Την ημέρα της αναχώρησης έκαμναν παράκληση, ή άναβαν τα καντήλια της εκκλησίας- ξεπροβοδούσαν τον ξενιτέαν σε αρκετή απόσταση από τα χωριά κατά τον αποχωρισμό φιλήματα και δάκρυα άφθονα.
Θυμούμαι πως σε ηλικία 10 χρόνων ξεπροβοδώντας τον πατέρα μου τον ακολούθησα ως τη Χορτωτή (3—4 χιλιόμετρα)' κι αφού τον αποχαιρέτησα με κλάματα και λυγμούς, έμεινα καθηλωμένος στη θέση εκείνη ώρα πολλή, αναγκάσθηκε δε η γιαγιά μου να έρθει από το χωριό και με πήρε, αφού μου έταξε χίλια δυο πράγματα.
Τα τρόφιμα για το δρόμο (αζούχ, τσσαντάϊ) ετοίμαζε η πεθερά του ξενιτέα, αν ήταν αρραβωνιασμένος ή νιόπαντρος- μαζί δε με τ’ αζούχ τον χάριζαν και ορτάρια, μαντήλι ή τσσαντάϊ.
Στάθης Αθανασιάδης
(Γεροστάθης)
Θυμούμαι πως σε ηλικία 10 χρόνων ξεπροβοδώντας τον πατέρα μου τον ακολούθησα ως τη Χορτωτή (3—4 χιλιόμετρα)' κι αφού τον αποχαιρέτησα με κλάματα και λυγμούς, έμεινα καθηλωμένος στη θέση εκείνη ώρα πολλή, αναγκάσθηκε δε η γιαγιά μου να έρθει από το χωριό και με πήρε, αφού μου έταξε χίλια δυο πράγματα.
Δρόμος για τη Σαντά του Πόντου |
Τα τρόφιμα για το δρόμο (αζούχ, τσσαντάϊ) ετοίμαζε η πεθερά του ξενιτέα, αν ήταν αρραβωνιασμένος ή νιόπαντρος- μαζί δε με τ’ αζούχ τον χάριζαν και ορτάρια, μαντήλι ή τσσαντάϊ.
Στάθης Αθανασιάδης
(Γεροστάθης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου