Τα στρατιωτικα δικαστήρια "Ανεξαρτησίας". (Σύνθεση δικαστηρίου,κατηγορούμενοι, έκδοση & εκτέλεση αποφάσεων)

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Η διαδικασία που ακολούθησε ο Εμίν βέης στο δικαστήριο ήταν συνοπτική και γελοία. Εκφωνούσε τα ονόματα των προσαγομένων και σημείωνε δίπλα την καταδίκη που 99% ήταν θάνατος δι’ απαγχονισμού (Σάλπεν ιτάμ).
 Προέβαινε σε βίαιες επιθέσεις κατά των κατηγορουμένων που σιωπούσαν, ακριβώς επειδή τους απαγόρευε το δικαίωμα να μιλήσουν. Ακολουθούσαν στη συνέχεια οι ειρωνείες και ο χυδαίες βρισιές μαζί με τις επευφημίες και τα “γιασασίν” του φανατικού ακροατηρίου, που αποτελούνταν από
Στην “Ποντιακή Εστία” ο Φ. Συμεωνίδης γράφει για τον Εμίν βέη: ότι ήταν άνθρωπος με μοχθηρία, θηριώδη συνείδηση που έστειλε στην αγχόνη πλήθος ανθρώπων με τους οποίους ανετράφη και μεγάλωσε, αν και γνώριζε την αθωότητα τους. Δε δίστασε να κατηγορήσει ακόμα και τους παιδικούς του φίλους ως προδότες.
Αμάσεια
 Το σκεπτικό των αποφάσεων των δικαστηρίων αυτών ήταν στερεότυπο για όλους. Το μόνο που πρόσθεταν ήταν το όνομα. Το “σκεπτικό λοιπόν ήταν”: Επειδή οι αναφερόμενοι απεδείχθη ότι εσκόπουν και ενήργουν να ιδρύσωσι δημοκρατίαν του Πόντου, αποσπώντες μέγα μέρος του οθωμανικού κράτους από Τραπεζούντος μέχρι Ζογκουλντάκ και μέχρι Σεβαστείας προς το εσωτερικόν, καταδικάζονται... εις τον δι’ αγχόνης θάνατον και αι περιουσίαι των θα δημευθώσι.... Πρόεδρος Καβατζέ Ζατέ Εμίν βέης”. 
Χωρίς καμιά καθυστέρηση την επόμενη μέρα πρωί-πρωί στήνονταν οι αγχόνες. Οι αποφάσεις του στρατοδικείου ήσαν τελεσίδικες και κανένα άλλο ένδικο μέσο για την επανεξέταση τής υπόθεσης των καταδικαζομένων, δεν προβλέπονταν. Το δικαστήριο συνήλθε για πρώτη φορά στις 20-8-1921 και σε 15 μέρες έστειλε στην αγχόνη 115 Έλληνες. Εισήχθησαν σε δίκη 95 Αμισινοί και Παφραίοι. Στο μεταξύ στις 5 Σεπτεμβρίου 1921 σε ακραίο δωμάτιο της φυλακής έγινε θεία λειτουργία από το σεβάσμιο Ιερέα παπα-Γιώργη και τον ιεροδιδάσκαλο Βασίλειο Φελέκη. Ο Πρωτοσύγγελος Πλάτων Αϊβαζίδης, γέροντας 70 χρόνων με λόγια πίστεως και θάρρους εμψύχωσε όλους τους. μελλοθάνατους που με λυγμούς προσεύχονταν.
Οι άγριες αποδοκιμασίες των θαμώνων του στρατοδικείου που δονούσαν την αίθουσα του δικαστηρίου κατά την ώρα της δίκης, συνήθως είχαν το εξής περιεχόμενο: “Εσύ ενίσχυσες τον αγώνα για τον ελληνικό Πόντο! Αχάριστο σκυλί, μαύρο σκυλί, κάτσε γάιδαρε, γιε γαϊδάρας”.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη δίκη των 95 Αμισινών και Παφραίων, περιγράφονται τα γεγονότα από τον Παντελή Βαλιούλη που ήταν ένας από τους καταδικασθέντες και που τελικά σώθηκε από την αγχόνη. Διηγείται λοιπόν ο Βαλιούλης τα γεγονότα αναλυτικά ως εξής:
 “Την τρίτη μέρα της δίκης της 6-9-1921, ο φανατικός σαραντάχρονος πρόεδρος με φωνές άγριες επιτίθεται εναντίον των κατηγορουμένων, τους αποκαλεί εκμεταλλευτές των απλοϊκών Τούρκων και αχάριστους προδότες της πατρίδας.
 Στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι δίνουν την έκθεση της απολογίας τους, που είχαν συντάξει την προηγούμενη μέρα. Ο Εμίν βέης τη δίνει στο γραμματέα να τη διαβάσει. Στην έκθεση αυτή:
1) Απορρίπτεται η κατηγορία περί ενοχής και διοργανώσεως κινήματος για την ανεξαρτησία του Πόντου.
2) Γίνεται απολογισμός των ποσών που διαχειρίστηκε η επιτροπή προσφύγων χάρη φιλανθρωπικών σκοπών.
 3) Αποδεικνύεται η αθωότητα των παρόντων υποδίκων, οι οποίοι αρπάχτηκαν τη νύχτα από τα σπίτια τους χωρίς να υπάρχουν στοιχεία, χωρίς να βρεθεί τίποτε το ενοχοποιητικό κατά τη λεπτομερή έρευνα των σπιτιών τους.
4) Αποκρούεται η κατηγορία ότι οι παρόντες υπόδικοι είχαν σχέση με τους αντάρτες, δεδομένου ότι οι αντάρτες είναι φυγόστρατοι, ανυπότακτοι, οι οποίοι κατέφυγαν για λόγους ασφαλείας στα βουνά χωρίς άλλο σκοπό.
 5) Ανασκευάζεται η κατηγορία εναντίον του αργούντος συλλόγου της Αμισού “Ορφεύς” και εναντίον της εμπορικής λέσχης της οποίας οι περισσότεροι θαμώνες ήσαν Τούρκοι. Και τέλος εξηγείται η στάση του Μητροπολίτη Αμισού Γερμανού Καραβαγγέλη και οι σχέσεις κοινότητος και Μητροπόλεως.
Στη συνέχεια, ως απάντηση στην παραπάνω έκθεση, διαβάζονται δήθεν ενοχοποιητικά έγγραφα. Αυτά ήσαν: Μια έντυπη προκήρυξη, χωρίς χρονολογία και υπογραφή, δύο επιστολές με σφραγίδες, “Ιερός μικρασιατικός Σύνδεσμος” με σταυρό στη μέση και χρονολογία 1918, μία επιστολή του Μητροπολίτη Χρυσάνθου προς το Μητροπολίτη Αμάσειας, ένας κανονισμός γραμμένος με μολύβι, χωρίς χρονολογία και υπογραφή αποτελούμενος από 14 άρθρα, γράμματα αντάρτη προς το Μητροπολίτη, χάρτης ποντιακής δημοκρατίας κλπ.
Για την ιστορία του γεγονότος στο σημείο αυτό αναφέρουμε και ένα δυσάρεστο γεγονός. Έλληνας καταδότης παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και κατήγγειλε ότι τάχα οι φυλακισμένοι προσπαθούσαν να δωροδοκήσουν τους δικαστές για να γλιτώσουν τη θανατική ποινή. Ο Πρωτοσύγγελος Πλάτων Αϊβαζίδης , σηκώθηκε να απολογηθεί και είπε:
Πλάτων Αϊβαζίδης

 Κύριε Πρόεδρε, κύριοι δικαστές, κατά το ιερό μας Ευαγγέλιο η εξουσία εκπορεύεται από το Θεό. Επομένως και εσείς οι δικαστές έχετε το δικαίωμα να κρίνετε όχι από πατρική ή μητρική κληρονομιά, αλλά από το Θεό.
 Γι' αυτό πιστεύω ότι θα δικάσετε τη δικαιοσύνη. Είμαι 70 χρόνων και σε λίγο πιστεύω ότι θα πεθάνω, γι’ αυτό δεν έχω ανάγκη από ψέματα. Ορκίζομαι λοιπόν στο Θεό ότι από τους παρόντες κανείς δεν έχει ιδέαν του “ποντιακού ζητήματος”, κανείς δεν πήρε μέρος στη διοργάνωση ενός παρομοίου κινήματος.... 
Αν όμως η δικαιοσύνη σας θα κατεδίκαζε μερικούς από μας, παρακαλώ να είμαι πρώτος εγώ... Προτού καλά-καλά, τελειώσει ο Πρωτοσύγγελος, χαχανητά κάλυψαν τα λόγια του σεπτού Ιερωμένου από το ακροατήριο.
 Ο Πρωτοσύγγελος όταν χωρίζονταν οι μελλοθάνατοι από τους άλλους, αποχαιρέτησε τους άλλους και κάλεσε τον Π. Βαλιούλη και τον Κ. Σερέφαν και κλαίγοντας παρέδωσε το ωρολόγι του και τα λίγα χρήματά του και τους επετίμησε με τη φράση του Αποστόλου Παύλου. “Τι ποιήτε κλαίοντες και συνθρίπτοντές μου την καρδίαν. Αποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν της πίστεως και του έθνους κατά τον χριστιανικόν τούτον διωγμόν του εικοστού αιώνος”.
Τα ξημερώματα της 8ης Σεπτεμβρίου 1921 οδηγήθηκαν στις αγχόνες οι 69 και κρεμάστηκαν σε δύο στίχους έχοντες στο μέσον τον Πλάτωνα Αϊβαζίδη επάνω στον οποίο καρφίτσωσαν ένα χαρτί, με την αιτία της καταδίκης όλων. Τα χαρτιά αυτά δηλαδή οι έγγραφες καταδικαστικές αποφάσεις λέγονταν “Γιαφτάδες”.
Οι 69 καταδικασθέντες ήσαν από την Αμισό, την Πάφρα και το Αλάτσαμ. Τα πτώματά τους ρίχτηκαν σ’ ένα λάκκο χωρίς λιβάνι, χωρίς κερί, χωρίς παπά και ψάλτη.
Το δικαστήριο συνέχισε το απαίσιο έργο του με προκρίτους και από άλλα μέρη του Πόντου. Συνεχώς κατάφθαναν και νέοι κρατούμενοι από τις παραλιακές πόλεις του Πόντου, Κοτυώρων, Κερασούντας, Φάτσας, Οινόης, Τραπεζούντας, και από το εσωτερικό Ακδάγ Μαδέν, Τοκάτη, Τσορουμ, Κάβζα, Μερζιφούντα και όλοι στοιβάζονταν στη φυλακή και βέβαια, όσοι απούσιαζαν καταδικάζονταν ερήμην.
Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης. Το πρωί της 21ης Σεπτεμβρίου 1921 το άνθος της αριστοκρατίας, λόγω μορφώσεως, πλούτου, εμπορικού και επιχειρηματικού πνεύματος της Αμισού, Πάφρας και Αλάτσαμ παρέδιδαν την ψυχή τους στους ουρανούς.
Πολλοί καταδικάζονταν με την απλή κατηγορία ότι είχαν “ελληνικά φρονήματα”. (Γιουνάν φι-κριντέ) και σκέπτονταν να δημιουργήσουν τη δημοκρατία του Πόντου. Μεταξύ των άλλων 15 ερήμην καταδικασθέντων σε θάνατο συγκαταλέγονταν και ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος. Εφτά άτομα καταδικάστηκαν σε δεκαπενταετή δεσμά και άλλοι σε πρόσκαιρα δεσμά. Ερήμην καταδικάστηκαν επίσης σε θάνατο ο Μητροπολίτης Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, ο Χαλδίας και Κερασούντας Λαυρέντιος, ο Λεωνίδας Ιασωνίδης κ.ά.
Γενικά υπολογίζεται ότι οδηγήθηκαν σε θάνατο από τον Εμίν βέη 400 με 450 Έλληνες, ενώ στις φυλακές της Αμάσειας πέθαναν: ο Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλης βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Αμάσειας, Αμισού και Πάφρας, Ανδρέας Κολλάρος, πράκτορας της ρωσικής ατμοπλοϊκής εταιρείας, Βασίλειος Ζουλουμιάδης, Αλέξανδρος Τσιλιγγέρης, Δημήτριος Βασιλειάδης, ιατρός από την Αμά-σεια.
Στην Αμάσεια απαγχονίστηκαν από το προσωπικό της Μητροπόλεως Αμισού, ο Πλάτων Αϊβαζίδης Πρωτοσύγγελος, Παναγιώτης Χατζηαναστάσης, Ταμίας, Χαράλαμπος Φιλοθεϊτης, γραμματέας - συμβολαιογράφος, Αντώνης Τζίνογλου, διευθυντής του προσφυγικού τμήματος, Αντώνιος Ανανιάδης, Επίτροπος Εκκλησίας, Πάντζος Δημητριάδης, Επίτροπος Εκκλησίας.
Στην αγχόνη οδηγήθηκαν: Οι καπνέμποροι της Πάφρας: Γεώργιος Χατζηγιάννης Γελκεντζόγλου, Πλάτων Χατζηγιάννη Γελκεντζόγλου, Αντώνιος Χατζηαντώνογλου, Ιωάννης Α. Μαυρίδης, Μιχαλάκης Α. Αντώνογλου, Λάζαρος I. Αρζόγλου, Θεμιστοκλής Ιορδανίδης, γραμματέας Μητροπόλεως, Μιλτιάδης Χατζή Σάββας, Κοσμήτορας λέσχης Αμισού. Ενώ από το Αλάτσαμ απαγχονίστηκε ο Περικλής Λ. Κουγιουμτσόγλου, καπνέμπορος. 
Από άλλη πηγή πληροφορούμαστε ότι: Το στρατοδικείο ήταν συγκροτημένο κυρίως από ανώτερους στρατιωτικούς. Τα μέλη του ήσαν πέντε στον αριθμό. Τις συλλήψεις των κατηγορουμένων ακολουθούσε η πρώτη ανάκριση που ήταν τυπική και μετά η δεύτερη με ταυτόχρονη απαγγελία του κατηγορητηρίου. Στο σημείο αυτό οφείλεται η παρατήρηση, ότι θεωρήθηκε σκόπιμο να παρεμβληθούν μερικές παρατηρήσεις και να ακολουθήσει η συνέχεια του κειμένου της διήγησης της σειράς των γεγονότων. Έτσι το λόγο έχει πάλι η πένα του Φ. Συμεωνίδη:
“Περί την 4ην μ.μ. διετάχθημεν εν σπουδή και εξερχόμενοι εις την προ της φυλακής πλατείαν παρετασσόμεθα εις στίχους ανά δύο. Τώρα ο αριθμός των ενόπλων φρουρών είχε πολλαπλάσιασθή και επλαισιούμεθα έκαστος υπό ιδιαιτέρου αγριωπού ενόπλου στρατιώτου. Σιγομιλούντες βαδίζομεν προς το δικαστήριον με σφιγμένην την καρδιά. Μετά βραχείαν αναμονήν εν τη γνωστή αιθούση εισβάλλουν ως λυσσώντες κύνες οι δικασταί και ο γραμματεύς αναγινώσκει την απόφασιν, υπό την συγκέντρωσιν της προσοχής των ακροατών. Το σκεπτικό της απόφασης του στρατοδικείου ήταν: “Επειδή απεδείχθη ότι οι παρόντες και τινες των απόντων εσκέπτοντο και ενήργουν να ιδρύσουν Δημοκρατίαν του Πόντου, αποσπώντες μέγα τμήμα του οθωμανικού κράτους, από της Τραπεζούντας μέχρι του Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικόν μέχρι Σεβαστείας, καταδικάζονται 69 παρόντες εις τον δι’ αγχόνης θάνατον, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 εις 15ετή δεσμά, των δε μελών του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου Ορφεύς επικυρούται η υπό του στρατοδικείου επιβληθείσα ποινή, και οι λοιποί εις πρόσκαιρα δεσμά εν Σεβαστεία μέχρι πέρατος του πολέμου. Αναγινώσκει τα ονόματα των εις αγχόνην καταδικασθέντων:
Νικος Καπετανιδης
Μητροπολιτικοί: Πρωτοσύγγελος Πλάτων Αϊβατζίδης, Αντώνιος Τζινόγλου, Χαράλαμπος Φιλοθεΐδης, Παναγιώτης Χατζή Αναστασίου.
 Ιατροί: Αβραάμ Χρυσαφίσης, Αδείμαντος Αρζουμανίδης, Πελοπίδας Επιφανίδης, Ηλίας Χαριτίδης, Πάρις Χάμλατζης, Χαράλαμπος Γρηγοριάδης.
 Φαρμακοποιοί: Χρήστος Χριστοφορίδης, Θεολόγος Δημητριάδης. 
Δικηγόροι: Λαυρέντιος Ταστσόγλου και Γιάγκος Ιορδανίδης.
Έμποροι: Νικόλαος Τεολόγλου, Θεαγένης Ενφιετζόγλου, Θεμιστοκλής Ξυδιάς, Γεώργιος Τζινεκίδης και ο αδελφός αυτού Κωνσταντίνος, Δημήτριος Αλεξιάδης, Σάββας Αντώνογλου, Περικλής Νικολαϊδης, Παντελής Αρζόγλου, Αντώνιος Ανανιάδης, Παύλος Παυλίδης, Σωκράτης Σκεντέρογλου, Γεώργιος Πυρλής, Ιωάννης Ποτούρογλου και Κυριάκος Ποτούρογλου, Κωνσταντίνος Παπάζογλου, Αλέξανδρος Ιχτιάρογλου, Ανέστης Μελίδης, Νικόλαος Νικολαϊδης, Παύλος Παπαδόπουλος Διευθυντής Τραπέζης, Κων/νος Κωνσταντινίδης 
Διευθυντής Ρεζή, Ιωάννης Ανταβαλόγλου και ο υιός αυτού Σοφοκλής, Αλέξανδρος Κάλφογλου, Θρασύβουλος Μουμουλίδης και ο αδελφός αυτού Ηλίας, Αβραάμ Γεδεκτσόγλου, Παύλος Ραφαήλογλου, Αλέξανδρος Ορδουλόγλου, Βασίλειος Οικονομίδης, Σπύρος Δεμιρτζόγλου, Γρηγόριος Γρηγοριάδης, Γεώργιος Αντώνογλου, Θεόδωρος Ιωαννίδης, Ιορδάνης Καδέμογλου, Δημήτριος Παπάζογλου, Ελευθέριος Ελευθεριάδης, Παντελής Σεραφειμίδης, Γεώργιος Γελκεντζόγλου και ο αδελφός αυτού Πλάτων, Αντώνιος Χατζή Αντώνογλου, Μιχαήλ Αντώνογλου, Λάζαρος Αρζόγλου, Μιλτιάδης Χατζή Σάββας, Αντώνιος Ποδόσογλου, τ. Καρπόζηλος, Σταύρος Κουγιουμτζόγλου, Χαράλαμπος Κεσίσογλου, Νικόλαος Ιορδανίδης, Ιωάννης Μαυρίδης, Θεμιστοκλής Ιορδανίδης, Αντώνιος Ποδόσογλου, Περικλής Κουζουτζάκογλου και ο μετακληθείς εξ Αμισού και μετά δύο ημέρας απαγχονισθείς Πάντσος Δημητριάδης.
 Μεταξύ των ερήμην καταδικασθέντων και ο Μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Στυλιανός Παπαδόπουλος, ο Γεώργιος Βεκάρης, ο ιατρός Αθανάσιος Μπράβος και άλλοι. Εις 15ετή δεσμά ο Γεώργιος Χατζή Αντώνογλου, ο δικηγόρος Συμεών Παυλίδης, ο Γρηγόριος Υφαντίδης, ο Ηλίας Καρνεμίδης, ο αμαξηλάτης Χατζή Βασίλης, ο πεταλωτής Λάζαρος και ο Ευστράτιος Μουμουλίδης.
Εις πρόσκαιρα δε δεσμά: Ο Αθανάσιος Χατζή Σάββας, ο Κων/νος Λεονταρίδης, ο Πηνιάτογλου και άλλοι.
Εις τους δι’ αγχόνης καταδικασθέντας συμπεριελαμβάνετο και ο αποθανών Επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος, όστις εάν ευρίσκετο εν τη ζωή, ήθελεν υποστή την αυτήν τύχην.
Αμάσεια: Εδώ καταδικάστηκαν οι επιφανείς του  Πόντου
Μετά την ανάγνωσιν της φρικτής ταύτης αποφάσεως γενική επεκράτησεν αναταραχή και κατάπληξις. Και ενώ μέχρι τούδε εν ταπεινώσει και μετ’ αξιοπρέπειας συμπεριεφέροντο οι υπόδικοι, εξέσπασαν ήδη εις αγανάκτησιν. Δημιουργείται σάλος, η αίθουσα σείεται, κραυγαί και κατάραι αντήχησαν κατά της αισχράς και αδίκου ταύτης δολοφονικής καταδίκης.
Ο Εμίν, αποχωρών εστράφη όπισθεν και με χαιρέκακον βλέμμα, ως τίγρις λείχουσα το αίμα των θυμάτων της, εφάνη ηδονιζόμενος. Αι επακολουθήσασαι αύται κραυγαί και έντονοι διαμαρτυρίαι των καταδίκων προκάλεσαν την άμεσον επέμβασιν των φυλάκων, οίτινες ορμήσαντες εξώθουν όλους ημάς προς την έξοδον. Εν τώ μεταξύ οι καταδικασθέντες μελλοθάνατοι, εξάγοντες τα χρηματοφυ-λάκια, ωρολόγια, δακτυλίδια και ό,τι πολύτιμον είχον, παρέδιδον εις ημάς τους μέλλοντας να επιζήσωμεν, οι οποίοι εθρηνούμεν δια την μεγάλην απώλειαν. Η παρατηρηθείσα όμως ψυχραιμία και ανδρική στάσις των μελλοθανάτων είναι αξιομνημόνευτος, αξία πάσης εξάρσεως και θαυμασμού. Ουδείς ελιποψύχησε μετά την καταδίκην. Μόνον πικρία και θλίψις εζωγραφίθη εις τα πρόσωπά των διά την στέρησιν των τέκνων και των άλλων προσφιλών των.
Παραταχθέντες εις δυο στοίχους υπό την αυτήν φρούρησιν οδηγήθημεν εις τας φυλακάς του φρουρίου. Καθ’ οδόν εφαίνετο ως να παρακολουθούμεν την πένθιμον εκφοράν 69 επιλέκτων προσώπων. Αν και αι αποφάσεις του απαίσιου εκείνου δικαστηρίου ήσαν τελεσίδικοι και ανέκκλητοι, εάν εδίδετο καιρός, θα απηυθύνοντο έντονοι διαμαρτυρίαι προς απάσας τας διευθύνσεις και τους ισχυρούς της γης. Δεν παρήλθεν όμως ημίσεια ώρα από του εγκλεισμού μας εις το φρούριον και εδόθη διαταγή να χωρισθούν οι μελλοθάνατοι, μεταφερόμενοι εις τας πέραν του ποταμού πολιτικάς φυλακάς.
Προσελθών ο διευθυντής των φυλακών με κατάλογον ανά χείρας εκφωνεί τα ονόματα, καλών προς την έξοδον. Επειδή εβράδυνόν τινες αποχαιρετώντες, ένοπλοι φρουροί αναρριχηθέντες επί των τειχών, ηπείλουν να πυροβολήσουν. Οδυρόμενος ο Παύλος Παπαδόπουλος δια τα τέκνα του, παραλαμβάνεται υπό του ηρωικώς αξιοπρεπούς Γεωργίου Γελκεντζόγλου, όστις σταθείς εντός και προ της εξωθύρας και υψών την δεξιάν αποχαιρετά τουρκιστί “Αρκαντασλάρ, Αλλαχά ισμαρλαντήκ”. Ο γέρων Ιωάννης Ανταβαλόγλου, βλέπων τον υιόν του Σοφοκλή εξελθόντα και μη ακούσας το ιδικόν του όνομα, υπενθυμίζει ότι και αυτός συμπεριλαμβάνεται, μη θέλων να αποχωρισθή του υιού του και αναφωνεί τουρκιστί “μπέντα βάρη μ” και εγώ είμαι. 
Τον Παντελή Αρζόγλου αντελήφθην πηγαινοερχόμενον και μη θέλοντα να αποχωρισθή των αποσκευών του. Ο δε Πρωτοσύγγελος Πλάτων, αφού απεχαιρέτησε τους άλλους, καλέσας εμέ και τον Κ. Σερέφαν κλαίοντας, παρέδωκε το ωρολόγιον και ολίγα χρήματα και μας επετίμησε με πα-ρομοίαν φράσιν του Αποστόλου Παύλου (Πράξ. 21,13) “Τι ποιείτε κλαίοντες και συνθρίπτοντές μου την καρδίαν: Αποθνήσκομεν δολοφονούμενο χάριν της πίστεως και του Έθνους κατά τον χριστιανικόν τούτον διωγμόν του 20ου αιώνος”. Ησπάσθημεν την δεξιά του και έφυγε.
Δε δύναμαι να παραστήσω την ομαδική εκείνην έξοδον.
Ήτο μεγάλη νεκρική πομπή ή επίσημος εθνική πανήγυρις; Δικαίως κατά την ώρα εκείνην ο δημοσιογράφος εκ Τραπεζούντος Νίκος Καπετανίδης αναφώνησε “κρίμα να χάσω μίαν τέτοιαν ευκαιρίαν εθνικής πανηγύρεως!” απαγχονισθείς και αυτός μετ’ ολίγας ημέρας.
Τοιουτοτρόπως απαχθέντες υπό αυστηράν φρούρησιν, έβλεπον καθ’ οδόν να στήνονται και τα ικριώματα, οπόθεν την επιούσαν θα αιωρούντο τα σώματά των... Ενεκλείσθησαν εις τον θάλαμον των μελλοθανάτων!
Και ημείς μεν εμένομεν άγρυπνοι, αγνοούντες την περαιτέρω τύχην μας, προσθέτοντας μάλιστα, ότι θα ήτο προτιμότερον να συναποθάνωμεν μετά τοσούτου πλήθους επιλέκτων ομογενών. Διεκόπτοντο δε αι σκέψεις και συνομιλίαι μας υπό λυγμών, πλημμυρισμένοι δακρύων. Εκείνοι δε,ως εμάθομεν παρά φυλάκων, καθ’ όλην την τελευταίαν εκείνη τραγικήν νύκτα δεν έπαυον προσευχόμενοι, ζη-τωκραυγάζοντες υπέρ του έθνους και τέλος έψαλον και την νεκρώσιμον ακολουθίαν των και ησπάσθησαν αλλήλους δια του τελευταίου ασπασμού.
Αν και η φρούρησις των ήτο αυστηρότατη, δεν απεκλείετο επίθεσις εκ μέρους των νεωτέρων και απόπειρα αποδράσεώς τινων, αλλ’ η αγάπη και το ενδιαφέρον υπέρ των οικογενειών των, αίτινες θα υφίσταντο αντίποινα, τους απέτρεψε και ως πρόβατα ήχθησαν εις την σφαγήν.
Όρθρος ήτο βαθύς της 8/21 Σεπτεμβρίου 1921 και οδηγούμενοι εις κατόπιν του άλλου ανήρχοντο, φευ, την βαθμίδα του ικριώματος, απαγχονιζόμενοι, το άνθος της αριστοκρατίας, λόγο μορφώσεως, πλούτου, εμπορικού και επιχειρηματικού πνεύματος, οι στύλοι Αμισού, Πάφρας και φαίνεται ότι οι περήφανοι πατριώτες επιχειρηματίες τραπεζίτες, γιατροί, δικηγόροι,νοικοκυραίοι, ιερείς, μητροπολίτες και καθηγητές γυμνασίου, αλλά και μαθητές γυμνασίου, καθώς και απλοί άνθρωποι, οδηγούνται απτόητοι κατά μάζες στα εκτελεστικά αποσπάσματα και τις αγχόνες του τουρκικού σωβινισμού.
Αμάσεια: Φυλακή όπου κλείστηκαν οι επιφανείς του Πόντου
 Κανείς δε λιποψυχεί. Μόνο οι χήρες και τα ορφανά κλαίνε και οδύρονται για το χαμό των δικών τους. Οι διανοούμενοι και οι πρόκριτοι του Πόντου δικάζονται από τα ψευτοδικαστήρια “Ανεξαρτησίας” της Αμάσειας και καταδικάζονται. Με την κατηγορία ότι έγινε προσπάθεια απόσχισης εδαφών από την Τουρκία, εκδόθηκαν εκατοντάδες θανατικές καταδίκες. Περίπου 450 Πόντιοι πεθαίνουν στις κρεμάλες της Αμάσειας. Κι εδώ γεννάται το ερώτημα.
 Είναι ποτέ δυνατόν με τις υπογραφές στα διεθνή σαλόνια συνθηκών και συμβάσεων, να απεμποληθούν και να λησμονηθούν οι θυσίες του άνθους του ελληνισμού του Πόντου;
 Η ιστορία δε λησμονεί και οι θυσίες δεν πάνε χαμένες. Δεν πέρασε ούτε ένας αιώνας από τότε και το οικοδόμημα του τουρκισμού - τουρανισμού κλυδωνίζεται και οι θυσίες αυτές, μαζί με τις θυσίες 400.000 περίπου Ελλήνων του Πόντου, θα βρούν τη δικαίωσή τους.

Αχιλλέας Στεφάνου Ανθεμίδης
Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Gottingen


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah