Η Σαμψούντα και ο Δυτικός Πόντος από το 1908 ως το 1916

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ως την τούρκικη μεταπολίτευση του 1908, οι Έλληνες και οι Τούρκοι στην περιφέρεια Σαμψούντας, αλλά και σ’ όλον τον Πόντο και τη Μικρασία, ζούσαν ειρηνικά και αδελφωμένα μεταξύ τους.
Αμέσως μετά όμως οι Νεότουρκοι, κοντά στις άλλες αλλαγές που επέφεραν στη δομή της τουρκικής κοινωνίας, επέβαλαν και την υποχρεωτική στράτευση των Ρωμιών στον τουρκικό στρατό. 
Κατόπιν, και με την υποκίνηση των ξένων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Γερμανίας, άρχισαν να καταστρώνουν ένα πρόγραμμα αφομοίωσης των Ελλήνων και εξουδετέρωσης της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής ακμής και προόδου στη χώρα, με κάθε τρόπο, ακόμα και με τη φυσική εξόντωση, για να μπορέσουν ανεμπόδιστα να κυριαρχήσουν οι ίδιοι, αλλά εμμέσως και οι ξένοι πάτρωνές τους, στην οικονομία της Τουρκίας. Τα σχέδια αυτά θα έμπαιναν σε εφαρμογή με την πρώτη ευκαιρία που θα δινόταν. Και οι ευκαιρίες δεν άργησαν να φανούν.
Με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 επιστρατεύτηκαν για πρώτη φορά οι Ρωμιοί ως υπήκοοι της Τουρκίας. Πολλοί Πόντιοι, μη θέλοντας να καταταγούν στο στρατό, απέφευγαν τη στράτευση και κρύβονταν όπου έβρισκαν: στα χωριά, στα υπόγεια των σπιτιών, στα ταβάνια, στις σπηλιές, στα δάση. 
Εξάλλου, πολλοί από εκείνους που στρατεύτηκαν, μη θέλοντας να πολεμήσουν εναντίον των ενωμένων βαλκανικών στρατών, λιποτάκτησαν και, είτε παρέμειναν στην περιοχή της λιποταξίας τους, είτε πήραν το δρόμο του γυρισμού στα χωριά τους, περπατώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα, για να κρυφτούν στα κρησφύγετα της ιδιαίτερης πατρίδας τους.
Στους παραπάνω προστέθηκαν και οι καινούριοι λιποτάκτες και ανυπόταχτοι οι οποίοι δημιουργήθηκαν μετά τη Γενική Επιστράτευση (Σεφέρ-μπερλίκ) που κηρύχτηκε στις 19 Ιουλίου-1 Αυγούστου του 1914, ύστερα από την έναρξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου. Όταν αργότερα η Τουρκία, παρασυρμένη από τους Γερμανούς, μπήκε και η ίδια στον πόλεμο και έπαθε από τους Ρώσους τη μεγάλη στρατιωτική πανωλεθρία στη μάχη του Σαρίκαμις, στον Καύκασο, όπου έχασε 90.000 στρατιώτες, οι Τούρκοι αξιωματικοί και χοτζάδες του στρατού απέδωσαν την ήττα στους Χριστιανούς που υπηρετούσαν κάτω από τη σημαία τους. 
Για να ενισχύσουν, λοιπόν, το πεσμένο ηθικό των Οθωμανών στρατιωτών τους, απέσυραν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους στρατιώτες και αξιωματικούς, τους αφόπλισαν και τους έστειλαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που είχαν καταρτιστεί στο εσωτερικό της Ανατολής, για να σπάζουν πέτρες, να ανοίγουν δρόμους στα βουνά και γενικά να ασχολούνται με κάθε είδους εργασία, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, βροχές, χιόνια, βορεινούς ανέμους κλπ.
Πολλοί, που δεν μπορούσαν να αντέξουν τις θανάσιμες κακουχίες, την εξοντωτική δουλειά και την κακή διατροφή, δραπέτευαν και γύριζαν στις εστίες τους, αλλά οι στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφορούσαν τις αρχές του τόπου προέλευσης των λιποτακτών για να ενεργήσουν τη σύλληψή τους.
 Έτσι, πριν φτάσουν οι Ρωμιοί στα σπίτια τους, τα αποσπάσματα των χωροφυλάκων έτρεχαν στα χωριά και πίεζαν τους γονείς των λιποτακτών να παραδώσουν τα παιδιά τους. Συνάμα, έκαναν έρευνες, άρπαζαν πράγματα, ατίμαζαν γυναίκες και έκαιγαν τα σπίτια τους. Όταν σε λίγες μέρες έφταναν οι λιποτάκτες στα χωριά τους και μάθαιναν αυτά  που είχαν πάθει σι δικοί τους, έπαιρναν τις οικογένειές τους και κατέφευγαν στα βουνά για να μην υποστούν χειρότερα.
Άλλος λόγος που έσπρωχνε τους χωρικούς να φεύγουν στα βουνά ήταν οι βιαιοπραγίες και οι ατιμώσεις που πάθαιναν από τους χωροφύλακες, με αφορμή την εκτέλεση της διαταγής για την παράδοση των όπλων που τυχόν φύλαγαν οι Ρωμιοί. Έτσι, μέρα με τη μέρα, ο αριθμός των καταδιωκόμενων και των φυγάδων στα βουνά μεγάλωνε.
Τον Ιούνιο του 1915, όπως σ’ όλη την Τουρκία, έτσι και στην περιφέρεια της Σαμψούντας, έγινε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων κατοίκων της.
Στο μεταξύ οι Έλληνες φυγόστρατοι πλήθαιναν, μόλο που η τουρκική διοίκηση γινόταν ολοένα και πιο σκληρή στις τιμωρίες και οι κρεμάλες δεν έπαυαν να λειτουργούν. 
Την άνοιξη του 1916, με διαταγή του Εμβέρ πασά καλούνταν οι δημογέροντες των ελληνικών χωριών να παραδώσουν οι ίδιοι τους φυγόστρατους. Επειδή όμως αυτό δεν μπορούσε να γίνει, γιατί οι φυγάδες βρίσκονταν στα βουνά, οι χωροφύλακες πήγαιναν στα χωριά και έκαιγαν τα σπίτια τους.
Μετά την καταστροφή αυτή, όσα γυναικόπαιδα ανέβαιναν στα βουνά κοντά στους δικούς τους, διηγούνταν τα συμβάντα, τις πυρπολήσεις των σπιτιών, καθώς και τις ατιμώσεις και τις προσβολές. φυγόστρατοι, ακούγοντας κάθε τόσο τις περιγραφές των δεινών που πάθαιναν οι οικογένειές τους, αποφάσισαν στο τέλος να μη μείνουν στο εξής απαθείς, αλλά να αντισταθούν στις προσεχείς επιδρομές των χωροφυλάκων.
Οι Νέες βιαιοπραγίες και απαγχονισμοί σημειώθηκαν μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, τον Απρίλιο του 1916, και το διορισμό του Ραφέτ πασά ως στρατιωτικού διοικητή όλου του Δυτικού τουρκοκρατούμενου παραλιακού Πόντου, και του Βαχαεντίν μπέη ως πολιτικού διοικητή του. Αποσπάσματα χωροφυλάκων και στρατιωτών, οδηγούμενα από άταχτους τσέτες, ρίχνονταν στα χωριά της περιφέρειας Σαμψούντας για να συλλάβουν δήθεν τους φυγόστρατους. Αντί γι' αυτούς όμως, που δεν τους έβρισκαν, κυνηγούσαν τους νέους και γέρους άντρες, και απ’ αυτούς, άλλους απαγχόνιζαν μπροστά στα σπίτια τους, άλλους τους τουφέκιζαν την ώρα που δούλευαν στα χωράφια τους κι άλλους τους κατέβαζαν στην πόλη για να τους εκτελέσουν δημόσια.
Σε μια και μόνο μέρα, παρά την παράκληση του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη και τα διαβήματα του στους Ραφέτ και Βαχαεντίν, θανατώθηκαν με κρεμάλα 47 νέοι χωρικοί στην Πλατεία του Ρολογιού (Σαάτ-χανέ) της Σαμψούντας.


Χρήστος Σαμουηλίδης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah