ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Αλέκος Εφραιμίδης κάτοικος Πεύκων Αλεξανδρούπολης 
(από τους επιζώντες των ανταρτών της Σαντάς)

Ύστερα από την άρνηση του Αρχηγείου των ανταρτών της Σάντας να συνθηκολογήσουν με τα τουρκικά στρατεύματα, απεφασίσθη υπό της τουρκικής κυβερνήσεως η απέλασις των κατοίκων όλων τιον χωρίων της Σάντας.
 Την απέλασιν αυτήν επραγματοποίησαν τα τουρκικά στρατεύματα την 9ην Σεπτεμβρίου του έτους 1921.Είναι εκτός πάσης περιγραφής και ασυλλήπτως τραγική η εικόνα των κατοίκων, που εγκατέλειπον τα σπίτια και τις περιουσίες των, παραλαμβάνοντας μαζί των ελάχιστα τρόφιμα και ρουχισμόν (όσα μπορούσαν να φορτωθούν τα μέλη των οικογενειών των). 
Τα πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα αφού πρώτα επέτυχον την εκκένωσιν των περισσοτέρων χωριών της Σάντας, ετράπησαν προς τα χωριά: α) Κοπαλάντων ή Άγιος Χαράλαμπος, β) Αλιάντων ή Άγιος Κωνσταντίνος, γ) Χαρατσάντων ή Άγιος Σπυρίδων, δ) Φτελέν ή Υπαπαντή και ε) προς το Τρανό Φτελέν.
 Κατά την ανωτέρω ημερομηνίαν και εντός ολίγων ωρών τα τουρκικά στρατεύματα επλησίασαν και επολιόρκησαν πρώτα το χωρίον Κοπαλάντων. Έντρομοι οι κάτοικοι έφυγαν όσοι μπόρεσαν χωρίς καθόλου εφόδια προς το Φτελένη, ενώ όσοι δεν μπόρεσαν να διαφύγουν εκακοποιήθησαν βαναύσως από τους Τούρκους στρατιώτας.
 Ατιμάσθηκαν γυναίκες, λεηλατήθηκαν όλα τα σπίτια και πολλά επυρπολήθηκαν. Όσοι εκ των κατοίκων διέφυγαν προς το Φτελένη συνάντησαν εκεί ανταρτικήν ομάδα του Καπετάν Ευκλείδη που κατέβηκε από το βουνό για να προστατεύσει όσο μπορούσε τους καταδιώκομενους κατοίκους.
Ο Καπετάν Ευκλείδης εκτιμώντας την κατάστασιν της στιγμής εκείνης, διέταξε να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Μεσοχώρι παραλαμβάνοντας μαζί των όσα τρόφιμα μπορούσαν, προκειμένου να εγκαταλείψει το χωριό και να τους μεταφέρει εις τόπον περισσότερον ασφαλή.
Σε μια ώρα όλοι οι κάτοικοι ετοιμάσθηκαν και συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού κοντά στην κάτασπρη και γραφική εκκλησία.
Γέροι, γριές και νέοι, όλο εκείνο το ανθρωπομάζωμα προσεύχεται με κατάνυξη και παρακαλεί την Παναγία να τους γλυτώσει απ’ το μεγάλο κακό που τους περιμένει. Θα μείνουν αξέχαστα τα μοιρολόγια των γυναικών κατά την ιστορική εκείνη ημέρα. Ένα απ’ αυτά το πιο χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο:
Ξυπνάτε νύφες τα παιδιά
και πάρτε τα στην αγκαλιά σας 
βγάτε από τα σπίτια σας
 στ’ άγρια μονοπάτια.

Ρίξτε και πίσω μια ματιά
 και κάντε το σταυρό σας
 γιατί ξανά θα ερημωθούν 
απ’ των Τούρκων τα χέρια
Το κρενίν τη Ευκλείδη

Δεν πέρασε πολύ ώρα και τρεχάτος φθάνει μπροστά στον Καπετάν Ευκλείδη ένας από τους παρατηρητές αντάρτες του και του λέει ότι ο τουρκικός στρατός είναι ακροβολισμένος και έρχεται να πολιορκήσει και να καταλάβει το χωριό.
 Χωρίς να χάσει καθόλου καιρόν ο Καπετάν Ευκλείδης δίνει διαταγήν στο μεγαλύτερο τμήμα του να προηγηθεί των γυναικοπαίδων, ρυθμίζων ταυτοχρόνως και τα της πλαγιοφυλακής και οπισθοφυλακής του τμήματος, και η εκκίνησις γίνεται με κατεύθυνσιν το μεγάλο δάσος. 
Λαός και αντάρτες είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να παραδοθούν στους Τούρκους. Αυτή η απόφαση ακούγεται από τα στόματα όλων.
Στην πρώτη στάση που έκαμαν στο ύψωμα, οι κοπέλες προσέφεραν στους αντάρτες ψωμί, βρασμένες κότες, και ότι άλλο πρόχειρο φαγητό είχαν. Από μακρυά ατενίζαμε τις φλόγες του χωριού το οποίον κατέλαβον πλέον οι Τούρκοι. Στο ύψωμα κατέφθασαν και οι κάτοικοι του χωριού Φτελέν και ενωμένος ο πληθυσμός των δύο χωριών τραβά πλέον προς το μεγάλο δάσος.
Οι Τούρκοι αντιληφθέντες την φυγή των κατοίκων κινούνται αμέσως έξω απ’ το χωριό και προς την ίδιαν κατεύθυνσιν με σκοπό να κυκλώσουν και αιχμαλωτίσουν τον φεύγοντα πληθυσμόν. 
Αλλά και οι προστατεύοντες τον πληθυσμοί ένοπλοι αντάρτες είναι αποφασισμένοι να δώσουν μάχην εις οποιοδήποτε σημείο παραστεί ανάγκη. Η κίνησις των τουρκικών στρατευμάτων εναντίον μας επιταχύνεται και έφθασε στιγμή κατά την οποίαν μας εχώριζε απόστασις μόνον 1/4 της ώρας. Ο κίνδυνος ήταν πράγματι μεγάλος.
Περιέργως όμως οι Τούρκοι προς στιγμήν υποχωρούν. Επανεμφανίζονται όμως και πάλιν μετά μίαν ώραν πέριξ του χωριού και αρχίζουν να μας πυροβολούν. Εμείς όμως εν τω μεταξύ είχαμε καλυφθεί καλά. Με μεγάλο ψυχικό πόνο παρατηρούσαμε από το δάσος τα πυρποληθέντα χωριά μας και τα σπίτια μας.
 Ο αρχηγός Ευκλείδης ανήσυχος πάντοτε ανέβηκε σ’ ένα ψηλό παρατηρητήριο, και με την πρώτη ματιά που έριξε αντελήφθη, με το στρατηγικό μυαλό, του ότι η θέσις μας εκεί ήτο επισφαλής διότι σχεδόν βρισκόμασταν σε επαφή με τους Τούρκους. Διατάσσει λοιπόν την άμεσον περαιτέρω απομακρυνσίν μας και σε λίγα λεπτά ξεκινά προς τα εμπρός όλο εκείνο το κύμα, με την προστατευτική ζώνη των ένοπλων ανταρτών μας.
Ύστερα από 1/2 της ώρας καταφθάνει ένας από τους παρατηρητάς αντάρτας της εμπροσθοφυλακής και λέει στον καπετάνιο ότι οι Τούρκοι με κυκλωτική ενέργεια μας έκοψαν τον δρόμο. 
Η κατάστασις ήτο πολύ σοβαρά και επικίνδυνος. Από ένα πρόχειρο συμβούλιο που έγινε μεταξύ αρχηγού, υπαρχηγού, και πρωτοπαλληκαριών, αποφασίσθηκε να χτυπηθούν οι Τούρκοι από μπροστά διότι εκεί είναι λίγοι και παρουσιάζουν μεγαλύτερη αδυναμία. Η ενέργεια αυτή ανατίθεται στον υπαρχηγό Χαράλαμπο Λαζαρίδη (ένα απ’ τα πιο γενναία παλληκάρια της Σαντάς με δύναμη 8 (οκτώ) ανταρτών. Ώρες και στιγμές αγωνίας.
Ο Χαράλαμπος Λαζαρίδης κεκαλυμμένος και αθέατος περιμένει επ’ ολίγον την μεγαλυτέραν προσέγγισιν των Τούρκων, και ευθύς αμέσως επιτίθεται εναντίον των με ομαδικά πυρά. Οι Τούρκοι αιφνιδιάζονται και τρέπονται εις άτακτον φυγήν. 
Ο κλοιός άνοιξε... Ο αρχηγός Ευκλείδης με την βροντερή φωνή του, ενθαρρύνει συνεχώς τον άμαχο πληθυσμό, και το σώμα ολόκληρον προχωρεί κάπως ελεύθερον προς την κατεύθυνσιν της μεγάλης σπηλιάς (την Μάγαραν). 
Σε λίγη ώρα φθάσαμε κοντά στη σπηλιά, αλλ’ εδεχόμεθα συνεχή πυρά από τους πολυπληθείς Τούρκους που δεν ήθελαν να χάσουν την επαφήν μαζί μας. Εν πάση περιπτώση εκεί σταματήσαμε, κλείσαμε τα γυναικόπαιδα μέσα στην σπηλιά κι εμείς οι ένοπλοι αντάρτες καταλάβαμε την πρώτην γραμμήν αντιστάσεως.
 Οι κοπέλες ετοίμασαν αμέσως ότι πρόχειρο φαγητό μπορούσαν και το προσέφεραν σε εμάς τους πολεμιστές και στον άλλο άμαχο πληθυσμό μας. Οι Τούρκοι όμως όλο και μας πλησιάζουν.
Εφ’ όσον ο άμαχος κόσμος μας ευρίσκετο μέσα στην σπηλιά ασφαλισμένος, εμείς απ’ τα προσωρινά χαρακώματα της πρώτης γραμμής αντιστάσεως αρχίσαμε την πρώτη μάχη της Μάγαρας (σπηλιάς).
Η μάχη υπήρξε σκληρή και άνισος. Εμείς διαθέταμε 25 όπλα και ισάριθμους πολεμιστές και αντιμετωπίσαμε 500 - 700 Τούρκους με άρτιον οπλισμόν.
Η μοίρα μας όμως ήταν σκληρή γιατί κοντά στην αριθμητική μειονεκτικότητά μας, είχαμε και την προστασία του άμαχου πληθυσμού μας. Γι’ αυτό ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησε η βροντερή φωνή του δεύτερου καπετάνιου μας Δημήτρη Τσιριπίδη, που μας έδινε θάρρος και πολεμήσαμε σαν τα πραγματικά λιοντάρια επί ώρες ολόκληρες.
 Η συρροή όμως και νέων τουρκικών δυνάμεων (στρατού και ατάκτων) όλο και περίσσευε, και η πίεσις επί των χαρακωμάτων μας ήτο πλέον τρομακτική. Κατόπιν τούτου διέταξαν οι καπεταναίοι μας να συμπτυχθούμε στην δεύτερη γραμμή αντιστάσεως. Αναγκαστικά δε εγκαταλείψαμε εκεί και τα ζώα που είχαμε μαζί μας, αγελάδες και πρόβατα.
Δρόμος για την Σαντά
 Οι Τούρκοι κατέγιναν τότε με την περισυλλογήν και την διανομήν μεταξύ των των ανωτέρω ζώων, και εχαλάρωσαν αρκετά την εναντίων μας πίεσιν. Αυτή η μικρή ανάπαυλα μας έδωσε την ευκαιρίαν να τακτοποιηθούμε όσο μπορούσαμε καλύτερα στη δεύτερη γραμμή αντιστάσεως.
Οι ώρες περνούσαν και άρχισε σιγά σιγά να βραδιάζη. Απ’ το γεγονός αυτό εμείς πήραμε θάρρος και είχαμε προαποφασίσει να σπάσουμε τον κλοιό κατά την νύκτα, και να διαφύγουμε προς άλλας δασώδεις εκτάσεις. Οι Τούρκοι όμως μετά την παραλαβήν και λαφυραγώγησιν των ζώων, συγκεντρώθηκαν πάλιν και επλησίασαν τις γραμμές μας, κι αρχίζει αμέσως η δευτέρα μάχη, πιο σκληρή και πεισματώδης.
Με άγριες φωνές, βρισιές και αλαλαγμούς, οι Τούρκοι προσπαθούν να ρίξουν το ηθικό μας, αλλ’ οι επιθέσεις τους που ακολουθούν πνίγονται στο αίμα.
Εμείς ανταποδίδομε τις βρισιές τους, και η σάλπιγγα μας -κατά διαταγήν του καπετάνιου μας- σαλπίζει το πολεμικόν εμβατήριον. Έτσι η μάχη σκληραίνει και συνεχίζεται αδυσώπητος. Άρχισαν τότε οι Τούρκοι να χρησιμοποιούν εναντίον μας και το πυροβολικό τους, χωρίς όμως να φέρη σοβαρά γι’ αυτούς αποτελέσματα.
Σιγά - σιγά βράδιαζε και η μάχη συνεχιζόταν με αμείωτο πείσμα. Έξαφνα αναταραχή και φωνές ακούστηκαν στις γραμμές μας. Νομίσαμε προς στιγμήν ότι οι εκρήξεις των οβίδων στην είσοδο της σπηλιάς μας θα σκότωσαν μερικούς από τους αμάχους μας. Άλλο δυστύχημα όμως συνέβη. 
Σκοτώθηκε ο δεύτερος καπετάνιος μας Δημήτριος Τσιριπίδης, ο οποίος ως φαίνεται παρουσίασε στόχο στα εχθρικά πυρά. Πάνω στο πτώμα του γίνεται ολόκληρος αγώνας, αλλά στο τέλος κατορθώσαμε να το παραλάβουμε και το τοποθετήσαμε σε ασφαλές μέρος.
Όσο σκοτείνιαζε η πίεση των Τούρκων γινόταν μεγαλύτερη με την ελπίδα να μας αιχμαλωτίσουν όλους. Μπροστά στη δύσκολη αυτή κατάσταση, αναγκασθήκαμε να συμπτυχθούμε στην τρίτη και τελευταία γραμμή αντιστάσεως μας. Η περίπτωσίς μας έγινε τώρα ασφυκτικώς στενώτερη. 
Η απόστασης που μας χώριζε από τους Τούρκους δεν ήταν μεγαλύτερη από 100 μέτρα, και οι σφαίρες τους χτυπούσαν πλέον απ’ ευθείας μέσα στην είσοδο της σπηλιάς.
Η κατάστασις ήταν εξαιρετικά δύσκολος, αλλ’ η μάχη συνεχιζόταν με απαράμιλλον πείσμα εκατέρωθεν. Οι Τούρκοι τότε για να δυναμώσουν περισσότερο τον κλοιό τους, στέλνουν αρκετές δυνάμεις ατάκτων μαχητών τους στα πλευρά μας. Εμείς όμως όχι μόνον δεν τα χάσαμε, αλλά πιάσαμε και επτά απ’ αυτούς αιχμαλώτους τους οποίους αφοπλίσαμε αμέσως. 
Λόγω όμως του μικρού αριθμού των μαχητών μας και της νύχτας που εμεσολάβησε, δεν ήτο δυνατόν να τους φρουρήσουμε πλήρως και μας εδραπέτευσαν. Εν τω μεταξύ άρχισε να σκοτεινιάζει αλλ’ η μάχη συνεχιζόταν ασταμάτητη. Εμείς βοήθεια δεν περιμέναμε από πουθενά, διότι τα άλλα αντάρτικα τμήματα της Σάντας κατεγίνοντο κι εκείνα με την περισυλλογή του αμάχου πληθυσμού των άλλων χωριών.
Τις τελευταίες αυτές ώρες ο Καπετάν Ευκλείδης μας διέταξε να αντιμετωπίσουμε τον τουρκικό όγκο με τα δεκατέσσερα ταχυβόλα γερμανικά περίστροφά μας, όπως και έγινε. Αμέσως δε κατόπιν τους πετάξαμε μια χειροποίητη βόμβα, η οποία έσκασε με δαιμονιώδη κρότο, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
 Ως τόσο έφθασε η βόμβα αυτή να σπείρει τον πανικό στους Τούρκους, οι οποίοι νομίζοντας ότι διαθέτομε κανόνια ρωσικά, άρχισαν να υποχωρούν. Το γεγονός αυτό μας έκανε να γελάσουμε και να χαρούμε ταυτοχρόνως διότι μας δινόταν ευκαιρία ν’ απαγκιστρωθούμε απ’ τον κλοιό τους και να ξεφύγουμε την νύχτα.
Πράγματι σε λίγη ώρα η τουρκική σάλπιγγα εσήμανε υποχώρησιν και οι δυνάμεις απεμακρύνθησαν αρκετά. Γύρω γύρω όμως τα βουνά ήσαν γεμάτα από τουρκικά στρατεύματα. Έτσι ο κλοιός των απομακρύνθηκε μεν αρκετά από την σπηλιά, εξακολουθούσε όμως να υφίσταται άγρυπνος.
Οικισμός σην Σαντά
Ο καπετάν Ευκλείδης καλεί αμέσως το μικρό του επιτελείο, και σε λίγη ώρα παίρνουν την απόφαση να εγκαταλείψουν την σπηλιά, διότι η παραμονή σ’ αυτή για την επόμενην ημέραν θα ισοδυναμούσε με καθαράν αυτοκτονίαν. Δίνει λοιπόν χωρίς χρονοτριβήν την διαταγήν να βγούν όλοι οι άμαχοι από την σπηλιά παραλαμβάνοντας μαζί των όσα τρόφιμα μπορούσαν. 
Περιστοιχίζεται αμέσως ο άμαχος αυτός κόσμος από τους ένοπλους αντάρτας και ξεκινούν άφωνοι μέσα στο δάσος. Προχωρούν αρκετά και φθάνουν σ’ ένα ανοιχτό μέρος και σταματούν επάνω σ’ έναν μικρό λόφο, στο λόφο που έμεινε ιστορικός στη μάχη της «Μάγαρας». 
Εκεί γίνεται σύσκεψις. Απέχουν περί τα 800 μέτρα από τον εξωτερικό κλοιό των τουρκικών στρατευμάτων τον οποίον οπωσδήποτε είναι υποχρεωμένοι να διασχίσουν. Είναι δε η ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Καπετάν Ευκλείδης με τα μέλη του μικρού επιτελείου τραβηγμένοι λίγο παράμερα συζητούν επί του σχεδίου της διασπάσεως του κλοιού και της τελικής διαφυγής.
 Αλλά και οι υπόλοιποι αντάρτες και οι άμαχοι ερευνούν για να βρουν τον καλύτερο τρόπο σωτηρίας των. Σκέψη για παράδοση στους Τούρκους δεν εξεδήλωσε κανένας. Αντιθέτως όλα εκείνα τα γυναικόπαιδα ήταν αποφασισμένα ν’ ακολουθήσουν τους αντάρτες ως το θάνατο. 
Είδαν όμως ότι μεγάλο εμπόδιο αποτελούσαν τα μωρά παιδάκια που με τα κλάματα και τις φωνές τους, θα πρόδιδαν όλες τις κινήσεις τους και θα επέφεραν την ολοκληρωτικήν θυσίαν όλων εκείνων των ανθρώπων. Παίρνουν λοιπόν την τρομερή απόφαση και σκοτώνουν οκτώ (8) παιδάκια (αγόρια και κορίτσια) για να σώσουν το υπόλοιπο πλήθος. Φαντάζεται κανείς τη φοβερή θέση των μανάδων που παρέδιδαν τα σπλάχνα τους στη σφαγή. Είναι κάτι το ανήκουστο στην ιστορία του διωγμού των Ποντίων, και όμως υπήρξε γεγονός.
(σ.σ. Είναι δυνατό τέτοια απόφαση να πάρθηκε, χωρίς να το γνωρίζει ο Ευκλείδης;;;)
Καπετάν Ευκλείδης
Μόλις επανήλθε από τη σύσκεψη ο Καπετάν Ευκλείδης και επληροφορήθη το γεγονός της σφαγής των παιδιών εξεμάνη, και εξέδωσε αμέσως διαταγή να σταματήσει κάθε περαιτέρω σφαγή μικρού παιδιού επί ποινή θανάτου. 
Ανακοίνωσε δε την απόφαση του επιτελείου του, σύμφωνα με την οποία έπρεπε ο άμαχος πληθυσμός να μεταβεί και να καλυφθεί μέσα στη βαθιά χαράδρα του δάσους, και εκείνος με τα παλληκάρια του να σπάσει τον κλοιό, και να παρασύρη τον τουρκικό στρατό σε άλλες περιοχές, υπεσχέθη δε εις τους αμάχους, ότι εντός δύο ή τριών ημερών θα επανέλθει για να τους παραλάβη.
Οι στιγμές ήταν πολύ κρίσιμες και το σχέδιο έπρεπε να εφαρμοστεί αμέσως. Το σκοτάδι ήταν πηχτό, και τη στιγμή εκείνη άρχισε να βρέχη. Τα γυναικόπαιδα κατέβηκαν σιγά σιγά κι αθόρυβα στη βαθειά χαράδρα και εκαλύφθηκαν.
 Οι αντάρτες πάλιν με τους καπεταναίους τραβούν αντιθέτως με τα όπλα και τα περίστροφα στο χέρι, και με απόφαση να σπάσουν οπωσδήποτε τον θανάσιμο τουρκικό κλοιό. 
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα μέρη εκείνα ήσαν πολύ γνωστά στους αντάρτες, γιατί ήταν, δικά τους λημέρια, ενώ στον τουρκικό στρατό ήσαν τελείως άγνωστα. Ο δαιμόνιος καπετάνιος μας Ευκλείδης, έχοντας υπ’ όψιν του και την παραμικρή ακόμα λεπτομέρεια των ανωμαλιών του εδάφους που κατήχετο από τον τουρκικό στρατό, κατάλαβε αμέσως ότι αυτοί δεν θα είχαν παντού συνέχειαν πυρός. 
Διάλεξε λοιπόν μια δασώδη ατραπόν για να διαπεραιώση απ’ εκεί απαρατήρητον το τμήμα του. Πράγματι εις τους υπολογισμούς του δεν έπεσε έξω. Αραιωμένοι και εις φάλαγγα κατ’ άνδρα οι αντάρτες του τον ακολούθησαν από το δασώδες και δύσβατον εκείνο σημείον με τα δάκτυλα στην σκανδάλη των όπλων και των περιστρόφων των, χωρίς να γίνουν καθόλου αντιληπτοί.
Το τμήμα εσώθη... Η μόνη απώλειά μας υπήρξεν ο υπαρχηγός Δημήτριος Τσιριπίδης. (σ.σ. Πολύ περίεργος και αδιευκρίνιστος ο θάνατος του Τσιρίπ!!!!!!!!!!!)
Βρισκόμασταν τώρα 1000 και παραπάνω μέτρα έξω από τον κλοιό των Τούρκων, ενώ κόντευε να ξημερώση. 
Ο καπετάνιος μας ανησυχεί τώρα για την πιθανή έρευνα και ανακάλυψη των γυναικόπαιδων μας. Γι’ αυτό θέτει αμέσως εις εφαρμογήν νέον παραπλανητικόν σχέδιον. Διατάσσει και ανάβονται αμέσως φωτιές σε διάφορα σημεία του δάσους, και πολύ πέραν του κλοιού των Τούρκων, απ’ όπου απομακρύνονται αμέσως οι αντάρτες. Οι Τούρκοι τότε κατάλαβαν την διαφυγήν μας, και εκινήθησαν εναντίον μας, χωρίς να προβούν σε άλλες έρευνες του δάσους.
 Ιδίως όμως το πρωί όταν είδαν οι Τούρκοι και διαπίστωσαν την σφαγή των μικρών παιδιών μας στο γυμνό λόφο, κατάλαβαν την τρανή και αμετάπειστη απόφασή μας να πεθάνουμε όλοι παρά να παραδοθούμε στα χέρια τους.
0 Τούρκος συνταγματάρχης διέταξε τότε όλον τον στρατό του σε γενική αποχώρηση. Ύστερα από 48 ώρες ο Ευκλείδης με τους αντάρτες του επανήλθε και παρέλαβε τον άμαχο πληθυσμό μας, τον οποίο και μετέφερε σε απομεμακρυσμένα και ασφαλή ελληνικά χωριά. Εγώ μέχρι την απέλαση της Σαντάς ήμουν οπλισμένος στο χωριό και ανήκα στους εφεδρικούς αντάρτες. Από την μάχη της Μάγαρας (στην οποία πήρα μέρος) και μετέπειτα ενετάχθην στα ελεύθερα αντάρτικα.

Αλέκος Εφραιμίδης Πεύκα, 15 Αυγούστου 1966
Άγιος Χριστόφορος -Πιστοφάντων

Είναι σαφές βέβαια, ότι ο Εφραιμίδης Αλέξανδρος αναφέρεται στην περιπέτεια και την ταλαιπωρία ενός τμήματος Σανταίων και δη του ενόπλου αντάρτικου και των κατοίκων που τους ακολούθησαν. Υπήρξε και το τμήμα των γυναικόπαιδων της Σαντάς που είχαν την τύχη των εξορισθέντων στην περιοχήν Ερζερούμ και Χουνούζ. Της εξορίας τα παθήματα για τα γυναικόπαιδα της Σαντάς στα 1921 και 1922 τέλος δεν έχουν.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου 1921 εκτοπίσανε και άλλες τριακόσιες και πλέον ψυχές (τις τελευταίες), κυρίως ηλικιωμένους. Και όταν μετά από δεκατέσσερις μήνες τους  έδωσαν εντολή να κατεβούνε στην Τραπεζούντα για να ’ρθουνε στην Ελλάδα, εκατόν εξήντα μόνον απομείνανε. Τους έφαγε ο εξανθηματικός τύφος, το κρύο και η πείνα. 
Τα βάσανα και η ταλαιπωρία των ανθρώπων αυτών δεν περιγράφονται. Υπήρξε επίσης και ένα μεγάλο ποσοστό κατοίκων της Σαντάς που στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τον κλοιό των Τούρκων, του τακτικού στρατού και των ατάκτων, διασκορπίστηκε στο δάσος και στα παρακείμενα ελληνικά χωριά και παρέμειναν επί μεγάλο χρονικό διάστημα ως αποκηρυγμένοι από τους Τούρκους, μέχρι τη συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών. 
Μια άλλη μερίδα οικογενειών της Σαντάς διέφυγε μέσω Παϊπούρτ προς τον Καύκασο και ύστερα, από πολύμηνη ή και πολύχρονη ταλαιπωρία στην τότε Ρωσία, κάποτε έφθασαν στην Ελλάδα. Όλοι, όποιο δρόμο και αν ακολούθησαν για να φθάσουν στην Ελλάδα, είχαν την ίδια σκληρή και αδυσώπητη μοίρα.


Προσοχή: Τα ενυπόγραφα άρθρα απηχούν τις απόψεις του υπογράφοντος και όχι του blog





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah