Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΦΗΝΕΙΑΣ ΜΕΡΟΣ 1ο

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Την έβδομη επέτειο από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα μία στρατιωτική παρέλαση υπό το καλοσυνάτο, πατρικό βλέμμα του ηγέτη της Μουσταφά Κεμάλ και ενός διακεκριμένου ξένου επισκέπτη.
29 Οκτώβρη 1930: Έξοδος Κεμάλ Μουσταφά- Βενιζέλου από το κοινοβούλιο.

 Ο υψηλός προσκεκλημένος ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος δύο χρόνια πριν είχε επιστρέψει από το Παρίσι, όπου ήταν αυτοεξόριστος, για να καταγάγει περιφανή νίκη στις εθνικές εκλογές και να αναλάβει εκ νέου την πρωθυπουργία της Ελλάδας.
Στη δύση της σταδιοδρομίας του ο Βενιζέλος δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός στο χειρισμό των εσωτερικών υποθέσεων της πατρίδας του, αλλά το ταλέντο του στη διπλωματία παρέμενε άθικτο. Η συνάντησή του με τον Κεμάλ τον Οκτώβριο του 1930 αποτέλεσε αξιοσημείωτο γεγονός της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας: η πληθωρική συμφιλίωση ανάμεσα στα δύο έθνη και τους ηγέτες τους σε μία εποχή όπου οι μνήμες της οδυνηρής σύγκρουσης ήταν ακόμα ζωντανές.
 Από τη στιγμή που έφτασε στην Τουρκία, ο Βενιζέλος αντιμετωπίστηκε με ένα μείγμα δημόσιας αναγνώρισης και προσωπικής ζεστασιάς από τον Κεμάλ και τον πρωθυπουργό, τον στρατηγό Ισμέτ.
Ο στρατηγός, που αργότερα ονομάστηκε Ισμέτ Ινονού, από το πεδίο της μάχης όπου κατατρόπωσε δύο φορές τον ελληνικό στρατό, ήταν γνωστός στον Βενιζέλο ως σκληρός αντίπαλος κατά τη διάρκεια των συνομιλιών  στη Λωζάννη.
Αλλά όταν συναντήθηκαν ξανά στην Ισταμπούλ, οι δύο πρωθυπουργοί αντάλλαξαν φιλοφρονήσεις που ήταν εντυπωσιακές ακόμα και με τα κριτήρια της διπλωματικής αβρότητας.
Σε ένα επίσημο δείπνο συμφώνησαν ότι η Τουρκία και η Ελλάδα δεν ήταν απλώς σε συνεννόηση για τα τοπικά ζητήματα αλλά ήταν και έτοιμες να αναλάβουν κοινές δράσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί η ειρήνη και η σταθερότητα ολόκληρης της Μεσογείου.
Στην Άγκυρα ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ έκλεισαν διάφορες σημαντικές διπλωματικές συμφωνίες και συζήτησαν την πιθανότητα μιας διακρατικής σύμπραξης ή ομοσπονδίας, μία ιδέα του Βενιζέλου που ο οικοδεσπότης φάνηκε να παίρνει σοβαρά.
Οι δρόμοι της Άγκυρας ήταν στολισμένοι με ελληνικές σημαίες. Ο Βενιζέλος ήταν το τιμώμενο πρόσωπο σε μία χοροεσπερίδα που είχε οργανωθεί στην πρωτεύουσα από την Τουρκική Εστία, ένα εθνικιστικό κίνημα που αγωνιζόταν να προωθήσει καινούριες θεωρίες για την ιστορία και την ταυτότητα της χώρας.
Ο Βενιζέλος αστειεύτηκε στον Ισμέτ ότι η συμπεριφορά του, εγκάρδια χωρίς αμφιβολία, δεν ήταν ακριβώς στο ύψος της θερμής υποδοχής που είχαν επιφυλάξει οι Έλληνες λίγες βδομάδες νωρίτερα σε έναν τουρκικό αθλητικό όμιλο, ο οποίος είχε αποθεωθεί περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα που συμμετείχε στους Βαλκανικούς Αγώνες. Ο  Ισμέτ, προφανώς στο ίδιο περιπαικτικό πνεύμα, απάντησε ότι οι Έλληνες είναι πιο εξωστρεφής λαός από τους Τούρκους.
Ο χιουμοριστικός τόνος αυτού του διαλόγου φαίνεται καταπληκτικός δεδομένου ότι δεν είχαν περάσει ούτε οκτώ χρόνια από τη νίκη της Τουρκίας επί της Ελλάδας σε έναν πόλεμο που είχε προκαλέσει τεράστια οδύνη και στις δύο πλευρές.
Η Τουρκική Αντιπροσωπεία στη Λωζάνη
 Οι πληγές αυτής της διαμάχης ήταν ακόμα ανοιχτές. Παρά τις προσπάθειες των οργανώσεων περίθαλψης προσφύγων και στις δύο χώρες, χιλιάδες οικογένειες ξεριζωμένων αγωνίζονταν ακόμα για να βρουν στέγη και να κερδίσουν το μεροκάματο. Και στις δύο χώρες μία ολόκληρη γενιά είχε πληγεί από την απώλεια ενός μεγάλου αριθμού ανδρών ικανών να εργαστούν. 
Ούτε είχε ηρεμήσει η ατμόσφαιρα στο Αιγαίο από τότε που είχε συναφθεί στη Λωζάνη μία συνθήκη ειρήνης που υποτίθεται ότι θα τακτοποιούσε όλα τα εκκρεμή θέματα μεταξύ της Τουρκίας και των γειτόνων της. Είχαν μάλιστα υπάρξει στιγμές, τα τελευταία χρόνια, όπου μία νέα σύρραξη ήταν πολύ πιθανή.
Θα ήταν όμως λάθος να συμπεράνει κανείς ότι υπήρχε κάτι παράλογο ή αλλοπρόσαλλο στην εντυπωσιακή επίδειξη φιλίας μεταξύ του Κεμάλ και του Βενιζέλου.
 Στην συνάντησή τους στην Άγκυρα, οι δύο ηγέτες προσπαθούσαν να δώσουν ριζικό τέλος σε μία πρωτοβουλία που είχε αρχίσει στην Ελβετία και στόχευε στη δημιουργία σταθερών σχέσεων μεταξύ γειτόνων, με την απομάκρυνση κάθε αιτίας προστριβής και παρεξήγησης όποιο και να ήταν το ανθρώπινο κόστος.
Ο στόχος τους ήταν να υπάρξουν σαφή όρια, κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά, ανάμεσα στα δύο έθνη. Στη Λωζάννη και οι δύο χώρες είχαν παραδεχθεί την ανάγκη να χωριστεί, ξεκάθαρα και αμετάκλητα κάθε σπιθαμή εδάφους, κάθε περιουσιακό στοιχείο και πάνω από όλα κάθε άτομο και οικογένεια, η υπόσταση και η ταυτότητα των οποίων μπορεί να ήταν αμφίσημη.
Από τη στιγμή που αυτό κατορθωνόταν κάθε χώρα θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ενιαίο κράτος με κοινή γλώσσα, θρησκεία και εθνική συνείδηση. Αυτή ήταν πάνω-κάτω η θεωρία, μία θεωρία την οποία ο Κεμάλ και ο Βενιζέλος υιοθετούσαν απόλυτα.
Αν η Τουρκία και η Ελλάδα εξακολουθούσαν, ακόμα και μετά το 1923, να τσακώνονται, αυτό γινόταν κατά κύριο λόγο επειδή η μετακίνηση δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί.
 Για την ακρίβεια υπήρχαν προστριβές σχετικά με την μεταχείριση και την υπόσταση των ομάδων που είχαν εξαιρεθεί από την ανταλλαγή των πληθυσμών: των Ελλήνων και του πατριάρχη τους, στους οποίους είχε επιτραπεί να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη και των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης.
 Συγκριτικά, η μοίρα των πληθυσμών που είχαν ήδη ανταλλαγεί δεν αποτελούσε πρόβλημα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στις εσωτερικές υποθέσεις και των δύο χωρών, ειδικά της Ελλάδας, η απορρόφηση των προσφύγων ήταν όντως πρόβλημα, αλλά δεν επηρέαζε ιδιαίτερα την εξωτερική της πολιτική.
Από τη στιγμή που η ανταλλαγή διεκπεραιωνόταν, κάθε κράτος θα έπαυε να ενδιαφέρεται για την τύχη των πάλαι ποτέ πολιτών του. Η Ελλάδα αδιαφορούσε για την ευημερία των ελληνόφωνων μουσουλμάνων της Κρήτης ή της Ηπείρου εφόσον ήταν ήδη στο δρόμο για την Τουρκία.
Επίσκεψη Βενιζέλου στην Άγκυρα (Οκτώβρης 1930)

Της Τουρκίας επίσης δεν της καιγόταν καρφί για την ευημερία των τουρκόφωνων χριστιανών που κάποτε ζούσαν στην Καππαδοκία ή στη Μαύρη Θάλασσα και αγωνίζονταν να προσαρμοστούν σε μία νέα πραγματικότητα στην Ελλάδα. Ανθρωποι που ανήκαν σε «λάθος» θρησκεία δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ομοεθνείς, όποια γλώσσα και αν μιλούσαν. Σε αυτό το ζήτημα υπήρχε απόλυτη κατανόηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από τη στιγμή που υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάννης.
 Όσον αφορά τους πληθυσμούς «της ανταλλαγής» το μεγαλύτερο άλυτο πρόβλημα ήταν ο οικονομικός διακανονισμός που υποτίθεται ότι, σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Λωζάννης , θα γινόταν μεταξύ των δύο κρατών μόλις υπολογιζόταν ποιό από τα δύο είχε ζημιωθεί       περισσότερο οικονομικά. Σε αυτές τις συζητήσεις η ανάγκη του διαζυγίου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, απλώς υπήρξε δυσκολία να συμφωνηθούν οι ακριβείς όροι
της αποζημίωσης.
Ένας πιο σοβαρός λόγος για την ελληνοτουρκική ένταση, τα πρώτα χρόνια μετά τη Λωζάννη, ήταν οι πληθυσμοί που δεν είχαν ανταλλαγεί. Το γεγονός ότι η συνθήκη εξαίρεσε ορισμένες ομάδες από την απέλαση και εγγυήθηκε τα πολιτιστικά και εκπαιδευτικά τους δικαιώματα, παραχώρησε στο κάθε κράτος όχι μόνο το δικαίωμα αλλά σχεδόν την υποχρέωση να ανακατεύεται στις υποθέσεις του άλλου.
 Η κυβέρνηση της Αθήνας ήταν υποχρεωμένη να συνεχίσει να ενδιαφέρεται για την τύχη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και του πνευματικού τους ηγέτη, του πατριάρχη. Η Άγκυρα πάλι είχε το βλέμμα στραμμένο προς τη μεριά των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης - όχι μόνο για να βλέπει πως τους μεταχειρίζονταν οι  'Ελληνες αλλά και γιατί την ενδιέφεραν οι αντιδράσεις τους απέναντι στις επαναστατικές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία.
Έτσι λοιπόν, για τους δύο αρχιτέκτονες της συμφωνίας της Λωζάννης, τον Κεμάλ και τον Βενιζέλο, ήταν απολύτως λογικό, ύστερα από επτά χρόνια, να αναζητούν τρόπους για να εξουδετερώσουν τις διάφορες αιτίες δυσαρέσκειας που η συνθήκη είχε  αποτύχει να εξαλείψει.
Και οι δύο ηγέτες έβλεπαν τα σύννεφα να μαζεύονται στον  ουρανό της Ευρώπης. Και οι δύο ηγέτες ήθελαν να συνεχίσουν το έργο της θεμελίωσης ανεξάρτητων σύγχρονων κρατών με ξεκάθαρη ταυτότητα την οποία όλοι, ή σχεδόν  όλοι, οι πολίτες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν.
Κανένας από τους δύο δεν ήθελε να διασπαστεί η προσοχή του από αυτό το σημαντικό σκοπό λόγω διπλωματικών προβλημάτων και προστριβών. Σε κάθε χώρα, η ενσωμάτωση και η αφομοίωση των νεοφερμένων και η μεταμόρφωσή τους σε νομιμόφρονες και χρήσιμους πολίτες είχε ήδη κάνει σημαντικές προόδους, αλλά η διαδικασία βρισκόταν ακόμα σε κρίσιμη καμπή με αποτέλεσμα ορισμένες φορές οι ηγέτες τους να υφίστανται σκληρή κριτική. Με τόσα προβλήματα να συσσωρεύονται στο εσωτερικό τους, ήταν λογικό για την Ελλάδα και την Τουρκία να επιζητούν λύση στις μεταξύ τους εκκρεμότητες.
Στην Τουρκία, οι αντιρρήσεις σχετικά με την εγκατάσταση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα και άλλες περιοχές των Βαλκανίων είχαν, ως το 1930, οι περισσότερες παταχθεί από ένα καθεστώς όλο και πιο αυταρχικό και αποφασισμένο να φέρει ριζικές αλλαγές στη ζωή όλων των πολιτών, όποιες και να ήταν οι εδαφικές ή γλωσσικές ρίζες τους.
Η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν πιο περίπλοκη και ρευστή. Για όσους την ζούσαν, ο ισχυρισμός ότι ως το 1930 είχε σημειωθεί πρόοδος στην αφομοίωση των προσφύγων από την Μικρασία -οικονομικά, ψυχολογικά και πολιτιστικά- ίσως φαινόταν λίγο υπερβολικός. 
Καθώς οι πολιτικές προτιμήσεις της πλειοψηφίας των προσφύγων ήταν υπέρ του Βενιζέλου (τουλάχιστον ώσπου ο ήρωας τους να κάνει το ιστορικό του ταξίδι στην Αγκυρα και να απογοητεύσει πολλούς απ’ αυτούς), ο ρόλος τους στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας αποτελούσε συχνά αφορμή προστριβών.
Μεταξύ των υποστηρικτών της μοναρχίας, που είχε επίσημα καταργηθεί την άνοιξη του 1924, κυκλοφορούσε η άποψη ότι οι πρόσφυγες είχαν μάλλον κυνικά χρησιμοποιηθεί από την κυβερνητική ελίτ για να θεμελιωθεί η δύναμή της και να εξοστρακιστεί για πάντα ένας βασιλικός οίκος ο οποίος εξακολουθούσε να είναι πολύ δημοφιλής σε περιοχές της «παλιάς Ελλάδας» όπως η Πελοπόννησος.
Αυτή ήταν η μία εκδοχή της ιστορίας. Μπορεί οι φιλοβασιλικοί να δυσφορούσαν για τον ρόλο του «προσφυγικού παράγοντα» στην πολιτική ζωή αλλά στην ουσία δεν αμφισβητούσαν στους πρόσφυγες το δικαίωμα να ονομάζονται Έλληνες ή να συμμετέχουν στα κοινά. Με τον καιρό οι φιλοβασιλικοί συνειδητοποίησαν, έστω και απρόθυμα, ότι καλό θα ήταν να ασχοληθούν με τα αιτήματα των προσφύγων και να κερδίσουν την ψήφο τους.
Η αξιολόγηση όμως της επιτυχημένης ή αποτυχημένης προσπάθειας της Ελλάδας να τους στεγάσει και να τους εγκαταστήσει κατά τη δεκαετία του 1920 εξαρτάται από την θέση που υιοθετεί κανείς.
Των γραφειοκρατών (ντόπιων ή ξένων) και των πολιτικών ή των ίδιων των προσφύγων. Ως το 1930, χιλιάδες οικογένειες ζούσαν σε έσχατη ένδεια και θρηνούσαν τις χαμένες πατρίδες τους. 
Η κυβέρνηση πίστευε ότι τα χειρότερα είχαν αποφευχθεί -μία ανεξέλεγκτη ανθρωπιστική κρίση και μία πραγματική απειλή στη δημόσια υγεία- επομένως η μετατροπή των προσφύγων από καταναλωτές επιδομάτων σε παραγωγικούς πολίτες προχωρούσε σταθερά.


BRUCE CLARK

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah