Το αντάρτικο του Δυτικού Πόντου, οι εξοντωτικές εξορίες και οι εμπρησμοί των χωριών

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ωστόσο, σιγά σιγά, στα βουνά σχηματίστηκαν άταχτες ελληνικές ομάδες που τριγυρνούσαν στα δάση και στα ορεινά χωριά.
 Αυτές οι ομάδες αποτελούσαν τους πυρήνες των κατοπινών αντάρτικων σωμάτων που προστάτεψαν τα γυναικόπαιδα και που χρησιμοποιήθηκαν
από τους Ρώσους, για στρατηγικούς σκοπούς αντιπερισπασμού, στα μετόπισθεν των Τούρκων μετά την προέλαση των πρώτων στον Ανατολικό Πόντο, τον Απρίλιο του 1916.
Βασίλ ουστά (Βασίλης Ανθόπουλος
Συγκεκριμένα, οι Ρώσοι έστειλαν κρυφά, τη νύχτα, ένα αντιτορπιλικό, τον Οκτώβριο μήνα, και παρέλαβαν από τις ακτές της Σαμψούντας το φυγόδικο καπετάνιο Βασίλ-ουστά (μαστρο-Βασίλη), ή Βασίλειο Ανθόπουλο, και τον καταδιωκόμενο καπνέμπορα Δ. Χαραλαμπίδη για να τους φέρουν σ’ επαφή με το ρωσικό επιτελείο στην Τραπεζούντα. Οι δυο Ρωμιοί γύρισαν με 500 όπλα και άλλα πολεμοφόδια που ξεφορτώθηκαν, και πάλι από ρωσικό πλοίο, στις ακτές της πατρίδας τους.
Την ίδια χρονιά φεύγει μια άλλη αποστολή από φυγόστρατους, πηγαίνει κρυφά στο ρωσοκρατούμενο Ανατολικό Πόντο και γυρίζει από την Τραπεζούντα με νέα όπλα.
Σε μια πρώτη συμπλοκή με ομάδα του καπετάν Πατμάν Ανέστη σκοτώθηκαν 8 Τούρκοι τζανταρμάδες. Στις 16 Νοεμβρίου γίνεται 14ήμερη σκληρή μάχη στο κοντινό στη Σαμψούντα βουνό Αγιούτεπε, όπου 1000 περίπου αντάρτες προστατεύουν 2.500 γυναικόπαιδα.
Τους περικυκλώνουν 20 περίπου χιλιάδες Τούρκοι, αλλά οι Ρωμιοί καταφέρνουν τελικά να γλιτώσουν και να καταφύγουν, μαζί με τον άμαχο πληθυσμό τους, άλλοι στην περιοχή του Καζαντζιλί της γειτονικής περιφέρειας Τσαρσαμπά, άλλοι στο βουνό Νεμπιέν-νταγ, κοντά στην περιφέρεια Πάφρας, κι άλλοι στο Σερνίτς, στα ενδότερα της περιφέρειας Σαμψούντας. Διαχειμάζουν εκεί και ξαναγυρίζουν την άνοιξη της επόμενης χρονιάς στα λημέρια τους.
Σ’ όλο το μεταξύ διάστημα οι τουρκικές αρχές εξαπέλυαν τμήματα στρατού και χωροφυλακής στην ύπαιθρο του Δυτικού Πόντου και ασκούσαν άγρια τρομοκρατία, διέπρατταν ληστείες και φόνους και ενεργούσαν εμπρησμούς και εξορίες. 
Η εξόντωση του άμαχου ελληνικού πληθυσμού ήταν φανερά σχεδιασμένη. Μια διαταγή των στρατηγών Εμβέρ και Ταλαάτ με ημερομηνία 15/28 Δεκεμβρίου 1916 έλεγε:
«Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης».
 Η διαταγή δεν άργησε να εκτελεστεί: Στις 27 Δεκεμβρίου 1916 -9 Ιανουαρίου του 1917 περικυκλώθηκε το Καδίκιοϊ από χωροφύλακες και στρατιώτες, πιάστηκαν όλοι οι κάτοικοι και οδηγήθηκαν στο γειτονικό χωριό Ελέσκιοϊ.
 Την ίδια μέρα οι Τούρκοι συνέλαβαν όλους τους Ρωμιούς προύχοντες και τους καταστηματάρχες της Σαμψούντας, τους οδήγησαν στις φυλακές και το άλλο πρωί τους έστειλαν εξορία στο εσωτερικό, μαζί με τους κατοίκους του Καδίκιοϊ και Ελέσκιοϊ. 
Μετά από πορεία 15 ημερών έφτασαν στο Σογγουρλού όσοι, βέβαια, κατάφεραν να αντέξουν στην εξάντληση και στις κακουχίες.
Οι εξοντωτικές εξορίες και άλλων τμημάτων του πληθυσμού συνεχίστηκαν μέχρι που κανείς άντρας δεν απόμεινε στη Σαμψούντα. Τα σπίτια, ιδιαίτερα του Καδίκιοϊ, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν ολότελα Το πρόγραμμα της εξορίας, λεηλασίας και σφαγής συνεχίστηκε και στη γειτονική περιφέρεια Πάφρας, καθώς και στις άλλες περιφέρειες του Δυτικού Πόντου. 
Αποσπάσματα στρατιωτών και άταχτων εξορμούσαν σ’ όλα τα ρωμαίικα χωριά, έπιαναν όσους άντρες και γυναικόπαιδα δεν είχαν στο μεταξύ κρυφτεί στα δάση και στα βουνά, σχημάτιζαν αποστολές (σεφκιέτ) και τις έστελναν εξορία στο Τσορούμ, στη Μερζιφούντα, στο Σογγουρλού και αλλού, για να πεθάνουν από την πείνα και τα δεινοπαθήματα.
 Τα σπίτια των εξόριστων καίγονταν και τα ζώα τους κατάσχονταν από τα αποσπάσματα ή λεηλατούνταν από τους Τούρκους των γειτονικών χωριών.
Οι φάκελοι των χωριών της περιφέρειας Σαμψούντας που υπάρχουν στα Αρχεία του Κ.Μ.Σ. αναφέρουν τον εμπρησμό 31 χωριών. Αυτά είναι τα: Γότσαλαν, Ατάτεπε, Καμάν, Τουζόρεν, Κούρταλαν, Τσαρτάχ-κερίς, Τσάμαλαν, Τοϊγάρ, Κοβτζέ-πουνάρ, Τέβκερις, Κουρκενλί-γιατάχ, Όξε, Τσιραχμάν, Κιάλκαγια, Γέλγουρουν, Σαρίκλησε, Κοτεκλί, Μοσκοφάντων, Τσιγγίρ, Σαμλάντων, Γόλουτζα, Ταγκαρλού, Ορμφάντων, Γαράτουσλα, Φουντουτοάχ, Τσιμενλί, Καράπερτσιν, Ανδρεάντων, Τιρακάντων, Αρουτσάχ και Γαράτοχλου.
Μετά την καταστροφή του άμαχου και ειρηνικού πληθυσμού ο Ραφέτ πασάς έδωσε διαταγή να εξοντωθούν και όλοι όσοι κατέφυγαν στα βουνά του Αγιούτεπε, Κοτσά-νταγ και Νεμπιέν-νταγ. 
Εξαπολύεται ένα ολόκληρο τάγμα από 1.000 άντρες, πεζούς και ιππείς, με πολυβόλα και πυροβόλα, καθώς και ένα πλήθος από άταχτους (τσέτες). Γίνονται πάλι ολόκληρες μάχες στο Αγιούτεπε ανάμεσα στους αντάρτες του καπετάν Δημήτρη Χαραλαμπίδη (Τσιμενλή Δημήτρη) και των Τούρκων ενόπλων. Ο ίδιος ο καπετάνιος τραυματίζεται, ενώ ο αδελφός του και ο γιος του σκοτώνονται μαζί με άλλους αντάρτες. Οι Τούρκοι χάνουν πολλούς στρατιώτες και οχτώ αξιωματικούς, τους οποίους κηδεύουν στην πόλη μετατρέποντας την κηδεία σε αφορμή για φανατισμό του τουρκικού πληθυσμού.
Επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών γίνονται και στις γειτονικές περιφέρειες Πάφρας, Καβάκ, Κάβζας, Έρμπαγας και Λαντίκ. Αξίζει μάλιστα να σημειώσουμε την ηρωική αντίσταση των ανταρτών στη σπηλιά της Παναγίας του Ότκαγια, στο Νεμπιέν-νταγ, και την τραγική εξόντωση, με σφαγή και βασανιστήρια, 400 περίπου γυναικοπαιδών από τους Τούρκους.
Στο μεταξύ, οι Ρώσοι έχουν σταματήσει από καιρό την προέλασή τους στην ανατολική όχθη του Χαρσιώτη ποταμού, κοντά στην Τρίπολη, και το Φλεβάρη-Οκτώβρη του 1917 ξεσπάει η επανάσταση στη Ρωσία. Ο ανεφοδιασμός των Ελλήνων ανταρτών σταματάει. Το δράμα των κατατρεγμένων πληθυσμών κορυφώνεται ιδιαίτερα το χειμώνα.
Ακολουθεί η αποχώρηση των Ρώσων από τον Ανατολικό Πόντο, τον Ιανουάριο με Φεβρουάριο του 1918, και η διάψευση των ελπίδων των Ρωμιών για την απελευθέρωσή τους από την τουρκική κυριαρχία. 
Μετά την Ανακωχή της 17/30 Οκτωβρίου του 1918 δίνεται, με σουλτανικό διάταγμα, γενική αμνηστία στον Πόντο. Στη Σαμψούντα έρχεται ως ύπατος αρμοστής της Μ. Βρετανίας ο κάπτεν Σόλδερ, με μονάδα αγγλικού στρατού, και ο Γάλλος επιθεωρητής χωροφυλακής Φαβερό. Μερικοί  αντάρτες παραδίνουν τα όπλα τους στις Αρχές, αλλά, απ’ αυτούς, άλλοι εξαφανίζονται μυστηριωδώς κι άλλοι πιάνονται και φυλακίζονται από τους Τούρκους. Ο Σόλδερ τους αποφυλακίζει, μα δε βρίσκει τους εξαφανισμένους ή τα πτώματά τους. Έτσι, οι υπόλοιποι αντάρτες, δυσπιστώντας απέναντι στις Αρχές, δεν παραδίνονται.
Γενικά, η εικόνα που παρουσιάζει η περιφέρεια, με το τέλος του πολέμου, είναι θλιβερή: «Τα σχολεία και τα γυμναστήρια καταστράφηκαν. Οι σύλλογοι διαλύθηκαν. Οι εκκλησίες πυρπολήθηκαν. Χωριά ολόκληρα κάηκαν, ενώ από τον πληθυσμό απέμεινε μόνο το 1/5. Το εμπόριο, η βιοτεχνία και η γεωργία, λόγω των συνθηκών στις οποίες βρέθηκε το ελληνικό στοιχείο, καταστράφηκαν και ούτε το 1/4 της προπολεμικής κίνησης και ζωτικότητας μπορεί να παρουσιάσει».
Ακολουθεί μισός περίπου χρόνος ειρηνικής κάπως, ζωής. Οι χωρικοί ξαναχτίζουν τα ξύλινα σπίτια τους, φυτεύουν καπνά και σπέρνουν δημητριακά. 
Όταν αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ο εξόριστος δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης, οι Έλληνες τον υποδέχονται πανηγυρικά φωνάζοντας: «Ζήτω ο Γερμανός! Ζήτω ο Βενιζέλος!»

Χρήστος Σαμουηλίδης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah