Ο Άλυς ποταμός είναι ο μακρύτερος της Μ. Ασίας με μήκος
περίπου 1182 χιλιομ. Βαθύς, ορμητικός, που συχνά στην ιστορία αποτελούσε τα
σύνορα των κρατών. Την αρχή του την έχει στις αλατούχες πηγές του Αντίταυρου,
ιδιαίτερα στο Κιοσέ-ντάγ, στο Β.Δ. κλάδο του Αντίταυρου, στην άλλοτε μικρά
Αρμενία.
Ως ένα σημείο ρέει προς τα δυτικά παράλληλα με τον Ευφράτη. Μετά από
μια μεγάλη προς τα νοτιοδυτικά στροφή γυρίζει βαθμιαία προς τα βόρεια διαμέσου
της Φρυγίας, της Γαλατίας και της Παφλαγονίας και χύνεται στον Εύεινο Πόντο, 35
χιλιόμετρα Β.Δ. της Αμισού στο ακρωτήρι της Πά-φρας.
Ο Άλυς ήταν και είναι για την Πάφρα ότι ο Νείλος για την Αίγυπτο. Γινόταν πρόξενος πολλών αγαθών με τη ναυσιπλοΐα και τα νερά του. Ήταν πηγή πλούτου για την αλιεία της Μυραίνης από την οποία παρασκευάζονταν το χαβιάρι.
Υπήρχαν στο ποτάμι και καραβίδες. Στις εκβολές του παράγονταν και παράγεται ακόμα και σήμερα από τους σημερινούς κατοίκους του καπνός εξαιρετικής ποιότητας.Ο Άλυς ποταμός ανέκαθεν ήταν πολύ σπουδαίος από άποψη χωρογραφικής και εθνολογικής διαίρεσης. Χώριζε τη Μ. Ασία στα δύο. Στο Ανατολικό και στο Δυτικό τμήμα. Το Ανατολικό έφτανε μέχρι το Αιγαίο και κατοικούνταν από λαούς ευρωπαϊκής καταγωγής, (Βιθυνούς, Παφλαγόνες, Φρύγες, Τρώες και τους πιο ονομαστούς απ’ όλους, Δωριείς, Ίωνες, Αιολείς.). Οι λαοί δυτικά του 'Αλυ ποταμού ονομάζονταν από τους αρχαίους με το γενικό όνομα Λευκόσυροι.
Στο τμήμα μεταξύ του Βεζύρκιοπρου και της Πάφρας σε απόσταση 60-80 χιλιομέτρων αρχίζουν και ηρεμούν τα νερά του ποταμού, πλατύνεται η κοίτη του και γίνεται βατός με τα πόδια κατά τους θερινούς μήνες.
Για το λόγο αυτό παρουσίαζε πλεονεκτήματα για τις μετακινήσεις των στρατιωτών από τη μια πλευρά στην άλλη και το προτιμούσαν διάφοροι στρατοί από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και την εποχή που ανακαλύφθηκε το μπαρούτι και τα βόλια με τουφέκι
Ήταν το Ποτάμι των Παφραίων και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ζωή τους και στην ιστορία τους. Δεν ήταν μόνο σύνορο μεταξύ των κρατών αλλά και φυσική οχυρωματική θέση. Οι Πέρσες που για πολλά χρόνια βασίλεψαν στα μέρη αυτά, για μεγαλύτερη ασφάλειά τους είχαν κάνει οχυρά στην ανατολική πλευρά του ποταμού κοντά στο χωριό ΚΑΠΟΥ ΚΑΓΙΑ (Πέτρινη Πόρτα). Επίσης οι ίδιοι είχαν οχυρώσει σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων την περιοχή Βεζύρκιοπρου-Κάβζας από το χωριό Ναρλίκ, που ήταν γνωστή αργότερα ως ΤΑΤΑΡ ΚΑΛΕΣΙ (Κάστρο των Τατάρων).
Στη δυτική πλευρά του ποταμού για τον ίδιο ακριβώς σκοπό είχαν γίνει οχυρά από τα αντίπαλα στρατεύματα. Ένα τέτοιο οχυρό κοντά στο χωριό Ασάρ και απέναντι από το Καπού Καγιά ήταν το οχυρό ΚΙΖ ΚΑΓΙΕΣΙ (το οχυρό της Κοπέλας).
Οι Πέρσες για να ενισχύσουν το επικίνδυνο αυτό μέρος του ποταμού για στρατιωτικές επιχειρήσεις, είχαν συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις στρατού από την Περσία και από άλλες περιοχές που είχαν καταλάβει. Πολλοί άποικοι με τις οικογένειές τους είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή, γιατί τα όρια του κράτους έφταναν μέχρι το ποτάμι. Οι Πέρσες στις περιοχές αυτές έμειναν περίπου τετρακόσια χρόνια.
Αργότερα ο γιός του Αλυάτη Κροίσος, που είχε γίνει γνωστός για τα μεγάλα πλούτη του στην αρχαιότητα, ήθελε να επεκτείνει τα όρια του Βασιλείου του και πέρα από τον Άλυ ποταμό προς τις περιοχές δηλαδή ολοκλήρου του Πόντου. Όπως είναι γνωστό από τη Μυθολογία, ο Κροίσος συμβουλεύτηκε το Μαντείο των Δελφών, για το αν θα επιτύχει ο σκοπός του ή όχι.
Το Μαντείο έδωσε τον εξής χρησμό: «Κροίσος "Αλυν διαβάς μεγάλην αρχήν καταλύσει». (Ο Κροίσος αφού περάσει τον Άλυ, μεγάλη επικράτεια θα κάνει δική του). Το πέρασμα του ποταμού δεν ήταν εύκολο, διότι είχε πολλά νερά. Τον συμβούλεψε ο φιλόσοφος και μηχανικός Θαλής να χωρίσουν το ποτάμι σε δύο μέρη, για να κατεβάσουν τη στάθμη των υδάτων.
Έτσι απέναντι από την Πάφρα στη δυτική όχθη, κοντά στον Εύξεινο Πόντο, άνοιξε μια μεγάλη τάφρο και χώρισε τα νερά του ποταμού σε δύο μέρη. Με τον τρόπο αυτόν ο ποταμός έγινε ρηχός και μπορούσαν να περάσουν τα στρατεύματα χωρίς καθυστέρηση και χωρίς μεγάλες απώλειες.
Η τάφρος αυτή σώζεται μέχρι σήμερα και εξακολουθεί να χωρίζει τα νερά του ποταμού σε δύο μέρη.
Η μάχη αυτή μεταξύ Κροίσου και βασιλέως των Περσών Κύρου έγινε το έτος 546 π.Χ. και κράτησε πέντε χρόνια.
Οι απώλειες υπήρξαν πολύ μεγάλες. Γιατί όσες φορές ο στρατός του Κροίσου έμπαινε στο ποτάμι για να περάσει στην άλλη πλευρά, ο στρατός των Περσών τους απέκρουε με το μεγαλύτερο για την εποχή εκείνη πολεμικό όπλο το ΤΣΙΤΙΧ. Το όπλο αυτό (το πετροβολητό) χρησιμοποιούνταν στις μάχες που γίνονταν κατά τη διέλευση των ποταμών και των στενών ατραπών μέσα από χαράδρες. Στην εκπαίδευση του στρατού για το όπλο αυτό χρησιμοποιούσαν πέτρες σε σχήμα αυγού και βάρους 250-300 γραμμαρίων περίπου.
Επειδή το πλάτος του ποταμού Άλυ ήταν 60 μέτρα περίπου, στην ίδια απόσταση των 60 μέτρων τοποθετούσαν πέτρινες πλάκες σε σχήμα κύκλου, οι οποίες απείχαν η μία από την άλλη ένα μέτρο. Από την απόσταση αυτή των 60 μέτρων κάθε εκπαιδευόμενος στρατιώτης τίναζε δυνατά και με ορμή την πέτρα που κρατούσε στην παλάμη του στις στημένες στρογγυλές πλάκες, που ήσαν η μια πίσω από την άλλη και προσπαθούσε να ρίξει όσο ήταν δυνατόν λιγότερες πέτρες απ’ αυτές που κρατούσε, για να χτυπήσει περισσότερες πέτρινες πλάκες στην απόσταση των 60 μέτρων.
Με τον τρόπο αυτό της εκπαίδευσης είχαν έτοιμο και εκπαιδευμένο στρατό που με επιτυχία πετροβολούσε τα αντίπαλα στρατεύματα, που έμπαιναν στο ποτάμι για να περάσουν. Οι πέτρες που έβρισκαν το στόχο τους φόνευαν ή τραυμάτιζαν βαριά τους στρατιώτες και έτσι τους παράσερνε το ποτάμι.
Ο λιθοβολισμός του εχθρικού στρατού εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο αυτό και από τότε χρησιμοποιούνταν συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις, και σε άλλους ποταμούς.
Το ΤΣΙΤΙΧ είναι γνωστό και σήμερα μεταξύ των κατοίκων που προέρχονται από τα μέρη του Άλυ ποταμού και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα σαν παιχνίδι πλέον.
Στον πόλεμο αυτό μεταξύ Κροίσου και Κύρου το 546 π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως όπλα και οι σφενδόνες ΣΑΠΑΝ ΓΑΓΙΑ, που τα χρησιμοποιούσαν εναντίον του εχθρού από τη μια όχθη του ποταμού προς την άλλη και πριν ακόμα μπει ο αντίπαλος στρατός μέσα στο ποτάμι για να περάσει στην αντίπερα όχθη.
Τελικά καίτοι πέρασε ο Κροίσος με τα στρατεύματά του τον Άλυ ποταμό με το τέχνασμα του Θαλή, νικήθηκε από τον Κύρο, βασιλιά των Περσών. Έτσι ο χρησμός του Μαντείου επαληθεύτηκε σε βάρος του και οι Πέρσες έγιναν κύριοι όλης της Μ. Ασίας. Ο δε ποταμός Άλυς έπαυσε να είναι το όριο των δύο κρατών.
Γενικά πολλά έχουν γραφεί για τον Άλυ ποταμό. Το όνομα αυτό χρησιμοποιούνταν και από τους Έλληνες μέχρι το 1922. Συναντάται τον 5ον αιώνα στον Ηρόδοτο και στο Θουκυδίδη: «Άλυος ποταμοίο». Ο Στράβωνος κάνει λόγο για την Καμισηνή (Πόλη βορειότερα της Σεβάστειας κοντά στις πηγές του Άλυ ποταμού) που είχε ορυκτό αλάτι.
Ορυκτό αλάτι υπήρχε και στην πόλη Ξιμήνη κοντά στον Άλυ. Απ’ αυτό εικάζουν ότι πήρε το όνομά του ο ποταμός: «Εντεύθεν δ’ εφεξής ή του Άλυος εκβολή ποταμού. Ώνόμασται δ’ από των άλών άς παραρρεί». «Εισί δέ εν τή Ξιμήνη άλαι ορυκτών άλών, άφ’ ών εικάζουσιν ειρήσθαι Άλυν τόν ποταμόν».
Το αρχαίο όνομα του Άλυ είναι Ινδοευρωπαϊκής αρχής. Η Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα έχει θέμα sal-αλάτι.
Οι παλαιότερες ονομασίες του ποταμού αντιπροσωπεύουν τις νεότερες τουρκικές. Ένα από τα αρχαία ονόματα του ποταμού ήταν το Χεττιτικό Μarassanda (Κόκκινο Ποτάμι), που ισοδυναμεί με την τουρκική ονομασία Κizir Irmak (Κόκκινο Ποτάμι). Η ονομασία Άλυς (αρμυροπόταμο), που είναι Ινδοευρωπαϊκής αρχής ισοδύναμεί με το Αcisu (πικρό ποτάμι), δηλαδή αρμυρό. Το ποτάμι έχει αρμυρή γεύση και κόκκινο χρώμα επειδή πηγάζει από έδαφος με κόκκινο χώμα με αποθέματα ορυκτού αλατιού.
Νικολαος Κυνηγοπουλος
Στο τμήμα μεταξύ του Βεζύρκιοπρου και της Πάφρας σε απόσταση 60-80 χιλιομέτρων αρχίζουν και ηρεμούν τα νερά του ποταμού, πλατύνεται η κοίτη του και γίνεται βατός με τα πόδια κατά τους θερινούς μήνες.
Για το λόγο αυτό παρουσίαζε πλεονεκτήματα για τις μετακινήσεις των στρατιωτών από τη μια πλευρά στην άλλη και το προτιμούσαν διάφοροι στρατοί από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και την εποχή που ανακαλύφθηκε το μπαρούτι και τα βόλια με τουφέκι
Ήταν το Ποτάμι των Παφραίων και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ζωή τους και στην ιστορία τους. Δεν ήταν μόνο σύνορο μεταξύ των κρατών αλλά και φυσική οχυρωματική θέση. Οι Πέρσες που για πολλά χρόνια βασίλεψαν στα μέρη αυτά, για μεγαλύτερη ασφάλειά τους είχαν κάνει οχυρά στην ανατολική πλευρά του ποταμού κοντά στο χωριό ΚΑΠΟΥ ΚΑΓΙΑ (Πέτρινη Πόρτα). Επίσης οι ίδιοι είχαν οχυρώσει σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων την περιοχή Βεζύρκιοπρου-Κάβζας από το χωριό Ναρλίκ, που ήταν γνωστή αργότερα ως ΤΑΤΑΡ ΚΑΛΕΣΙ (Κάστρο των Τατάρων).
Στη δυτική πλευρά του ποταμού για τον ίδιο ακριβώς σκοπό είχαν γίνει οχυρά από τα αντίπαλα στρατεύματα. Ένα τέτοιο οχυρό κοντά στο χωριό Ασάρ και απέναντι από το Καπού Καγιά ήταν το οχυρό ΚΙΖ ΚΑΓΙΕΣΙ (το οχυρό της Κοπέλας).
Οι Πέρσες για να ενισχύσουν το επικίνδυνο αυτό μέρος του ποταμού για στρατιωτικές επιχειρήσεις, είχαν συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις στρατού από την Περσία και από άλλες περιοχές που είχαν καταλάβει. Πολλοί άποικοι με τις οικογένειές τους είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή, γιατί τα όρια του κράτους έφταναν μέχρι το ποτάμι. Οι Πέρσες στις περιοχές αυτές έμειναν περίπου τετρακόσια χρόνια.
Αλυς |
Το Μαντείο έδωσε τον εξής χρησμό: «Κροίσος "Αλυν διαβάς μεγάλην αρχήν καταλύσει». (Ο Κροίσος αφού περάσει τον Άλυ, μεγάλη επικράτεια θα κάνει δική του). Το πέρασμα του ποταμού δεν ήταν εύκολο, διότι είχε πολλά νερά. Τον συμβούλεψε ο φιλόσοφος και μηχανικός Θαλής να χωρίσουν το ποτάμι σε δύο μέρη, για να κατεβάσουν τη στάθμη των υδάτων.
Έτσι απέναντι από την Πάφρα στη δυτική όχθη, κοντά στον Εύξεινο Πόντο, άνοιξε μια μεγάλη τάφρο και χώρισε τα νερά του ποταμού σε δύο μέρη. Με τον τρόπο αυτόν ο ποταμός έγινε ρηχός και μπορούσαν να περάσουν τα στρατεύματα χωρίς καθυστέρηση και χωρίς μεγάλες απώλειες.
Η τάφρος αυτή σώζεται μέχρι σήμερα και εξακολουθεί να χωρίζει τα νερά του ποταμού σε δύο μέρη.
Η μάχη αυτή μεταξύ Κροίσου και βασιλέως των Περσών Κύρου έγινε το έτος 546 π.Χ. και κράτησε πέντε χρόνια.
Οι απώλειες υπήρξαν πολύ μεγάλες. Γιατί όσες φορές ο στρατός του Κροίσου έμπαινε στο ποτάμι για να περάσει στην άλλη πλευρά, ο στρατός των Περσών τους απέκρουε με το μεγαλύτερο για την εποχή εκείνη πολεμικό όπλο το ΤΣΙΤΙΧ. Το όπλο αυτό (το πετροβολητό) χρησιμοποιούνταν στις μάχες που γίνονταν κατά τη διέλευση των ποταμών και των στενών ατραπών μέσα από χαράδρες. Στην εκπαίδευση του στρατού για το όπλο αυτό χρησιμοποιούσαν πέτρες σε σχήμα αυγού και βάρους 250-300 γραμμαρίων περίπου.
Επειδή το πλάτος του ποταμού Άλυ ήταν 60 μέτρα περίπου, στην ίδια απόσταση των 60 μέτρων τοποθετούσαν πέτρινες πλάκες σε σχήμα κύκλου, οι οποίες απείχαν η μία από την άλλη ένα μέτρο. Από την απόσταση αυτή των 60 μέτρων κάθε εκπαιδευόμενος στρατιώτης τίναζε δυνατά και με ορμή την πέτρα που κρατούσε στην παλάμη του στις στημένες στρογγυλές πλάκες, που ήσαν η μια πίσω από την άλλη και προσπαθούσε να ρίξει όσο ήταν δυνατόν λιγότερες πέτρες απ’ αυτές που κρατούσε, για να χτυπήσει περισσότερες πέτρινες πλάκες στην απόσταση των 60 μέτρων.
Με τον τρόπο αυτό της εκπαίδευσης είχαν έτοιμο και εκπαιδευμένο στρατό που με επιτυχία πετροβολούσε τα αντίπαλα στρατεύματα, που έμπαιναν στο ποτάμι για να περάσουν. Οι πέτρες που έβρισκαν το στόχο τους φόνευαν ή τραυμάτιζαν βαριά τους στρατιώτες και έτσι τους παράσερνε το ποτάμι.
Ο λιθοβολισμός του εχθρικού στρατού εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο αυτό και από τότε χρησιμοποιούνταν συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις, και σε άλλους ποταμούς.
Το ΤΣΙΤΙΧ είναι γνωστό και σήμερα μεταξύ των κατοίκων που προέρχονται από τα μέρη του Άλυ ποταμού και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα σαν παιχνίδι πλέον.
Στον πόλεμο αυτό μεταξύ Κροίσου και Κύρου το 546 π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως όπλα και οι σφενδόνες ΣΑΠΑΝ ΓΑΓΙΑ, που τα χρησιμοποιούσαν εναντίον του εχθρού από τη μια όχθη του ποταμού προς την άλλη και πριν ακόμα μπει ο αντίπαλος στρατός μέσα στο ποτάμι για να περάσει στην αντίπερα όχθη.
Αλυς ποταμός (Αμάσεια) |
Ορυκτό αλάτι υπήρχε και στην πόλη Ξιμήνη κοντά στον Άλυ. Απ’ αυτό εικάζουν ότι πήρε το όνομά του ο ποταμός: «Εντεύθεν δ’ εφεξής ή του Άλυος εκβολή ποταμού. Ώνόμασται δ’ από των άλών άς παραρρεί». «Εισί δέ εν τή Ξιμήνη άλαι ορυκτών άλών, άφ’ ών εικάζουσιν ειρήσθαι Άλυν τόν ποταμόν».
Το αρχαίο όνομα του Άλυ είναι Ινδοευρωπαϊκής αρχής. Η Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα έχει θέμα sal-αλάτι.
Οι παλαιότερες ονομασίες του ποταμού αντιπροσωπεύουν τις νεότερες τουρκικές. Ένα από τα αρχαία ονόματα του ποταμού ήταν το Χεττιτικό Μarassanda (Κόκκινο Ποτάμι), που ισοδυναμεί με την τουρκική ονομασία Κizir Irmak (Κόκκινο Ποτάμι). Η ονομασία Άλυς (αρμυροπόταμο), που είναι Ινδοευρωπαϊκής αρχής ισοδύναμεί με το Αcisu (πικρό ποτάμι), δηλαδή αρμυρό. Το ποτάμι έχει αρμυρή γεύση και κόκκινο χρώμα επειδή πηγάζει από έδαφος με κόκκινο χώμα με αποθέματα ορυκτού αλατιού.
Νικολαος Κυνηγοπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου