Ένα από τα πλέον σημαντικά κείμενα, που δημοσιεύτηκαν σε τουρκική εφημερίδα, υπήρξε το άρθρο της δημοσιογράφου Ayse Hur «Pontus’un gayri resmi tarihi» (Η ανεπίσημη ιστορία του Πόντου) που δημοσιεύτηκε στη δημοκρατική εφημερίδα Taraf (14 Μαρτίου 2010).
Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την αναγνώριση του γεγονότος ότι το σουηδικό κοινοβούλιο σε συνεδρίασή του στις 11 Μαρτίου του 2010 αποδέχτηκε τη διάπραξη γενοκτονίας σε βάρος Αρμενίων, Ασσυρίων, Χαλδαίων και Ποντίων κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Hur στην αρχή του άρθρου της παρουσιάζει τις επίσημες απόψεις, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον Μουσταφά Κεμάλ στο βιβλίο του Nutuk, που στα ελληνικά αποδόθηκε με τίτλο Ο μέγας ρητορικός.
Ενδιαφέρον έχει ότι ο Κεμάλ υπογράφει το βιβλίο αυτό με τον τίτλο «Gazi», που παραπέμπει στον πολεμιστή του Ιερού Ισλαμικού Πολέμου (jihad), που κήρυξε κατά τον «απίστων» τον Μάιο του 1919. Οι θέσεις αυτές του Κεμάλ, που εκφράστηκαν στο προπαγανδιστικό βιβλίο Pontus Meselesi (Ποντιακό Ζήτημα) που τυπώθηκε το 1922 από το προπαγανδιστικό τυπογραφείο του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, μέχρι τις μέρες μας αποτελούν την επίσημη τουρκική θέση.
Η Hur δηλώνει εξ αρχής στο άρθρο της ότι θα κινηθεί σε άλλο δρόμο απ’ αυτόν της επίσημης ερμηνείας, προσπαθώντας να βρει την αλήθεια. Κάποια από τα σημεία του άρθρου της είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα σχετικά με το πώς αντιμετωπίζει η προοδευτική τουρκική σκέψη ένα καινοφανές γι’ αυτήν ζήτημα: το Ζήτημα του Πόντου. Αρχικά περιγράφει τους ιστορικούς όρους ύπαρξης της κοινότητας αυτής:
«...Η κοινότητα, που στις πηγές αναφέρεται ως “Πόντιοι” ή “Ρωμιοί του Πόντου” και μιλάνε μια διάλεκτο των ελληνικών, τα “Ρωμαίικα”, πιστεύεται πως είναι μια ανάμιξη των Ελλήνων που ίδρυσαν αποικίες τον 4ο π.Χ. αιώνα στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, των εκχριστιανισθέντων τον 4ο αιώνα Τζανλάρ (κλάδου του ντόπιου λαού των Γεωργιανών), των Λαζών και των βυζαντινών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Αυτές οι ομάδες μετά την ένταξή τους στην οθωμανική κυριαρχία το 1461, και τις υποχρεωτικές ή μη μετακινήσεις και τους εθελοντικούς εξισλαμισμούς, συνέχισαν να υπάρχουν. Εντέλει με βάση ετήσια αναφορά των Οθωμανών το 1914, σε μια περιοχή από τη Σαμψούντα ως τη Ριζούντα ζούσαν περίπου 450 χιλιάδες Ορθόδοξοι Ρωμιοί (δηλαδή Πόντιοι).
Σε μερικές περιοχές ο πληθυσμός των Ρωμιών έφτανε το 50%. Επίσης υπήρχαν “κρυπτοχριστιανοί” μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι που χρησιμοποιούσαν το αραβικό αλφάβητο, των οποίων ο αριθμός δεν είναι ακόμη γνωστός.
Η γέννηση της μπουρζουαζίας των Ρωμιών
»Από το 15ο μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, το εμπόριο που γινόταν στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας είχε κρατηθεί στα χέρια των μουσουλμάνων. Όμως με την απόδοση εμπορικών προνομίων σε Ρωσία, Αυστρία, Αγγλία και Γαλλία, με την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζί το 1774, δημιουργήθηκε μια κατάσταση σε βάρος των μουσουλμάνων.
Αυτή την περίοδο Ρωμιοί με την υποστήριξη του Ρώσου τσάρου, με την εμπειρία χιλιάδων ετών στην κατασκευή σκαφών και στη ναυτοσύνη και με την κλίση τους στις δυτικές γλώσσες και τις διεθνείς σχέσεις, πέρασαν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους μουσουλμάνους ομότεχνους τους.
Όταν χάρη στην εξέλιξη της οικονομίας από το 1830, λόγω της διάνοιξης της γραμμής Τραπεζούντας-Τεμπρίζ, με τη συνεργασία Αρμενίων που ήταν εγκατεστημένοι σε Οδησσό και Λάιπζιχ και των Άγγλων, με τη συντόμευση της διαδρομής ανάμεσα σε Ευρώπη και κόλπο της Μπάσρας μέσω της διάνοιξης του καναλιού του Σουέζ, και με την ολοκλήρωση από τους Ρώσους της σιδηροδρομικής γραμμής Πότι-Τιφλίδας, που ήθελαν έτσι να μετατρέψουν προς όφελος τους το ευρω-ιρανικό εμπόριο, άρχισε η κάμψη και ενώ οι μουσουλμάνοι με περιορισμένες θέσεις εργασίας και ανειδίκευτοι επέστρεφαν στα χωριά τους, οι Ρωμιοί (και οι Αρμένιοι) έμειναν στην περιοχή.
Σε αυτό συνέβαλαν και το ότι τα ξένα κράτη προτιμούσαν να κάνουν δουλειές με μη μουσουλμάνους, καθώς και το ότι στο σχολικό πρόγραμμα των μη μουσουλμάνων υπήρχαν μαθήματα ξένων γλωσσών και άλλων σχετικών με το εμπόριο που δικαίωναν αυτήν την επιλογή.
Έτσι στο τέλος του 19ου αιώνα, στη γραμμή Σαμψούντας-Τραπεζούντας, ιδιαίτερα ο τομέας των μεταφορών, τράπεζες, ασφάλειες και εμπόριο είχαν περάσει πλέον στο μονοπώλιο Αρμενίων και Ρωμιών. Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε πως αυτή η κατάσταση είχε ανησυχήσει τη μουσουλμανο-τουρκική πλευρά.
Το ελληνικό κράτος και η Μεγάλη Ιδέα
»Η εθνική αφύπνιση των Ρωμιών στην περιοχή του Πόντου ήταν σχετική και με την εμφάνιση της τάξης των μπουρζουάδων και με την ανεξαρτησία που είχε κερδίσει το ελληνικό κράτος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1821.
Η Ελλάδα, τα εθνικά σύνορα της οποίας αναγνωρίστηκαν το 1832, περιελάμβανε την ελληνική χερσόνησο και τις Κυκλάδες από τα νησιά του Αιγαίου.
Περιοχές όπου μιλούσαν κυρίους ελληνικά, όπως η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Θράκη, παρέμειναν εντός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το μεγαλύτερο όνειρο των Ελλήνων πολιτικών του 19ου αιώνα ήταν η συγκέντρωση όλων αυτών των εδαφών σε μια αυτοκρατορία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη (Ιστανμπούλ).
Έτσι, όταν οι Έλληνες εθνικιστές μιλούσαν για “Μικρά Ασία” θεωρούσαν τα εδάφη αυτά της Ανατολίας ώς το άλλο μισό της Ελλάδας. Διότι την ίδια περίοδο που στην Ανατολία ζούσαν 1,7 εκατ. Έλληνες, ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 2,6 εκατ.
Το σχέδιο με το όνομα Μεγάλη Ιδέα τα επόμενα χρόνια αποτέλεσε το κυρία ρεύμα του ελληνικού εθνικισμού. Οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές αυτού του σχεδίου ήταν στη γραμμή του από το 1910 και μετά μερικές φορές πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος όμως, ρεαλιστής στα σχέδιά του, δεν επέκτεινε τη Μεγάλη Ιδέα πέραν της Σαμψούντας. Εκφραστής αυτής της άποψης ήταν ο μητροπολίτης Αμάσειας και υπεύθυνος για τη Σαμψούντα, Γερμανός Καραβαγγέλης.
Αυτή η ομάδα στα γραπτά της ιστορίας μας αναφέρονται σαν “Συνεργάτες”.
»Μια άλλη άποψη που παρέμεινε κυρίως μέσα στην ιεραρχία και υπό κάποια έννοια αντιπολιτευόμενη στην προηγούμενη, ήταν αυτή «ου στόχευε στην υπό την ηγεσία του Ορθόδοξου Πατριαρχείου επανίδρυση του Βυζαντίου.
Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε μέχρι το Βατούμι, Λόγιο της ίδρυσης το 1204 της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Ο εφαρμοστής αυτής της ιδέας στην Ανατολία. του εδρεύοντος στην Κωνσταντινούπολη Πατριάρχη Ιωακείμ του 3ου, ήταν ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης. Αυτή λοιπόν η ομάδα, στην ιστορία μας αναφέρονται ως “οι της ανεξαρτησίας”.
Η γέννηση του ποντιακού εθνικισμού
»Η ελληνική “αφύπνιση”, σχετική και με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και με την εμφάνιση στην περιοχή του Πόντου μιας ελληνικής μπουρζουαζίας, ήταν, όπως έγινε και στα Βαλκάνια και στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή, κυρίως πολιτιστική.
Η μετατροπή του πολιτιστικού σε πολιτικό εθνικισμό άρχισε με συνταγματική διακήρυξη το 1908 και κορυφώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στα έτη 1914-1918.
»Τη στιγμή που υπό την επίδραση της εκκλησίας και των σχολείων δεν έγινε καθόλου καλά αποδεκτή από το σύνολο των χωρικών της Ανατολίας η επιστράτευση που άρχισε με τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν γινόταν λόγος για πόλεμο ενάντια στους στρατούς που οι ίδιοι οι ηγέτες της κοινότητας τους παρουσίαζαν σε αυτούς ως σωτήρες, οι Πόντιοι το εκλάμβαναν ακόμα χειρότερα.
Ο ποντιακός λαός, που μέχρι τότε δεν είχε επιστρατευθεί, παρά μόνο τους έβαζαν για σύντομα διαστήματα σε αγγαρείες στο ναυτικό, αν και είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το μίσος που έτρεφαν προς τον οργανωμένο στρατό με την επίδραση από το εθνοσυναίσθημα, είναι γνωστό πως τους πρώτους μήνες του πολέμου οι μη μουσουλμάνοι στρατιώτες -όπως και οι μουσουλμάνοι- λιποτάκτη-σαν μαζικά. Σε αυτό μεγάλη ήταν η επίδραση της άσχημης συμπεριφοράς στην οποία υπό-κειντο οι φτωχοί Ρωμιοί και Αρμένιοι στα στρατόπεδα εργασίας ή στην κατασκευή δρόμων στα “Αμελέ Ταμπουρού”.
Το 1914, μετά την καταστροφή στο Σαρίκαμις, η στάση των μελών του “Ενωση και Πρόοδος” έναντι των Αμελέ Ταμπουρού σκλήρυνε και μερικά από αυτά στη Σεβάστεια, στο Ερζερούμ, στο Μους, στο Ντιγιάρμπακιρ, στην Ούρφα και στην Τραπεζούντα διαλύθηκαν.
Φεύγοντας από αυτά οι ένοπλοι ή άοπλοι μη μουσουλμάνοι και γυρνώντας στα μέρη τους, οργανώθηκαν σε ένοπλες μονάδες με τη βοήθεια του μητροπολίτη Σαμψούντας Γερμανού, ο οποίος είχε αποκτήσει αρκετή πείρα από τη βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία, όταν ήταν μητροπολίτης Καστοριάς στα έτη 1900-1907.
(Δεν υπήρχε σχέση των ανταρτών αυτών με την οργάνωση Μαύρη Μοίρα, για την οποία μιλάει ο Μουσταφά Κεμάλ στο βιβλίο Νουτούκ). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη Μαύρη Μοίρα από την επίσημη ιστορία μας είναι λίγες, και αν όντως υπήρξε τέτοια οργάνωση γίνεται αντιληπτό πως έδρασε στη δυτική Ανατολία και στη Θράκη.
Οι αντάρτη του Βασίλ Ουστά
»Παρά το ότι το φθινόπωρο του 1915 πενήντα νέοι Ρωμιοί είχαν πάρει τα όπλα μετά το κάψιμο από τις κυβερνητικές δυνάμεις τριών χωριών, όταν οι χωρικοί εναντιώθηκαν στην κυβερνητική επιδίωξη για εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια σε χωριά της Σαμψούντας, η περίοδος μέχρι τον Απρίλιο του 1916, που το ρωσικό ναυτικό βομβάρδισε τη Γιόμρα, ήταν βασικά ήσυχη.
Το όνειρο του Χρύσανθου για «τουρκοποντιακό Kράτος»
»0 μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος ήταν μια από τις βασικές φιγούρες που πίστευαν πως θα μπορούσε στην Ανατολία να προχωρήσει με ειρηνικό τρόπο η συνεργασία των Ελλήνων και Τούρκων, και πως με τη συμβίωση αναπόφευκτα θα άνοιγε ο δρόμος για την ανωτερότητα του ελληνικού στοιχείου.
Μόλις εξελέγη άρχισε, απευθυνόμενος στην κοινότητά του, μια έντονη προπαγάνδα για καλές σχέσεις με τους Τούρκους και συναντώντας το 1914 κατά την επιστράτευση το νομάρχη Τραπεζούντας, Τζεμάλ Αζμί μπέη, εξασφάλισε την απόδοση πολιτικών καθηκόντων στους Ρωμιούς της πόλης που είχαν επιστρατευθεί, αποτρέποντας έτσι την εξορία των Ρωμιών το 1915.
Μάλιστα το σε ποιο επίπεδο είχαν φτάσει οι σχέσεις τους, φαίνεται από αυτά που αναφέρει σχετικά με την κατοχή της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, στις 18-4-2010, ο Γιώργος Ανδρεάδης, ο πατέρας του οποίου ήταν το 1917 μέλος του ιδρυθέντος στο Βατούμι Ποντιακού Κοινοβουλίου:
Όταν οριστικοποιήθηκε η πτώση της Τραπεζούντας, η τουρκική διοίκηση κάλεσε τον επίσκοπο Χρύσανθο και τους Ρωμιούς ηγέτες, παρέδωσε την πόλη στα χέρια τους και εμπιστεύτηκε σε αυτούς τους ανθρώπους την τύχη των φτωχών μουσουλμάνων που δεν είχαν τη δυνατότητα να φύγουν.
Ήταν μια ιστορική μέρα. Ο νομάρχης Τραπεζούντας Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμί και ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης των Νεότουρκων Αλί Ριζά, παρέδωσαν τη διοίκηση της πόλης σε μια προσωρινή επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Χρύσανθο (...).
Έπειτα από μια σύντομη τελετή παράδοσης ο νομάρχης, απευθυνόμενος στον Χρύσανθο, είπε: Αυτήν τη χώρα την πήραμε από τους Ρωμιούς, και τώρα πάλι στους Ρωμιούς την επιστρέφουμε. Τη μέρα που οι Ρώσοι μπήκαν στην Τραπεζούντα, βρήκαν ελληνική διοίκηση και όχι τουρκική.
Οι Ρώσοι για να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο στα μετόπισθεν του οθωμανικού στρατού είχαν αρχίσει να εξοπλίζουν τους ρωμιούς της Μπάφρας.
Τον Ιούλιο ο Βασίλης Ανθόπουλος, γνωστός σαν Βασίλ Ουστά, μαζί με τους άντρες του επιτέθηκε σε μια στρατιωτική ψυλακή στη Σεβάστεια και ελευθέρωσαν ένα Ρώσο στρατηγό. Με αυτή του την κίνηση ο Βασίλ Ουστά, κερδίζοντας τη συμπάθεια των Ρώσων, ήρθε με δέκα άτομα δίπλα του στην Τραπεζούντα, όπου ήρθε σε επαφή με τις ρωσικές υπηρεσίες.
Ο Βασίλ Ουστά, αφού αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με ρωσική τορπιλάκατο, ίδρυσε εκεί ελληνικά αντάρτικα σώματα, καθώς του είχαν δώσει το καθήκον να απασχολεί τους Τούρκους. Μετά την πτώση του τσαρικού καθεστώτος και την έναρξη της αποχώρησης των Ρώσων, ανέλαβε πρωτοβουλία και επιτιθέμενος σε τουρκικά χωριά άρχισε να σκοτώνει τα άτομα που καταπίεζαν τους Ρωμιούς. Αλλά όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις τον στρίμωξαν, κατέφυγε μαζί με άλλους εννιά στην Τραπεζούντα, έμεινε εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου και πέθανε εκεί.
Να αναφέρουμε πως ο Ριζά Νουρ στα απομνημονεύματά του, περιγράφοντας τον Βασίλ Ουστά λέει πως “Οι μουσουλμάνοι, οι Ρωμιοί, άντρες και γυναίκες της Σινώπης τον σέβονταν. Ήταν υπέροχος άνθρωπος. Φρόντιζε τους φτωχούς χωρίς να κοιτάει αν ήταν μουσουλμάνοι, όταν πέθανε οι Τούρκοι τον έκλαψαν όσο και οι Ρωμιοί”.
Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την αναγνώριση του γεγονότος ότι το σουηδικό κοινοβούλιο σε συνεδρίασή του στις 11 Μαρτίου του 2010 αποδέχτηκε τη διάπραξη γενοκτονίας σε βάρος Αρμενίων, Ασσυρίων, Χαλδαίων και Ποντίων κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Hur στην αρχή του άρθρου της παρουσιάζει τις επίσημες απόψεις, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον Μουσταφά Κεμάλ στο βιβλίο του Nutuk, που στα ελληνικά αποδόθηκε με τίτλο Ο μέγας ρητορικός.
Ενδιαφέρον έχει ότι ο Κεμάλ υπογράφει το βιβλίο αυτό με τον τίτλο «Gazi», που παραπέμπει στον πολεμιστή του Ιερού Ισλαμικού Πολέμου (jihad), που κήρυξε κατά τον «απίστων» τον Μάιο του 1919. Οι θέσεις αυτές του Κεμάλ, που εκφράστηκαν στο προπαγανδιστικό βιβλίο Pontus Meselesi (Ποντιακό Ζήτημα) που τυπώθηκε το 1922 από το προπαγανδιστικό τυπογραφείο του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, μέχρι τις μέρες μας αποτελούν την επίσημη τουρκική θέση.
Η Hur δηλώνει εξ αρχής στο άρθρο της ότι θα κινηθεί σε άλλο δρόμο απ’ αυτόν της επίσημης ερμηνείας, προσπαθώντας να βρει την αλήθεια. Κάποια από τα σημεία του άρθρου της είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα σχετικά με το πώς αντιμετωπίζει η προοδευτική τουρκική σκέψη ένα καινοφανές γι’ αυτήν ζήτημα: το Ζήτημα του Πόντου. Αρχικά περιγράφει τους ιστορικούς όρους ύπαρξης της κοινότητας αυτής:
«...Η κοινότητα, που στις πηγές αναφέρεται ως “Πόντιοι” ή “Ρωμιοί του Πόντου” και μιλάνε μια διάλεκτο των ελληνικών, τα “Ρωμαίικα”, πιστεύεται πως είναι μια ανάμιξη των Ελλήνων που ίδρυσαν αποικίες τον 4ο π.Χ. αιώνα στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, των εκχριστιανισθέντων τον 4ο αιώνα Τζανλάρ (κλάδου του ντόπιου λαού των Γεωργιανών), των Λαζών και των βυζαντινών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Αυτές οι ομάδες μετά την ένταξή τους στην οθωμανική κυριαρχία το 1461, και τις υποχρεωτικές ή μη μετακινήσεις και τους εθελοντικούς εξισλαμισμούς, συνέχισαν να υπάρχουν. Εντέλει με βάση ετήσια αναφορά των Οθωμανών το 1914, σε μια περιοχή από τη Σαμψούντα ως τη Ριζούντα ζούσαν περίπου 450 χιλιάδες Ορθόδοξοι Ρωμιοί (δηλαδή Πόντιοι).
Σε μερικές περιοχές ο πληθυσμός των Ρωμιών έφτανε το 50%. Επίσης υπήρχαν “κρυπτοχριστιανοί” μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι που χρησιμοποιούσαν το αραβικό αλφάβητο, των οποίων ο αριθμός δεν είναι ακόμη γνωστός.
Η γέννηση της μπουρζουαζίας των Ρωμιών
»Από το 15ο μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, το εμπόριο που γινόταν στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας είχε κρατηθεί στα χέρια των μουσουλμάνων. Όμως με την απόδοση εμπορικών προνομίων σε Ρωσία, Αυστρία, Αγγλία και Γαλλία, με την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζί το 1774, δημιουργήθηκε μια κατάσταση σε βάρος των μουσουλμάνων.
Αυτή την περίοδο Ρωμιοί με την υποστήριξη του Ρώσου τσάρου, με την εμπειρία χιλιάδων ετών στην κατασκευή σκαφών και στη ναυτοσύνη και με την κλίση τους στις δυτικές γλώσσες και τις διεθνείς σχέσεις, πέρασαν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους μουσουλμάνους ομότεχνους τους.
Όταν χάρη στην εξέλιξη της οικονομίας από το 1830, λόγω της διάνοιξης της γραμμής Τραπεζούντας-Τεμπρίζ, με τη συνεργασία Αρμενίων που ήταν εγκατεστημένοι σε Οδησσό και Λάιπζιχ και των Άγγλων, με τη συντόμευση της διαδρομής ανάμεσα σε Ευρώπη και κόλπο της Μπάσρας μέσω της διάνοιξης του καναλιού του Σουέζ, και με την ολοκλήρωση από τους Ρώσους της σιδηροδρομικής γραμμής Πότι-Τιφλίδας, που ήθελαν έτσι να μετατρέψουν προς όφελος τους το ευρω-ιρανικό εμπόριο, άρχισε η κάμψη και ενώ οι μουσουλμάνοι με περιορισμένες θέσεις εργασίας και ανειδίκευτοι επέστρεφαν στα χωριά τους, οι Ρωμιοί (και οι Αρμένιοι) έμειναν στην περιοχή.
Σε αυτό συνέβαλαν και το ότι τα ξένα κράτη προτιμούσαν να κάνουν δουλειές με μη μουσουλμάνους, καθώς και το ότι στο σχολικό πρόγραμμα των μη μουσουλμάνων υπήρχαν μαθήματα ξένων γλωσσών και άλλων σχετικών με το εμπόριο που δικαίωναν αυτήν την επιλογή.
Έτσι στο τέλος του 19ου αιώνα, στη γραμμή Σαμψούντας-Τραπεζούντας, ιδιαίτερα ο τομέας των μεταφορών, τράπεζες, ασφάλειες και εμπόριο είχαν περάσει πλέον στο μονοπώλιο Αρμενίων και Ρωμιών. Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε πως αυτή η κατάσταση είχε ανησυχήσει τη μουσουλμανο-τουρκική πλευρά.
»Η εθνική αφύπνιση των Ρωμιών στην περιοχή του Πόντου ήταν σχετική και με την εμφάνιση της τάξης των μπουρζουάδων και με την ανεξαρτησία που είχε κερδίσει το ελληνικό κράτος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1821.
Η Ελλάδα, τα εθνικά σύνορα της οποίας αναγνωρίστηκαν το 1832, περιελάμβανε την ελληνική χερσόνησο και τις Κυκλάδες από τα νησιά του Αιγαίου.
Περιοχές όπου μιλούσαν κυρίους ελληνικά, όπως η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Θράκη, παρέμειναν εντός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το μεγαλύτερο όνειρο των Ελλήνων πολιτικών του 19ου αιώνα ήταν η συγκέντρωση όλων αυτών των εδαφών σε μια αυτοκρατορία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη (Ιστανμπούλ).
Έτσι, όταν οι Έλληνες εθνικιστές μιλούσαν για “Μικρά Ασία” θεωρούσαν τα εδάφη αυτά της Ανατολίας ώς το άλλο μισό της Ελλάδας. Διότι την ίδια περίοδο που στην Ανατολία ζούσαν 1,7 εκατ. Έλληνες, ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 2,6 εκατ.
Το σχέδιο με το όνομα Μεγάλη Ιδέα τα επόμενα χρόνια αποτέλεσε το κυρία ρεύμα του ελληνικού εθνικισμού. Οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές αυτού του σχεδίου ήταν στη γραμμή του από το 1910 και μετά μερικές φορές πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος όμως, ρεαλιστής στα σχέδιά του, δεν επέκτεινε τη Μεγάλη Ιδέα πέραν της Σαμψούντας. Εκφραστής αυτής της άποψης ήταν ο μητροπολίτης Αμάσειας και υπεύθυνος για τη Σαμψούντα, Γερμανός Καραβαγγέλης.
Αυτή η ομάδα στα γραπτά της ιστορίας μας αναφέρονται σαν “Συνεργάτες”.
»Μια άλλη άποψη που παρέμεινε κυρίως μέσα στην ιεραρχία και υπό κάποια έννοια αντιπολιτευόμενη στην προηγούμενη, ήταν αυτή «ου στόχευε στην υπό την ηγεσία του Ορθόδοξου Πατριαρχείου επανίδρυση του Βυζαντίου.
Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε μέχρι το Βατούμι, Λόγιο της ίδρυσης το 1204 της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Ο εφαρμοστής αυτής της ιδέας στην Ανατολία. του εδρεύοντος στην Κωνσταντινούπολη Πατριάρχη Ιωακείμ του 3ου, ήταν ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης. Αυτή λοιπόν η ομάδα, στην ιστορία μας αναφέρονται ως “οι της ανεξαρτησίας”.
Η γέννηση του ποντιακού εθνικισμού
Αρθρο της Ayse Hur στην Taraf |
»Η ελληνική “αφύπνιση”, σχετική και με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και με την εμφάνιση στην περιοχή του Πόντου μιας ελληνικής μπουρζουαζίας, ήταν, όπως έγινε και στα Βαλκάνια και στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή, κυρίως πολιτιστική.
Η μετατροπή του πολιτιστικού σε πολιτικό εθνικισμό άρχισε με συνταγματική διακήρυξη το 1908 και κορυφώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στα έτη 1914-1918.
»Τη στιγμή που υπό την επίδραση της εκκλησίας και των σχολείων δεν έγινε καθόλου καλά αποδεκτή από το σύνολο των χωρικών της Ανατολίας η επιστράτευση που άρχισε με τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν γινόταν λόγος για πόλεμο ενάντια στους στρατούς που οι ίδιοι οι ηγέτες της κοινότητας τους παρουσίαζαν σε αυτούς ως σωτήρες, οι Πόντιοι το εκλάμβαναν ακόμα χειρότερα.
Ο ποντιακός λαός, που μέχρι τότε δεν είχε επιστρατευθεί, παρά μόνο τους έβαζαν για σύντομα διαστήματα σε αγγαρείες στο ναυτικό, αν και είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το μίσος που έτρεφαν προς τον οργανωμένο στρατό με την επίδραση από το εθνοσυναίσθημα, είναι γνωστό πως τους πρώτους μήνες του πολέμου οι μη μουσουλμάνοι στρατιώτες -όπως και οι μουσουλμάνοι- λιποτάκτη-σαν μαζικά. Σε αυτό μεγάλη ήταν η επίδραση της άσχημης συμπεριφοράς στην οποία υπό-κειντο οι φτωχοί Ρωμιοί και Αρμένιοι στα στρατόπεδα εργασίας ή στην κατασκευή δρόμων στα “Αμελέ Ταμπουρού”.
Το 1914, μετά την καταστροφή στο Σαρίκαμις, η στάση των μελών του “Ενωση και Πρόοδος” έναντι των Αμελέ Ταμπουρού σκλήρυνε και μερικά από αυτά στη Σεβάστεια, στο Ερζερούμ, στο Μους, στο Ντιγιάρμπακιρ, στην Ούρφα και στην Τραπεζούντα διαλύθηκαν.
Φεύγοντας από αυτά οι ένοπλοι ή άοπλοι μη μουσουλμάνοι και γυρνώντας στα μέρη τους, οργανώθηκαν σε ένοπλες μονάδες με τη βοήθεια του μητροπολίτη Σαμψούντας Γερμανού, ο οποίος είχε αποκτήσει αρκετή πείρα από τη βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία, όταν ήταν μητροπολίτης Καστοριάς στα έτη 1900-1907.
(Δεν υπήρχε σχέση των ανταρτών αυτών με την οργάνωση Μαύρη Μοίρα, για την οποία μιλάει ο Μουσταφά Κεμάλ στο βιβλίο Νουτούκ). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη Μαύρη Μοίρα από την επίσημη ιστορία μας είναι λίγες, και αν όντως υπήρξε τέτοια οργάνωση γίνεται αντιληπτό πως έδρασε στη δυτική Ανατολία και στη Θράκη.
Οι αντάρτη του Βασίλ Ουστά
»Παρά το ότι το φθινόπωρο του 1915 πενήντα νέοι Ρωμιοί είχαν πάρει τα όπλα μετά το κάψιμο από τις κυβερνητικές δυνάμεις τριών χωριών, όταν οι χωρικοί εναντιώθηκαν στην κυβερνητική επιδίωξη για εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια σε χωριά της Σαμψούντας, η περίοδος μέχρι τον Απρίλιο του 1916, που το ρωσικό ναυτικό βομβάρδισε τη Γιόμρα, ήταν βασικά ήσυχη.
Το όνειρο του Χρύσανθου για «τουρκοποντιακό Kράτος»
»0 μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος ήταν μια από τις βασικές φιγούρες που πίστευαν πως θα μπορούσε στην Ανατολία να προχωρήσει με ειρηνικό τρόπο η συνεργασία των Ελλήνων και Τούρκων, και πως με τη συμβίωση αναπόφευκτα θα άνοιγε ο δρόμος για την ανωτερότητα του ελληνικού στοιχείου.
Μόλις εξελέγη άρχισε, απευθυνόμενος στην κοινότητά του, μια έντονη προπαγάνδα για καλές σχέσεις με τους Τούρκους και συναντώντας το 1914 κατά την επιστράτευση το νομάρχη Τραπεζούντας, Τζεμάλ Αζμί μπέη, εξασφάλισε την απόδοση πολιτικών καθηκόντων στους Ρωμιούς της πόλης που είχαν επιστρατευθεί, αποτρέποντας έτσι την εξορία των Ρωμιών το 1915.
Μάλιστα το σε ποιο επίπεδο είχαν φτάσει οι σχέσεις τους, φαίνεται από αυτά που αναφέρει σχετικά με την κατοχή της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, στις 18-4-2010, ο Γιώργος Ανδρεάδης, ο πατέρας του οποίου ήταν το 1917 μέλος του ιδρυθέντος στο Βατούμι Ποντιακού Κοινοβουλίου:
Όταν οριστικοποιήθηκε η πτώση της Τραπεζούντας, η τουρκική διοίκηση κάλεσε τον επίσκοπο Χρύσανθο και τους Ρωμιούς ηγέτες, παρέδωσε την πόλη στα χέρια τους και εμπιστεύτηκε σε αυτούς τους ανθρώπους την τύχη των φτωχών μουσουλμάνων που δεν είχαν τη δυνατότητα να φύγουν.
Ήταν μια ιστορική μέρα. Ο νομάρχης Τραπεζούντας Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμί και ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης των Νεότουρκων Αλί Ριζά, παρέδωσαν τη διοίκηση της πόλης σε μια προσωρινή επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Χρύσανθο (...).
Έπειτα από μια σύντομη τελετή παράδοσης ο νομάρχης, απευθυνόμενος στον Χρύσανθο, είπε: Αυτήν τη χώρα την πήραμε από τους Ρωμιούς, και τώρα πάλι στους Ρωμιούς την επιστρέφουμε. Τη μέρα που οι Ρώσοι μπήκαν στην Τραπεζούντα, βρήκαν ελληνική διοίκηση και όχι τουρκική.
Οι Ρώσοι για να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο στα μετόπισθεν του οθωμανικού στρατού είχαν αρχίσει να εξοπλίζουν τους ρωμιούς της Μπάφρας.
Τον Ιούλιο ο Βασίλης Ανθόπουλος, γνωστός σαν Βασίλ Ουστά, μαζί με τους άντρες του επιτέθηκε σε μια στρατιωτική ψυλακή στη Σεβάστεια και ελευθέρωσαν ένα Ρώσο στρατηγό. Με αυτή του την κίνηση ο Βασίλ Ουστά, κερδίζοντας τη συμπάθεια των Ρώσων, ήρθε με δέκα άτομα δίπλα του στην Τραπεζούντα, όπου ήρθε σε επαφή με τις ρωσικές υπηρεσίες.
Ο Βασίλ Ουστά, αφού αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με ρωσική τορπιλάκατο, ίδρυσε εκεί ελληνικά αντάρτικα σώματα, καθώς του είχαν δώσει το καθήκον να απασχολεί τους Τούρκους. Μετά την πτώση του τσαρικού καθεστώτος και την έναρξη της αποχώρησης των Ρώσων, ανέλαβε πρωτοβουλία και επιτιθέμενος σε τουρκικά χωριά άρχισε να σκοτώνει τα άτομα που καταπίεζαν τους Ρωμιούς. Αλλά όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις τον στρίμωξαν, κατέφυγε μαζί με άλλους εννιά στην Τραπεζούντα, έμεινε εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου και πέθανε εκεί.
Να αναφέρουμε πως ο Ριζά Νουρ στα απομνημονεύματά του, περιγράφοντας τον Βασίλ Ουστά λέει πως “Οι μουσουλμάνοι, οι Ρωμιοί, άντρες και γυναίκες της Σινώπης τον σέβονταν. Ήταν υπέροχος άνθρωπος. Φρόντιζε τους φτωχούς χωρίς να κοιτάει αν ήταν μουσουλμάνοι, όταν πέθανε οι Τούρκοι τον έκλαψαν όσο και οι Ρωμιοί”.
Συνέδριο στη Μασσαλία
»0 Κωνσταντινίδης Κώστας, γιος του τέως δημάρχου Κερασούντας καπετάν Γιώργη, παίρνοντας θάρρος από τη θέση του Λένιν για “καθορισμό της τύχης των λαών από τους ίδιους” συγκάλεσε στις 4-2-1918 στη Μασσαλία Ποντιακό Συνέδριο με συμμετοχή Πόντιων εκπροσώπων από διάφορες χώρες. Σε τηλεγράφημα που απεστάλη στον Λέων Τρότσκι επιζητούνταν η στήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας στη δημιουργία ανεξάρτητου ποντιακού κράτους από τη Σινώπη έως το Βατουμι.
Όπως όμως η Σοβιετική Ρωσία δεν απάντησε στο αίτημα του συνεδρίου για βοήθεια, ακόμα και οι Γάλλοι, που φιλοξένησαν το συνέδριο, δεν τους άρεσε.
»Στο μεταξύ, με τη ρωσική κατοχή, μέρος των εξορισθέντων από την οθωμανική κυβέρνηση Ρωμιών άρχισαν να επιστρέφουν και τα αντάρτικα σώματα των Ρωμιών σε Σαμψούντα, Μερζιφούντα και Αμάθεια συνέχισαν να οργανώνομαι. Μάλιστα το μήνα Νοέμβριο λεηλάτησαν κάποια χωριά στην περιοχή της Μερζιφούντας.
»Τα κράτη της Αντάντ, όταν ένας υπολοχαγός ονόματι Χαμδί μαζί με τους στρατιώτες του βγήκαν στο βουνό και άρχισαν να οργανώνουν τους Τούρκους χωρικούς, κατηγόρησαν την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης πως έχει χάσει τον έλεγχο και παραβιάζει την ανακωχή.
Η εμφάνιση στη σκηνή του Μουσταφά Κεμάλ
»Οταν ο Μουσταφά Κεμάλ στις 19-5-1919 αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα ως επιθεωρητής στρατού, αποστολή του ήταν να αποτρέψει αυτές τις συγκρούσεις που έθεταν σε κίνδυνο την ανακωχή. Περιγράφοντας αυτήν την περίοδο ο Η. Dinamo στο έργο του Ιερή Εξέγερση, λέει πως ο Μουσταφά Κεμάλ μόλις ήρθε στη Χάβζα συναντήθηκε με το γνωστό παλικαρά της περιοχής Τοπάλ Οσμάν και “παρέδωσε την υπόθεση της σωτηρίας από τον ποντιακό μπελά στα έμπειρα χέρια του Τοπάλ Οσμάν”.
Ο Τοπάλ Οσμάν του είπε πως “Μην ανησυχείτε καθόλου στρατηγέ μου. Θα δώσω τέτοιο θυμίαμα σε αυτούς τους Ρωμιούς του Πόντου που όλοι τους θα πνιγούνε στις σπηλιές σαν σφήκες”. Ο Τοπάλ Οσμάν εκείνη την εποχή καταζητούνταν για εγκλήματα κατά τις σφαγές των Αρμενίων.
«Πιθανότατα έπειτα από αίτημα του Μουσταφά Κεμάλ, το ένταλμα σύλληψης του Τοπάλ
Οσμάν ανακλήθηκε από το σουλτάνο, και παρά τις αντιρρήσεις τοπικών διοικούντων, όπως του νομάρχη Τραπεζούντας Τζεμάλ Αζμί και του τοπικού επάρχου, άρχισε τη δουλειά της εκκαθάρισης της περιοχής της Τραπεζούντας από τους Ρωμιούς του Πόντου.
Με βάση τον Φαλίχ Ριφκί, ο Τοπάλ Οσμάν: εκκαθάρισε πλήρως την περιοχή από τους Ρωμιούς, επιτιθέμενος σε τρία σπίτια Ρωμιών για κάθε ένα σπίτι Τούρκου που είχε δεχτεί επίθεση, καθώς και με βασανιστήρια. Βάζοντάς τους να σκάψουν τον τάφο τους και θάβοντας τους ζωντανούς, και καίγοντας στα καζάνια των καραβιών αντί για κάρβουνο ζωντανούς ανθρώπους.
Ο Ριζά Νουρ είχε πει στον Τοπάλ Οσμάν: “Να μην αφήσεις λίθον επί λίθου στα χωριά των Ρωμιών” και εκείνος του απάντησε πω “έτσι κάνω, αλλά τις εκκλησίες και τα ωραία κτίρια τα διαφυλάττω μήπως χρειαστούνε" .
Οταν ο Ριζά Νουρ του είπε: “Και εκείνα κατάστρεψε τα, σκόρπισε ακόμα και τις πέτρες τους. Έτσι να μην μπορέσουν να πούνε ξανά πως εδώ υπήρχαν εκκλησίες”, εκείνος του είπε: “Πραγματικά, έτσι να κάνουμε. Δεν μου έκοψε τόσο”.
» Καθώς ενώ αυτά συνέβαιναν στους Πόντιους, ζήτησαν βοήθεια από την Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση του Βενιζέλου δεν τους απάντησε καν, διότι ο Βενιζέλος είχε άλλους κατά τη γνώμη του πιο ρεαλιστικούς και απτούς στόχους.
Η Σοβιετική Ρωσία, σε εφαρμογή της πολιτικής προσέγγισης προς την κεμαλική κίνηση, διέλυσε τα αντάρτικα σώματα των Ρωμιών στο Βατούμ και παρέδωσε τους επικεφαλής των σωμάτων αυτών στους κεμαλιστές.
»Στο μεταξύ, ο Χρύσανθος, που είχε χάσει τις ελπίδες του από τα κράτη της Αντάντ, στράφηκε στο εσωτερικό και υπέγραψε πρωτόκολλο με τον Αχμέτ Ιζέτ πασά, που τον έβλεπε σαν γέφυρα συνεργασίας με τους κεμαλικούς.
Σύμφωνα με αυτό, οι εκκλησίες και τα σχολεία των Ρωμιών θα διαφυλάττονταν όπως ήταν, θα υπήρχε εγγύηση για τη νομική αυτονομία, θα ιδρύονταν από κοινού διοικητικά δικαστήρια, θα δινόταν ίση συμμετοχή κοινοτήτων στην τοπική βουλή και στη στρατοχωροφυλακή, και τα ελληνικά θα αναγνωρίζονταν σαν δεύτερη επίσημη γλώσσα.
Ο Χρύσανθος, για να φτάσει αυτό το κείμενο στην επιτροπή αντιπροσώπων, παρέδωσε ένα αντίγραφο του κειμένου αυτού στον Καρά Βασίφ μπέη (εκ των ηγετών της Ένωσης και Προόδου), όμως και επειδή η τουρκική πλευρά δεν ενδιαφέρθηκε, αλλά και επειδή ο Βενιζέλος θέλοντας να κρατήσει τα όνειρά του σε ρεαλιστικό επίπεδο δεν το ενέκρινε, δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτά τα βήματα.
Η ήττα των Ελλήνων
»Στην Ελλάδα στις 30-9-1920 ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε ένα μήνα μετά από δάγκωμα μαϊμούς, και μέσα στη δυναστική κρίση ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και στις 19-1-1921 γύρισε στην Αθήνα ο φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Υπήρξε ακαταστασία στις βαθμίδες των αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού και μαζί με την υποχώρησή του από το σημείο Ινονού, στις 10-1-1921, ενδυναμώθηκε και η Άγκυρα. Με την υπογραφή στις 16-3-1921 συμφωνιών ανάμεσα στον Μπεκίρ Σαμή μπέη και στη Σοβιετική Ρωσία και τους Άγγλους οριστικοποιήθηκε η μοίρα του ποντιακού κινήματος (και φυσικά των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Ανατολία).
»Από την ημερομηνία αυτή και μετά σκλήρυνε ιδιαίτερα η στάση της κυβέρνησης της Άγκυρας έναντι των Ρωμιών του Πόντου. Τον Φεβρουάριο μια ομάδα προεστών από Σαμψούντα και Μπάφρα συνελήφθησαν.
Εκδόθηκε εγκύκλιος για την αποστολή νέων Ρωμιών στα τάγματα εργασίας, και αυτοί που δεν μετείχαν άρχισαν να συλλαμβάνονται. Τον Απρίλιο ο Νουρεντίν πασάς, επικεφαλής της κεντρικής στρατιάς, άρχισε την πρώτη επιχείρηση ενάντια στους Πόντιους αντάρτες στην περιοχή της Μπάφρας. Η Αγκυρα, μετά το βομβαρδισμό από το αντιτορπιλικό «Κιλκίς» της Ινέπολης τον Ιούνιο, αποφάσισε την εξορία όλων των Ρωμιών στα ενδότερα, και τα πρώτα καραβάνια από Σαμψούντα, Μπάφρα και Αλατζάμ βγήκαν στους δρόμους. Στα καραβάνια αυτά πολλές ζωές χάθηκαν καθ’ οδόν από τις επιθέσεις των ανταρτών του Τοπάλ Οσμάν.
»Ομως ο επικεφαλής της επιχείρησης, Νουρεντίν πασάς, λόγω “των παράνομων πρακτικών που εφάρμοσε” κατά την κουρδική εξέγερση του Κοτσγκιρί, απαλλάχθηκε των καθηκόντων του από την τουρκική Βουλή, και στις 8-2-1922, και ενώ είχε καταργηθεί η κεντρική στρατιά, το καθήκον ενάντια στο Ποντιακό δόθηκε στον Τζεμίλ Τζαχήτ μπέη, επικεφαλής της 10ης μεραρχίας.
Η μεραρχία ενδυναμωμένη με στρατιώτες και εξοπλισμό εκκαθάρισε τους τελευταίους αντάρτες που είχαν διαφύγει στα βουνά της Μαλάτιας και του Χάρπουτ, θέτοντας επίσημα τέλος στο “Ποντιακό Ζήτημα”.
Ποιος ήταν ο απολογισμός
»Οι ελληνικές πηγές αναφέρουν πως 300 χιλιάδες Πόντιοι έχασαν τη ζωή τους στα έτη 1914-1923. Με βάση τους υπολογισμούς του Στέφανου Γεράσιμου, κατά τα έτη 1916-1923 πέθαναν από 65 έως 70 χιλιάδες Ρωμιοί. Με βάση τα στοιχεία του Γενικού Επιτελείου ο αριθμός των φονευθέντων από τους αντάρτες Τούρκων την ίδια περίοδο ήταν 1.817.
»Είναι φανερό πως οι Ρωμιοί του Πόντου πλήρωσαν πικρό τίμημα, καθώς έπεσαν θύματα ονειροπόλων ηγετών που παρασύρθηκαν από την εθνικιστική ιδεολογία, υποτίμησαν τη δύναμη των αντιπάλων, παραφούσκωσαν τη δική τους δύναμη και τη διεθνή στήριξη και απέτυχαν να οργανώσουν την κοινότητά τους.
Όμως το ότι εκείνον τον καιρό, που με επικεφαλής τους Τούρκους προεστούς της Μπάφρας και του Ερζερούμ υπήρχαν πολλές αυτόνομες δομές, που η κεμαλική κίνηση ήταν ένα κίνημα για δημιουργία έθνους-κράτους από μια διαλυμένη αυτοκρατορία, δεν αποτελεί παράδοξο να θέλουν και οι Ρωμιοί να δημιουργήσουν το δικό τους έθνος-κράτος. Δεν είμαι σίγουρη πως τα μέλη του σουηδικού Κοινοβουλίου ξέρουν αυτήν την πολύπλοκη ιστορία, αλλά γίνεται αντιληπτό πως οι μέθοδοι που εφάρμοσε ο Τοπάλ Οσμάν και οι αντάρτες του για να καταπνίξουν τον ποντιακό εθνικισμό εμπίπτουν στον ορισμό της Συνθήκης των Γενοκτονιών του 1948».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου