιαφέρθηκε αρκετά και δεν αμέλησε να υπενθυμίσει το θέμα στον κ. Βενιζέλο, στάλθηκε δε και σχετικό έγγραφο από το υπουργείο των Εξωτερικών στην κυβέρνηση της Άγκυρας.
Η τουρκική κυβέρνηση, χάρη στην εγκαρδιότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και «τις ειλικρινείς διαθέσεις της απέναντι στην Ελλάδα» έσπευσε αμέσως να απαντήσει ότι προθυμότατα θα συντρέξει το έργο της ανεύρεσης της εικόνας της Παναγίας.
Ποιος όμως θα πήγαινε στο μοναστήρι του Σουμελά;
Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος
Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας κ. Χρύσανθος, που ως πρόεδρος του Ταμείου Ανταλλαξίμων διαχειριζόταν το ζήτημα, κάλεσε τότε τον αρχιμανδρίτη Ιερεμία, που υπηρετούσε στο Λαγκαδά. Ο Ιερεμίας ήταν στη μονή Σουμελά τον καιρό της καταστροφής και μόνος του είχε κρύψει την εικόνα της Παναγίας μαζί με άλλα ιερά κειμήλια, για να ξαναβρεθούν, όταν η τύχη το έφερνε να ξαναγυρίσου. στα μέρη εκείνα οι χριστιανοί του Πόντου.
Ο Ιερεμίας όμως δεν δέχτηκε να πάει. Ο χειμώνας - επρόκειτο να φύγει το Δεκέμβριο του 1930 -και τα τρεμάμενα απ’ τα γηρατειά πόδια του δεν του επέτρεπαν ένα ταξίδι ως τον Πόντο. 
Και κλήθηκε τότε ο ιερομόναχος Αμβρόσιος. 0 Αμβρόσιος υπηρετούσε τότε και εκείνος στη μονή Σουμελά και όταν ο Ιερεμίας του είπε πού ακριβώς έκρυψε την εικόνα της Παναγίας δέχτηκε πρόθυμα να πάει στον Πόντο. Ώσπου να ετοιμαστούν τα διαβατήρια, ώσπου να ετοιμαστεί κι ο ίδιος ο ιερομόναχος, συνέπεσε και η άφιξη των Τούρκων επισήμων. 0 Ισμέτ πασάς, όταν ρωτήθηκε σχετικά, επανέλαβε και προφορικά ότι μπορεί ελεύθερα να σταλεί ο Αμβρόσιος στον Πόντο και έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στον Τούρκο πρεσβευτή.
Στο σημείο αυτό ας αφήσουμε να μιλήσει ο ιερομόναχος Σουμελιώτης.

Η αφήγηση του Αμβρόσιου

«Με τις ευλογίες της Εκκλησίας έφυγα από την Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου. Ήμουν εφοδιασμένος με ένα θερμότατο συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας και όταν έφτασα στην Κωνσταντινούπολη, οι τουρκικές αρχές μου παρείχαν κάθε ευκολία.
Έμεινα λίγο στην Πόλη και από κει ξεκίνησα ατμοπλοϊκώς για την Τραπεζούντα, συνοδευόμενος από τον κ. Αλ. Βασιλείου, υπάλληλο της Μικτής Επιτροπής. Φαντάζεστε τη συγκίνησή μου όταν τα μεσάνυχτα της 28ης Οκτωβρίου βγήκα στην Τραπεζούντα. Πήγα κατευθείαν στο ξενοδοχείο του Τεφήκ ο οποίος δοκίμασε αληθινή  ευχάριστη έκπληξη, όταν με είδε.
Δεν ήξερε πώς να με περιποιηθεί καλύτερα και μου ζητούσε πληροφορίες για διάφορους Τραπεζούντιους γνωστούς μου. Το πρωί πήγα στο νομάρχη της Τραπεζούντας, ο οποίος με δέχτηκε αμέσως και έδειξε πολύ ενδιαφέρον για την αποστολή μου. Έθεσε αμέσως στη διάθεσή μου έναν τσανταρμά και μου ευχήθηκε καλή  επιτυχία.
Ώσπου να ξεκινήσουμε από την Τραπεζούντα είδα εκεί πολλούς γνωστούς μου Τούρκους και έγινα αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων. Πρέπει να σας πω εδώ ότι η ελληνοτουρκική φιλία είναι πραγματική και έχει βαθιές ρίζες μεταξύ των δύο λαών. Το μεσημέρι, συνοδευόμενος από τον κ. Βασιλείου και ένα μυστικό αστυνόμο, που είχε την καλοσύνη να μου διαθέσει ο διευθυντής της αστυνομίας της Τραπεζούντας, ξεκίνησα με το αυτοκίνητο για το Τσεβιζλίκ.
Είναι αδύνατον να σας περιγράφω τη συγκίνηση των καλών κατοίκων του Τσεβιζλίκ. Μου μίλησαν με πολύ ενδιαφέρον για τους χριστιανούς και δεν μου απέκρυψαν την επιθυμία τους να τους ξαναδούν στον τόπο τους.
“Απ’ τον καιρό που φύγανε μας έφυγε το μπερκέτι", μου είπαν πολλοί: "Τώρα που επιτρέπονται τα ταξίδια, να έρχεστε να δείτε τον τόπο μας και ο θεός να δώσει να ξαναζήσουμε μαζί".
Δάκρυσα στα λόγια τους αυτά και δάκρυσαν και κείνοι μαζί μου. Αλλά δεν είχα καιρό να χάσω. Επισκέφτηκα τον καϊμακάμη, που με δέχτηκε πολύ ευγενικά, και εκείνος φρόντισε να έρθουν από ένα γειτονικό χωριό 5 άλογα, για να πάμε ως τη μονή του Σουμελά. Στις 7 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ήλθαν πράγματι οι αγωγιάτες και καβαλικέψαμε, μαζί με τον κ. Βασιλείου, το μυστικό αστυνόμο Τόνγιαλη Νεούτ εφένδη και δυο στρατιώτες, που μας έδωσε για ασφάλεια ο Καϊμακάμης - για το Μοναστήρι.

Στο Μοναστήρι

Φτάσαμε στο Μοναστήρι το μεσημέρι. Ιερή συγκίνηση με κατέλαβε, όταν αντίκρισα από μακριά το ξακουσμένο μοναστήρι του Σουμελά, όπου έστεκε ακόμα ακουμπισμένο στο θεόρατο βουνό του Μελά.
Εγκαταλελειμμένη η Μονή του Σουμελά είχε ερειπωθεί. Μέσα εκεί στην ερημιά κανείς δεν την πλησίαζε. Ταβάνια, πατώματα, παραθυρόφυλλα, είχαν όλα καεί και μόνο οι τοίχοι έμειναν ολόρθοι, για να διηγούνται ότι επί εκατονταετίες εκεί μέσα δοξάστηκε το όνομα του Θεού.
“Εδώ, ό,τι είχατε κρύψει", μου είπαν οι αγωγιάτες, "τα έχουν ανακαλύψει. Δεν βλέπεις τοίχους σκαμμένους και υπόγεια;".
Πραγματικά είχε συμβεί αυτό. Με την πρώτη ματιά το διαπίστωσα και, χωρίς να ξεκουραστούμε, τραβήξαμε για την Αγία Βαρβάρα. Ήταν το μετόχι της Μονής 10 λεπτά μακρύτερα. Μέσα εκεί, όπως μου είχε πει  ο αρχιμανδρίτης Ιερεμίας, ήταν θαμμένη η εικόνα της Παναγίας.
Αφήσαμε τους αγωγιάτες στην ποταμιά και μεις οι πέντε ανεβήκαμε στην Αγία Βαρβάρα. Εκεί φάγαμε, απ’ τα φαγιά που είχαμε μαζί μας, και έτρεξα για να βρω το μέρος που μου εκμυστηρεύτηκε ο Ιερεμίας. Αλλά εκεί είχαν πέσει όλοι οι τοίχοι και ένας σωρός από πέτρες, χώματα, ξύλα, κεραμίδια ύψους ενάμισι μέτρου σκέπαζε το έδαφος. Πώς θα κατόρθωνα να ξεκαθαρίσω το μέρος; Στα χαμένα προσπαθούσα να τραβήξω πέτρες και ξύλα. Το έργο μου δεν προχωρούσε καθόλου και οι ώρες περνούσαν.
Οι αγωγιάτες ανησύχησαν τότε που αργήσαμε και ανέβηκαν στην Αγία Βαρβάρα
-    Πρέπει να τραβήξουμε όλα αυτά τους είπα, και θέλω ανθρώπους και εργαλεία.
-    Θα το κάνουμε εμείς, απάντησαν, όταν τους πρόσφερα σεβαστή αμοιβή. Πραγματικά, πέντε αυτοί και άλλοι τόσοι εμείς - γιατί όλοι με βοήθησαν στη δουλειά μου - κατορθώσαμε να παραμερίσουμε τους όγκους. Έπειτα από τρεις ώρες εντατικής εργασίας οι αγωγιάτες, χτυπώντας το έδαφος με ένα ξύλο, με βεβαίωσαν ότι υπάρχει κενό κάτω εκεί. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η κρύπτη των ιερών κειμηλίων. Αλλά θα ήταν εκεί τα κειμήλια;

Η εικόνα

Είχα ακούσει στο Τσεβιζλίκ ότι η κρύπτη των κειμηλίων είχε ανακαλυφθεί, αλλά οι ευρόντες, όταν είδαν πως πρόκειται για τη θαυματουργή εικόνα, σκέπασαν πάλι το μέρος και έφυγαν τρεχάλα, επειδή σέβονταν όλοι εκεί, οθωμανοί και χριστιανοί, την εικόνα της Παναγίας. Αυτό μου έδωσε κάποιο θάρρος και άνοιξα τέσσερα τα μάτια μου. Η πανσέληνος φώτιζε θαυμάσια και μπορούσα να διακρίνω. Ένας από τους αγωγιάτες ήταν πάνω στην κρύπτη.

- Βλέπω ένα κιβώτιο εδώ, μου είπε, όταν παραμέρισε τα χώματα.

-    Άνοιξε το, απάντησα, και με τα χέρια σου τράβηξε ό,τι βρεις.
Έκανα το σταυρό μου την ώρα εκείνη και σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό προφέροντας λόγους ευχαριστίας. Τα ιερά κειμήλια είχαν σωθεί. 0 μπόγος ήταν απείραχτος και μόνο τα πανιά είχαν σαπίσει από τα νερά.
Πήρα τότε την εικόνα της Παναγίας στα χέρια μου, αφού την ασπάστηκα, μοίρασα και τα άλλα πράγματα στους συνοδούς μου και ξεκινήσαμε πεζοί για το Τσεβιζλίκ. Τη στιγμή που βρήκαμε τα κειμήλια ήταν 9η βραδινή ώρα και, παρ' όλη την πανσέληνο, ήταν δύσκολη η πορεία μας καβάλα στα άλογα. Έτσι τον περισσότερο δρόμο τον πήγαμε πεζοπορία και φθάσαμε στις 2 μετά τα μεσάνυχτα στο Τσεβιζλίκ.
Το πρωί στο Τσεβιζλίκ οι Τούρκοι με είδαν με πολλή χαρά. Μου ευχήθηκαν καλό ταξίδι και καλή αντάμωση και μου παρήγγειλαν να δώσω χαιρετισμούς σε όλους τους χριστιανούς γνωστούς τους. Από εκεί το ταξίδι μου ήταν επίσης ομαλότατο. Γύρισα στην Τραπεζούντα, στην Πόλη και προχθές έφτασα εδώ φέροντας την εικόνα της Παναγίας, το Σταυρό των Κομνηνών, το Τίμιο Ξύλο και ένα χειρόγραφο ιερό Ευαγγέλιο».
Ο ιερομόναχος Αμβρόσιος τα παρέδωσε στο Ταμείο Ανταλλαξίμων, του οποίου ο πρόεδρος, μητροπολίτης Χρύσανθος, τα τοποθέτησε για προστασία προσωρινά στα θησαυροφυλάκια της Βρετανογαλλικής Τράπεζας κι αργότερα στο Μουσείο Μπενάκη.
Ο  αιωνόβιος Σαλίχ από τη Λιβερά του Πόντου μου εκμυστηρεύτηκε σε ένα από τα ταξίδια στην Ελλάδα ότι ήταν παρών στην ανασκαφή και ότι μαζί με τα ιερά κειμήλια υπήρχε και ένα άλλο κουτί με χρυσές λίρες, που τις μοιράστηκαν οι Τούρκοι συνοδοί. Δεν τον πίστεψα όμως, γιατί ο χαρισματικός Σαλίχ, που τον γνωρίζουν όλοι σχεδόν οι Έλληνες που επισκέπτονται τον Πόντο, αυτός ο μικρός Στράβωνος της Λιβεράς, που γνωρίζει όλα τα ελληνικά οικωνύμια και τοπωνύμια της επαρχίας Ροδόπολης και με πολλή αγάπη ξεναγεί και τον τελευταίο Έλληνα που πηγαίνει να προσκυνήσει τα μοναστήρια και τις πατρογονικές εστίες, είναι ίσως επηρεασμένος από τους μύθους που κυκλοφορούν ως τις μέρες μας για αμύθητους κρυμμένους θησαυρούς και άλλες ιστορίες.
Προσωπικά εγώ και η οικογένεια μου ευτυχήσαμε να ζήσουμε εφτά χρόνια στο ίδιο σπίτι μαζί με τον ηγούμενο Αμβρόσιο Σουμελιώτη στα δύο δωμάτια κάτω από την εκκλησία, χωρίς ρεύμα και κεντρική θέρμανση, όταν όλα στην Παναγία Σουμελά ήταν απλά, όμορφα και ανθρώπινα. Στα χέρια της μάνας μου ξεψύχησε και ήταν μεγάλο και αληθινό το «ευχαριστώ» του για την αγάπη και τη φροντίδα που βρήκε τα τελευταία του χρόνια κοντά της, όμως και για μας μεγάλη η τύχη να έχουμε στο σπιτικό μας την αιώνια ευλογία του. Πολλές φορές μιλούσαμε για εκείνο το ιστορικό του ταξίδι. Ποτέ του όμως δεν ανέφερε για χρήματα ή άλλους πολύτιμους θησαυρούς.

Ο Λ. Ιασωνίδης

Το 1931 ο υπουργός Λεωνίδας Ιασωνίδης είχε ευχηθεί ώστε η Εικόνα να βρει σύντομα το θρόνο της και είχε δίκιο, γιατί η αποστολή των εικόνων δεν είναι τα μουσεία, αλλά οι τόποι λατρείας, τα μοναστήρια και οι εκκλησίες. Ειδικά δε η συγκεκριμένη εικόνα για τον προσφυγικό ελληνισμό, πέρα από θρησκευτική έχει και εθνική σημασία, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ίδιος ο υπουργός: «Εν Ελλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν  υπήρχεν ο Πόντος».
Η Παναγία δεν άργησε να κάνει το θαύμα της. 0 μεγάλος οραματιστής και κτήτορας της νέας μονής «Παναγία Σουμελά» Φίλων Κτενίδης θα συγκινήσει το 1950 τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς με τα λόγια του σε μια διάλεξη για την Παναγία Σουμελά: «Και ούτω, από του 1931 μέχρι σήμερον η πάνσεπτος εικών της Παναγίας Σουμελά ευρίσκεται βασίλισσα άνευ θρόνου και αυλής, σχεδόν λησμονημένη», αλλά και θα ευαισθητοποιήσει όλους για τη μεγάλη κοινή απόφαση της ανιστόρησης της παλαιός Μονής:
«Πάνω στο νέο όρος Μελά θα ζήσουν πάλι επί αιώνες οι θρύλοι μας, τα όνειρά μας, η ιστορία μας, ο Πόντος μας».
Κι έγινε το όνειρο πράξη. Το Δεκαπενταύγουστο του 1951 οι Πόντιοι στα υψώματα της Καστανιάς στο Βέρμιο, θεμελίωσαν το δικό τους Παρθενώνα και την Αγιά Σοφιά, που σήμερα έγινε όχι πανελλήνιο, μα παγκόσμιο προσκύνημα.





Κώστας Φωτιάδης

Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah