»Η αξία της υπόλοιπης ανταλλάξιμης περιουσίας,
που είναι διάσπαρτη σ' όλη την Ελλάδα και προσπαθεί
το σχετικό νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών να τη ρευστοποιήσει -
πουλήσει, ανέρχεται, όπως είδαμε στο προηγούμενο
σημείωμα μας, σε 3 δισεκατομ 300 εκατομ. δραχμές, σύμφωνα με αριθμούς του
υπουργείου Οικονομικών, κατά το 1973.
»Η Εισηγητική Έκθεση του υπουργείου
Οικονομικών σήμερα όπως είδαμε δεν δέχεται τον αριθμό αυτόν και υποστηρίζει ότι η υπόλοιπη περιουσία είναι 2,5 δισεκατομ. δρχ. και πιθανόν να υπάρχει
και άλλη ανταλλάξιμη περιουσία ανεξακρίβωτη,
άγνωστη, που τη νέμονται ξένα προς την προσφυγική ιδιότητα πρόσωπα και η οποία μπορεί να είναι 500 εκατoμ.. δρχ. Δηλαδή, με βάση τα στοιχεία της σημερινής Εισηγητικής Εκθέσεως, πιθανολογείται ότι η ανταλλάξιμη περιουσία φθάνει τα 3 δισεκατομ. δραχμές. Όμως, ειδικοί των προσφυγικών
προβλημάτων αναβιβάζουν την υπόλοιπη αυτή περιουσία σε 5 δισεκατομ. δρχ , με την αλματώδη αύξηση της
αξίας της γης και των οικοπέδων.
»Και όμως. Ενώ το ελληνικό
κράτος έχει στα χέρια του, τουλάχιστο, τρία δισεκατομμύρια δραχμές των
προσφύγων, τους έχει χρεώσει, για την αποκατάσταση
τους από το 1951 και εδώ - τη στέγαση των αστών προσφύγων - με ένα δισεκατομμύριο δραχμές και έχει την πρώτη υποθήκη αυτό στα σπίτια τους, που τα περισσότερα έγιναν με το
σύστημα της αυτοστεγάσεως.
Έτσι, ενώ έχουν να πάρουν, δεν
μπορούν και αυτή την πρόχειρη στέγαση τους να τη διαφεντεύουν Καμία προσθήκη, μετατροπή κλπ
δεν μπορεί να κάνει ο δικαιούχος στο σπίτι
«του», αν δεν πάρει πρώτα την άδεια του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, την
οποία θα υποβάλει στο Πολεοδομικό Γραφείο για να πάρει την τελική άδεια οικοδομήσεως κλπ.
Δεν μπορεί να συνάψει δάνειο με υποθήκη το σπίτι «του», δεν μπορεί να το
μεταβιβάσει, να το πουλήσει κλπ χωρίς την έγκριση του υπουργείου Κοινωνικών
Υπηρεσιών, που δίνεται αφού αποπληρωθεί το
τίμημα του σπιτιού, αφού εξοφληθεί το «χρέος» του.
«Πιθανόν, να εκφρασθεί η
γνώμη ότι εφόσον το κράτος, ο κρατικός
Προϋπολογισμός προσέφερε τα ποσά της στεγάσεως
των αστών προσφύγων έστω ύστερα από τριάντα ή σαράντα χρονιά από την
πανωλεθρία του 1922, οφείλουν οι πρόσφυγες να τα επιστρέψουν, γιατί είναι
χρήματα του συνόλου του ελληνικού λαού, ο
οποίος δεν μπορεί να επωμισθεί το βάρος μιας
μερίδας του λαού, έστω και αν δεινοπάθησε από μια εθνική καταστροφή. Άλλωστε,
αρκετά προσέφερε ο λαός αυτός στην
αποκατάσταση ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων από το 1922 μέχρι το 1939.
»Οι αντιλήψεις αυτές
διατυπώθηκαν κατά την προπολεμική περίοδο κυρίως από οπαδούς των δεξιών κομμάτων, από την αντιπολίτευση του
σκληρού πυρήνα του Λαϊκού Κόμματος, που αντιπολιτευόταν την πολιτική των
Φιλελευθέρων κατά την παραπάνω περίοδο αλλά και από τον ίδιο τον Ελ. Βενιζέλο.
Όμως, στην άποψη αυτή δόθηκε αποστομωτική απάντηση και μέσα στη Βουλή τότε και στα άρθρα και στα βιβλία των ειδικών
της εποχής. Ο Α. Αιγίδης, στο περίφημο έργο του «Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας»
αναφερόμενος στις αιτιάσεις αυτές γράφει: «Παραμένει το γεγονός ότι εις το τέλος της πρώτης δεκαετίας
(1922-1932) ο «δημοσιονομικός ισολογισμός» της προσφυγικής εισροής,
αν δεν κλείνει με μικρόν τι ενεργητικόν
υπόλοιπον υπέρ των προσφύγων, πάντως όμως δεν κλείνει και με παθητικόν
υπόλοιπον, ότι
τέλος αν το κράτος εδαπάνησεν εκ του Προϋπολογισμού του δια τε τας γενικάς και τας ειδικάς ανάγκας του νέου πληθυσμού υπέρ τα 10 δισεκατομμύρια δραχμών κατά την λήξασαν
δεκαετίαν (1922-1932), εισέπραξεν όμως εκ του πληθυσμού τούτου και εισήγαγεν εις τον
Προϋπολογισμόν του ποσού ουχί κατώτερον των 10
δισεκατομμυρίων δραχμών (12).
Και αφού άλλου
τονίζει ότι τα κτήματα που άφησαν οι Τούρκοι ανερχόταν σε 12 5 διοεκατ δρχ εξάγει το
συμπέρασμα ότι θα ηδύνατο θεωρητικώς
να υποστηριχθή ότι η
αξία των κτημάτων τούτων όχι μόνον καλύπτει εξ
ολοκλήρου το ονομαστικόν κεφάλαιον όλων των δάνειων
αποζημιώσεων ανταλλαξίμων Ελλήνων υπηκόων Ελλήνων εκ Βουλγαρίας και φυγάδων Κωνσταντινουπολιτών, άτινα ηναγκάοθη να εκδώση το ελληνικόν κράτος, μη
υπερβαίνον τας δρχ 8,6 δισεκατομ. αλλά και μέγα μέρος των εις το εξωτερικόν
εκδοθέντων δάνειων ανελθόντων εις δρχ 5, 9 διοεκατ»
•Αλλά για να μη επιμένουμε στην
παρελθοντολογία, που είναι υπέρ των προσφύγων, που συνέτειναν στη θυελλώδη ανάπτυξη της
ελληνικής Οικονομίας σ' όλους τους τομείς, ας αρκεσθούμε
στα «χρέη» των προσφύγων από το 1951, όταν πια επήλθε μια εσωτερική ειρήνευση.
•Υπολογίζεται ότι η
σπασμωδική και βραδυπορούσα ρευστοποίηση της
ανταλλάξιμης περιουσίας από το 1957, όταν ιδρύθηκε το ΤΑΠΑΠ, έδινε κάθε χρόνο στο υπουργείο Πρόνοιας - το κατόπιν Κοινωνικών
Υπηρεσιών - κατά μέσο όρο 70 εκατομ δρχ. Αυτός
ο υπολογισμός εξάγεται από τα στοιχεία που δίνει η Εισηγητική Έκθεση και ένα άρθρο του I. Αγγελή,
πρώην Γενικού Διευθυντή του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
• Η Εισηγητική Έκθεση του Νομοσχεδίου
του υπουργείου Οικονομικών (1976) αναφέρει ότι από την εποχή της ιδρύσεως του Ταμείου (ΤΑΠΑΠ) δηλαδή
από το 1957, μέχρι σήμερα εισπράχθηκαν από τη ρευστοποίηση
της ανταλλάξιμης περιουσίας 1 δισεκατομ. 270
εκατομ δραχμές.
Στο ίδιο συμπέρασμα των 70 εκατομ το χρόνο, κατά μέσο όρο. καταλήγει και το άρθρο του Αγγελή «Η αποκατάσταση των προσφύγων του 1922 στην Ελλάδα». Αν προσθέσουμε στο
ποσό του 1 δισεκ 270 εκατομ της Εισηγητικής Εκθέσεως και κάπου 13 εκατομ δρχ που εισπράχθηκαν από το 1939 μέχρι το 1957, τότε
θα έχουμε το ποσό του 1 δισεκ 400 εκατ δραχμών
•Ο Αγγελής υπολογίζει ότι από το 1951 μέχρι το 1972 το υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών δαπάνησε για την προσφυγική στέγαση περίπου 2 δισεκ 200 εκατομ δρχ. Στο μεταξύ όμως, με το Ν Δ 4546/1966 αφαιρέθηκε ένα 40% από τα «χρέη των προσφύγων, και κατά τον Αγγελή, το υπόλοιπο της
«οφειλής» των προσφύγων έπρεπε το 1972 να ήταν 1 δισεκατ 320 εκατομ δραχμές Αλλά φαίνεται ότι δεν είναι ούτε τόσο το «χρέος» των αστών
προσφύγων. Σε συνέντευξη που δόθηκε κατά το 1973 από τον τότε «υπουργό της χούντας του
υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, τονίζεται:
«Ερώτηση
Ποια τα χρέη των προσφύγων μεταπολεμικώς και ποιον το ύψος των μετά την μείωσιν των κατά 40%,
•Συνεπώς, αν αφαιρέσουμε τα
εισπραχθέντα ποσά από την εκποίηση της ανταλλάξιμης περιουσίας, που είναι, όπως
είδαμε, 1,4 δισεκατομ. δρχ. από το «χρέος» των προσφύγων που πιθανολογείται ότι
είναι 1,3 δισεκατομ. κατά τους υπολογισμούς του Αγγελή, τότε προκύπτει ένα ενεργητικό υπέρ των προσφύγων. Και
ακριβώς, γι' αυτό το λόγο απ την αρχή βάλαμε τη λέξη χρέος μέσα σε εισαγωγικά.
•Αλλά το θέμα της εκποιήσεως, της ρευστοποιήσεως της ανταλλάξιμης
περιουσίας δεν τελειώνει εδώ. Δεν είναι μόνο και τυπικά να εξαλειφθεί κάθε βάρος, κάθε υποθήκη, κάθε «χρέος» από τα ακίνητα που έχουν παραχωρηθεί από το
1951 μέχρι σήμερα, αλλά και να τακτοποιηθεί
όσο είναι γρήγορα η υπόλοιπη ανταλλάξιμη περιουσία που ανέρχεται πιθανόν και μέχρι τα 5 δισεκατομ. δραχμές για να στεγασθούν και οι
υπόλοιποι πρόσφυγες του 1922 - ντρέπομαι να το γράψω ότι υπάρχουν ακόμα
αναποκατάστατοι ύστερα από 54 χρόνια - και να βελτιωθούν οι συνθήκες στεγάσεως
των δήθεν αποκατασταθέντων κατά τα παλαιότερα προγράμματα, που έγιναν χωρίς
μελέτη, χωρίς ανθρώπινο ενδιαφέρον, χωρίς καμμιά πρόβλεψη για χώρους πρασίνου,
αθλοπαιδιών, αναψυχής.
Στέγαστρα πανάθλια, που θα μπορούσαν να παρομοιασθούν με
τα στέγαστρα των μαύρων της Νέας Υόρκης. «Αυτά τα λεφτά είναι των προσφύγων»,
είναι το ένα δέκατο εκείνων που άφησαν στην Τουρκία και που συμψηφίστηκαν, χαρίστηκαν στην Τουρκία κατά τη Συμφωνία της Άγκυρας στα 1930 για να εξομαλυνθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις
και να καλυφθούν οι πολεμικές επανορθώσεις που ζητούσε η Τουρκία.
»Και η τακτοποίηση αυτή δεν γίνεται με το νομοσχέδιο του
υπουργείου Οικονομικών, που μάλλον περιπλέκει την κατάσταση και επιμηκύνει τον
χρόνο εκποιήσεως και ταυτόχρονα την εκμετάλλευση των κτημάτων και των κτισμάτων
από καταπατητές, από καιροσκόπους και εκμεταλλευτές των εθνικών δυστυχιών. Η
μόνη λύση είναι να εγγράφει στον κρατικό Προϋπολογισμό ή στον Προϋπολογισμό
Επενδύσεων για τρία ή τέσσαρα χρόνια ποσό ενός δισεκατομμυρίου δραχμών, έτσι
που σε τρία ή τέσσερα χρόνια να τελειώσει το «προσφυγικό πρόβλημα».
Και τότε,
το κράτος κύριο της ανταλλάξιμης περιουσίας ας προβεί στην εφαρμογή κοινωνικής
πολιτικής προς τις τάξεις εκείνες που έχουν ανάγκη βοήθειας. Δεν θα το μεμφθεί
κανείς. Θα το χειροκροτήσουμε. Αλλά όχι με «ξένα κόλλυβα μνημόσυνο» κύριε
υπουργέ των Οικονομικών. Αρκετά πρόσφεραν οι πρόσφυγες».
Γιώργος Ν. Λαμψίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου