Μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1856 η ζωή των Ελλήνων του Πόντου ήταν υποφερτή κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Ορισμένες αρχές ισοπολιτείας σε συνδυασμό με μερικά προνόμια βελτίωσαν αρκετά τη θέση τους.Έτσι, άρχισαν ορισμένοι να μετακινούνται σε πιο γόνιμες περιοχές όπου έχτιζαν καινούργια χωριά.
Αυτό το γεγονός προσέδωσε εκ νέου στα παράλια του Πόντου ελληνικό χρώμα και το εμπόριο πέρασε στα χέρια των Ελλήνων. Ένας σημαντικός παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση μόνιμων μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την απόδοση ίσων δικαιωμάτων σε όλους τους πολίτες ήταν ο νεαρός τουρκικός εθνικισμός.
Έτσι, ο όρος «Τούρκος» απέκτησε θετικό χαρακτήρα και ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να αναφέρεται ως «Τουρκία». Οι νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίστηκαν καθόρισαν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια τεράστια χώρα που εκτεινόταν από το Αιγαίο έως την Κίνα.
Με στόχο τη δημιουργία μιας νέας τουρκικής αυτοκρατορίας το κίνημα του παντουρκισμού θεωρούσε ότι δεν υπήρχε θέση για κανένα άλλο έθνος εκτός από εκείνο των Τούρκων.
Το 1908 η τριάδα Ενβέρ, Ταλάατ και Τζεμάλ αποφάσισε στη Θεσσαλονίκη την εφαρμογή ενός απάνθρωπου σχεδίου: της εξόντωσης των χριστιανών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το κίνημα των Νεότουρκων, το 1908 αποτελεί την αντεπανάσταση των Τούρκων ενάντια στα προοδευτικά κινήματα.
Οι Νεότουρκοι επέλεξαν είτε την πολιτική της βίαιης αφομοίωσης των πληθυσμών είτε την εξόντωσή τους. Στις 26 Ιουλίου 1909 ο Τούρκος πρωθυπουργός Σεφκέτ Πασάς εκτόξευσε απειλές εναντίον του πατριάρχη Ιωακείμ του Γ':
«Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς».Ένας από τους πατέρες του παντουρκισμού, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σε αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα.
Τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι -ως κυβέρνηση της χώρας πλέον-συνεδρίασαν και αποφάσισαν την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τη βίαιη τουρκοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών.
Η απόφαση όριζε με σαφήνεια τις νέες κατευθύνσεις που αναιρούσαν πλήρως την παλαιότερη πολιτική της σχετικής ανοχής.
Τώρα πλέον δεν κρατούσαν ούτε τα προσχήματα. Σε όλα τα παράλια του Πόντου αλλά και σε όλη την Τουρκία απαγόρευσαν τα ελληνικά προϊόντα και κήρυξαν τον οικονομικό πόλεμο για οτιδήποτε ήταν ελληνικό. Αποτέλεσμα ήταν ο φανατισμένος τουρκικός λαός να στραφεί με βία εναντίον των ελληνικών πληθυσμών και οι διωγμοί να είναι συνεχείς. Στη συνέχεια απαγορεύτηκε κάθε αγοραπωλησία ακινήτων που ανήκαν σε χριστιανούς, οι σποραδικές δολοφονίες άρχισαν να αυξάνονται και οι οργανωμένες συμμορίες λεηλατούσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας τις πόλεις και τα χωριά.
Το 1914, οι ίδιοι οι Γερμανοί συμβούλευσαν τους συμμάχους τους, τους Τούρκους, να εκτοπίσουν στο εσωτερικό της Ανατολίας -σε βάθος τουλάχιστον 200 χιλιομέτρων- τους χριστιανούς, επειδή πίστευαν ότι θα ήταν επικίνδυνοι για την έκβαση του πολέμου. Ο Κεμάλ, από την άλλη, γνωστός πια ως «γκρίζος λύκος», οραματιζόταν την οικονομική απεξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την εθνοκάθαρση, ξεριζώνοντας τις «αμελητέες» μειονότητες και παραδίδοντας την «Τουρκία στους Τούρκους».
Το Πατριαρχείο ανήμπορο πια, σε ένδειξη πένθους, έκλεισε στις 15 Μαΐου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και κατήγγειλε στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν πέτυχε όμως τίποτα γιατί κηρύχθηκε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών και η ανοδική πορεία των Νεότουρκων προς την εξουσία με ηγέτη τον Μουσταφά Κεμάλ έμελλαν να αλλάξουν το ρου της ιστορίας και να μετατρέψουν τη ζωή των μειονοτήτων, που επί αιώνες ζούσαν ειρηνικά στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε ανατριχιαστικό εφιάλτη.
Το 1915 καταρτίστηκε το σχέδιο της εξολόθρευσης των χριστιανικών πληθυσμών, ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς έγινε η φοβερή σφαγή των Αρμενίων. Ταυτόχρονα, υιοθετήθηκε σειρά άλλων μέτρων για την εξόντωση των Ελλήνων, όπως περιορισμοί στην άσκηση του επαγγέλματος τους και απαγόρευση στους μουσουλμάνους να εργάζονται με Έλληνες. Αυτόν όμως τον αποκλεισμό δεν τον τήρησαν αυστηρά οι Τούρκοι έμποροι της Τραπεζούντας, γιατί φοβήθηκαν αντίποινα των ελληνικών εμπορικών και τραπεζικών οίκων σε περίπτωση που το καθεστώς άλλαζε.
Όταν όμως άρχισε ο πόλεμος, οι Τούρκοι, υποκινούμενοι και από τους φίλους τους Γερμανούς, οι οποίοι τους είχαν πείσει για τον κίνδυνο που διέτρεχε η ασφάλεια των παραμεθόριων και παράλιων περιοχών της Τουρκίας, άρχισαν να εφαρμόζουν τους ομαδικούς εκτοπισμούς των Ελλήνων προς το εσωτερικό της χώρας.
Το 1915 από τους πέντε τουρκικούς συλλόγους για την ένοπλη αντίσταση εναντίον των μειονοτήτων οι τρεις ήταν προσανατολισμένοι εναντίον των Ελλήνων και οι δύο εναντίον των Αρμενίων. Η εφαρμογή του σταθερού προγράμματος εξόντωσης της χριστιανοσύνης σε όλο το μήκος και το πλάτος της παλαιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας -της εξολόθρευσης δηλαδή ενός αρχαίου χριστιανικού πολιτισμού, ο οποίος είχε ξεκινήσει μια θαυμαστή ανάπτυξη και μία πνευματική ανανέωση- άρχισε να εντείνεται από το 1911 και για να φτάσει στο αποκορύφωμά του μέχρι τη συνθήκη του Μούδρου, το 1918.
Το 1914 επιστρατεύτηκαν και όλοι οι άντρες 20 έως 45 ετών και στάλθηκαν στα φοβερά τάγματα εργασίας από όπου ελάχιστοι θα επιζούσαν από την πείνα και τις κακουχίες. Όσοι δεν κατατάσσονταν απαγχονίζονταν. Συγχρόνως, δόθηκε διαταγή να εκτοπιστούν από πόλεις και χωριά χιλιάδες γυναικόπαιδα και να εξοριστούν σε άγνωστους τόπους. Διατάχθηκε ακόμη και η εκκένωση ολόκληρων πόλεων. Οι αποστολές περνούσαν από τόπο σε τόπο μέσα από παγετώνες και κάτω από φρικτές συνθήκες, με αποτέλεσμα να επιβιώνουν ελάχιστοι από αυτούς από τις κακουχίες, τους βιασμούς και επιθέσεις των Τούρκων.
Οι οργανωμένες και αυθόρμητες βιαιότητες, οι βιασμοί και οι βάρβαρες δολοφονίες ήταν στην ημερήσια διάταξη. Πληθυσμοί ολόκληρων πόλεων και χωριών, όπως της Πάφρας, της Τρίπολης, της Σάντας κ.ά. ξεκληρίστηκαν.
Εκτελούνταν πρόκριτοι, βουλευτές, δημοσιογράφοι, καθηγητές, δάσκαλοι, ακόμα και μαθητές γυμνασίων και κληρικοί. Επίσης πυρπολούνταν πόλεις και χωριά, γίνονταν ομαδικές σφαγές και λεηλατούνταν μοναστήρια και εκκλησίες.
Εκείνη την εποχή άρχισαν να οργανώνονται οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, κυρίως στο δυτικό Πόντο, στις περιοχές της Αμισού και της Πάφρας, με κύριο σκοπό την προστασία του πληθυσμού, που ήταν έρμαιο των λεηλασιών, των εξευτελισμών, των εκτελέσεων και των βιασμών. Όλα έδειχναν πως η μοίρα του ποντιακού ελληνισμού ήταν προκαθορισμένη, αλλά εκείνος δεν φαινόταν διατεθειμένος να υποκύψει. Στο σημείο αυτό ανοίγει μια σελίδα της ιστορίας που ελάχιστος κόσμος γνωρίζει. Τα παλικάρια του Πόντου οργάνωσαν ένα εκπληκτικό αντάρτικο, που δυσκόλεψε πολύ τη ζωή του τουρκικού στρατού και κατόρθωσε να σώσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού.
Οταν την 5η Απριλίου του 1918 από την ανατολική πλευρά εισήλθε στις περιοχές του Πόντου ο ρωσικός στρατός στην Τραπεζούντα, η ορθόδοξη εκκλησία αυτής της επαρχίας μερίμνησε ώστε να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη. Ωστόσο, μετά τη Ρωσική Επανάσταση, οι Τούρκοι επιχείρησαν νέες επιθέσεις. Μετά την αποχώρηση των Ρώσων οι τουρκικές αρχές εγκαταστάθηκαν εκ νέου στην Τραπεζούντα.
Εκείνη την εποχή με τους πρώτους διωγμούς που έκαναν οι Τούρκοι, πολλοί Πόντιοι κατευθύνθηκαν προς τον Καύκασο και τη Γεωργία όπου υπήρχαν ομόθρησκοί τους. Οι Έλληνες πήραν μαζί τους τον πολιτισμό, την καλλιέργεια της γης, το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα.
Γι’ αυτό οι Γεωργιανοί ονόμασαν τους Πόντιους «περζένεσβίλι» που σημαίνει οι γιοι των σοφών ανθρώπων. Το πρώτο τυπογραφείο στην Τιφλίδα, καθώς και ο πυρήνας της πρώτης Ρωσικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας δημιουργήθηκαν από Έλληνες.
Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού έδωσε το σύνθημα για νέους διωγμούς, παρ’ όλο που ο Έλληνας μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής είχε προστατέψει και υπερασπιστεί και Τούρκους.
Όταν στα τέλη Οκτωβρίου του 1918 έγινε ανακωχή μεταξύ των συμμάχων και της Τουρκίας, η εκκλησία της Τραπεζούντας εξακολουθούσε να πιστεύει σε μία καλύτερη τύχη του ελληνικού λαού του Πόντου.
Με τη συνθηκολόγηση που Κεμάλ Ατατούρκ που ακολούθησε αποφασίστηκε ο αφοπλισμός του τουρκικού στρατού ο οποίος, όμως, ανατέθηκε στον Μουσταφά Κεμάλ, που είχε στασιάσει κατά της κυβέρνησης του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές περίπου του 1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος κλήθηκε στο Παρίσι, για να εργαστεί σε μία Επιτροπή με αντιπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ευόδωση των πόθων του αλύτρωτου ελληνισμού. Στη συνέχεια όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, το Σεπτέμβριο του 1919, δεν αρνήθηκε να διαπραγματευτεί και με τους Τούρκους την ισοτιμία Ελλήνων και μουσουλμάνων στη διοίκηση ενός αυτόνομου Πόντου.
Σε αυτές τις συζητήσεις συμμετείχαν και ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Ιζέμ πασάς και ο Καρά Βασήφ βέης, και οι δύο από τους πιο σημαντικούς συνεργάτες του Μουσταφά Κεμάλ
πασά. Οι όροι της συνεννόησης εγκρίθηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και πρόβλεπαν:
1. Στην υπόλοιπη Τουρκία μετά την ειρήνη θα γίνει δεκτή η εντολή της Κοινωνίας των Εθνών.
2. θα δοθεί ελευθερία της ανάπτυξης των εθνοτήτων.
3. Οι δίκες επί προσωπικών καταστάσεων θα υπάγονται στο οικείο δικαστήριο κάθε κοινότητας.
4. Τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια θα απαρτίζονται εξ ημισείας από μουσουλμάνους και Έλληνες.
5. Η εκλογή των βουλευτών θα γίνεται αναλογικά κ.λπ.
Όταν το Δεκέμβριο του 1919 ο Χρύσανθος επέστρεψε στην Τραπεζούντα, πήγε στην πρωτεύουσα της τότε ιδρυθείσας δημοκρατίας της Γεωργίας, και από εκεί στο Ερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενικής Δημοκρατίας.
Έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις συνήψε στις 10/16 Ιανουαρίου 1920 με την κυβέρνηση της Αρμενίας συμφωνία για την Ποντο-αρμενική Ομοσπονδία, την οποία επακολούθησε σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας. Όλα αυτά όμως ματαιώθηκαν από τη στάση των Μεγάλων Σύμμαχων Δυνάμεων. Έτσι, όταν ο αρμενικός στρατός επιχείρησε να δράσει μόνος του και ενώ προήλαυνε προς το Ερζερούμ, συνετρίβη από τις υπερδυνάμεις της στρατιάς του Κιαζίμ Καρά Μπεκίρ πασά που είχαν εδρεύσει εκεί.
Στο μεταξύ ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον είχε αποστείλει ήδη από τον Αύγουστο του 1919 μία
επιτροπή στον Καύκασο και την Τουρκία για να μελετήσει την κατάσταση και να αναλάβει η Αμερική την εντολή για την Αρμενία και τον Πόντο. Την ίδια εποχή οι Αγγλοι απέσυραν τα στρατεύματά τους από τη Σαμψούντα και εκδήλωσαν τη φιλία τους προς τον Μουσταφά Κεμάλ.
Έτσι, στις 19 Μαΐου του 1919, ο Κεμάλ έφτασε στη Σαμψούντα και οργάνωσε τις τουρκικές συμμορίες με επικεφαλής τον Τοπάλ Οσμάν. Αυτή η μέρα θεωρείται η απαρχή της μεγάλης γενοκτονίας των Ποντίων που ακολούθησε.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ προώθησε «τον εθνικό αγώνα» με τον στόχο «να μη θυσιάσουν τη χώρα στις αρμενικές και ελληνικές σκευωρίες».
Αυτό το γεγονός προσέδωσε εκ νέου στα παράλια του Πόντου ελληνικό χρώμα και το εμπόριο πέρασε στα χέρια των Ελλήνων. Ένας σημαντικός παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση μόνιμων μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την απόδοση ίσων δικαιωμάτων σε όλους τους πολίτες ήταν ο νεαρός τουρκικός εθνικισμός.
Έτσι, ο όρος «Τούρκος» απέκτησε θετικό χαρακτήρα και ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να αναφέρεται ως «Τουρκία». Οι νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίστηκαν καθόρισαν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια τεράστια χώρα που εκτεινόταν από το Αιγαίο έως την Κίνα.
Με στόχο τη δημιουργία μιας νέας τουρκικής αυτοκρατορίας το κίνημα του παντουρκισμού θεωρούσε ότι δεν υπήρχε θέση για κανένα άλλο έθνος εκτός από εκείνο των Τούρκων.
Το 1908 η τριάδα Ενβέρ, Ταλάατ και Τζεμάλ αποφάσισε στη Θεσσαλονίκη την εφαρμογή ενός απάνθρωπου σχεδίου: της εξόντωσης των χριστιανών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το κίνημα των Νεότουρκων, το 1908 αποτελεί την αντεπανάσταση των Τούρκων ενάντια στα προοδευτικά κινήματα.
Οι Νεότουρκοι επέλεξαν είτε την πολιτική της βίαιης αφομοίωσης των πληθυσμών είτε την εξόντωσή τους. Στις 26 Ιουλίου 1909 ο Τούρκος πρωθυπουργός Σεφκέτ Πασάς εκτόξευσε απειλές εναντίον του πατριάρχη Ιωακείμ του Γ':
«Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς».Ένας από τους πατέρες του παντουρκισμού, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σε αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα.
Τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι -ως κυβέρνηση της χώρας πλέον-συνεδρίασαν και αποφάσισαν την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τη βίαιη τουρκοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών.
Τώρα πλέον δεν κρατούσαν ούτε τα προσχήματα. Σε όλα τα παράλια του Πόντου αλλά και σε όλη την Τουρκία απαγόρευσαν τα ελληνικά προϊόντα και κήρυξαν τον οικονομικό πόλεμο για οτιδήποτε ήταν ελληνικό. Αποτέλεσμα ήταν ο φανατισμένος τουρκικός λαός να στραφεί με βία εναντίον των ελληνικών πληθυσμών και οι διωγμοί να είναι συνεχείς. Στη συνέχεια απαγορεύτηκε κάθε αγοραπωλησία ακινήτων που ανήκαν σε χριστιανούς, οι σποραδικές δολοφονίες άρχισαν να αυξάνονται και οι οργανωμένες συμμορίες λεηλατούσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας τις πόλεις και τα χωριά.
Το 1914, οι ίδιοι οι Γερμανοί συμβούλευσαν τους συμμάχους τους, τους Τούρκους, να εκτοπίσουν στο εσωτερικό της Ανατολίας -σε βάθος τουλάχιστον 200 χιλιομέτρων- τους χριστιανούς, επειδή πίστευαν ότι θα ήταν επικίνδυνοι για την έκβαση του πολέμου. Ο Κεμάλ, από την άλλη, γνωστός πια ως «γκρίζος λύκος», οραματιζόταν την οικονομική απεξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την εθνοκάθαρση, ξεριζώνοντας τις «αμελητέες» μειονότητες και παραδίδοντας την «Τουρκία στους Τούρκους».
Το Πατριαρχείο ανήμπορο πια, σε ένδειξη πένθους, έκλεισε στις 15 Μαΐου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και κατήγγειλε στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν πέτυχε όμως τίποτα γιατί κηρύχθηκε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Χάρτης του Πόντου του 1697 |
Το 1915 καταρτίστηκε το σχέδιο της εξολόθρευσης των χριστιανικών πληθυσμών, ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς έγινε η φοβερή σφαγή των Αρμενίων. Ταυτόχρονα, υιοθετήθηκε σειρά άλλων μέτρων για την εξόντωση των Ελλήνων, όπως περιορισμοί στην άσκηση του επαγγέλματος τους και απαγόρευση στους μουσουλμάνους να εργάζονται με Έλληνες. Αυτόν όμως τον αποκλεισμό δεν τον τήρησαν αυστηρά οι Τούρκοι έμποροι της Τραπεζούντας, γιατί φοβήθηκαν αντίποινα των ελληνικών εμπορικών και τραπεζικών οίκων σε περίπτωση που το καθεστώς άλλαζε.
Όταν όμως άρχισε ο πόλεμος, οι Τούρκοι, υποκινούμενοι και από τους φίλους τους Γερμανούς, οι οποίοι τους είχαν πείσει για τον κίνδυνο που διέτρεχε η ασφάλεια των παραμεθόριων και παράλιων περιοχών της Τουρκίας, άρχισαν να εφαρμόζουν τους ομαδικούς εκτοπισμούς των Ελλήνων προς το εσωτερικό της χώρας.
Το 1915 από τους πέντε τουρκικούς συλλόγους για την ένοπλη αντίσταση εναντίον των μειονοτήτων οι τρεις ήταν προσανατολισμένοι εναντίον των Ελλήνων και οι δύο εναντίον των Αρμενίων. Η εφαρμογή του σταθερού προγράμματος εξόντωσης της χριστιανοσύνης σε όλο το μήκος και το πλάτος της παλαιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας -της εξολόθρευσης δηλαδή ενός αρχαίου χριστιανικού πολιτισμού, ο οποίος είχε ξεκινήσει μια θαυμαστή ανάπτυξη και μία πνευματική ανανέωση- άρχισε να εντείνεται από το 1911 και για να φτάσει στο αποκορύφωμά του μέχρι τη συνθήκη του Μούδρου, το 1918.
Το 1914 επιστρατεύτηκαν και όλοι οι άντρες 20 έως 45 ετών και στάλθηκαν στα φοβερά τάγματα εργασίας από όπου ελάχιστοι θα επιζούσαν από την πείνα και τις κακουχίες. Όσοι δεν κατατάσσονταν απαγχονίζονταν. Συγχρόνως, δόθηκε διαταγή να εκτοπιστούν από πόλεις και χωριά χιλιάδες γυναικόπαιδα και να εξοριστούν σε άγνωστους τόπους. Διατάχθηκε ακόμη και η εκκένωση ολόκληρων πόλεων. Οι αποστολές περνούσαν από τόπο σε τόπο μέσα από παγετώνες και κάτω από φρικτές συνθήκες, με αποτέλεσμα να επιβιώνουν ελάχιστοι από αυτούς από τις κακουχίες, τους βιασμούς και επιθέσεις των Τούρκων.
Οι οργανωμένες και αυθόρμητες βιαιότητες, οι βιασμοί και οι βάρβαρες δολοφονίες ήταν στην ημερήσια διάταξη. Πληθυσμοί ολόκληρων πόλεων και χωριών, όπως της Πάφρας, της Τρίπολης, της Σάντας κ.ά. ξεκληρίστηκαν.
Εκτελούνταν πρόκριτοι, βουλευτές, δημοσιογράφοι, καθηγητές, δάσκαλοι, ακόμα και μαθητές γυμνασίων και κληρικοί. Επίσης πυρπολούνταν πόλεις και χωριά, γίνονταν ομαδικές σφαγές και λεηλατούνταν μοναστήρια και εκκλησίες.
Εκείνη την εποχή άρχισαν να οργανώνονται οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, κυρίως στο δυτικό Πόντο, στις περιοχές της Αμισού και της Πάφρας, με κύριο σκοπό την προστασία του πληθυσμού, που ήταν έρμαιο των λεηλασιών, των εξευτελισμών, των εκτελέσεων και των βιασμών. Όλα έδειχναν πως η μοίρα του ποντιακού ελληνισμού ήταν προκαθορισμένη, αλλά εκείνος δεν φαινόταν διατεθειμένος να υποκύψει. Στο σημείο αυτό ανοίγει μια σελίδα της ιστορίας που ελάχιστος κόσμος γνωρίζει. Τα παλικάρια του Πόντου οργάνωσαν ένα εκπληκτικό αντάρτικο, που δυσκόλεψε πολύ τη ζωή του τουρκικού στρατού και κατόρθωσε να σώσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού.
Οταν την 5η Απριλίου του 1918 από την ανατολική πλευρά εισήλθε στις περιοχές του Πόντου ο ρωσικός στρατός στην Τραπεζούντα, η ορθόδοξη εκκλησία αυτής της επαρχίας μερίμνησε ώστε να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη. Ωστόσο, μετά τη Ρωσική Επανάσταση, οι Τούρκοι επιχείρησαν νέες επιθέσεις. Μετά την αποχώρηση των Ρώσων οι τουρκικές αρχές εγκαταστάθηκαν εκ νέου στην Τραπεζούντα.
Εκείνη την εποχή με τους πρώτους διωγμούς που έκαναν οι Τούρκοι, πολλοί Πόντιοι κατευθύνθηκαν προς τον Καύκασο και τη Γεωργία όπου υπήρχαν ομόθρησκοί τους. Οι Έλληνες πήραν μαζί τους τον πολιτισμό, την καλλιέργεια της γης, το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα.
Γι’ αυτό οι Γεωργιανοί ονόμασαν τους Πόντιους «περζένεσβίλι» που σημαίνει οι γιοι των σοφών ανθρώπων. Το πρώτο τυπογραφείο στην Τιφλίδα, καθώς και ο πυρήνας της πρώτης Ρωσικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας δημιουργήθηκαν από Έλληνες.
Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού έδωσε το σύνθημα για νέους διωγμούς, παρ’ όλο που ο Έλληνας μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής είχε προστατέψει και υπερασπιστεί και Τούρκους.
Όταν στα τέλη Οκτωβρίου του 1918 έγινε ανακωχή μεταξύ των συμμάχων και της Τουρκίας, η εκκλησία της Τραπεζούντας εξακολουθούσε να πιστεύει σε μία καλύτερη τύχη του ελληνικού λαού του Πόντου.
Με τη συνθηκολόγηση που Κεμάλ Ατατούρκ που ακολούθησε αποφασίστηκε ο αφοπλισμός του τουρκικού στρατού ο οποίος, όμως, ανατέθηκε στον Μουσταφά Κεμάλ, που είχε στασιάσει κατά της κυβέρνησης του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές περίπου του 1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος κλήθηκε στο Παρίσι, για να εργαστεί σε μία Επιτροπή με αντιπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ευόδωση των πόθων του αλύτρωτου ελληνισμού. Στη συνέχεια όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, το Σεπτέμβριο του 1919, δεν αρνήθηκε να διαπραγματευτεί και με τους Τούρκους την ισοτιμία Ελλήνων και μουσουλμάνων στη διοίκηση ενός αυτόνομου Πόντου.
Σε αυτές τις συζητήσεις συμμετείχαν και ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Ιζέμ πασάς και ο Καρά Βασήφ βέης, και οι δύο από τους πιο σημαντικούς συνεργάτες του Μουσταφά Κεμάλ
πασά. Οι όροι της συνεννόησης εγκρίθηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και πρόβλεπαν:
1. Στην υπόλοιπη Τουρκία μετά την ειρήνη θα γίνει δεκτή η εντολή της Κοινωνίας των Εθνών.
2. θα δοθεί ελευθερία της ανάπτυξης των εθνοτήτων.
3. Οι δίκες επί προσωπικών καταστάσεων θα υπάγονται στο οικείο δικαστήριο κάθε κοινότητας.
4. Τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια θα απαρτίζονται εξ ημισείας από μουσουλμάνους και Έλληνες.
5. Η εκλογή των βουλευτών θα γίνεται αναλογικά κ.λπ.
Όταν το Δεκέμβριο του 1919 ο Χρύσανθος επέστρεψε στην Τραπεζούντα, πήγε στην πρωτεύουσα της τότε ιδρυθείσας δημοκρατίας της Γεωργίας, και από εκεί στο Ερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενικής Δημοκρατίας.
Έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις συνήψε στις 10/16 Ιανουαρίου 1920 με την κυβέρνηση της Αρμενίας συμφωνία για την Ποντο-αρμενική Ομοσπονδία, την οποία επακολούθησε σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας. Όλα αυτά όμως ματαιώθηκαν από τη στάση των Μεγάλων Σύμμαχων Δυνάμεων. Έτσι, όταν ο αρμενικός στρατός επιχείρησε να δράσει μόνος του και ενώ προήλαυνε προς το Ερζερούμ, συνετρίβη από τις υπερδυνάμεις της στρατιάς του Κιαζίμ Καρά Μπεκίρ πασά που είχαν εδρεύσει εκεί.
Στο μεταξύ ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον είχε αποστείλει ήδη από τον Αύγουστο του 1919 μία
επιτροπή στον Καύκασο και την Τουρκία για να μελετήσει την κατάσταση και να αναλάβει η Αμερική την εντολή για την Αρμενία και τον Πόντο. Την ίδια εποχή οι Αγγλοι απέσυραν τα στρατεύματά τους από τη Σαμψούντα και εκδήλωσαν τη φιλία τους προς τον Μουσταφά Κεμάλ.
Έτσι, στις 19 Μαΐου του 1919, ο Κεμάλ έφτασε στη Σαμψούντα και οργάνωσε τις τουρκικές συμμορίες με επικεφαλής τον Τοπάλ Οσμάν. Αυτή η μέρα θεωρείται η απαρχή της μεγάλης γενοκτονίας των Ποντίων που ακολούθησε.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ προώθησε «τον εθνικό αγώνα» με τον στόχο «να μη θυσιάσουν τη χώρα στις αρμενικές και ελληνικές σκευωρίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου