ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ κ. ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΟΦΙΑΝΟΥ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΩΝ ΣΑΝΤΑΙΩΝ
Κυρίες
και κύριοι
Στη σημερινή ομιλία μου θα
ακούσετε λέξεις και φράσεις και στην ποντιακή διάλεκτο, έτσι όπως τις άκουσα
από την αείμνηστη μητέρα μου αλλά και από πολλές άλλες Σανταίες γυναίκες που
βίωσαν τις τελευταίες τραγικές στιγμές του ολοκαυτώματος και της καταστροφής
της Σάντας
Η Σάντα, ορεινή και δύσβατη
περιοχή, πιο πάνω από την Παναγία Σουμελά και τη Γαλίαινα, είναι γνωστή για την
ανδρεία των ανδρών της και τη γενναιότητα των γυναικών της. Ο Κωνστ. Παπαμιχαλόπουλος (1852 – 1923),
συγγραφέας και λόγιος από τη νότιο Ελλάδα, όταν το 1900 επισκέφθηκε τον Πόντο
και τη Σάντα, στο βιβλίο που έγραψε με τίτλο «Περιήγησις εις τον Πόντον» (στην
καθαρεύουσα) στη σελίδα 140 γράφει για τις Σανταίες γυναίκες:
Αι
Σανταίαι γυναίκες φημίζονται ως συνεταί, ανδρείαι και εργατικαί. Κατά την απουσίαν των ανδρών, αυταί
φροντίζουσι περί πάντων. Φορούσαν δε
αυταί, εν ώρα ανάγκης τα όπλα των ανδρών προς φύλαξιν της τιμής αυτών και προς
υπεράσπισιν και άμυναν της οικογενειακής περιουσίας. Αι Σανταίαι γυναίκες έχουσι απάσας τας αρετάς
των καλών συζύγων.
Για αυτές τις γενναίες γυναίκες
θα σας μιλήσω σήμερα, οι οποίες το Σεπτέμβριο του 1921 έκλεισαν τον κύκλο της
ιστορικής παρουσίας τους στον Πόντο με το ολοκαύτωμα της Σάντας και τη θυσία των επτά (7) βρεφών, όταν ξαφνικά
εισέβαλε στη Σάντα ο τακτικός τουρκικός στρατός και την κατέστρεψε ολοσχερώς.
Οι πρώτες κραυγές φόβου που
ακούσθηκαν εκείνο το εφιαλτικό πρωινό από τους 5000 και πλέον κατοίκους και των
επτά ενοριών (οικισμών) της ήταν: «Οι Τούρκ’, οι Τούρκ’ εσέβαν ση Σαντάν! Θα
σπάζνε μας!»
Η κεραυνοβόλα εισβολή, η βίαιη
και βάρβαρη εκκένωση αμέσως όλων των κατοίκων από τα σπίτια του – με την απειλή
των όπλων και της ξιφολόγχης – οι λεηλασίες των περιουσιών τους και οι
πυρπολήσεις αμέσως μετά όλων των οικισμών που ακολούθησαν, έδειξαν από την
πρώτη στιγμή τις γενοκτονικές προθέσεις και διαθέσεις των επίφοβων εισβολέων.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες με
τα βρέφη στην αγκαλιά και τα μικρότερα παιδιά μπερδεμένα στα πόδια τους, οι
ηλικιωμένοι και όλοι γενικά υπάκουαν στα άγρια κελεύσματά τους.
Μόνο 300 – 350 γυναικόπαιδα –
τα περισσότερα από τα Φτελένια και λίγα μόνο από την ενορία Ισχανάντων –
πρόλαβαν και διέφυγαν την τελευταία στιγμή μαζί με ένοπλους Σανταίους σε
παρακείμενο δάσος, στη θέση Μάαρα (στην θέση Σπηλιά) και διασώθηκαν. Όλα τα άλλα πιάσθηκαν, κακοποιήθηκαν και όλα
σύρθηκαν βίαια στον οικισμό Πιστοφάντων πρώτα και αμέσως μετά στην εξορία και
στον αφανισμό!
Με τους καπνούς των καιόμενων
οικισμών της Σάντας να ανεβαίνουν ψηλά στους ουρανούς του Πόντου, και με τα
γυναικόπαιδα να οδηγούνται εκτός των ορίων της περιοχής της, σε περιοχές του
Κουρδιστάν (στο Ερζερούμ και στο Χουνούζ), σε περιοχές μακρινές, δύσβατες και
άφιλες, η καρδιά της Σάντας εκείνο το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου
έπαψε να κτυπά! Η ηρωική Σάντα δεν
άντεξε τη γενοκτονική λαίλαπα των Νεότουρκων και του Μουσταφά Κεμάλ, όπως δεν
την άντεξε άλλωστε και ολόκληρος ο ελληνισμός της καθ’ ημάς Ανατολής! Ποιός μπορεί να αντέξει μια ξαφνική και καλά
προσχεδιασμένη γενοκτονική λαίλαπα από Γερμανούς επιτελικούς και Τούρκους
αξιωματικούς; Ποιός;
Η 23χρονη μητέρα μου δεν
πρόλαβε να διαφύγει τα χαράματα εκείνης της ημέρας. Κρατώντας την 3χρονη κόρη της στην αγκαλιά,
την έσυραν βίαια στην κεντρική πλατεία όπου, μέσα σ’ ένα κλίμα έντονου φόβου,
αγωνίας και αναστάτωσης, συγκέντρωσαν όλα τα γυναικόπαιδα της ενορίας.
Τους ηλικιωμένους άντρες τους
έκλεισαν αμέσως μέσα στον ιερό ναό της Αγίας Κυριακής, για να αποφύγουν και να
προλάβουν τις βέβαιες αντιδράσεις τους, και τις γυναίκες και τα παιδιά,
δέρνοντας και απειλώντας τα, τα περιμάντρωσαν στο Δημοτικό Σχολείο της ενορίας
Πιστοφάντων. Ο αύλειος χώρος του
Σχολείου και οι γύρω από αυτό γειτονιές και όλος ο οικισμός, δέχθηκαν όλα τα
γυναικόπαιδα όλων των οικισμών της Σάντας τις επόμενες δύο ημέρες. Οι διανυκτερεύσεις στον αυστηρά φυλασσόμενο
και διαρκώς επιτηρούμενο χώρο της συγκέντρωσης ήταν εφιαλτικότατες. Οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις των οβίδων
που συνεχώς ακούγονταν από παντού δημιούργησαν αμέσως σε όλους βεβαιότητα
επικείμενης σφαγής.
Ο φόβος και η υπόνοια για
ομαδική σφαγή, για ομαδική εκτέλεση, δεν τα άφησαν να κλείσουν μάτι. Το ενδεχόμενο να τα σφάξουν, όπως έσφαξαν
πριν από λίγα μόλις χρόνια τα γυναικόπαιδα των Αρμενίων στον Πόντο, ήταν ορατό,
σχεδόν βέβαιο. Κλάματα και εναγώνιες
φωνές ανασφάλειας και ανησυχίας, άρχισαν να ακούγονται από τις πιο δειλές και
ένα κλίμα ανεξέλεγκτης αναταραχής, ήταν έτοιμο να εκραγεί και να απλωθεί
παντού.
Τότε ξεπετάχθηκε θαρρετά στη
μέση και στάθηκε όρθια ανάμεσά τους, μία τολμηρή και γενναία γυναίκα, η Σιονάρα
από την ενορία Ισχανάντων, συνεπικουρούμενη μάλιστα και από πολλές άλλες
γενναίες Σανταίες γυναίκες. «Ντο εν και κλαίτεν, ‘κι εντρέπουστουν!»
Τι είναι και κλαίτε, δεν ντρέπεστε! τις είπε φωναχτά για να τις καθησυχάσει.
«Θα σπάζνε ΄μας Κερέκη, θα σπάζνε ΄μας! Θα σύρνε απάν-ι-μουν!» Θα μας σφάξουν Κυριακή, θα μας σφάξουν. Θα ρίξουν επάνω μας, είπαν οι πιο δειλές.
«Ας σπάζνε και ας σκοτώνε μας.
Ντο εν και κλαίτεν άμον παλαλοί.
Τσουρώστεν τα λαλία σ’ έσουν».
Ας μας σφάξουν και ας μας σκοτώσουν.
Γιατί κλαίτε σαν τρελές.
Σταματήστε τις φωνές σας, τις είπε αυστηρά και μονομιάς όλες σταμάτησαν.
Η Σιονάρα ήταν μοδίστρα, 58
ετών τότε, ελαφρά χωλή από το ένα πόδι και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και
αποδοχής στη Σάντα. Ήταν γενναιόψυχη και
άφοβη. Όλες και όλοι την εκτιμούσαν και
την αγαπούσαν. Κάθε φορά και όσες φορές
η αείμνηστη μητέρα μου – όπως και πολλές άλλες Σανταίες – μου εξιστορούσε τα
δεινά που βίωσε στο χώρο συγκέντρωσης στο Πιστοφάντων, καθώς και στο δρόμο της
εξορίας προς το Ερζερούμ του Κουρδιστάν, μου έλεγε: «Να
αγιάζ’ η ψη της Σιονάρας. Εκείνε αν ‘κι
έτονε όλ’ θα εχάμες σα στράτας τη εξορίας. Εκείνε εδέκεν ΄μας θάρρος,
εδαρμένεψεν και εκράτησέ ΄μας ση ζωήν.
Να αγιάζ’ η ψη ατς.»
Η Σιονάρα (Κυριακή Χιονίδου
ήταν το ονοματεπώνυμό της) δεν ήρθε στην Ελλάδα, πέθανε στο Ερζερούμ τον πρώτο
χειμώνα της εξορίας, στο στρατόπεδο Γκιόλ-μπασή, σε ένα ανθυγιεινό, άφιλο και
άξενο στρατόπεδο συγκέντρωσης, που του έλειπαν μόνο οι θάλαμοι αερίων της
Ναζιστικής Γερμανίας για να συμπληρώσουν την εικόνα της φρίκης, την εικόνα της
σκόπιμης και μεθοδικής εξόντωσης των γυναικόπαιδων της Σάντας.
Κυρίες
και κύριοι
Σε όλο αυτό το τραγικά δύσκολο
χρονικό διάστημα των τριών ημερών, που ο τουρκικός στρατός βίαια συγκέντρωνε τα
γυναικόπαιδα στο Πιστοφάντων, οι ηρωικοί ένοπλοι Σανταίοι έδιναν άνιση και πολύ
σκληρή μάχη στη θέση Μάαρα (στη θέση Σπηλιά), όπως σας ανέφερα, για να
προστατέψουν τα 350 γυναικόπαιδα. Και θα αναφέρω για πρώτη φορά, σ’ αυτόν εδώ
τον Ιερό Χώρο του Μνημείου μας, ένα τραγικό, πολύ σκληρό αλλά ταυτόχρονα και
ηρωικό γεγονός που συνέβει τότε στη Σπηλιά.
Παρακαλώ την προσοχή σας, γιατί το ηρωικό αυτό γεγονός έχει θυσιαστικές
διαστάσεις αρχαίου δράματος, και σ’ αυτό θα επικεντρώσω το θέμα της ομιλίας
μου!
Η Σπηλιά βρισκόταν λίγες μόνο
εκατοντάδες μέτρα βόρεια από τον οικισμό Ισχανάντων, μέσα σε πυκνότατο και
δύσβατο δάσος. Τα περισσότερα
γυναικόπαιδα, που πρόλαβαν και κατέφυγαν στη Σπηλιά, ήταν νέες μητέρες με μικρά
παιδιά (μωρομάνες) και πολλές από αυτές είχαν και ένα βρέφος στην αγκαλιά.
Ο καπετάν Ευκλείδης Κουρτίδης,
ο γενναίος οπλαρχηγός της Σάντας και τα παλικάρια του, πρόλαβαν ευτυχώς την
τελευταία στιγμή, με πολύ σκληρές συγκρούσεις, με ενέδρες και παραπλανητικά
πυρά, να τα περιμαζέψουν και να τα προστατέψουν.
Τρεις ημέρες και τρεις νύκτες
κράτησε το εφιαλτικό ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ της Σάντας, τρεις! Την τρίτη και τελευταία ημέρα από την
εισβολή, ο κλοιός του θανάτου, με τη φωτιά και το συνεχές σφυροκόπημα του
τακτικού τουρκικού στρατού, περιέσφιξε και κατέστρεψε τελειωτικά τη Σάντα. Δεν άφησε τίποτε όρθιο. Όλα τα χωριά της και τα επτά (7)
πυρπολήθηκαν, λαμπάδιασαν, και επτά (7) πύρινες γλώσσες – όσες και οι ενορίες
της – λόγχιζαν τον ουρανό και κατάκαιγαν τη σάρκα της. Εικόνα φρίκης και καταστροφής παντού. Τα 350 γυναικόπαιδά της, κρυμμένα μέσα στη
Σπηλιά, άκουγαν τον επιθανάτιο ρόγχο της και ένιωθαν, όλο και περισσότερο, το
σιδερένιο χέρι του θανάτου γύρω από το λαιμό τους.
Την προτελευταία ημέρα, με τη
δύση του ηλίου, οι Τούρκοι στρατιώτες έφθασαν ακριβώς απέναντι από την αθέατη
Σπηλιά, της οποίας την ύπαρξη ευτυχώς δεν γνώριζαν. Ο τόπος ήταν δύσβατος και ακατάλληλος για
μαζική μετωπική επίθεση και για το λόγο αυτό, οι Τούρκοι στρατιώτες
προσπαθούσαν να προχωρήσουν στα τυφλά!
Οι Σανταίοι αντάρτες, που
γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή και μαζί τους πολλές ένοπλες Σανταίες γυναίκες,
όπως η Καλλιόπη Σπαθάρα – η αείμνηστη Σπαθαρίνα όπως την έλεγαν – ανταπέδιδαν
στα πυρά των Τούρκων και τους συγκρατούσαν με γενναιότητα και
αποφασιστικότητα. Έδιναν με ηρωισμό και
αυτοθυσία τον αγώνα τους υπέρ πάντων. Οι
στιγμές ήταν ιδιαίτερα κρίσιμες και επικίνδυνες για όλους. Περιθώρια διάσωσης δεν υπήρχαν! Τι έπρεπε λοιπόν να κάνουν;
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές,
κυρίες και κύριοι, του υπέρτατου χρέους και καθήκοντος, όταν βλέπεις να
καίγεται δίπλα το σπίτι σου, να λαμπαδιάζει ο γενέθλιος τόπος σου και να
κινδυνεύουν οι γυναίκες και τα παιδιά από το μαχαίρι του Τούρκου, όταν βλέπεις
την επερχόμενη συμφορά, τη σφαγή και τον βέβαιο θάνατο, τότε…τότε το ηρωικό
στοιχείο της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης κυριεύει τον κάθε αληθινό άντρα
και τον μετατρέπει σε ήρωα, σε ημίθεο!
Και οι Σανταίοι αντάρτες, εκείνη την κρισιμότατη στιγμή του υπέρτατου
χρέους και καθήκοντος, με ηρωισμό και αυτοθυσία, έσωσαν τα γυναικόπαιδα.
Με την έλευση της νύκτας, αλλά
και της βροχής που στο μεταξύ άρχισε, οι Τούρκοι ανέκοψαν τις επιθετικές τους
κινήσεις και ενέργειες. Πυκνό σκοτάδι
και νεκρική σιγή απλώθηκε μονομιάς παντού.
Το μέρος δεν προσφερόταν για νυκτερινές επιθέσεις. Ο τουρκικός στρατός υποχρεώθηκε – λόγω βροχής
– να κατασκηνώσει εκεί όπου τον βρήκε η νύκτα και την επομένη, με το φως της
ημέρας, θα συνέχιζε την καταδίωξη και τη βέβαιη εξολόθρευση των Σανταίων.
Η απόλυτη όμως ησυχία της
νύκτας, που σε λίγο απλώθηκε σε όλο το δάσος ήταν ό, τι χειρότερο, ό, τι πιο
επικίνδυνο για τους εγκλωβισμένους και κρυμμένους μέσα στη Σπηλιά
Σανταίους. Ο παραμικρός θόρυβος θα
μπορούσε να επισημάνει την παρουσία τους και να δώσει το στίγμα του καταυλισμού
των γυναικόπαιδων, που δεν απείχαν παρά ελάχιστα μόνο μέτρα από τους Τούρκους. Οι ένοπλοι Σανταίοι, σ’ αυτή τη δύσκολη
στιγμή, έστησαν σκοπιές και ενέδρες σε κατάλληλα σημεία και περάσματα και
έδωσαν αυστηρές, αυστηρότατες οδηγίες και διαταγές στις γυναίκες και στα παιδιά
να κρατήσουν απόλυτη ησυχία, ησυχία νεκροταφείου. Κανείς δεν έπρεπε να μιλά, ούτε να θορυβεί,
κανείς!
Τι έπρεπε όμως να κάνουν εκείνη
τη δύσκολη και τραγική στιγμή οι γυναίκες μάνες (οι μωρομάνες) με 3,4 ή και
περισσότερα μικρά παιδιά και κάποιες μάλιστα μάνες και με ένα βρέφος στην
αγκαλιά που δεν καταλάβαινε; Που δεν καταλάβαινε
την κρισιμότητα και τραγικότητα εκείνης της δύσκολης στιγμής; Τι έπρεπε να κάνουν αυτές οι γυναίκες; Το κλάμα των βρεφών τους θα μπορούσε να
προδώσει την παρουσία τους μέσα στη Σπηλιά και να δώσει τη δυνατότητα στους
Τούρκους να κατασφάξουν όλα τα γυναικόπαιδα και να τα αποτελειώσουν.
Ανάμεσά τους υπήρχαν επτά (7) βρέφη και το
ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο ήταν περισσότερο από βέβαιο. Οι γυναίκες με τα επτά (7) βρέφη, από μόνες
τους έπρεπε αμέσως να αποφασίσουν, και πάραυτα να ενεργήσουν σωτήρια εκείνη τη
δύσκολη και κρίσιμη στιγμή. Δύο λύσεις
υπήρχαν! Ή να πάρουν όλα τα παιδιά τους
και το βρέφος που είχαν στην αγκαλιά τους και να φύγουν μόνες τους, μέσα στο
μαύρο σκοτάδι της νύκτας, χωρίς καμία απολύτως ελπίδα σωτηρίας ή να
μείνουν. Να μείνουν, αλλά το κλάμα των
βρεφών τους, ο εντοπισμός και η σίγουρη σφαγή όλων, ήταν περισσότερο από
βέβαιη. Τι έπρεπε να κάνουν; Τι;
Εκείνη λοιπόν την κρίσιμη
στιγμή, την τραγικότατη στιγμή, πήραν την πιο μακάβρια και την πιο σκληρή,
σκληρότατη απόφαση για μία γυναίκα μάνα!
Σε σύντομο Γυναικείο Συμβούλιο Σωτηρίας μέσα στη Σπηλιά, οι μωρομάνες,
οι Σανταίες γυναίκες με τα βρέφη στην αγκαλιά – με σφιγμένα από πόνο χείλη και
βουβό θρήνο αρχαίας τραγωδίας – αποφάσισαν και παρ(έδωσαν) τα επτά (7) βρέφη
στους Σανταίους αντάρτες να τα θυσιάσουν, να τα σκοτώσουν!! Να τα θυσιάσουν για τη σωτηρία όλων. Ήταν μια απόφαση οδυνηρή, μια πράξη σκληρή
αλλά σωτήρια, που την πήραν για να σώσουν από τη βέβαιη σφαγή τα άλλα τους
παιδιά, τα μεγαλύτερα, και μαζί με αυτά όλα τα περικυκλωμένα γυναικόπαιδα. Οι φήμες λένε πως κάποιες μάνες εκείνο το
βράδυ έπνιξαν με την παλάμη τους, χωρίς να το καταλάβουν, χωρίς να το θελήσουν,
δύο βρέφη στην προσπάθειά τους να μην ακουσθεί το κλάμα τους.
Η θυσία των επτά (7) βρεφών,
κυρίες και κύριοι, εκείνο το βράδυ έσωσε όλα τα γυναικόπαιδα, όλα! Μετά τα μεσάνυκτα, έδωσε τη δυνατότητα στον
καπετάν Ευκλείδη και τα παλικάρια του, με απόλυτη ησυχία και με κάθε προφύλαξη,
βοηθούμενοι δε και από την ασταμάτητη βροχή και την πυκνή ομίχλη, να φυγαδεύσουν
με ασφάλεια όλα τα γυναικόπαιδα.
Το πρωί της επόμενης ημέρας, με
το ξημέρωμα, 11 Σεπτεμβρίου 1921, όταν οι Τούρκοι στρατιώτες πλησίασαν τη
Σπηλιά και αντίκρισαν τα νεκρά σώματα των επτά (7) βρεφών, ανέφεραν αμέσως το
γεγονός στο Μέραρχό τους. Όταν σε λίγο
έφθασε ο μέραρχος Μιραλαή Σουπχή στον τόπο της θυσίας και είδε τα άψυχα βρέφη,
δίπλα σ’ έναν θάμνο, έδωσε αμέσως εντολή να σταματήσει η καταδίωξη των Σανταίων
με τούτα τα λόγια: «Σταματήστε την
καταδίωξη. Άνθρωποι που σκοτώνουν και
θυσιάζουν τα παιδιά τους, είναι αποφασισμένοι για όλα. Αφήστε τους».
Και τους άφησαν.
Κυρίες
και κύριοι
Όταν ένα μικρό ή μεγάλο σύνολο
καταδιωκομένων ανθρώπων αντιστέκεται στον αφανισμό του και δεν υπολογίζει
θυσίες – όπως τα 350 γυναικόπαιδα της Σάντας – και εθελούσια θυσιάζει και
θυσιάζεται για να μην ατιμασθεί και αφανισθεί από αλλόφυλους και αλλόθρησκους
διώκτες, τότε ναι, τότε δείχνει το δρόμο του υπέρτατου χρέους και καθήκοντος
απέναντι στην ιστορία του. Και αυτό
έπραξαν οι Σανταίοι και οι Σανταίες σε όλη τη μακραίωνη οθωμανοκρατία στον
Πόντο, από τον Αύγουστο του 1461 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 1921. Έδειξαν το δρόμο της θυσίας, το δρόμο της
προσφοράς απέναντι στην ιστορία τους, γιατί ούτε εξισλαμίσθηκαν, ούτε
εκτουρκίσθηκαν και ούτε αφανίσθηκαν! Με
σκληρούς και εν επί γνώσει αγώνες και θυσίες, μέσα σε χαλεπούς και δύστονους
καιρούς, κρατήθηκαν και Έλληνες και Χριστιανοί.
Η θυσία των επτά (7) βρεφών στη Μάαρα εκείνο το βράδυ της 10ης
Σεπτεμβρίου 1921 καταδεικνύει την αλήθεια αυτή.
Οι Σανταίοι – όπως και όλοι οι Έλληνες του Πόντου – αγωνίσθηκαν, πάλεψαν,
θυσίασαν και θυσιάσθηκαν και παρέμειναν Έλληνες, παρέμειναν Έλληνες Ρωμιοί στον
Πόντο.
Η Άλκηστη, η Ιφιγένεια (για θα
θυμηθούμε λίγο και την ελληνική ιστορία και μυθολογία), η Ανδρομάχη, η
Αντιγόνη, είναι γυναικείες μορφές του αρχαίου δράματος που συνδέονται με την
πράξη της θυσίας. Η αυτοθυσία και η
θυσία αγαπημένων προσώπων ήταν στο αρχαίο δράμα γένους θ η λ υ κ ο ύ, άλλοτε
για να υπηρετήσουν την Πατρίδα, την οικογένεια ή τη θρησκεία, και άλλοτε για να
υπερασπισθούν γραπτούς και άγραφους νόμους.
Και οι Σανταίες γυναίκες στη Σπηλιά, ως ιέρειες ενός σκληρού δράματος,
με πράξη θυσίας αγαπημένων προσώπων, κατέθεσαν το μερίδιό τους στο Βωμό των
Αγώνων του Έθνους μας. Ο χρόνος και η
ιστορία θα τις κρίνει.
Για τις γυναίκες της θρυλικής
Σάντας, τις οποίες τιμούμε σήμερα, ο αείμνηστος Κώστας Νυμφόπουλος, γιος του
ιστορικού της Σάντας Μιλτιάδη Νυμφόπουλου, έγραψε το παρακάτω ποίημα με τίτλο
«Η κόρη της θρυλικής Σάντας».
Του Πόντου είμαι Αμαζόνα
κόρη
της θρυλικής Σάντας
Στα
χνάρια εγώ περπάτησα του θρύλου
που με του χρόνου τα
φτερά πλανιέται
στων λαών τις αλάθευτες
τις μνήμες,
σαλπίζοντας τη δόξα των
προγόνων.
Μόνη ή δίπλα στέκοντας
στους σκληροτράχηλους
τους γιους της Σάντας
ενάντια ορθώθηκα στον
Τούρκο
με του πολέμου τ’ άρματα
ζωσμένη.
Κι άκουγα από ανέμους
μακρινούς
τις άλλες αδελφές μου
από το Σούλι
να παραδίνουνε στον
χρόνο την κραυγή τους,
που έγινε θρύλος και
τραγούδι
και σφράγισε με το αίμα
της καρδιάς τους
και με το φως της
όμορφης ψυχής τους,
της ιστορίας τους τις
αμόλυντες σελίδες.
Και τις παλιότερες λες
κι άκουγα αδερφές μου
του Ευρώτα τις
Σπαρτιάτισσες μητέρες.
Κι έσχιζε την ψυχή και
την καρδιά μου
το τραγικό στους γιους
τους «Ταν ή επί τας».
Ευχή πικρή της μάνας
προς τους γιους της,
λεύτερη τη Πατρίδα να
φυλάξουν
ή κάλλιο αλλιώς γι’
αυτήνε ν’ αποθάνουν.
Και οι βάρβαροι,
δειλιάζανε μπροστά μου
θωρώντας την οργή στο
πρόσωπό μου
και την απόφασή μου
κάλλιο ν’ αποθάνω
παρά της κτηνωδίας τους
να γίνω θύμα.
Εγώ είμαι του Πόντου η
Αμαζόνα
κόρη της ζηλευτής της
Σάντας
ο χρόνος θα με κρίνει κι
η ιστορία
αν τίμησα σωστά τους
θρύλους των προγόνων.
Αλλά
ποια Ιστορία; Αυτή που απουσιάζει από τα
σχολικά βιβλία και δε διδάσκεται ως προς το περιεχόμενο και την έκταση που της
πρέπει; Αυτή που σκόπιμα ή μη και προς δόξα
της ελληνοτουρκικής φιλίας αποσιωπάται;
Γιατί; και μέχρι πότε;
Όταν όμως κάποτε, σίγουρα, θα
διδαχθεί η ιστορία των Ελλήνων του Πόντου, τότε το ολοκαύτωμα της Σάντας θα
πάρει την ιστορική του θέση δίπλα από το Σούλι της Ηπείρου, από το Αρκάδι της Κρήτης,
από το Μεσολόγγι της Αιτωλοακαρνανίας και την Αραπίτσα της Μακεδονίας (Νάουσα).
Για το ολοκαύτωμα και τον
εκτοπισμό των κατοίκων της Σάντας, ένας άλλος λόγιος και ποιητής ο αείμνητος
Σίμος Λιανίδης, με το παρακάτω τετράστιχο εκφράζει τον τραγικό πόνο και
αβάσταγο καημό που βίωσαν οι ξεριζωμένοι Σανταίοι το Σεπτέμβριο του 1921.
Μαύρη κατάρα το ξερίζωμα
απ’ της Πατρίδας τις
φωλιές.
Της προσφυγιάς ο δρόμος
τραγικός
κι αβάσταγος ο θρήνος κι
ο καημός.
Και
η αείμνηστη μητέρα μου Ουρανία, με την ωραία αρχαιοπρεπή ποντιακή διάλεκτο και
με δάκρυα στα μάτια πάντοτε, έλεγε και επαναλάμβανε για το ολοκαύτωμα και τον
εκτοπισμό τους από τη Σάντα:
«Ναϊλί εμάς! Οι Τούρκ’ εσόεψαν,
έκαψαν και εξέγκανέ ΄μας α ση Σαντάν και εσύρανέ ΄μας σα εξορίας, ση χαμονήν
και σο θάνατον! Κανείς εμούν κ’ εκλώστεν
οπίσ’ σον τόπον όθεν εγεννέθαμε, κανείς!
Τη Χριστόν τα γιασύρα και τα περισαλούχα έσυράμε. Ανάθεμα το δάβολον τοι Τουρκαντίων. Το κόσμον όλον να σπάζνε και να κουρτούν
καμίαν ΄κι θα χορτάζνε. Ανάθεμα τον
δάβολόν ατούν, ανάθεμα…» και με αυτό το ανάθεμα στα χείλη της ξεψύχησε εδώ
στην Ελλάδα, στη Νέα Πατρίδα, όπως και όλες οι Σανταίες που επέζησαν από τη
γενοκτονική λαίλαπα των Τούρκων, εκείνο το Σεπτέμβριο του 1921! Λόγια γεμάτα από οργή, θλίψη και πόνο για το
γενέθλιο τόπο της.
Ας όψονται οι Ισχυροί της Γης
στο σύνολό τους, οι οποίοι τότε, στις αρχές του 20ου αιώνα αλλά και
τώρα, στις αρχές του 21ου εξακολουθούν να επιβουλεύονται τις τύχες
των ιστορικών λαών της περιοχής.
Η
εφετινή τελετουργία του Μνημοσύνου μας, που είναι αφιερωμένη στις γυναίκες της
Σάντας και στις επτά (7) αθώες ψυχές των βρεφών, είναι πρωτίστως πράξη
θρησκευτική, χριστιανική – έτσι όπως η ορθοδοξία ορίζει και επιτρέπει – αλλά
ταυτόχρονα είναι και πράξη ιστορικής αλήθειας, γιατί και η Ιστορία είναι μια
Ιέρεια που διακονεί τη μνήμη, τη γνώση, την α-λήθεια. Γιατί, «ό, τι δεν είναι μνήμη και συνέχεια,
είναι πηχτό σκοτάδι που μέσα του βυθίζεται εκείνος που θέλει να χαθεί και να
αλλοτριωθεί», και εμείς δεν θέλουμε ούτε να χαθούμε, ούτε να αλλοτριωθούμε!
Αξιότιμες Κυρίες και κύριοι,
Θα
κλείσω την ομιλία μου με το εγχάρακτο επίγραμμα που είναι στην προμετωπίδα του
Μνημείου του Ολοκαυτώματος της Σάντας, του πρώτου που στήθηκε από τους
Σανταίους εδώ στον Ιερό Χώρο της Παναγίας Σουμελά από τα μέσα της δεκαετίας του
1960 και του μόνου, ίσως σε όλη την Ελλάδα, που εύστοχα αναγράφει και αναφέρει
τη λέξη ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ στο επίγραμμά του και το οποίο με τρόπο απλό, λιτό και
κατανοητό, δίνει το μέγεθος της Μεγάλης Συμφοράς και της Μεγάλης Οδύνης των
εκπατρισμένων γονέων και παππούδων μας από το γενέθλιο τόπο τους, αλλά και τον
ευλαβικό στοχασμό που πρέπει να έχουμε όλοι ετούτη την ιερή στιγμή της
περισυλλογής και της αυτογνωσίας.
«Στάσου διαβάτη σιωπηλός και ευλαβικά
στοχάσου το ολοκαύτωμα της ηρωικής Επτάκωμης Σάντας το Σεπτέμβριο του 1921»
Ο
Ύψιστος ας αναπαύσει τις γενναίες και ηρωικές ψυχές τους, τις γενναίες και
μαρτυρικές ψυχές των γυναικών της Σάντας και των επτά (7) βρεφών που
θυσιάσθηκαν και με το αίμα τους σφράγισαν της ιστορίας μας τις αμόλυντες
σελίδες.
Παντελής Θ. Σοφιανός
Κυριακή, 1η
Σεπτεμβρίου 2013
----------------------
σ.σ. ευχαριστώ τον κ. Βασιλη Σακελλαριδη για την αποστολη του κειμενου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου