Η εφημερίδα μικρών διαστάσεων και πρωτότυπων θεμάτων «Νέος
Σκοπός», που εκδίδουν οι σύλλογοι Σκοπηνών Θεσσαλονίκης «Ορφέας και ο
συνώνυμος του Νέου Σκοπού νομού Σερρών είναι τριμηνιαία. Αποστέλλεται δωρεάν
στα μέλη και σε φίλους των δύο συλλόγων. Με προσεγμένη πάντα σελιδοποίηση και
τη δημοσίευση πολλών έγχρωμων φωτογραφιών προσελκύει σίγουρα το ενδιαφέρον των
ανθρώπων που την πιάνουν στα χέρια τους.
Αρκετές φορές δημοσιεύονται στην εφημερίδα συνεντεύξεις που παίρνουν συνεργάτες της από διακεκριμένους
Σκοπηνούς και άλλους γνωρίζοντας έτσι στους αναγνώστες και τους ξενιτεμένους
συμπατριώτες, οι οποίοι μπορούν και εκφράζουν την αγάπη τους για την ιδιαίτερη
πατρίδα τους.
Στην προμετωπίδα του
τίτλου παρουσιάζεται σε κάθε φύλλο, ως μότο, αυτό που είπε ο Στέφανος Βυζάντιος,
τον 6ο αιώνα μ.Χ. για τους κατοίκους του Σκοπού της Ανατολικής Θράκης: «Σκοποί πόλις Θράκης. .. Το εθνικόν Σκοπηνοί».
Σε απόσταση 12 χλμ από τις Σαράντα Εκκλησίες, στους
πρόποδες της Στράντζας, πάνω σε δυο λόφους, προβάλλει πανώριος, σαν βυζαντινή
ζωγραφιά, ευάερος, ευήλιος και μοσχομύριστος, ζωσμένος τους ξακουστούς
απέραντους αμπελώνες του, φάρος ορθοδοξίας, ελληνισμού, ο πολύπαθος και αδάμαστος
Σκοπός. Κτισμένος πιθανότατα στη θέση αρχαίας πόλης.
Ο Βασίλης Ιωακειμίδης γράφει για το ξερίζωμα των Σκοπηνών
από τη γη τους:
Πολιτικά και στρατιωτικά σφάλματα, στα 1914, φέρανε το
έθνος μας σε πολύ κακή μοίρα, από διάφορες συνθήκες που δημιουργηθήκανε,
υποχρέωσαν οι μεγάλοι τον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολικής Θράκης να
εγκαταλείψει τα ιερά του χώματα σε προθεσμία ολίγων μόνον ημερών.
Μικρό βρέφος
στα φασκιά τυλιγμένο, μόλις είχα γεννηθεί, μου διηγήθηκαν τα μεγαλύτερα
αδέλφια μου την τραγωδία της προσφυγιάς, όταν εγκαταλείπαμε η οικογένειά μας
μαζί με όλους τους συγχωριανούς μας το αγαπημένο και άξιο χωριό μας, τον Σκοπό
της Ανατολικής Θράκης, αφήνοντας όλα τα υπάρχοντά μας στο έλεος του Θεού και
στους βαρβάρους Τούρκους κατακτητές.
Μεγάλα καραβάνια προσφυγιάς ακολουθούσαν το δρόμο προς το
άγνωστο, ο πατέρας μου παπάς, που με την παπαδιά του μας αράδιασε μια μάντρα
παιδιά, τον Αναστάση, τον Κυριαζή, τον Γιάννη, την Ελένη, τον Δημητρό, την Κερατσώ,
τη Μάρθα, τον Γιώργο, που πέθανε μόλις γεννήθηκε, και εμένα τον Βενιαμίν
Βασιλάκη, οι δυο πρώτοι μεγάλοι, ο μεν Αναστάσης έφυγε πριν της προσφυγιάς για
την Αμερική, ο δεύτερος, ο Κυριαζής, τοποθετήθηκε με ενέργειες του πατέρα μας,
σαν παπάς που ήτο, στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όπου εκεί και πέθανε σε
λίγα χρόνια.
Ακολουθώντας η υπόλοιπη οικογένεια το μεγάλο καραβάνι της
προσφυγιάς καταλήξαμε στη Μακεδονία, στην πόλη της Δράμας. Ο Μητροπολίτης της
Δράμας τοποθετεί τον πατέρα μου ιερέα σ’ ένα κοντινό χωριό της Δράμας, στην
Βισοστάνη, ονομαζόμενο τώρα Ξηροπόταμος. Ο πατέρας μου, πριν γίνει παπάς, ήτο
μια ανήσυχη ψυχή, που γαλουχήθηκε μέσα του το φλογερό πάθος του πατριωτισμού
και της αυταπάρνησης.
Ο Βασίλης Ιωακειμίδης, του οποίου ο πατέρας καταγόταν από
τον Σκοπό της Ανατολικής Θράκης έγραψε, μεταξύ άλλων, για την εγκατάσταση των
Σκοπηνών στη Μακεδονία: Μας παραχωρήθηκε γεωργικός κλήρος, αφοσιωθήκαμε με τα
μούτρα στη γεωργία, καπνοφυτεία και σιτηρά, ο τρόπος παραγωγής, για να τα
καλλιεργήσεις, χρειάζεται να ’χεις ζώα για όργωμα και μεταφορές και χέρια
πολλά, για να βγει παραγωγή αποφασίσαμε και πήραμε, απ’ το ορφανοτροφείο της
βιοτεχνικής σχολής Δράμας που φοιτούσε, τη μεγάλη μας αδελφή Ελένη για να μας
μαγειρεύει, πλένει, μπαλώνει και πότε-πότε να μας βοηθεί, όταν αδειάζει απ’
τις δουλειές της, λίγο στα καπνά. Μα πιο πολύ απ’ όλα να περιποιείται τον
άρρωστο αδελφό μας με τη φοβερή αρρώστια που είχε.
Οι κόποι μας δεν πήγαν χαμένοι και καρποφόρισαν, διότι η χρονιά ήταν πολύ ευεργετική και μας δυνάμωσε με νέες ελπίδες. Στη δεύτερη χρονιά, στα 1925-1926, στη γιορτή του αϊ-Γιώργη, ήλθαν επισκέπτες στο χωριό μας απ’ τη Δράμα, μια παρέα για να ευχηθούν έναν φίλο τους, συμπατριώτη Πόντιο, τον Γεώργιο Φωτιάδη απ’ την Τραπεζούντα του Πόντου, εγκατεστημένο στο χωριό μας.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, μα προπαντός εμείς τα πιτσιρίκια, χαζεύαμε την καινούργια μεγάλη κούρσα, μάρκας Μπουίκ με μπλε σκούρο χρώμα, απορούσαμε πώς έφτασε μέχρι το ορεινό αυτό χωριό με τέτοιον ακατάστατο δρόμο, αχάρακτον και με στενά καλτερίμια όλο το χωριό. Οι επισκέψεις των ξένων με τέτοια πολυτελή κούρσα, την άψογη εμφάνισή τους, βεβαίωναν πως όλοι τους είναι πλούσιοι και ευκατάστατοι.
Στον εορτάζοντα πήγανε επίσκεψη ο μεγάλος μας αδελφός Αναστάσης με την αδελφή μας Ελένη, ήτο φίλοι με τον εορτάζοντα, έγιναν οι σχετικές συστάσεις.
Υψηλή και πολύ όμορφη η αδελφή μας, σεμνή, ευγενική και με έναν ανεκτίμητον χαρακτήρα, εντυπώσιασε έναν απ’ τους ξένους κυρίους, ο οποίος μετά από ολίγες μέρες πληροφορηθείς απ’ τον εορτάζοντα, κ. Φωτιάδη, την οικογενειακή μας κατάσταση και ανατροφή, ήλθε επίσημα με την ίδια κούρσα και ζήτησε την αδελφή μας Ελένη για γυναίκα του.
Ονομαζόταν Λύσσανδρος Ευτυχίδης, ψηλός και αυτός με μαύρα σγουρά μαλλιά, κρατώντας πάντα μπαστούνι στο χέρι, άψογα ντυμένος, ήταν ένας αληθινός τραπεζούντιος αριστοκράτης επαγγελματιζόμενος τον δικολάβο στη Δράμα, επάγγελμα προσοδοφόρο για την εποχή εκείνη.
Ήταν μια απροσδόκητη τύχη, ύστερα από τα τόσα χτυπήματα που είχαμε, να καταλήξει στην ευλογία της εκκλησίας.
Καίτη Μελή Παπαπαναγιώτου
Οικονομολόγος-Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου