Το χρονικό σημείο, αλλά και τα αίτια για τα οποία οι Έλληνες αποφάσισαν να διαβούν τα Στενά του Βοσπόρου και να έρθουν σε επαφή με τον Εύξεινο Πόντο και τους λαούς που ζούσαν στα παράλιά του αποτελούν ακόμη αντικείμενο έρευνας.
Η αρχαιολογία, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας πιο ξεκάθαρης εικόνας, όμως δεν έχει αποκαλυφθεί το σύνολο των στοιχείων που θα επέτρεπαν οριστικές απαντήσεις. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η εμφάνιση των Ελλήνων στην περιοχή χρονολογείται πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ.
Ωστόσο, η πρώτη καταγεγραμμένη ελληνική εγκατάσταση ανάγεται στην εποχή του ελληνικού αποικισμού, όταν οι Έλληνες ποντοπόροι, παραβιάζοντας το άγνωστο και ακολουθώντας την πιο δύσκολη, την πιο άξενη θαλάσσια πορεία, έκαναν κατοικήσιμο το δυσπρόσιτο τόπο.
Με βάση τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και τις φιλολογικές μαρτυρίες, επισημαίνονται κυρίως οι αποικίες της Σινώπης, της Αμισού, της Ηράκλειας Ποντικής, της Τραπεζούντας, της Κερασούντας, των Κοτυώρων και της Φαρνάκειας.
Πρώτη τοποθετείται χρονολογικά η ίδρυση της Σινώπης (8ος αιώνας π.Χ.) από Μιλήσιους αποίκους. Προφανώς αυτή η πρώτη προσπάθεια απέτυχε, καθώς στις πηγές γίνεται λόγος για επανίδρυση της αποικίας το 631 π.Χ., ενώ είχε προηγηθεί η Τραπεζούντα το 756 π.Χ.
Η Αμισός ιδρύθηκε -σύμφωνα πάντα με τις αναφορές των διαθέσιμων πηγών- το 560 π.Χ.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε στον Εύξεινο Πόντο ένα δυναμικό δίκτυο ελληνικών πόλεων οι οποίες διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό στους αυτόχθονες πληθυσμούς που ήδη ζούσαν εκεί.
Χωρίς να διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες γι’ αυτούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανατολικά του Πόντου ζούσαν κατά κύριο λόγο οι Κόλχοι, οι Χαλδαίοι, καθώς και οι Παφλαγόνες.
Ο Ξενοφώντας στην Κάθοδο των Μυρίων αναφέρει ότι αυτοί δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερα πολιτισμένοι και συχνά ο στρατός των Μυρίων έδωσε σκληρές μάχες για να καταφέρει να διασχίσει τις περιοχές όπου κατοικούσαν.
Η Σινώπη, η Αμισός και η Τραπεζούντα έγιναν πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα, με μεγάλη εμπορική δύναμη και πολιτιστική ανάπτυξη. Το αθηναϊκό κράτος, για να προστατέψει τα εμπορικά του συμφέροντα σε αυτή την ευαίσθητη περιοχή, δημιούργησε κατά μήκος των ακτών της στρατιωτικές αποικίες και εγκατέστησε με 30 πολεμικά πλοία 600 Αθηναίους κληρούχους στη Σινώπη, στην Αμισό και σε άλλες πόλεις, τις οποίες μάλιστα το 435 π.Χ. επιθεώρησε ο ίδιος ο Περικλής.
Με την υλοποίηση των σχεδίων του ο Περικλής εξασφάλισε τη θαλάσσια επικοινωνία με τον Εύξεινο Πόντο, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα μεταφοράς ανεμπόδιστα των εισαγόμενων και των εξαγόμενων προϊόντων.
Η ελληνική παρουσία στον Ευξεινο Πόντο έχει δύο εστίες, το μικρασιατικό Πόντο και τη Χερσόνησο της Κριμαίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρχαιολόγων, οι Έλληνες ζουσαν στον Πόντο ήδη από την Εποχή του Σιδήρου, γύρω στο 1100 π.Χ.
Ο Βησσαρίωνας χαρακτηρίζει την Τραπεζούντα «πρεσβυτάτης είπερ άλλη τις υπαρχούσης». Ο ιστορικός του 19ου αιώνα Ιάκωβος Φαλμεράγιερ πάλι υποστηρίζει ότι η Σινώπη ιδρύθηκε το 1260 π.Χ. από ελληνοπελασγικά φύλα.
Η ίδρυση αποικιών στην περιοχή έφερε μοιραία τους Έλληνες σε επαφή με τις ντόπιες φυλές. Η εικόνα που είχαν οι Έλληνες, συλλογικά και στις μεμονωμένες τους κοινότητες, για τον εαυτό τους και την ιστορία τους είχε τεράστια σημασία για τον αυτοπροσδιορισμό και την κατηγοριοποίησή τους.
Μολονότι προϋπήρχε μια αίσθηση εθνότητας στην Αρχαϊκή Περίοδο, η πόλωση μεταξύ ελληνικού και βαρβαρικού μεγιστοποιήθηκε μετά τους Περσικούς Πολέμους. Η ελληνική αντίληψη της έννοιας του βαρβάρου ανταποκρινόταν στην ιστορική εξέλιξη των γεγονότων.
Κύρια αφετηρία υπήρξαν οι Περσικοί Πόλεμοι, χωρίς όμως να αποτελούν τη μοναδική αιτία της απαξιωτικής απεικόνισης των Περσών και της ενίσχυσης της συνείδησης του βαρβάρου.
Πολλά από τα στοιχεία αυτής της απεικόνισης -η θεώρηση των βαρβάρων ως μιας άτακτης ορδής αναρίθμητων ατόμων, ο συσχετισμός των ξένων λαών με την ακατάληπτη ομιλία και η εντύπωση που υπήρχε περί αμύθητου πλούτου των ανατολικών μοναρχιών- προϋπήρχαν των Περσικών Πολέμων.
Ωστόσο, άλλες πτυχές της αντίθεσης Ελλήνων-βαρβάρων (συγκεκριμένα, η αντιπαράθεση δημοκρατικού πολιτεύματος και ανατολικού δεσποτισμού) δεν είχαν τονιστεί πριν από αυτή τη χρονική καμπή. Οι Περσικοί Πόλεμοι καλλιέργησαν στερεότυπα για την Ανατολή, εντείνοντας την οπτική της αντιπαράθεσης μεταξύ της ανατολικής πολυτέλειας και της ελληνικής απλότητας, καθώς και του δεσποτισμού έναντι της δημοκρατίας, δίνοντας έμφαση στην ελληνική ανωτερότητα.
Οι ελληνικές αποικίες του Πόντου, ενταγμένες μέσα στην απέραντη πολυεθνική Περσική Αυτοκρατορία, διατήρησαν την ελληνικότητα τους και τη λαλιά τους. Η ελευθερία και η αυτονομία που απολάμβαναν ήταν απόρροια της προνομιακής γεωγραφικής τους θέσης, ως εμπορικών σταθμών και κέντρων διαμετακομιστικού εμπορίου αγαθών από την κεντρική Ασία και τη Μικρά Ασία προς την Ευρώπη και αντίστροφα, γεγονός που τους απέφερε πλούτη και συνεπαγόταν οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, εκτός λιγοστών αναφορών, οι πόλεις αυτές απουσιάζουν από τις φιλολογικές μας πηγές. Εξαίρεση αποτελεί το ιστοριογραφικό έργο του Αθηναίου ιστορικού και φιλοσόφου Ξενοφώντα, που βρέθηκε στο πλευρό του Κύρου και συμμετείχε στις επιχειρήσεις τις οποίες εκείνος διεξήγαγε εναντίον του αδερφού του, του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β'.
Τα κείμενα του Ξενοφώντα συνιστούν αψευδή μαρτυρία για τον πλούτο, την ευημερία και την ελληνικότητα των αποικιών αυτών.
Ο Ξενοφώντας συναντά το 401 π.Χ. στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου «πόλεις ελληνίδας» και αναφέρει την Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Αμισό, τη Σινώπη.
Συγκεκριμένα, ο Αθηναίος ιστορικός στο έργο του Κύρου Ανάβασις σχολιάζει την υποδοχή την οποία επιφύλαξαν το 400 π.Χ. στο ελληνικό μισθοφορικό σώμα των Μυρίων, που κατέλυσε για 30 μέρες εκεί, οι κάτοικοι της Τραπεζούντας και της Σινώπης:
«Και ήλθον επί θάλατταν εις Τραπεζουντα πόλιν Ελληνίδα οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικίαν, εν τη Κόλχων χώρα.
Ενταύθα έμειναν ημέρας αμφί τας τριάκοντα εν ταις των Κόλχων κώμαις [4.8.23] καντεύθεν ορμώμενοι ελήζοντο την Κολχίδα. Αγοράν δε παρείχον τω στρατοπέδω Τραπεζούντιοι, και εδέξαντό τε τους Έλληνας και ξένια έδοσαν βους και άλφιτα και οίνον [4.8.24] συνδιεπράττοντο δε και υπέρ των πλησίον Κόλχων των εν τω πεδίω μάλιστα οικούντων, και ξένια και παρ’ εκείνων ήλθον βόες. Μετά δε τούτο την θυσίαν ην ηύξαντο παρεσκευάζοντο.
Ήλθον δ’ αυτοίς ικανοί βόες αποθύσαι τω Διί τω σωτήρι και τω Ηρακλεί ηγεμόσυνα και τοις άλλοις θεοίς α ηύξαντο. Εποίησαν δε και αγώνα γυμνικόν εν τω όρει ένθαπερ εσκήνουν.
Είλοντο δε Δρακόντιον Σπαρτιάτην, ος έφυγε εν τω όρει ενθάπερ εσκήνουν. Είλοντο δε Δρακόντιον Σπαρτιάτην, ός έφυγε παις ων οίκοθεν, παίδα άκων κατακανών ξυήλη πατάξας, δρόμου τ' επιμεληθήναι και του αγώνος προστατήσαι (4.8.26) επειδη δε η θυσία εγένετο , τα δέρματα παρέδοσαν τω Δρακοντίω, και ηγείσθαι εκέλευον όπου τον δρόμον πεποιηκώς είη. Ο δε δείξας ούπερ εστηκότες ετύγχανον - ούτος ο λόφος, έφη, κάλλιστος τρέχειν όπου αν τις βούληται».
Παρόμοια ήταν και η συμπεριφορά των κατοίκων της Σινώπης: «Έστειλεν ημάς, άνδρες στρατιώται, η πόλις των Σινωπέων και διά να σας επαινέσωμεν, διότι Έλληνες όντες νικάτε βαρβάρους, έπειτα δε και διά να σας συγχαρώμεν, διότι υπομείναντες πολλάς και φοβεράς στεναχώριας, ως ημείς επληροφορήθημεν, εφθάσατε εδώ σώοι.
Έχομεν δε την αξίωσιν, επειδή και ημείς είμεθα Έλληνες, να απολαύωμεν μεν ευεργεσίας τινάς εκ μέρους υμών, οι οποίοι είσθε Έλληνες, αλλά να μην πάσχωμεν κανέν κακόν. Διότι και ημείς ουδέποτε εκάμαμεν κακόν τι πρώτοι εις σας.
Οι Κοτυωρίται δε ούτοι είναι πράγματι ιδικοί μας άποικοι, και την χώραν ταύτην ημείς έχομεν παραδώσει εις αυτούς, αφού την αφηρέσαμεν από τους βαρβάρους. Διά τούτο δε και φόρον ωρισμένον πληρώνουν ούτοι εις ημάς, ωσαύτως δε και οι Κερασούντιοι και οι Τραπεζούντιοι. Ώστε ό,τι κακόν κάμετε εις αυτούς, η πόλις των Σινωπέων νομίζει, ότι το πράττετε εις αυτήν.
Τώρα δε μανθάνομεν ότι μερικοί από σας διά της βίας εισήλθον εις την πόλιν των Κοτυώρων και κατέλυσαν εις τας οικίας και ότι λαμβάνουν εκ των πέριξ όσα χρειάξεσθε, με την βίαν, και όχι με το καλό. Αυτά λοιπόν δεν τα εγκρίνομεν.
Εάν δε εξακολουθήσητε να πράττετε ταύτα, θα είμεθα ηναγκασμένοι να κάμωμεν συμμάχους τον Κορύλαν και τους Παφλαγόνας και όποιον άλλον ηθέλομεν δυνηθή».
Η αρχαιολογία, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας πιο ξεκάθαρης εικόνας, όμως δεν έχει αποκαλυφθεί το σύνολο των στοιχείων που θα επέτρεπαν οριστικές απαντήσεις. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η εμφάνιση των Ελλήνων στην περιοχή χρονολογείται πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ.
Ωστόσο, η πρώτη καταγεγραμμένη ελληνική εγκατάσταση ανάγεται στην εποχή του ελληνικού αποικισμού, όταν οι Έλληνες ποντοπόροι, παραβιάζοντας το άγνωστο και ακολουθώντας την πιο δύσκολη, την πιο άξενη θαλάσσια πορεία, έκαναν κατοικήσιμο το δυσπρόσιτο τόπο.
Με βάση τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και τις φιλολογικές μαρτυρίες, επισημαίνονται κυρίως οι αποικίες της Σινώπης, της Αμισού, της Ηράκλειας Ποντικής, της Τραπεζούντας, της Κερασούντας, των Κοτυώρων και της Φαρνάκειας.
Πρώτη τοποθετείται χρονολογικά η ίδρυση της Σινώπης (8ος αιώνας π.Χ.) από Μιλήσιους αποίκους. Προφανώς αυτή η πρώτη προσπάθεια απέτυχε, καθώς στις πηγές γίνεται λόγος για επανίδρυση της αποικίας το 631 π.Χ., ενώ είχε προηγηθεί η Τραπεζούντα το 756 π.Χ.
Η Αμισός ιδρύθηκε -σύμφωνα πάντα με τις αναφορές των διαθέσιμων πηγών- το 560 π.Χ.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε στον Εύξεινο Πόντο ένα δυναμικό δίκτυο ελληνικών πόλεων οι οποίες διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό στους αυτόχθονες πληθυσμούς που ήδη ζούσαν εκεί.
Χωρίς να διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες γι’ αυτούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανατολικά του Πόντου ζούσαν κατά κύριο λόγο οι Κόλχοι, οι Χαλδαίοι, καθώς και οι Παφλαγόνες.
Ο Ξενοφώντας στην Κάθοδο των Μυρίων αναφέρει ότι αυτοί δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερα πολιτισμένοι και συχνά ο στρατός των Μυρίων έδωσε σκληρές μάχες για να καταφέρει να διασχίσει τις περιοχές όπου κατοικούσαν.
Η Σινώπη, η Αμισός και η Τραπεζούντα έγιναν πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα, με μεγάλη εμπορική δύναμη και πολιτιστική ανάπτυξη. Το αθηναϊκό κράτος, για να προστατέψει τα εμπορικά του συμφέροντα σε αυτή την ευαίσθητη περιοχή, δημιούργησε κατά μήκος των ακτών της στρατιωτικές αποικίες και εγκατέστησε με 30 πολεμικά πλοία 600 Αθηναίους κληρούχους στη Σινώπη, στην Αμισό και σε άλλες πόλεις, τις οποίες μάλιστα το 435 π.Χ. επιθεώρησε ο ίδιος ο Περικλής.
Με την υλοποίηση των σχεδίων του ο Περικλής εξασφάλισε τη θαλάσσια επικοινωνία με τον Εύξεινο Πόντο, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα μεταφοράς ανεμπόδιστα των εισαγόμενων και των εξαγόμενων προϊόντων.
Η ελληνική παρουσία στον Ευξεινο Πόντο έχει δύο εστίες, το μικρασιατικό Πόντο και τη Χερσόνησο της Κριμαίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρχαιολόγων, οι Έλληνες ζουσαν στον Πόντο ήδη από την Εποχή του Σιδήρου, γύρω στο 1100 π.Χ.
Ιάκωβος Φαλμεράγιερ |
Η ίδρυση αποικιών στην περιοχή έφερε μοιραία τους Έλληνες σε επαφή με τις ντόπιες φυλές. Η εικόνα που είχαν οι Έλληνες, συλλογικά και στις μεμονωμένες τους κοινότητες, για τον εαυτό τους και την ιστορία τους είχε τεράστια σημασία για τον αυτοπροσδιορισμό και την κατηγοριοποίησή τους.
Μολονότι προϋπήρχε μια αίσθηση εθνότητας στην Αρχαϊκή Περίοδο, η πόλωση μεταξύ ελληνικού και βαρβαρικού μεγιστοποιήθηκε μετά τους Περσικούς Πολέμους. Η ελληνική αντίληψη της έννοιας του βαρβάρου ανταποκρινόταν στην ιστορική εξέλιξη των γεγονότων.
Κύρια αφετηρία υπήρξαν οι Περσικοί Πόλεμοι, χωρίς όμως να αποτελούν τη μοναδική αιτία της απαξιωτικής απεικόνισης των Περσών και της ενίσχυσης της συνείδησης του βαρβάρου.
Πολλά από τα στοιχεία αυτής της απεικόνισης -η θεώρηση των βαρβάρων ως μιας άτακτης ορδής αναρίθμητων ατόμων, ο συσχετισμός των ξένων λαών με την ακατάληπτη ομιλία και η εντύπωση που υπήρχε περί αμύθητου πλούτου των ανατολικών μοναρχιών- προϋπήρχαν των Περσικών Πολέμων.
Ωστόσο, άλλες πτυχές της αντίθεσης Ελλήνων-βαρβάρων (συγκεκριμένα, η αντιπαράθεση δημοκρατικού πολιτεύματος και ανατολικού δεσποτισμού) δεν είχαν τονιστεί πριν από αυτή τη χρονική καμπή. Οι Περσικοί Πόλεμοι καλλιέργησαν στερεότυπα για την Ανατολή, εντείνοντας την οπτική της αντιπαράθεσης μεταξύ της ανατολικής πολυτέλειας και της ελληνικής απλότητας, καθώς και του δεσποτισμού έναντι της δημοκρατίας, δίνοντας έμφαση στην ελληνική ανωτερότητα.
Οι ελληνικές αποικίες του Πόντου, ενταγμένες μέσα στην απέραντη πολυεθνική Περσική Αυτοκρατορία, διατήρησαν την ελληνικότητα τους και τη λαλιά τους. Η ελευθερία και η αυτονομία που απολάμβαναν ήταν απόρροια της προνομιακής γεωγραφικής τους θέσης, ως εμπορικών σταθμών και κέντρων διαμετακομιστικού εμπορίου αγαθών από την κεντρική Ασία και τη Μικρά Ασία προς την Ευρώπη και αντίστροφα, γεγονός που τους απέφερε πλούτη και συνεπαγόταν οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, εκτός λιγοστών αναφορών, οι πόλεις αυτές απουσιάζουν από τις φιλολογικές μας πηγές. Εξαίρεση αποτελεί το ιστοριογραφικό έργο του Αθηναίου ιστορικού και φιλοσόφου Ξενοφώντα, που βρέθηκε στο πλευρό του Κύρου και συμμετείχε στις επιχειρήσεις τις οποίες εκείνος διεξήγαγε εναντίον του αδερφού του, του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β'.
Τα κείμενα του Ξενοφώντα συνιστούν αψευδή μαρτυρία για τον πλούτο, την ευημερία και την ελληνικότητα των αποικιών αυτών.
Ο Ξενοφώντας συναντά το 401 π.Χ. στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου «πόλεις ελληνίδας» και αναφέρει την Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Αμισό, τη Σινώπη.
Συγκεκριμένα, ο Αθηναίος ιστορικός στο έργο του Κύρου Ανάβασις σχολιάζει την υποδοχή την οποία επιφύλαξαν το 400 π.Χ. στο ελληνικό μισθοφορικό σώμα των Μυρίων, που κατέλυσε για 30 μέρες εκεί, οι κάτοικοι της Τραπεζούντας και της Σινώπης:
«Και ήλθον επί θάλατταν εις Τραπεζουντα πόλιν Ελληνίδα οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικίαν, εν τη Κόλχων χώρα.
Ενταύθα έμειναν ημέρας αμφί τας τριάκοντα εν ταις των Κόλχων κώμαις [4.8.23] καντεύθεν ορμώμενοι ελήζοντο την Κολχίδα. Αγοράν δε παρείχον τω στρατοπέδω Τραπεζούντιοι, και εδέξαντό τε τους Έλληνας και ξένια έδοσαν βους και άλφιτα και οίνον [4.8.24] συνδιεπράττοντο δε και υπέρ των πλησίον Κόλχων των εν τω πεδίω μάλιστα οικούντων, και ξένια και παρ’ εκείνων ήλθον βόες. Μετά δε τούτο την θυσίαν ην ηύξαντο παρεσκευάζοντο.
Ήλθον δ’ αυτοίς ικανοί βόες αποθύσαι τω Διί τω σωτήρι και τω Ηρακλεί ηγεμόσυνα και τοις άλλοις θεοίς α ηύξαντο. Εποίησαν δε και αγώνα γυμνικόν εν τω όρει ένθαπερ εσκήνουν.
Είλοντο δε Δρακόντιον Σπαρτιάτην, ος έφυγε εν τω όρει ενθάπερ εσκήνουν. Είλοντο δε Δρακόντιον Σπαρτιάτην, ός έφυγε παις ων οίκοθεν, παίδα άκων κατακανών ξυήλη πατάξας, δρόμου τ' επιμεληθήναι και του αγώνος προστατήσαι (4.8.26) επειδη δε η θυσία εγένετο , τα δέρματα παρέδοσαν τω Δρακοντίω, και ηγείσθαι εκέλευον όπου τον δρόμον πεποιηκώς είη. Ο δε δείξας ούπερ εστηκότες ετύγχανον - ούτος ο λόφος, έφη, κάλλιστος τρέχειν όπου αν τις βούληται».
Παρόμοια ήταν και η συμπεριφορά των κατοίκων της Σινώπης: «Έστειλεν ημάς, άνδρες στρατιώται, η πόλις των Σινωπέων και διά να σας επαινέσωμεν, διότι Έλληνες όντες νικάτε βαρβάρους, έπειτα δε και διά να σας συγχαρώμεν, διότι υπομείναντες πολλάς και φοβεράς στεναχώριας, ως ημείς επληροφορήθημεν, εφθάσατε εδώ σώοι.
Έχομεν δε την αξίωσιν, επειδή και ημείς είμεθα Έλληνες, να απολαύωμεν μεν ευεργεσίας τινάς εκ μέρους υμών, οι οποίοι είσθε Έλληνες, αλλά να μην πάσχωμεν κανέν κακόν. Διότι και ημείς ουδέποτε εκάμαμεν κακόν τι πρώτοι εις σας.
Οι Κοτυωρίται δε ούτοι είναι πράγματι ιδικοί μας άποικοι, και την χώραν ταύτην ημείς έχομεν παραδώσει εις αυτούς, αφού την αφηρέσαμεν από τους βαρβάρους. Διά τούτο δε και φόρον ωρισμένον πληρώνουν ούτοι εις ημάς, ωσαύτως δε και οι Κερασούντιοι και οι Τραπεζούντιοι. Ώστε ό,τι κακόν κάμετε εις αυτούς, η πόλις των Σινωπέων νομίζει, ότι το πράττετε εις αυτήν.
Τώρα δε μανθάνομεν ότι μερικοί από σας διά της βίας εισήλθον εις την πόλιν των Κοτυώρων και κατέλυσαν εις τας οικίας και ότι λαμβάνουν εκ των πέριξ όσα χρειάξεσθε, με την βίαν, και όχι με το καλό. Αυτά λοιπόν δεν τα εγκρίνομεν.
Εάν δε εξακολουθήσητε να πράττετε ταύτα, θα είμεθα ηναγκασμένοι να κάμωμεν συμμάχους τον Κορύλαν και τους Παφλαγόνας και όποιον άλλον ηθέλομεν δυνηθή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου