Έχουν περάσει σαράντα και παραπάνω χρόνια από τότε. Ο λαός που ξεριζώθηκε, ξαναρίζωσε στα χώματα εκείνα απ’ όπου είχαν ξεκινήσει αιώνες πριν οι πανάρχαιοι πρόγονοί του. Η μοίρα της Φυλής έκλεισε τον ιστορικό κύκλο της προαιώνιας ποντοπόρας περιπέτειας του Έθνους.
Εκείνοι που ξεκίνησαν αιώνες πριν, ήσαν οι άποικοι. Τούτοι που ξαναγύρισαν ήσαν οι πρόσφυγες. Τόσο, όμως, Έλληνες όσο και οι μακρινοί πρόγονοί τους, που έπλασαν τον πολιτισμό της Μικρασίας. Οι σκοτεινοί αιώνες που πέρασαν από πάνω τους δεν μπόρεσαν ν’ αγγίξουν την ψυχή τους. Είναι ένα απ’ τα θαύματα της αντοχής της ράτσας.
Δεν στάθηκε, βέβαια, εύκολο το έργο - να βολευτεί ένας ολόκληρος λαός που είχε φτάσει ξεγυμνωμένος απ’ το βιός του, με την ψυχή στο στόμα.
Γιατί κι οι Έλληνες που ζούσαν στην πατρώα γη, οι ντόπιοι, είχαν περάσει όχι λίγες μπόρες κι ούτε τους πνίγανε τα πλούτη. Λευτερωμένοι κι εκείνοι από τον τούρκικο ζυγό, πριν ένα αιώνα, με κόπο πορευόντουσαν στην τόσο ταλαιπωρημένη μικρή χώρα, οι βόρειες επαρχίες της οποίας ανάσαναν αέρα λευτεριάς εδώ και μόλις δέκα χρόνια. Κοντινή ήταν η ανάμνηση του Τούρκου, χτεσινές οι δοκιμασίες των πολέμων, γεμάτο από δυσκολίες το σήμερα.
Σήκωσαν, όμως, με υπομονή το βάρος, στριμώχτηκαν στον γεωγραφικό τους χώρο, προ πάντων στις καινούργιες επαρχίες, Μακεδονία και Θράκη, και δέχτηκαν με στοργή και κατανόηση τους ξεριζωμένους αδελφούς. Αλλά και τούτοι, αν ήσαν απογυμνωμένοι από κάθε υλικό αγαθό, έφερναν όμως αμόλευτη την ψυχή τους και την πίστη τους στην Ελλάδα, τα χέρια τους τα δουλευτάρικα και την δύναμη της επιβίωσης, δοκιμασμένη στο καμίνι αιώνων.
Με πάθος ρίχτηκαν στη δουλειά, έσκαψαν την γη τους, την πότισαν με τον ιδρώτα τους, στήσανε το σπιτικό τους στα λεύτερα χώματα - οι Πόντιοι στις ακραίες περιοχές, στα σύνορα, αιώνιοι Ακρίτες.
Ότι ήταν χτεσινός βραχνάς, οδύνη για τους δικούς που μαρτύρησαν, πόνος για τις πατρίδες που χάθηκαν, έγινε θύμηση ευλαβική, νοσταλγικό τραγούδι για το χτες, αλλά κι αγώνας ασταμάτητος για το αύριο.Έτσι με τη δουλειά και με το μόχθο τους, εκείνοι που φτάσανε καταρημαγμένοι, άντρες χλωμοί, γυναίκες τρομαγμένες, χιλιάδες ορφανά χωρίς κανένα στήριγμα στον κόσμο, γρήγορα ξαναστάθηκαν στα πόδια τους κι άρχισε να ξανανθίζει μια ζωή καινούργια, ακόμα και μέσα από ξερόβραχα κι άγονους τόπους.
Στις πόλεις, στα χωριά, στη γη που οργώνανε, στο εμπόριο, στις επιχειρήσεις, στις επιστήμες, στα γράμματα και τις τέχνες, ολούθε όπου δόθηκε ο καθένας τους, στέριωσε κι αναδείχτηκε άξιος δουλευτής. Καινούργια μορφή και δύναμη πήρε ο τόπος, σαν ένα νέο αίμα να μπήκε στις φλέβες του.
Άκουγα κάποτε μια ιστορία απ’ τον Γιώργο Κατσίμπαλη: Ο παππούς του, όντας κάτοχος της μισής Μαγκουφάνας στον καιρό του, θέλησε να φτιάξη ένα μεγάλο αμπέλι στα κτήματά του, όπου να έχει όλων των ειδών τα σταφύλια της Ελλάδας.
Έφερε, λοιπόν, όλες τις ποικιλίες και τις φύτεψε, από την Κόρινθο, από την Κρήτη, απ’ την Κεφαλλονιά, απ’ τη Ζάκυνθο, μαύρα σταφύλια και ξανθά και άσπρα, ροδίτες, ροζακιά, ρόμπολα, σιδερίτη, σουλτανίνα, χοντρόφλουδα και λεπτόφλουδα, ότι υπήρχε και δεν υπήρχε σ’ όλες τις σταφυλοφόρες περιοχές του τόπου. Η καλλιέργεια πήγαινε καλά και κάμποσες χρονιές οι ποικιλίες βγαίναν κανονικά, το κάθε κλήμα έδινε το δικό του το σταφύλι. Αλλά σιγά σιγά άρχισαν ν’ αλλοιώνονται, να μοιάζουν, ως που στο τέλος έγιναν όλα... ροδίτες!
Κάτω από τον ελληνικό ουρανό, στο ίδιο χώμα, ζώντας όλες οι ποικιλίες των Ελλήνων, Μωραΐτες, Νησιώτες, Ρουμελιώτες, Πόντιοι, Σμυρνοί, Πολίτες, Μακεδόνες, κι άλλοι, μοιάσαν με τον καιρό τόσο πολύ ανάμεσά τους, ώστε σήμερα πια δεν ξεχωρίζεις ούτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ούτε τις διαφορές τους.
Κι έτσι η Ελλάδα δείχνοντας για μια φορά ακόμα το ενιαίο κι αδιαίρετο της ράτσας των Ελλήνων της, ξεπέρασε την τραγωδία της πιο μεγάλης καταστροφής των νεωτέρων χρόνων, και πορεύεται ελπιδοφόρα, γεμάτη ακμή, την προαιώνια πορεία της στους δρόμους της Ιστορίας.
Εκείνοι που ξεκίνησαν αιώνες πριν, ήσαν οι άποικοι. Τούτοι που ξαναγύρισαν ήσαν οι πρόσφυγες. Τόσο, όμως, Έλληνες όσο και οι μακρινοί πρόγονοί τους, που έπλασαν τον πολιτισμό της Μικρασίας. Οι σκοτεινοί αιώνες που πέρασαν από πάνω τους δεν μπόρεσαν ν’ αγγίξουν την ψυχή τους. Είναι ένα απ’ τα θαύματα της αντοχής της ράτσας.
Δεν στάθηκε, βέβαια, εύκολο το έργο - να βολευτεί ένας ολόκληρος λαός που είχε φτάσει ξεγυμνωμένος απ’ το βιός του, με την ψυχή στο στόμα.
Γιατί κι οι Έλληνες που ζούσαν στην πατρώα γη, οι ντόπιοι, είχαν περάσει όχι λίγες μπόρες κι ούτε τους πνίγανε τα πλούτη. Λευτερωμένοι κι εκείνοι από τον τούρκικο ζυγό, πριν ένα αιώνα, με κόπο πορευόντουσαν στην τόσο ταλαιπωρημένη μικρή χώρα, οι βόρειες επαρχίες της οποίας ανάσαναν αέρα λευτεριάς εδώ και μόλις δέκα χρόνια. Κοντινή ήταν η ανάμνηση του Τούρκου, χτεσινές οι δοκιμασίες των πολέμων, γεμάτο από δυσκολίες το σήμερα.
Σήκωσαν, όμως, με υπομονή το βάρος, στριμώχτηκαν στον γεωγραφικό τους χώρο, προ πάντων στις καινούργιες επαρχίες, Μακεδονία και Θράκη, και δέχτηκαν με στοργή και κατανόηση τους ξεριζωμένους αδελφούς. Αλλά και τούτοι, αν ήσαν απογυμνωμένοι από κάθε υλικό αγαθό, έφερναν όμως αμόλευτη την ψυχή τους και την πίστη τους στην Ελλάδα, τα χέρια τους τα δουλευτάρικα και την δύναμη της επιβίωσης, δοκιμασμένη στο καμίνι αιώνων.
Με πάθος ρίχτηκαν στη δουλειά, έσκαψαν την γη τους, την πότισαν με τον ιδρώτα τους, στήσανε το σπιτικό τους στα λεύτερα χώματα - οι Πόντιοι στις ακραίες περιοχές, στα σύνορα, αιώνιοι Ακρίτες.
Ότι ήταν χτεσινός βραχνάς, οδύνη για τους δικούς που μαρτύρησαν, πόνος για τις πατρίδες που χάθηκαν, έγινε θύμηση ευλαβική, νοσταλγικό τραγούδι για το χτες, αλλά κι αγώνας ασταμάτητος για το αύριο.Έτσι με τη δουλειά και με το μόχθο τους, εκείνοι που φτάσανε καταρημαγμένοι, άντρες χλωμοί, γυναίκες τρομαγμένες, χιλιάδες ορφανά χωρίς κανένα στήριγμα στον κόσμο, γρήγορα ξαναστάθηκαν στα πόδια τους κι άρχισε να ξανανθίζει μια ζωή καινούργια, ακόμα και μέσα από ξερόβραχα κι άγονους τόπους.
Στις πόλεις, στα χωριά, στη γη που οργώνανε, στο εμπόριο, στις επιχειρήσεις, στις επιστήμες, στα γράμματα και τις τέχνες, ολούθε όπου δόθηκε ο καθένας τους, στέριωσε κι αναδείχτηκε άξιος δουλευτής. Καινούργια μορφή και δύναμη πήρε ο τόπος, σαν ένα νέο αίμα να μπήκε στις φλέβες του.
Άκουγα κάποτε μια ιστορία απ’ τον Γιώργο Κατσίμπαλη: Ο παππούς του, όντας κάτοχος της μισής Μαγκουφάνας στον καιρό του, θέλησε να φτιάξη ένα μεγάλο αμπέλι στα κτήματά του, όπου να έχει όλων των ειδών τα σταφύλια της Ελλάδας.
Έφερε, λοιπόν, όλες τις ποικιλίες και τις φύτεψε, από την Κόρινθο, από την Κρήτη, απ’ την Κεφαλλονιά, απ’ τη Ζάκυνθο, μαύρα σταφύλια και ξανθά και άσπρα, ροδίτες, ροζακιά, ρόμπολα, σιδερίτη, σουλτανίνα, χοντρόφλουδα και λεπτόφλουδα, ότι υπήρχε και δεν υπήρχε σ’ όλες τις σταφυλοφόρες περιοχές του τόπου. Η καλλιέργεια πήγαινε καλά και κάμποσες χρονιές οι ποικιλίες βγαίναν κανονικά, το κάθε κλήμα έδινε το δικό του το σταφύλι. Αλλά σιγά σιγά άρχισαν ν’ αλλοιώνονται, να μοιάζουν, ως που στο τέλος έγιναν όλα... ροδίτες!
Κάτω από τον ελληνικό ουρανό, στο ίδιο χώμα, ζώντας όλες οι ποικιλίες των Ελλήνων, Μωραΐτες, Νησιώτες, Ρουμελιώτες, Πόντιοι, Σμυρνοί, Πολίτες, Μακεδόνες, κι άλλοι, μοιάσαν με τον καιρό τόσο πολύ ανάμεσά τους, ώστε σήμερα πια δεν ξεχωρίζεις ούτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ούτε τις διαφορές τους.
Κι έτσι η Ελλάδα δείχνοντας για μια φορά ακόμα το ενιαίο κι αδιαίρετο της ράτσας των Ελλήνων της, ξεπέρασε την τραγωδία της πιο μεγάλης καταστροφής των νεωτέρων χρόνων, και πορεύεται ελπιδοφόρα, γεμάτη ακμή, την προαιώνια πορεία της στους δρόμους της Ιστορίας.
Δημήτρης Ψαθάς
(Δεκαετία του '60)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου