Η ιδέα του ανεξάρτητου Πόντου και η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

H ανάπτυξη του εθνικισμού του 19ου  αιώνα επηρεάζει και το χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την επιρροή της πρωτοπορίας της αστικής τάξης αρχίζει και διαμορφώνει την ιδεολογία ότι οι Ρωμιοί ανήκουν στο ελληνικό έθνος.
 Στην πραγματικότητα, ο μακρινός Πόντος έχει ελάχιστη επικοινωνία με την Ελλάδα, που απέκτησε την ανεξαρτησία της μετά το 1821. Η διαδικασία κρίσης ταυτότητας των 19ου και 20ου αιώνων υπήρξε η περίοδος διαμόρφωσης και του σύγχρονου Ελληνισμού. 
Η αιτία είναι η δημιουργία μιας νέας αυτογνωσίας με νέα δεδομένα. Αποτέλεσμα της κρίσης αυτής είναι η μεταμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας σε μια πολιτική ταυτότητα.
Το Ποντιακό ζήτημα έχει άμεση σχέση με το διεθνές επαναστατικό κίνημα. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το κομμουνιστικό κίνημα υπό την ηγεσία του Λένιν ενστερνιζόταν την απελευθέρωση των εθνών, βλέπει την αντίφαση με αυτά που είχε πει: «εγώ και οι μπολσεβίκοι είμαστε οι Νεότουρκοι της Σοβιετικής Επανάστασης»
Αντίθετα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, εγκλεισμένη σε φυλακές του Βερολίνου, καλούσε σε αμέριστη συμπαράσταση προς τους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λέγοντας: «Καμιά χώρα δεν έχει ελπίδα για πρόοδο εφ’ όσον μένει υπό τουρκική κυριαρχία. Για το Ανατολικό ζήτημα το καθήκον μας είναι να δεχτούμε τον κατακερματισμό της Τουρκίας και να δείξουμε αμέριστη συμπαράσταση προς τους χριστιανικούς λαούς». 
Όπως λέει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η ανάληψη του ρόλου από τους Γερμανούς της ανάστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτα άλλο από το μακιγιάρισμα ενός νεκρού. Ο ρόλος της Deutsche Bank είναι καθοριστικός. Οι Γερμανοί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να φανατίσουν τους Τούρκους εναντίον των μη μουσουλμανικών λαών της Αυτοκρατορίας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
 
Λίμαν φον Σάντερς
Στο πλαίσιο αυτό ο Γερμανός στρατάρχης Λίμαν Φον Σάντερς το 1916 είχε διατάξει τον εκτοπισμό των Ελλήνων από τα παράλια.

 Ο ίδιος, όταν βλέπει ότι παρ’ όλους τους εκτοπισμούς οι Έλληνες του Αϊβαλί μένουν ακόμα στα σπίτια τους, θα διατάξει το Πάσχα του 1917 τον εκτοπισμό τους, λέγοντας: «Δεν διώξατε ακόμα αυτούς τους άπιστους»!
 Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός θέλει μια Ανατολή που θα έχει εκκαθαριστεί από τα χριστιανικά της στοιχεία. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις άλλες δυτικές δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Ιταλία, αν μελετήσουμε τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια του Πολέμου και μετά. Δεν είναι αδικία να πούμε ότι αυτά τα κράτη έμειναν αδιάφορα στην εξόντωση των αρχαίων λαών της Ανατολής.

Η πολιτική οργάνωση στον Πόνο

Τα γραφόμενα στα τουρκικά για το ζήτημα του Πόντου είναι πανομοιότυπα και προέρχονται από την ίδια πηγή. Όλα τα αναφερόμενα βασίζονται σε προπαγανδιστικό βιβλίο που τυπώθηκε το 1922 από το Εκδοτικό Τυπογραφείο Πληροφοριών με τίτλο Ζήτημα του Πόντου (Pontos Meselesi). Πρόκειται για προπαγανδιστικό κείμενο.
 Σ’ όλες τις πηγές διατυπώνονται οι ίδιες προτάσεις... Κατά το προπαγανδιστικό βιβλίο του 1922, σκοπός ήταν η ίδρυση μιας Δημοκρατίας του Πόντου με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα ή τη Σαμψούντα στα εδάφη από το Μπατούμι μέχρι τη Σινώπη. 
Τα γραφόμενα αυτά είναι πολύ μακριά από το να εξηγήσουν τι συνέβη πραγματικά στον Πόντο. 
Ο Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποιεί τις ίδιες εκφράσεις στο Λόγο (Nutux) του...
Στη διάρκεια έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ μέχρι τότε οι Πόντιοι έχουν υπηρετήσει μόνο σε υπηρεσίες αγγαρείας στο Οθωμανικό Ναυτικό, καλούνται όπως και οι υπόλοιποι λαοί της Αυτοκρατορίας να καταταγούν στο στρατό.
 Αποτελεί ιστορική αλήθεια ότι με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί χωρικοί λιποτάκτησαν από το στρατό και επέστρεψαν σε περιοχές κοντά στα χωριά τους, με τα όπλα τους ή χωρίς, και διέμειναν σε υπαίθριους χώρους. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουν να συγκροτούνται ένοπλες αντάρτικες ομάδες.
Με την προσπάθεια της οθωμανικής κυβέρνησης να εγκαταστήσει στα χωριά πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, εισερχόμαστε στο δεύτερο στάδιο των επεισοδίων. Η απόφαση άρνησης των Ποντίων να δεχτούν τους πρόσφυγες στα χωριά τους αποτελεί την έναρξη της αντίστασης κατά των αρχών. Ενώπιον της κατάστασης αυτής η κυβέρνηση το φθινόπωρο του 1915 αρχίζει την επιχείρηση κατά των χωριών Οκσέ, Τσιχμάν και Τεύκερης, που πρωτοστάτησαν στην αντίσταση της εγκατάστασης των προσφύγων.
 Τα χωριά πυρπολούνται, ο πληθυσμός διασκορπίζεται και οι μάχιμοι άνδρες, όπως ο πιο γνωστός Βασίλης Ανθόπουλος -Βασίλη Ουστάς-, αρχίζουν και συγκροτούν ένοπλες ομάδες αντίστασης. Πολλές ένοπλες ομάδες συγκεντρώνονται στην περιοχή Νεμπιάν της Μπάφρας.
Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, η επικρατούσα άποψη των διανοουμένων είναι ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια Τουρκο-Ποντιακή Ενωση για ειρήνη και συνεργασία με τους Τούρκους της περιοχής. Στη διάδοση της άποψης αυτής ο ρόλος του «Ανατολικού Κόμματος», υπό την ηγεσία του μητροπολίτη Χρύσανθου, είναι μεγάλη.
Οι Νεότουρκοι, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο της «λύσης» των εθνοτικών προβλημάτων με την εξόντωση των άλλων εθνοτήτων, πράγμα που είχαν αποφασίσει στο συνέδριό τους το 1911 στη Θεσσαλονίκη. 
Αρχίζει με την έναρξη του Πολέμου η πρακτική των εκτοπίσεων. Το γεγονός ότι η ιδέα ίδρυσης μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας βρίσκει εύκολα οπαδούς, οφείλεται και στην αντίδραση κατά των ενεργειών των Νεοτούρκων.
Αρχίζει η εποχή ίδρυσης οργανώσεων που έχουν σκοπό την υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων των Ποντίων σ’ όλη την περιοχή του Πόντου. Ο Κ. Κωνσταντινίδης, που είναι γιος του πρώην δημάρχου Κερασούντας, του καπετάν Γιώργη, επηρεασμένος από τη διακήρυξη των Σοβιέτ να καθορίσουν οι λαοί της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τις δικές τους τύχες, οργανώνει στις 4 Φεβρουάριου 1918 στη Μασσαλία Συνέδριο όλων των Ποντίων, με συμμετοχή από τις ευρωπαϊκές χώρες, τις ΗΠΑ και αλλού. 
Το Συνέδριο, ελπίζοντας στην υποστήριξη των Σοβιέτ, απευθύνει επιστολή προς τον υπουργό Εξωτερικών των Σοβιέτ, Λέον Τρότσκι. Στην επιστολή αυτή τονίζεται ότι θα αποτελέσει μεγάλο λάθος να επιστραφεί η Τραπεζούντα στους Τούρκους και ζητείται η υποστήριξη της ιδέας της ανεξαρτησίας του Πόντου.

Avατολικός & Δυτικός Πόντος

Με την κατάληψη του Ανατολικού Πόντου το 1916, ο Πόντος έχει διαιρεθεί σε δύο τμήματα, με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί η πορεία των δυο περιοχών. Όταν ο ρωσικός στρατός φθάνει στη Γεμουρά, η πτώση πλέον της Τραπεζούντας είναι αναπόφευκτη.
 Η τουρκική διοίκηση, βλέποντας το αναπόφευκτο της πτώσης της Τραπεζούντας, κάλεσε το μητροπολίτη Χρύσανθο και τους Έλληνες προύχοντες και παρέδωσε την τύχη της πόλης σ’ αυτούς, αναθέτοντάς τους την προστασία του άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού.

 Μετά μια σύντομη τελετή, ο νομάρχης Αζμί απευθυνόμενος στον Χρύσανθο είπε: «Πήραμε αυτή τη χώρα από τους Ρωμιούς, τώρα την επιστρέφουμε στους ίδιους». Οταν οι Ρώσοι εισήλθαν στις 16 Αυγούστου 1916, βρήκαν μια ελληνική διοίκηση στην πόλη. 
Η υποδοχή από τους Έλληνες Ποντίους προς τους Ρώσους ήταν ένθερμη. Ο Χρύσανθος δημιούργησε μια τυπική Βουλή υπό την ηγεσία του, που διοίκησε την περιοχή μέχρι την επάνοδο των Τούρκων στην περιοχή. 
Ο μητροπολίτης προστάτευσε τις οικογένειες των μουσουλμάνων που είχαν φύγει από το φόβο των Ρώσων. Επίσης ο ίδιος προσπάθησε να εισαγάγει ένα νέο πνεύμα ισότητας μεταξύ των εθνοτήτων. Η ανεξάρτητη αυτή διοίκηση συμμετείχε στα Σοβιέτ το 1917.
Η κατάσταση στο Δυτικό Πόντο είναι πολύ διαφορετική. 
Οι ένοπλοι αντάρτες που είχαν καταφύγει στα βουνά και που αποτελούνται από ανεξάρτητες ομάδες, ενισχύονται μετά την έναρξη των εκτοπίσεων του τοπικού πληθυσμού από τους Τούρκους το 1916. 
Ο Βασίλης Ανθόπουλος συγκροτεί στις 3 Ιουλίου 1916 μια ομάδα ένοπλης αντίστασης στη Σεβάστεια και με την ελπίδα ότι όταν οι ρωσικές δυνάμεις προχωρήσουν προς το Δυτικό Πόντο θα ξεκινήσει γενική επανάσταση. 
Ομως η διακοπή της ρωσικής προέλασης αλλάζει τα σχέδια του Ανθόπουλου. Πιστεύοντας ότι οι Ρώσοι τον εμπαίζουν, αποφασίζει να δημιουργήσει νέα δεδομένα και με την ένοπλη ομάδα του των 80 ατόμων επιτίθεται σε τουρκικά χωριά σε άτομα που θεωρεί ότι έχουν τυραννήσει τους χριστιανούς και σκοτώνοντας αυτούς καίει τα σπίτια τους, στη συνέχεια συγκρούεται στα Κοτύωρα με τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και χάνοντας τη μάχη καταφεύγει στην Τραπεζούντα, όπου διαμένει μέχρι το τέλος του Πολέμου.
 Η αντίδραση των Τούρκων στα συμβάντα αυτά είναι δύο: οι αντεπιθέσεις των Τούρκων τσετών και η εξορία. Όσον αφορά την πρώτη, φαίνεται ότι είναι μια περισσότερη τοπική αντίδραση. 
Όπως στην περίπτωση των χριστιανών, υπάρχουν και μουσουλμάνοι λιποτάκτες που είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν τα εθνικιστικά σχέδια του Σωματείου Ενωσης και Προόδου.
 Ο πλέον δραστήριος στην περιοχή είναι ο Τοπάλ Οσμάν αγάς από την Κερασούντα. Ο ίδιος και οι βοηθοί του δρουν με τους λιποτάκτες και φυγόδικους ελεύθερα, χωρίς κανένα περιορισμό. Ο Τοπάλ Οσμάν είναι παράγοντας τρόμου στην περιοχή. Ακόμα και ο τοπικός μουσουλμανικός πληθυσμός ζητάει την απομάκρυνσή του.
Μεταξύ των ένοπλων ανταρτών των Ποντίων, ο κυριότερος στρατιωτικός ηγέτης είναι ο Αντών πασάς. Ενώ υπερασπίζεται μαζί με τη σύζυγο του Πελαγία τα ποντιακά χωριά, είναι ο κυριότερος παράγοντας φόβου των τουρκικών κρατικών και αντάρτικων δυνάμεων. Ο ίδιος σκοτώνεται το 1917, ενώ η σύζυγος του Πελαγία συνεχίζει τον αγώνα μέχρι το 1923. Μεταξύ των ένοπλων ομάδων στην περιοχή βρίσκονται και Κιρκάσιοι.

Οι εξορίες

Σε έγγραφο που ετοίμασε το υπουργείο Εξωτερικών της Αυστρίας για να σταλεί στο Βερολίνο, αναφέρονται τα εξής: «Η τουρκική πολιτική έχει το χαρακτήρα της ολοκληρωτικής εκδίωξης από την περιοχή, με σκοπό την πλήρη εξαφάνισή τους με τη δικαιολογία ότι οι Έλληνες της περιοχής αποτελούν κίνδυνο κατά του κράτους, μια μέθοδος που εφαρμόστηκε στο παρελθόν και κατά των Αρμενίων. 
Οι Τούρκοι, χωρίς να διακρίνουν καμιά διαφορά στον πληθυσμού και χωρίς να αφήνουν καμιά πιθανότητα στην επιβίωση του πληθυσμού, με την πρόφαση της μετακίνησης σε άλλες περιοχές, δηλαδή τη μετακίνηση από τις παραλίες στα ενδότερα, εγκαταλείποντας αυτούς σε τραγικές, απάνθρωπες συνθήκες και στην πείνα, τους οδηγούν προς το θάνατο.
 Τα δε σπίτια τους, αφού καταληφθούν από τους τσέτες, λεηλατούνται, πυρπολούνται και κατεδαφίζονται. Όποια μέτρα εφαρμόστηκαν κατά των Αρμενίων εφαρμόζονται και κατά του Πόντου».
Με την ήττα των Οθωμανών στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περιοχή του Πόντου εγκαθίστανται αγγλικές δυνάμεις (Ινδοί στρατιώτες με Άγγλους αξιωματικούς) και για να εξασφαλίσουν τα μελλοντικά τους συμφέροντα ζητούν από τους Πόντιους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα τους στον τουρκικό στρατό. Οι αντάρτες δεν πέφτουν σ’ αυτή την παγίδα και δεν παραδίδουν τα όπλα τους. Οι Έλληνες του Πόντου ενστερνίζονται το σκοπό της ίδρυσης της Ποντιακής Δημοκρατίας. Επιστρέφουν από τη Ρωσία περίπου 100.000 Πόντιοι...
Επειδή το ποντιακό κίνημα φθάνει σ’ ένα επικίνδυνο για το οθωμανικό κράτος βαθμό, η οθωμανική κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει στον Πόντο τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο Κεμάλ ξεκινάει τις προσπάθειές του για να καταπνίξει το ποντιακό κίνημα με τη συμφωνία των Άγγλων και την ηθική και υλική υποστήριξη του σουλτάνου. 
Όταν φθάνει στη Σαμψούντα συναντιέται με τον Άγγλο ταγματάρχη Hurst και καλεί τους εκπροσώπους των κοινοτήτων στο στρατιωτικό κυβερνείο. Ο ηγέτης των Ελλήνων, μητροπολίτης Γερμανός, δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. 
Στην έκθεση που στέλνει ο Μουσταφά Κεμάλ στη σουλτανική κυβέρνηση αναφέρει ότι οι ποντιακές αντάρτικες δυνάμεις υπό την ηγεσία του Γερμανού έχουν πολιτικούς σκοπούς... Ο Μουσταφά Κεμάλ με την άφιξή του στη Σαμψούντα, τη 19η Μαΐου 1919, αρχίζει αμέσως την οργάνωση των τουρκικών ανταρτικών ομάδων κατά των ποντιακών ομάδων που επεδίωκαν την ανεξαρτησία. Λέγεται ότι ένας από τους πρώτους που συνάντησε ήταν ο Τοπάλ Οσμάν. 
Όπως φαίνεται και από τα κρατικά αρχεία, ο Μουσταφά Κεμάλ δίνει μεγαλύτερη σημασία στο ποντιακό αντάρτικο κίνημα παρά στο ελληνικό κράτος... Οι αντάρτες, αν και δεν επιτυγχάνουν να αποτρέψουν τον εκτοπισμό των Ελλήνων του Πόντου, δημιουργούν «απελευθερωμένες περιοχές» στα βουνά στις οποίες καταφεύγουν οι Ελληνες από τα κατεστραμμένα χωριά τους. Η δημιουργία νέων ανταρτικών ομάδων και η αδυναμία του τουρκικού στρατού να τις εξουδετερώσει οδηγεί σ’ ένα τοπικό συμβιβασμό, κατά τον οποίο τα τουρκικά χωριά έναντι της ασφάλειάς τους παρέχουν τροφή και υλικά στους Πόντιους αντάρτες.

To τέλος του κινήματος και η εκδίωξη

Η διαμορφωθείσα κατάσταση, μετά τις πρώτες επιτυχίες των ανταρτών και την προσπάθειά τους για ενότητα, οδηγεί σε κάμψη της ισχύος τους λόγω της απουσίας ενοποιημένης κοινής διοίκησης. Η κάμψη του ηθικού μεταξύ των ανταρτών είναι γρήγορη. Ο τουρκικός στρατός με τη βοήθεια των μπολσεβίκων αναδιοργανώνεται και με τη βοήθεια των Ιταλών και Γάλλων ενισχύει τη θέση του.
Οι εξελίξεις αυτές αποθαρρύνουν την τάση μεταξύ των ανταρτών να δημιουργήσουν κοινό στρατηγείο διοίκησης, σε βαθμό που αρχίζουν τα αντάρτικα σώματα να αυτονομούνται και ακόμα να συγκρούονται μεταξύ τους μερικές φορές. 
Το τέλος είναι τραγικό. Παρ’ όλη την αποστασιοποίηση του ελληνικού κράτους, στο ποντιακό κίνημα παρουσιάζεται πάντοτε η τάση ταυτοποίησης με το ελληνικό κράτος. Η κυβέρνηση της Άγκυρας, για να εμποδίσει τη δράση των ανταρτών στην περιοχή, αρχίζει την εκκένωση των ελληνικών χωριών που παρέχουν βοήθεια στους αντάρτες. 
Η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να στρατολογήσει όλους όσοι θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην περιοχή. Όλοι οι μη μουσουλμάνοι στέλνονται σε τάγματα εργασίας. Αν και ένα μέρος των Ποντίων δεν υπακούει, ένα μέρος οδηγείται στα Αμελέ Ταμπουρλαρί και με τον τρόπο αυτό αδρανοποιείται.
Στη συνέχεια αρχίζει η συλλογή των όπλων στην περιοχή αρχίζοντας από τους μη μουσουλμάνους. Προβάλλεται αντίσταση στις μονάδες που έρχονται να μαζέψουν όπλα στην περιοχή της Σαμψούντας και σε άλλες περιοχές, όπως επίσης παρουσιάζεται σοβαρή αντίσταση στις περιοχές Τοκάτι, Τσαρσαμπά και στην περιοχή Νεμπιάν της Μπάφρας.
 Η προσπάθεια αυτή του τουρκικού στρατού, που ξεκινάει την 6η Απριλίου 1921, παρ’ όλη την ασκούμενη σοβαρή βία δεν επιτυγχάνει. Οι στρατιωτικές μονάδες, ενισχυμένες με το σύνταγμα της Κερασούντας, αποτυγχάνουν στις περιοχές Τσαρσαμπά και Νεμπιάν.
 Η κυβέρνηση της Αγκυρας κηρύσσει την περιοχή του Πόντου ως εμπόλεμη ζώνη και αποφασίζει την εξ ολοκλήρου εξορία όλων των Ελλήνων του Πόντου την 21η Ιουνίου 1921.
 Εξάλλου οι περισσότερες επαρχιακές περιοχές έχουν ήδη εκκενωθεί και τα χωριά έχουν πυρποληθεί. Μετά την απόφαση αυτή, στις 16 Ιουνίου η Εκτελεστική Επιτροπή, με το φόβο μιας ελληνικής απόβασης στη Σαμψούντα, αποφασίζει τον εκτοπισμό όλων των Ελλήνων της περιοχής από 16 μέχρι 50 ετών. Αρχίζει η σύλληψη όλων των ανδρών στις περιοχές Σαμψούντας, Μπάφρας και Αλατσάμ.
Την επόμενη μέρα αναχωρεί η πρώτη ομάδα των εκτοπισμένων. Η ομάδα αυτή στην πόλη Καβάκ δέχεται πυρά, κατά τους Τούρκους από τους Ελληνες αντάρτες και κατά τους Ελληνες από τους Τούρκους φρουρούς και σκοτώνονται πολλοί. 
Παρόμοια γεγονότα συμβαίνουν κατά τις μετακινήσεις του μήνα Ιουνίου. Τα επεισόδια προκαλούνται από τα τουρκικά σώματα άτακτων (τσέτες) που επωφελούνται από τη στάση των συνοδών φρουρών των εξορισμένων. Στις επιθέσεις αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο οι άτακτες ομάδες του Τοπάλ Οσμάν και του Σακί Αλί από την Τοκάτη. 
Λόγω των αντιδράσεων από τα συμβάντα, σε έγγραφο που στέλνει το υπουργείο Εσωτερικών στις 25 Ιουνίου 1921 αναφέρεται ότι η μετακίνηση των Ελλήνων γίνεται για στρατιωτικούς λόγους και δεν πρόκειται για εκτόπιση και ότι δεν πρέπει να εξορίζονται τα γυναικόπαιδα και ότι πρέπει να προστατεύονται η ζωή, οι περιουσίες και η τιμή των γυναικών που θα μείνουν πίσω. Ζητείται στο έγγραφο η επιβολή αυστηρών ποινών στους κρατικούς υπαλλήλους που θα προβούν σε ενέργειες κατά των γυναικόπαιδων και των εξορισμένων ανδρών.
Ωστόσο μαθαίνουμε από τον υπουργό Υγείας της εποχής, Ριζά Νουρ, ότι στην πράξη τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Ο Ριζά Νουρ, που υπήρξε και κύριος διαπραγματευτής στη Λωζάννη, αναφέρει στα απομνημονεύματά του τις συνομιλίες του με τον Τοπάλ Οσμάν: «Του λέω, Αγά καθάρισε τον Πόντο καλά: Μην αφήνεις πέτρα πάνω σε πέτρα στα Ελληνικά χωριά του Πόντου. Με απάντησε: 'Έτσι κάνω, όμως επειδή οι εκκλησίες τους και τα κτίριά τους μπορούν να χρησιμεύσουν, τα φυλάω”. Του είπα: “Γκρέμισε και αυτά, μάλιστα σκόρπισε τις πέτρες μακριά. Δεν ξέρεις τι γίνεται, μην πουν κάποτε ότι εδώ υπήρχε εκκλησία”. Η απάντηση που έδωσε ο Τοπάλ Οσμάν ήταν, “Πράγματι, έτσι θα κάνω, δεν το σκέφτηκα τόσο καλά”». Λέει ο Ριζά Νουρ ότι ο Τοπάλ Οσμάν είναι ένας νέος Κιόρογλου.
Όταν η κυβέρνηση της Άγκυρας αναγκάζεται να στείλει στρατεύματα από την περιοχή του Πόντου στο δυτικό μέτωπο, μειώνεται η ροή των εξοριών. Μετά την αποτυχία του ελληνικού στρατού στον Σαγγάριο αρχίζει η κύρια επιχείρηση στον Πόντο. Την περίοδο αυτή εντείνονται οι επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων ανταρτών στα βουνά και παράλληλα οι εξορίες συνεχίζονται με ένταση. 
Στις αποστολές εξοριών συμπεριλαμβάνονται και τα γυναικόπαιδα με εντολή του Νουρετίν πασά πλέον, παρ’ όλο που στην αρχική διαταγή για εξορία δεν υπάρχει τέτοια εντολή. Για το θέμα αυτό δεν υπάρχει καμία αντίδραση των ανωτέρων του. Κατά τον Νουρετίν πασά, «οι Ελληνες (Ρωμιοί) είναι φίδια και τα δηλητήρια αυτών των φιδιών είναι οι γυναίκες». Οι γυναίκες υποστηρίζουν σωματικά, ηθικά και υλικά τους άνδρες τους που τους έχει συνεπάρει το όνειρο του Πόντου. Εξάλλου στα δικαστήρια της Αμάσειας δικάζονται και γυναίκες που κατηγορούνται για κατασκοπία, υπόθαλψη και απόκρυψη εγκληματιών.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων στον Πόντο, στις συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή της Αγκυρας, παύεται από τη θέση του διοικητή της Κεντρικής Στρατιάς ο Νουρετίν πασάς λόγω παρανόμων ενεργειών και ανικανότητας στις 8 Νοεμβρίου 1921. 
Στις 8 Φεβρουάριου καταργείται η διοίκηση της Κεντρικής Στρατιάς και αναλαμβάνει την ευθύνη των επιχειρήσεων το υπουργείο Εσωτερικών με τη 10η ταξιαρχία. Διοικητής της ταξιαρχίας διορίζεται ο Τζεμίλ Τζαχίτ μπέης. Οι ενισχυμένες δυνάμεις από πλευράς ανδρών και όπλων περατώνουν τον Φεβρουάριο του 1923 την υπόθεση που σέρνεται χρόνια.
Στην πραγματικότητα η αρχή του τέλους στον Πόντο ξεκινάει τον Δεκέμβριο του 1920. Με την ολοκληρωτική ήττα των Αρμενίων στο τέλος του 1920, οι κεμαλιστές έρχονται σε απ’ ευθείας επικοινωνία με τους μπολσεβίκους. Η βοήθεια που ρέει από τους Σοβιετικούς προς τους κεμαλιστές και από την άλλη πλευρά οι συμφωνίες που υπογράφονται μεταξύ Σοβιετικών - Αγγλων, Σοβιετικών - Τούρκων και της Αγγλίας με τον Μπεκίρ Σαμί στις 16 Μαρτίου 1921, καθορίζουν τη μοίρα του ποντιακού κινήματος.
 Μετά την ημερομηνία αυτή οι Αγγλοι κηρύσσουν την ουδετερότητά τους. Με πρώτο το ελληνικό κράτος, όλοι εγκαταλείπουν τους Ελληνες του Πόντου στην τύχη τους. Η Αγγλία υποστηρίζει την Τουρκία ως ενδιάμεσο κράτος με τη Σοβιετική Ενωση.
 Η «real politik» της εποχής -ας πούμε και η ύφεση (detente)-είναι η αιτία που καθορίζει το τέλος του ποντιακού κινήματος. Τα τελευταία ανταρτικά σώματα που μένουν μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης διαφεύγουν από τα παράλια του Πόντου στην Ελλάδα με πλοία ή στη Ρωσία..

Υπήρξε «Απελευθερωτικός Πόλεμος»;

Ο χαρακτηρισμός της ίδρυσης της Ρεπουμπλικανικής Τουρκίας, κατά τη διατύπωση του Μουσταφά Κεμάλ, ότι έγινε με έναν «Απελευθερωτικό Πόλεμο» κατά των «επτά ισχυρών κρατών της Δύσης», είναι μια ψευδαίσθηση. 
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια από τις δύο ομάδες των ιμπεριαλιστικών κρατών και επειδή ήταν η πλευρά που έχασε τον Πόλεμο, διαμελίστηκε.
Ο ηγέτης του Εθνικού Αγώνα/εθνικισμού δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον ιμπεριαλισμό. Δεν υπάρχει κάποια διαφορά της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, αλλά μεταξύ αυτών υπάρχει κάποια παραλληλία στην αιτία: η διαφύλαξη της τάξης και ασφάλειας. Και οι δύο για τον ίδιο σκοπό με την άδεια των Αγγλων αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη και τη Σαμψούντα, αντίστοιχα. Ενώ οι δείκτες του χρόνου λειτουργούσαν σε όφελος του Μ. Κεμάλ, οι Αγγλοι επέλεξαν την προτίμησή τους υπέρ του. 
Οι άλλες νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Γαλλία και η Ιταλία, λόγω των εσωτερικών τους προστριβών είχαν επιλέξει πολύ νωρίς την υποστήριξη των κεμαλιστών, ενώ η Σοβιετική Ενωση, για να πετύχει να μην έχει κοινά σύνορα με τους ιμπεριαλιστές και για να αποφύγει το τελευταίο εδαφικό τμήμα να φύγει από τον έλεγχο της Αγγλίας, να διευκρινίσουμε ότι υποστήριξαν τους κεμαλιστές. 
Ομως οι Σοβιετικοί έπεσαν έξω στους σχεδιασμούς τους...


Ali Sait Cetinoglou

Τούρκος ακαδημαϊκός. Στα ενδιαφέροντα του περιλαμβάνονται οι Νεότουρκοι, ο Κεμαλισμός, το Ποντιακό Ζήτημα κ.ά. 
Εχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα, με βάση την έρευνα στα Εθνικά Αρχεία της Τουρκίας.
 Το βιβλίο του Varhk Vergisi (1942-1944) / Konomik ve Kultiirel Jenosid [Φόρος Περιουσίας (1942-1944) / Οικονομική και πολιτιστική γενοκτονία] εκδόθηκε το 2009 στην Κωνσταντινούπολη. Συνέγραψε τη μελέτη Pontos Somnu  (Το Ποντιακό Ζήτημα). 
Στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο Τρεις Γενοκτονίες, Μία Στρατηγική, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2010, παρουσίασε την εισήγηση «Η ιδέα του ανεξάρτητου Πόντου και η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah