Τα ποντιακά ανταρτικά σώματα αναπτύχθηκαν κυρίως στο δυτικό Πόντο και μάλιστα την Πάφρα, τη Σαμψούντα και την περιοχή της Τοκάτης.
Στον ανατολικό Πόντο δρούσαν τα ανταρτικά σώματα των Σανταίων, που αρχηγό τους είχαν τον ξακουστό Ευκλείδη. Βέβαια, όλες αυτές οι ανταρτικές μονάδες δρούσαν στην αρχή μεμονωμένα, έχοντας επικεφαλής τους έναν αρχηγό η καθεμιά, ενώ δεν είχαν συντονισμό και γενικό επιτελείο, καθώς και γενικότερους σχεδιασμούς.
Η δράση τους ήταν πανομοιότυπη, αφού είχαν ως σκοπό τους να στρέφονται εναντίον των τσετέδων, των τζανταρμάδων και των στρατιωτών του κεμαλικού στρατού, προστατεύοντας έτσι τους χριστιανούς της περιοχής από τις κάθε είδους αυθαιρεσίες των Τούρκων.
Ευθύς αμέσως με την αποχώρηση το έτος 1917-18 των ρωσικών στρατευμάτων από το Νομό Τραπεζούντας διάφορα τουρκικά κακοποιά στοιχεία, που αφυπνίσθηκαν σχημάτισαν πολλές ληστανταρτικές ομάδες τσετέδων από τα τουρκικά χωριά της Γέμουρας με επικεφαλής τον αρχιληστή Σουλεϊμάν Κάλφα από το χωριό Τσουκανόη και τους Χαβούζ και Χεμτή εφέντη και λεηλατούσαν τα ελληνικά χωριά.
Βέβαια, το χρονικό διάστημα 1915-1918-1922 ιδρύθηκαν και συγκροτήθηκαν ανταρτικά σώματα στις περιοχές της Σαμψούντας, του Τσαρσαμπά και του Κοτζά Νταγ, στην περιφέρεια Αδριάντων, στην περιοχή του χωριού Αλάν Κιοϊ, στην περιοχή του χωριού Τεβ-Κιρίς, στην περιοχή του Αγιούπ-τεπέ, στην περιοχή Κάβζας, Μερζιφούντας, στην περιοχή Πάφρας, στο Νεπιέν, στο Καπού - Καγιά, ενώ μεμονωμένα συγκροτήματα δρούσαν στην περιφέρεια Ερπαά, στην περιοχή της Σάντας, στην περιφέρεια Επεσίου, στα χωριά Τσακέρι, Κερίζ, Τσερεπασί, Ατσάρα, Μελπόχου, Λιμαντέρε, Τισμεσε, Χινιβέρε, Εκτάρ-Ογλου, Τσοχτσέ Πο-χλούχ.
Τέλος, ανταρτικές ομάδες που η καθεμιά της είχε δύναμη δέκα περίπου ανταρτών υπήρχαν στα χωριά Κιρέζ, Τσιλέρ, Τοράχ και Πασποταμ.
Ιδίως από το 1915, τα βουνά της Αμισού και των άλλων περιοχών γεμίζουν με ανταρτικά σώματα. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης όπως και αλλού λέχθηκε, που διετέλεσε και Μητροπολίτης Αμισού στον Πόντο, τους ανεβάζει στις 20.000 υππερβολικό ίσως αριθμό, κι αυτό γιατί λείπουν οι ακριβείς στατιστικές και τα αποδεικτικά έγγραφα. Οπωσδήποτε, όμως, άλλες πηγές αναφέρονται στους 12-15.000, που ζούσαν για πολλά χρόνια στους ορεινούς όγκους του Πόντου μαζί με τις οικογένειές τους.
Βέβαια, στον αριθμό αυτό των ενόπλων, πρέπει να προστεθούν και άλλοι 15-20.000 ένοπλοι που όμως ζούσαν ειρηνικά στα χωριά τους, έτοιμοι να πάρουν μέρος στην εξέγερση όταν αυτό θα ήταν αναγκαίο. Αλλά και ο Μουσταφά Κεμάλ αναφέρεται στα ανταρτικά σώματα του Πόντου και ανεβάζει τον αριθμό τους στους 30.000 μαχητές. Οπωσδήποτε όμως στα χρόνια 1915 έως και το 1922 οι Έλληνες του Πόντου μπορούσαν πραγματικά άνετα να αντιπαρατάξουν μόνο μέσα σε ένα εξάμηνο πάνω από 50.000 ένοπλες δυνάμεις.
Από όσα είναι γνωστά, πολλές φορές οι αντάρτες συγκρούστηκαν με τακτικές μονάδες του τουρκικού στρατού σε τακτικό πεδίο και μάλιστα με επιτυχία, σε πολύωρες και πολυήμερες φαρμακερές και πολύνεκρες μάχες. Κράτησαν την αντίσταση μέχρι την ανταλλαγή και έσωσαν από βέβαια σφαγή χιλιάδες γυναικόπαιδα και αμάχους. Ματαίωσαν τα σχέδια του τυράννου για την εξόντωση και των ελληνικών πληθυσμών, όπως έγινε αυτό με τους Αρμενίους.
Εύκολα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα:
Τί έγιναν οι ηγέτες ενός τόσο μεγάλου στρατιωτικού σώματος;
Ποια ήταν η διάρθρωση και η συγκρότηση των στρατιωτικών μονάδων;
Και πέρα από αυτό, πού είναι οι ηγέτες αυτού του δοκιμασμένου λαού; Από ότι βλέπουμε οι προύχοντες, οι ιερείς, οι δάσκαλοι και γενικά οι διανοούμενοι, αλλά και ο ανώτατος κλήρος εκτός από εξαιρέσεις, υπήρξαν τα πρώτα θύματα εκ μέρους του κατακτητή.
Τόσο με τους νεότουρκους του Ιττιχάτ βε Τερρακί όσο και με τους κεμαλικούς, ο δάσκαλος, ο έμπορος, ο οικονομικός άρχοντας και ο παπάς ήσαν η εύκολη λεία για το δυνάστη. Απαγχονίστηκαν και σφάγηκαν σε κάθε περίπτωση χωρίς να προσκυνήσουν.
Έτσι τα ανταρτικά σώματα στερήθηκαν τη βοήθεια και συμπαράσταση των μορφωμένων ανθρώπων του ποντιακού ελληνισμού.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανέλπιστα οδυνηρή. Ισοπεδώθηκαν κάτω από τον οδοστρωτήρα της προσφυγιάς. Οι ήρωες αυτοί καταπνίγηκαν από την αδιαφορία της ιστορίας και της πολιτικής σκοπιμότητας. Θυσιάστηκαν στο όνομα της δήθεν “ελληνοτουρκικής φιλίας” και της λήθης του παρελθόντος, της θεωρίας αυτής των Βενιζέλου - Κεμάλ Ατατούρκ, που στο τέλος ωφέλησε μόνο τον τουρκικό σοβινισμό και όχι την Ελλάδα.
Στις μονάδες αυτές που αναφέρονται πιο πάνω, βρήκαν άσυλο και καταφύγιο όλοι οι Έλληνες που δε θέλησαν να πολεμήσουν μαζί με τους Τούρκους εναντίον του ελληνισμού , καθώς και οι λεγόμενοι "φυγόστρατοι" , οι γατσάχ (λιποτάκτης,φυγάς), δηλαδή εκείνοι αρνήθηκαν την υποταγή στον τύραννο.
Οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας ήταν φυσικό να είναι μεταξύ αυτών των κατηγοριών. Και φυσικά μέσα από τις αφηγήσεις τους γνωρίσαμε και εμείς όσα τραγικά διαδραματίστηκαν στον Πόντο και μάλιστα από πρώτο χέρι. Δε χρειάστηκε να πληροφορηθούμε τα διατρέξαντα από τα αρχεία των ξένων πρεσβειών και των ξένων αποστολών.
Αχιλλέα Στ. Ανθεμίδη
Διδάκτορα Νομικής Πανεπιστημίου Gottingen
Στον ανατολικό Πόντο δρούσαν τα ανταρτικά σώματα των Σανταίων, που αρχηγό τους είχαν τον ξακουστό Ευκλείδη. Βέβαια, όλες αυτές οι ανταρτικές μονάδες δρούσαν στην αρχή μεμονωμένα, έχοντας επικεφαλής τους έναν αρχηγό η καθεμιά, ενώ δεν είχαν συντονισμό και γενικό επιτελείο, καθώς και γενικότερους σχεδιασμούς.
Η δράση τους ήταν πανομοιότυπη, αφού είχαν ως σκοπό τους να στρέφονται εναντίον των τσετέδων, των τζανταρμάδων και των στρατιωτών του κεμαλικού στρατού, προστατεύοντας έτσι τους χριστιανούς της περιοχής από τις κάθε είδους αυθαιρεσίες των Τούρκων.
Ευθύς αμέσως με την αποχώρηση το έτος 1917-18 των ρωσικών στρατευμάτων από το Νομό Τραπεζούντας διάφορα τουρκικά κακοποιά στοιχεία, που αφυπνίσθηκαν σχημάτισαν πολλές ληστανταρτικές ομάδες τσετέδων από τα τουρκικά χωριά της Γέμουρας με επικεφαλής τον αρχιληστή Σουλεϊμάν Κάλφα από το χωριό Τσουκανόη και τους Χαβούζ και Χεμτή εφέντη και λεηλατούσαν τα ελληνικά χωριά.
Βέβαια, το χρονικό διάστημα 1915-1918-1922 ιδρύθηκαν και συγκροτήθηκαν ανταρτικά σώματα στις περιοχές της Σαμψούντας, του Τσαρσαμπά και του Κοτζά Νταγ, στην περιφέρεια Αδριάντων, στην περιοχή του χωριού Αλάν Κιοϊ, στην περιοχή του χωριού Τεβ-Κιρίς, στην περιοχή του Αγιούπ-τεπέ, στην περιοχή Κάβζας, Μερζιφούντας, στην περιοχή Πάφρας, στο Νεπιέν, στο Καπού - Καγιά, ενώ μεμονωμένα συγκροτήματα δρούσαν στην περιφέρεια Ερπαά, στην περιοχή της Σάντας, στην περιφέρεια Επεσίου, στα χωριά Τσακέρι, Κερίζ, Τσερεπασί, Ατσάρα, Μελπόχου, Λιμαντέρε, Τισμεσε, Χινιβέρε, Εκτάρ-Ογλου, Τσοχτσέ Πο-χλούχ.
Τέλος, ανταρτικές ομάδες που η καθεμιά της είχε δύναμη δέκα περίπου ανταρτών υπήρχαν στα χωριά Κιρέζ, Τσιλέρ, Τοράχ και Πασποταμ.
Ιδίως από το 1915, τα βουνά της Αμισού και των άλλων περιοχών γεμίζουν με ανταρτικά σώματα. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης όπως και αλλού λέχθηκε, που διετέλεσε και Μητροπολίτης Αμισού στον Πόντο, τους ανεβάζει στις 20.000 υππερβολικό ίσως αριθμό, κι αυτό γιατί λείπουν οι ακριβείς στατιστικές και τα αποδεικτικά έγγραφα. Οπωσδήποτε, όμως, άλλες πηγές αναφέρονται στους 12-15.000, που ζούσαν για πολλά χρόνια στους ορεινούς όγκους του Πόντου μαζί με τις οικογένειές τους.
Βέβαια, στον αριθμό αυτό των ενόπλων, πρέπει να προστεθούν και άλλοι 15-20.000 ένοπλοι που όμως ζούσαν ειρηνικά στα χωριά τους, έτοιμοι να πάρουν μέρος στην εξέγερση όταν αυτό θα ήταν αναγκαίο. Αλλά και ο Μουσταφά Κεμάλ αναφέρεται στα ανταρτικά σώματα του Πόντου και ανεβάζει τον αριθμό τους στους 30.000 μαχητές. Οπωσδήποτε όμως στα χρόνια 1915 έως και το 1922 οι Έλληνες του Πόντου μπορούσαν πραγματικά άνετα να αντιπαρατάξουν μόνο μέσα σε ένα εξάμηνο πάνω από 50.000 ένοπλες δυνάμεις.
Από όσα είναι γνωστά, πολλές φορές οι αντάρτες συγκρούστηκαν με τακτικές μονάδες του τουρκικού στρατού σε τακτικό πεδίο και μάλιστα με επιτυχία, σε πολύωρες και πολυήμερες φαρμακερές και πολύνεκρες μάχες. Κράτησαν την αντίσταση μέχρι την ανταλλαγή και έσωσαν από βέβαια σφαγή χιλιάδες γυναικόπαιδα και αμάχους. Ματαίωσαν τα σχέδια του τυράννου για την εξόντωση και των ελληνικών πληθυσμών, όπως έγινε αυτό με τους Αρμενίους.
Εύκολα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα:
Τί έγιναν οι ηγέτες ενός τόσο μεγάλου στρατιωτικού σώματος;
Ποια ήταν η διάρθρωση και η συγκρότηση των στρατιωτικών μονάδων;
Και πέρα από αυτό, πού είναι οι ηγέτες αυτού του δοκιμασμένου λαού; Από ότι βλέπουμε οι προύχοντες, οι ιερείς, οι δάσκαλοι και γενικά οι διανοούμενοι, αλλά και ο ανώτατος κλήρος εκτός από εξαιρέσεις, υπήρξαν τα πρώτα θύματα εκ μέρους του κατακτητή.
Τόσο με τους νεότουρκους του Ιττιχάτ βε Τερρακί όσο και με τους κεμαλικούς, ο δάσκαλος, ο έμπορος, ο οικονομικός άρχοντας και ο παπάς ήσαν η εύκολη λεία για το δυνάστη. Απαγχονίστηκαν και σφάγηκαν σε κάθε περίπτωση χωρίς να προσκυνήσουν.
Έτσι τα ανταρτικά σώματα στερήθηκαν τη βοήθεια και συμπαράσταση των μορφωμένων ανθρώπων του ποντιακού ελληνισμού.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανέλπιστα οδυνηρή. Ισοπεδώθηκαν κάτω από τον οδοστρωτήρα της προσφυγιάς. Οι ήρωες αυτοί καταπνίγηκαν από την αδιαφορία της ιστορίας και της πολιτικής σκοπιμότητας. Θυσιάστηκαν στο όνομα της δήθεν “ελληνοτουρκικής φιλίας” και της λήθης του παρελθόντος, της θεωρίας αυτής των Βενιζέλου - Κεμάλ Ατατούρκ, που στο τέλος ωφέλησε μόνο τον τουρκικό σοβινισμό και όχι την Ελλάδα.
Στις μονάδες αυτές που αναφέρονται πιο πάνω, βρήκαν άσυλο και καταφύγιο όλοι οι Έλληνες που δε θέλησαν να πολεμήσουν μαζί με τους Τούρκους εναντίον του ελληνισμού , καθώς και οι λεγόμενοι "φυγόστρατοι" , οι γατσάχ (λιποτάκτης,φυγάς), δηλαδή εκείνοι αρνήθηκαν την υποταγή στον τύραννο.
Οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας ήταν φυσικό να είναι μεταξύ αυτών των κατηγοριών. Και φυσικά μέσα από τις αφηγήσεις τους γνωρίσαμε και εμείς όσα τραγικά διαδραματίστηκαν στον Πόντο και μάλιστα από πρώτο χέρι. Δε χρειάστηκε να πληροφορηθούμε τα διατρέξαντα από τα αρχεία των ξένων πρεσβειών και των ξένων αποστολών.
Αχιλλέα Στ. Ανθεμίδη
Διδάκτορα Νομικής Πανεπιστημίου Gottingen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου