Ολόρθα, κακοτράχαλα, κατσούφικα τινάζονται στα ύψη -λες κι είναι ο θυμός της γης- κι όταν αγριεύει ο ουρανός και τα χτυπά μ’ αστροπελέκια, ουρλιάζουν και φοβερίζουν. Κι όταν ο καλοσυνάτος ήλιος βγαίνει και τα χαϊδολογά, χαμογελάνε.
Έρχεται ο χειμώνας και τα κουκουλώνει στο χιόνι, έρχεται η
άνοιξη και τα ξεκουκουλώνει και τότε κατρακυλάνε τα νερά τους, βογγάνε τα
φαράγγια, φουσκώνουν τα ποτάμια.
Ολόφρεσκο πυκνό το έλατό τους σκαρφαλώνει μέχρι τις απάτητες κορφές τους και κάτω στα ριζά τους, δάση ατέλειωτα, οι γέρικες βελανιδιές και τα δροσόχαρα πλατάνια, πίνουν τα κρουσταλλένια τα νερά που μουρμουράνε στις ρεματιές το καλοκαίρι.
Ολόφρεσκο πυκνό το έλατό τους σκαρφαλώνει μέχρι τις απάτητες κορφές τους και κάτω στα ριζά τους, δάση ατέλειωτα, οι γέρικες βελανιδιές και τα δροσόχαρα πλατάνια, πίνουν τα κρουσταλλένια τα νερά που μουρμουράνε στις ρεματιές το καλοκαίρι.
Είναι τ’
αγαπημένα άγρια βουνά του Πόντου -τα pachia- που η ντόπια
μούσα τα τραγούδησε και στάθηκε αγνάντια τους με έκσταση για να υψώσει τον
χαιρετισμό της:
Να σαν εσάς ψηλά pachia, καμμίαν κι γεράτεν
διαβαίνε χρόνια και καιροί, πάντα χλωροφοράτε
Δηλαδή:
Χαρα σ’ εσας ψηλα βουνα, ποτε σας δεν γερνατε
περνανε χρονια και καιροι, παντα πρασινιζετε.
Σκαρφαλωμένα στις αετοράχες τους τα μοναστήρια κι οι
Αηλιάδες, δείχνουν σαν νάναι οι πατημασιές ελληνικών αιώνων που πέρασαν από κει
κι άφησαν τα σημάδια τους για τους ερχόμενους, να ξέρουν: Εδώ ήταν και είναι
ρωμιοσύνη.
Είδαν πολλά τούτα τα βουνά μέσα στους αιώνες κι έχουν
πάμπολλα να ιστορήσουν -γεμάτα θρύλους και ιστορία, είναι η πέτρινή τους
μνήμη- κάπου εκεί προς τ’ ανατολικά τους πέφτει η Κολχίδα όπου έφτασε ο Ιάσονας
με τους Αργοναύτες του για το χρυσόμαλλο δέρας και πιο πέρα ορθώνεται βαρύς ο
Καύκασος, όπου μαρτύρησε αλυσσοδεμένος ο Προμηθέας.
Κάποιο απ’ αυτά είναι κι ο Θήχης απ’ όπου οι Μύριοι είδαν
την γαλάζια θάλασσα και γέμισαν με το βουητό της χαράς τους τον αέρα, όπως τ’
ανιστορεί ο θαυμάσιος εκείνος Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση: «...Και φτάσαν
-λέει- την πέμπτη μέρα στο βουνό που το λένε Θήχης. Κι όταν οι πρώτοι ανέβηκαν
στην κορφή του, έβγαλαν μεγάλες κραυγές. Ακούοντας ο Ξενοφών και οι
οπισθοφύλακες νόμισαν ότι άλλοι εχθροί τους μπήκανε μπροστά, γιατί από πίσω
τους ακολουθούσαν κι άλλοι, της χώρας που είχαν κάψει και μερικούς απ’ αυτούς
είχαν σκοτώσει κι άλλους αιχμαλωτίσανε μ’ ενέδρα.
Κι επειδή η βουή γινόταν όλο και πιο μεγάλη κι οι
στρατιώτες που ακολουθούσαν τρέχαν γρήγορα προς εκείνους που ασταμάτητα κραύγαζαν
και μεγάλωνε η βουή ακόμα περισσότερο, ο Ξενοφών νόμισε ότι κάτι πολύ πιο
σοβαρό γινόταν. Κι αφού ανέβηκε στ’ άλογο και πήρε μαζί του τον Λύκιο και τους
ιππείς, έτρεχε να τους δώσει βοήθεια και σε λίγο ακούει τους στρατιώτες να
φωνάζουν «θάλαττα, θάλαττα», και να παρακινούν και τους πίσω ερχόμενους να
τρέξουν.
Τότε πια έσπευδαν όλοι και χτυπούσαν τα υποζύγια και τ’ άλογα για να τρέχουν. Αφού δε φτάνανε στην κορφή τότε οι στρατιώτες αγκαλιαζόντουσαν μεταξύ τους και με τους στρατηγούς, δακρύζοντας...».
Τότε πια έσπευδαν όλοι και χτυπούσαν τα υποζύγια και τ’ άλογα για να τρέχουν. Αφού δε φτάνανε στην κορφή τότε οι στρατιώτες αγκαλιαζόντουσαν μεταξύ τους και με τους στρατηγούς, δακρύζοντας...».
Κι ύστερα από μερικών ημερών ακόμα περιπέτειες: «...Από εδώ
προχώρησαν δυο σταθμούς κι εφτά παρασάγγας κι έφτασαν στην θάλασσα, στην
Τραπεζούντα, που ήταν πόλη ελληνική, στον Εύξεινο Πόντο, αποικία των Σινωπέων
στη χώρα των Κόλχων. Εδώ μείνανε τριάντα μέρες περίπου σε χωριά των Κόλχων και
λεηλατούσαν την Κολχίδα. Τρόφιμα προσφέραν στον στρατό οι Τραπεζούντιοι και
δέχτηκαν τους Έλληνες στην πόλη και τους έδωσαν ακόμη δώρα φιλοξενίας, βόδια,
κριθαρένιο αλεύρι και κρασί...».
Κι ύστερα όλα σκοτείνιασαν. Επάνω στη σκηνή της Ιστορίας
φάνηκαν οι Τούρκοι.
Από
τα βάθη της Ανατολής ξεκίνησε ο όλεθρος κι αφάνιζε το κάθε τι με σίδερο και με
φωτιά. Στις σπηλιές, στα δάση, στα φαράγγια τούτων των βουνών και προ πάντων
στ’ αρχαία μοναστήρια έφυγε και τρύπωσε αλαφιασμένος ο ελληνισμός για να σωθεί απ’ τη Θεομηνία. Ηταν τότε που πάρθηκε η Πόλη κι απλώθηκε στη γη του Πόντου ο
θρήνος:
Ν’ αοιλοί
εμάς, να βάι εμάς
πάρθεν η Ρωμανία
μοιρολογούν τα εγκλησίας
κλαίγνε τα μοναστήρια.
πάρθεν η Ρωμανία
μοιρολογούν τα εγκλησίας
κλαίγνε τα μοναστήρια.
Τελευταίο οχυρό του Ελληνισμού έμενε τώρα πια εκεί στην
άκρη του Ευξείνου η αυτοκρατορία των Κομνηνών, ενώ ο Πορθητής δούλωνε ακόμα και
τον Μωρηά. Σπάραζε από αγωνία η Τραπεζούντα απομονωμένη, κι ο μονοκέφαλος αετός
των Κομνηνών της φτεροκοπούσε κι έγερνε σε λίγο χτυπημένος, καθώς ο βασιλιάς
της Δαυίδ ο Κομνηνός παράδινε με συνθηκολόγηση την δοξασμένη πρωτεύουσά του
-για να μη γίνει μάταιη κι άδικη σφαγή- κι ενώ έφυγε μ’ όλους τους δικούς του
προς την Θράκη, προστατευμένος απ’ τις συνθήκες του με τον Μωάμεθ, σε λίγα
χρόνια τον προσκαλούσαν πάλι πίσω στην σκλαβωμένη βασιλεύουσα:
- Γίνεσαι Τούρκος;
Αν άλλαζε την πίστη του, του είπαν, θα γλύτωνε τη ζωή του
κι εκείνος, βέβαια, είπε όχι και τότε σφάξαν και τον ίδιο και τους γιους του
και κυνήγησαν όλο το βασιλικό του σόι για να μη μείνει ίχνος απ’ το σπέρμα των Κομνηνών
σ’ όλο το παντοδύναμο δοβλέτι.
Όμως -λέει η Ιστορία- δεν έσκυψε αμέσως το κεφάλι το κράτος
της Τραπεζούντας κι άγνωστο πώς, δυο κόρες του βασιλιά Δαυίδ είχαν ξεμείνει στην
πρωτεύουσα:... «Η μία τούτων, μας ιστορεί ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης
στο βιβλίο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», την οποίαν τα εγχώρια άσματα των
μεταγενεστέρων αποκαλούσι απλώς «βασιλοπούλαν», υπολειφθείσα κατά την
αναχώρησιν εκ Τραπεζούντος της βασιλικής οικογενείας, εκλείσθη μετά των υπασπιστών
αυτής εις τον επί της ανατολικής πλευράς των ανακτόρων πανύψηλον πύργον, τον
επί κρημνώδους κατωφερείας προς τον παραρρέοντα ποταμόν υψούμενον, κι από
τούτου αμυνθείσα επί διήμερον, όταν είδε τους πιστούς της πεσόντας και πάσαν
ελπίδα απολεσθείσαν, έρριψεν εαυτήν από του πύργου εις το ιλιγγιώδες χαίνον
κενόν και ετερμάτισε τον βίον, άσπιλος και ελεύθερα. Η άλλη ήτο η θυγάτηρ του
Δαυίδ Άννα, την οποίαν υπεχρεώθη ούτος ν' αφήση σύζυγον του Μωάμεθ...».
Αλλά στα 1902 που επισκέπτεται την
Τραπεζούντα ο Αθηναίος λόγιος Κ. Παπαμιχαλόπουλος, έχει γίνει -μέσα στα τριάντα
χρόνια που μεσολαβούν- ένα τεράστιο άλμα προόδου και στη θέση του παλιού
εκείνου μικρού και αιωνόβιου Φροντιστηρίου υψώνεται ένα θεόρατο κτίριο που
μόλις έχει τελειώσει. Να πώς το περιγράφει ο Αθηναίος συγγραφέας:
Δια τοιουτων εισφορών ανεγείρονται τοιαύτα
εκπαιδευτήρια και συντηρείται η εν αυτοίς παρεχομένη δαψιλής και υγιεινή
πνευματική τροφή. Και ταύτα πάντα, διότι οι Τραπεζούντιοι ουδέποτε
επιλανθάνονται ότι οικούσι πόλιν ιστορικήν, πόλιν ένδοξον, πόλιν επιφανείσαν εν
τη ιστορία προ είκοσι και πέντε αιώνων και επέκεινα, πόλιν έχουσαν και νυν έτι
εν συνεχεία προορισμόν υπέρ της διαδόσεως των φώτων, της παιδείας και του εξ
αυτών πολιτισμού. Εύγε τοις Τραπεζουντίοις!...».
Και προσθέτει αλλού: «Αλλ’ η αντίστασις
της ενδοχώρας δεν περιωρίζετο εις μόνον την παθητικήν άμυναν, ενίοτε
μετετρέπετο εις επιθετικήν, προς εκδίκησιν και ανάκτησιν των απολεσθέντων.
Η
παράδοσις διαιωνίζει και οι ιστορικοί ημέτεροι τε και Τούρκοι, αναγράφουσιν
ότι μετά την άλωσιν οι άνδρες των φρουρών Ματσούκας επιτεθέντες κατά των
τουρκικών φρουρών Παρασκευήν τινα, καθ’ ην ώραν οι Τούρκοι ευρίσκοντο εις τα
τεμένη, αφώπλισαν αυτάς και κατέλαβον την πόλιν.
Αλλ’ αντεπιτεθέντες οι Τούρκοι
κατώρθωσαν να εκτοπίσωσι τους ημετέρους και αποκαταστήσωσι την κυριαρχίαν
των.
Η μάχη διήρκεσεν επί τρίωρον το δε ιπποδρόμιον της πόλεως εν ω συνεκροτήθη
ωνομάσθη εκ ταύτης υπό των Τούρκων «Γκιαούρ μεϊντάν», ήτοι πεδίον των
απίστων...
Πλείον των άλλων αντέστησαν τα φρούρια Παλαιοκάστρου εν Χαψή-κιοϊ
και Κορδύλης προς δυσμάς των Πλατάνων, η δε ορεινή περιφέρεια της Ματσούκας και
Χαλδείας και μετά την υποδούλωσιν διετήρει εσωτερικήν τινα αυτοδιοίκησιν,
εκλέγουσα τους προεστούς και διοικητάς αυτής και έχουσα το βάρος της δουλείας
μάλλον ανώδυνον...».
Η κύρια αντίσταση, ωστόσο, τούτους τους
καιρούς που εξαπολύθηκε το σίδερο και η φωτιά από τους πιστούς του Αλλάχ σ’
όλο τον Πόντο, ήταν η καρτερία της ψυχής. Μπορεί να είχαν ερημωθεί οι πολιτείες
και τα χωριά, μπορεί τα τρομαγμένα πλήθη των χριστιανών να έφευγαν από
στεριές και θάλασσες και να σκορπιζόντουσαν όπου μπορούσαν στον έξω κόσμο, αλλά
ήσαν και πολλοί που έπαιρναν τα βουνά και κρυβόντουσαν ανάμεσα εκεί,
«εν τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης», μακριά από το μαχαίρι του δυνάστη
οι άντρες, κι απ’ το μολεμένο χαρέμι οι γυναίκες.
Εκεί φύλαγαν την πίστη τους επί αιώνες,
ενώ άλλοι, χιλιάδες χιλιάδων, τούτοι, έπαιζαν το παιχνίδι της διπλής
ζωής, που το δαιμόνιο της φυλής βρήκε τις τραγικές εκείνες ώρες, για
να σώσει απ’ τον αφανισμό την πνευματική κληρονομιά και την θρησκεία
των πατέρων. Ήσαν εκείνοι οι «Κλωστοί» -κρυπτοχριστιανοί- που καμωνόντουσαν
τάχα πως τουρκεύουν κι έτσι αποχτώντας προνόμια και δύναμη ίση με τους
μουσουλμάνους, προστάτευαν τους δύστυχους ραγιάδες σε ώρα ανάγκης.
Τράβηξε ο Πόντος πάμπολλα δεινά και ζούσαν
λίγο υποφερτά μόνο εκείνοι από τους ραγιάδες που κρίνονταν χρήσιμοι για το
δοβλέτι, οι τεχνίτες κάθε είδους και προ πάντων οι μεταλλουργοί,
που ήξεραν την τέχνη να βγάζουν από τη γη τ’ ασήμι και τ’ άλλα
μεταλλεύματα, για να μαζεύεται ο παράς στ' αχόρταγα ταμεία του
σουλτάνου. Οι άλλοι, ο πολύς λαός, μαρτυρούσε στη δούλεψη των αφεντάδων, που
όλο και έβρισκαν καινούργιους τρόπους για να χειροτερεύουνε τα
βάσανά τους, που αρχή είχαν και τελειωμό δεν είχαν.
Υπήρχαν, όμως, κι άλλοι Έλληνες που ακόμα
και τους χειρότερους καιρούς των Τούρκων τιμαριούχων -«τερεμπέηδων»- δεν τους
έλειψε το πολεμόχαρο πνεύμα και σήκωναν τα όπλα:
«Κατά την περίοδον αυτήν -μας λέει ο ίδιος
συγγραφέας- οι απηνείς διωγμοί των χριστιανών δημιούργησαν συν τοις
άλλοις και την εν όπλοις αντίδρασιν ενίων εξ αυτών, κυρίως εις τας περιφερείας
των Σταυροπηγιακών μονών του Πόντου και των μεταλλείων Χαλδείας, ούτω δε
προήλθε η τάξις των «κλεφτών» ή ανταρτών, η οποία απετελέσθη από τους
σκληρότερους και ανδρειότερους νέους του ελληνισμού.
Ούτοι μη ανεχόμενοι τους παρά των τερεμπέηδων
εξευτελισμούς και τας κατά του οικογενειακού ασύλου προσβολάς των συγγενών και
ομαιμόνων, εγκατέλειπαν τα ειρηνικά έργα και τας οικίας αυτών και εισήρχοντο
πάνοπλοι εις τα δάση πετώντες από βουνόν εις βουνόν και από χαράδρας εις
χαράδραν και επιτιθέμενοι κατά των οργάνων των τερεμπέηδων εις περιστολήν των
εις βάρος του έθνους ατιμιών και κακρυργημάτων. Αι μοναί και τα μέγαρα των
αρχιμεταλλουργών εχρησίμευον ως πρόσφορα κρησφύγετα και απαρατήρητα ορμητήρια
αυτών».
Περνάνε οι αιώνες βαριά συννεφιασμένοι
επάνω απ’ τη Χριστιανοσύνη της Τουρκιάς, αλλά κάποτε το μαχαίρι
φτάνει στο κόκκαλο, σαλεύουν οι λαοί που ζούνε στη σκλαβιά, παίρνει η Ελλάδα με
το σπαθί τη λευτεριά της κι ύστερα κεντρίζεται και το φιλότιμο των βασιλιάδων
της Ευρώπης κι οι τσάροι δείχνονται προστάτες της Ορθοδοξίας.
Οι πόλεμοι των σουλτάνων δεν βγαίνουν σε
καλό και το δοβλέτι βρίσκεται κουτσουρεμένο, ενώ στον Πόντο η ρωμιοσύνη όχι
μονάχα δεν χάθηκε στο μεταξύ απ’ τους κατατρεγμούς, αλλά και φούντωσε, ξεθάρρεψε
σιγά-σιγά και ροβολώντας απ’ τα βουνά ξεχύθηκε κι απλώθηκε πάλι σ’ όλα τα
παράλια και γέμισε πέρα για πέρα τις πολιτείες και τα χωριά.
Στα 1860, ο σουλτάνος θέλοντας
να προλάβει τις επεμβάσεις της Ευρώπης για τα όσα έπραξε σε βάρος των
Χριστιανών, αποφασίζει να φανεί πολιτισμένος κι ύστερα από πολλά
παραδέχεται να δώσει λευτεριά συνείδησης και πίστης σ’ όλα τα έθνη
και τις φυλές που ζουν κάτω απ’ τον βαρύ του ίσκιο στην βάρβαρη αυτοκρατορία.
Τόσο τον έχουν στριμώξει οι Δυνάμεις, ώστε υποχωρώντας στις πιέσεις τους
συμφωνεί να γίνει μια διεθνής επιτροπή στην Τραπεζούντα, που βγάζει μια
διακήρυξη ότι ο καθένας στην Τουρκιά είναι λεύτερος να δηλώσει την
πίστη και το έθνος του και να καταγραφή στα καινούργια ληξιαρχικά βιβλία του
κράτους.
Και τότε τρίβουν τα μάτια τους οι Τούρκοι.
Όχι μονάχα χιλιάδες χιλιάδων «γκιαούρηδες» μαζεύονται και δηλώνουν θαρρετά την
πίστη και το έθνος τους, αλλά κι άλλες χιλιάδες δικοί τους -αυτούς που
νόμιζαν μουσουλμάνους- έρχονται και το λένε άφοβα:
- Χριστιανοί!
Κι αν ήσαν μόνο αυτοί! Ένα σωρό μολάδες
πετούσαν τα σαρίκια και δήλωναν πως ήσαν παπάδες χριστιανοί! Και να το θαύμα
της Ανάστασης:
«Αρχομένου του εικοστού αιώνος, λέει ο
ιστορικός, ο Πόντος επανέκτησε και προσέλαβε σχεδόν την προ πέντε αιώνων
γνησίαν ελληνικήν μορφήν και όψιν αυτού.
Πανταχού της χώρας συνήντα τις
ελληνικές πόλεις μετά μεγαλοπρεπών και επιβλητικών δημοσίων κοινοτικών και
ιδιωτικών κτιρίων, ωραίων ναών, ευαγών εκπαιδευτηρίων, βιβλιοθηκών, λεσχών,
αναγνωστηρίων, τεχνουργείων, καταστημάτων και εν γένει παντός χαρακτηριστικού
ακμής φιλοπροόδου κοινωνίας.
Εν τη υπαίθρω χώρα τοσαύτη επετεύχθη πρόοδος και
επί τοσούτον κατωρθώθη η ελληνική αποκατάστασις, ώστε ενόμιζέ τις ότι
επραγματοποιήθη ο περί Δευκαλίωνος μύθος και ο ελληνισμός εφύετο εκ της γης.
»Οι Έλληνες παρητούντο ήρεμα πλην στερρώ
τω ποδί των κρησφυγέτων αυτών και εκτοπίζοντες τους Τούρκους από τα κτήματα
και τας κατοικίας ας εξηγόραζον, εγκαθίσταντο εις την κληρονομιάν των πατέρων
των, διότι ούτοι εργαζόμενοι απέκτων, ενώ εκείνοι ειθισμένοι εις την
ανατολικήν ραστώνην και εστερημένοι νυν των από των κόπων και της εργασίας των
Χριστιανών απολαύων, εμειούντο διαρκώς και υπεδουλούντο οικονομικώς...».
Ήσυχη και χαρούμενη κυλά τώρα η ζωή σ’ όλο
τούτο τον χώρο -ψηλά στα βουνίσια τα χωριά και κάτω στα καμπίσια- χαρούμενοι
απλώνονται οι κάμποι ολούθε και δέχονται γελαστοί τον μόχθο του αγρότη.
Ατέλειωτες καρπίζουνε οι φουντουκιές, όσο παίρνει το μάτι, οι μυρωδάτες
λεμονιές, ολόχρυσα προβάλλουνε τα πορτοκάλια στον ήλιο, και μέσα στα χωράφια,
σωστή ευλογία Θεού, τα
στάρια, τα καλαμπόκια, τα καπνά, τα
ζουμερά καρπούζια και τα πεπόνια.
Χώνεται το αλέτρι εδώ, σπέρνει το χέρι
εκεί, μαζεύονται τα φουντούκια με τραγούδια και πέρα εκεί, χωμένες μέσα στα
στάχυα θερίζουν οι κοπελιές, γίνεται ο μόχτος τους έρωτας και τραγούδι.:
Σ’ σον Αηλίαν αφκά κεκά
θερίζ’ τ'’ εμόν τ’ αρνόπον
και ντ’ έμορφα και νόστιμα κρατεί το
δρεπανόπον.
Με αλλά λόγια:
Κάτω εκεί στον Αηλιά η αγάπη μου θερίζει,
τι όμορφα και νόστιμα κρατάει το δρεπάνι.
Χρόνια και χρόνια ποτίζει με τον ιδρώτα
του ο Πόντιος δουλευτής τούτη τη γη που την ευλόγησε ο ιδρώτας και το αίμα των
προγόνων -είναι δεμένος με δαύτη- σε τούτα τα χώματα γεννιέται, εδώ πεθαίνει,
φεύγει η μια γενιά κι έρχεται η άλλη, καθώς αργοδιαβαίνουν οι αιώνες και
γράφουν την πανάρχαια και πολυτάραχη ιστορία τούτου του ελληνισμού, που η
φύτρα του κρατά από την Ιωνία και την αρχαία Ελλάδα. Είναι ένας ολόκληρος λαός
τούτος εδώ που άντεξε στον Τούρκο και ζει με τις χαρές του, με τις έγνοιες του,
με την δουλειά του και με το σκόλι -λαός ελληνικός- ολούθε οι εκκλησιές του,
ολούθε τα σχολειά του, ακόμα και στο πιο μικρό χωριό.
Δεν έχει τούτους τους καιρούς όχτρητα με
τον Τούρκο. Στα πανηγύρια του που ζώνονται τα παλληκάρια των χωριών τα άρματά
τους έρχονται κι οι γειτόνοι Τούρκοι να χορέψουν, μόνο να
μη ζυγώσει Τούρκος Ελληνίδα κοπελιά, γιατί τότε σηκώνονται τα
τουφέκια και αστράφτουνε οι κάμες.
Όμως το ξέρουνε οι Τούρκοι ντεληκανλήδες
και δεν ζυγώνουν, μόνο πασχίζουν να δείξουν κι αυτοί την τέχνη τους,
σταυρώνουνε τις κάμες καθώς χορεύουνε την «σέρα», λεβέντικα, περήφανα, και
σειούνται αντρίκια καθώς γονατίζουνε ζερβά, δεξιά, χοροπηδώντας -χα, χααα!-
για να θαυμάσουν κι οι κοπέλες κι οι άντρες. Πολλοί είν' εκείνοι που πάνε το
Δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι της Παναγιάς της Σουμελά, όχι μονάχα για να
γλεντήσουν με τους γκιαούρηδες, αλλά και για να δουν καλό απ’ την θαυματουργήν
εικόνα, που ξέρουν ότι βρίσκεται κρυμμένη εκεί στο μαύρο βουνό, μέσα στα
σπλάχνα της πέτρας.
Αλλά είναι κι οι άλλοι Ρωμιοί που λείπανε
απ’ το χωριό τους -χρόνια και χρόνια μετανάστες στην Ρωσία- και νάσου που
γυρίζουν φορτωμένοι με πλούτη,
ρούβλια πολλά και ρούσικες συνήθειες, χαρά και αγαλλίαση στους χωριανούς, γιατί πολλά απ’ τα λεφτά τους θα πέσουν στα σχολειά και σ’ έργα πολιτισμού του τόπου. Με σεβασμό και με ταπεινοσύνη θάρθει να τους καλωσορίσει κι ο αγάς.
ρούβλια πολλά και ρούσικες συνήθειες, χαρά και αγαλλίαση στους χωριανούς, γιατί πολλά απ’ τα λεφτά τους θα πέσουν στα σχολειά και σ’ έργα πολιτισμού του τόπου. Με σεβασμό και με ταπεινοσύνη θάρθει να τους καλωσορίσει κι ο αγάς.
-Χος κελντίν, Γιωργάκη εφέντη.
-Χος μπουλντούκ, Μεμέτ αγά μου.
Θα του πετάξει ο Γιωργάκη
εφέντης και μερικές ρούσικες λέξεις, ύστερα θα στρώση τον σοφρά για το ουζάκι,
θάρθουνε τα φαγιά απανωτά, θα φάει και θα πιει ο αγάς,
θα πάρει και τα μπαχτσίσια του στο τέλος, όλος ευγνωμοσύνη μπροστά
στον πλούσιο γκιαούρη, θα σκύψει ταπεινά, θα χαιρετήσει και
θα φύγει.
Απ’ τα χωριά τούτα πιο πέρα, και πιο βαθιά
στο Νότο, απλώνονται άλλες πολιτείες - η Αργυρούπολη, έξαφνα, η γνωστή
Κιουμουσχανά, με τα σπουδαία μεταλλεία του ασημιού της όπου δούλευαν άλλοτε
τεχνίτες φημισμένοι απ’ τα γύρω κι όπου το χρήμα μαζί με την ευσέβεια της
ρωμιοσύνης έστησε τις πλούσιες εκκλησιές και τα σχολειά της.
Και να προς τα παράλια, χαμογελάνε στη
γαλάζια θάλασσα σειρά από δροσόλουστες πολιτείες του Ευξείνου, άλλες κρυμμένες
μέσα σε κόλπους, άλλες γερμένες ντερμπεντέρικα στα πόδια των βουνών, που
ροβολώντας προς τ’ ακρογιάλια, αλλού ημερεύουν κι απλώνονται σε κάμπους κι
αλλού κρατούν πεισματικά την περηφάνια τους και χώνονται μέχρι βαθιά
στη θάλασσα, που κάποτε τ’ αγκαλιάζει καλοσυνάτα και κάποτε θυμώνει,
αφρίζει και τα χτυπά με βρόντους.
Κάθε πόλη και ιστορία, κάθε χωριό και
κάποια θύμιση απ’ την Αρχαία ή Βυζαντινή Ελλάδα - ονόματα ελληνικά ολούθε. Ο
Σάββας Ιωαννίδης σημειώνει στο βιβλίο του «Ιστορία και στατιστική της
Τραπεζούντος», στα 1870:
«Ουδεμία άλλη χώρα ελληνική υπάρχει ήτις διετήρησε τας
αρχαίας και ελληνικάς αυτής ονομασίας. Ούτε και αυτή η Ελλάς όσον και αν
επανέφερε τας αρχαίας ονομασίας, πάλιν δύναται να έχη όσας αύτη
ακόμη διετήρησε και τούτο ου μικράν ευχαρίστησιν παρέχει. Ομοίως δε ετέραν
ευχαρίστησιν, ότι όπου τις εις ταύτα τα μέρη και αν διευθυνθή πανταχού ευρίσκει
μόνον Έλληνας οίτινες είτε εκ παραδόσεως είτε εκ φιλοστόργου περιεργείας
δύνανται το κατά δύναμη να φωτίζωσι φιλοτίμως τους τα τοιαύτα ερευνώντας, ενώ
αν ερωτήση τις αλλοεθνή τινά ούτε γνώσιν των περί αυτόν έχει.
»... Η δε Τραπεζούς κειμένη μεταξύ ένθεν και ένθεν
ωραίων και κατάφυτων λόφων και κοιλάδων και έχουσα έμπροσθεν μεν το εκτεταμένον
Ποντικόν πέλαγος, όπισθεν δε τα κατά μικρόν υψούμενα όρη, καθίσταται μία των
ωραιοτέρων του Ευξείνου Πόντου πόλις. Και των μεν μωαμεθανών κατοίκων της οι
ευγενείς είναι υπάλληλοι και ολίγιστοι έμποροι, οι δε λοιποί εις βάναυσα και
διάφορα επιτηδεύματα και την γεωργίαν, αλλά ταύτην κακώς έχουσαν. Οι
δε Έλληνες το πλείστον είναι έμποροι και ενασχολούμενοι εις τας διαφόρους
τέχνας και ολίγιστοι ναυτικοί και γεωργοί. Υπάρχουν δε εν Τραπεζούντι τέσσαρα
αλληλοδιδακτικά σχολεία δημόσια, δύο παρθεναγωγεία και η ελληνική σχολή ήτις εξ
αμνημονεύτων χρόνων «Φροντιστήριον» καλείται, και άλλα τινά ιδιωτικά
σχολεία...».
Κ. Παπαμιχαλοπουλος |
«...Περί του Φροντιστηρίου γινομένου λόγου
σταματώ προ αυτού μετά συγκινήσεως, μετά βαθυτάτης και ειλικρινούς εκτιμήσεως
προς τους Τραπεζουντίους, μετ’ ευγνωμοσύνης ως ομοεθνής και τέλος ως φίλος των
γραμμάτων, μετά τιμής προς τα απαράμιλλα αισθήματα της φιλομουσίας και
γενναιοδωρίας αυτών.
Από του έτους τούτου το περίλαμπρον τούτο
και ύπατον Διδακτήριον καθ’ άπαντα τον Πόντον, το αιωνόβιον Φροντιστήριον,
εκτήοατο ίδιον ίδρυμα, άξιον της υψηλής αποστολής αυτού υπέρ των γραμμάτων, της
παιδείας και του καθόλου πολιτισμού. Το οικοδόμημα του Φροντιστηρίου καθ’
άπαντα τον ελληνικόν κόσμον των γραμμάτων, εξαιρουμένων μόνον του Εθνικού
Πανεπιστημίου και του Μετσοβίου Πολυτεχνείου, δύο μόνον ετέρων ελληνικών
διδακτηρίων εν όλη τη Τουρκία, έρχεται δεύτερον:
Της μεγάλης του Γένους Σχολής και του
Ζαππείου της Κωνσταντινουπόλεως. Κτισθέν κατά λαμπρόν σχέδιον δοκιμωτάτου
Τραπεζουντίου αρχιτέκτονος, του κ. Αλεξ. Κακουλίδου, επιθαλάσσιον, τετραώροφον,
περιλαμβάνει τεσσαράκοντα περίπου αιθούσας και δωμάτια. Οικοδομήθη καθ’
όλους τους κανόνας της υγιεινής και της παιδαγωγικής, καταλλήλως φωτιζόμενον,
πληρέστατα αεριζόμενον και δι’ υποκαύστων (calorifer) θερμαινόμενον. Δια την
κατασκευήν αυτού εδαπανήθησαν 12.000 λίραι Τουρκίας.
Το δε ποσόν τούτο θ’ ανήρχετο εις 15.000
εάν μη εχορηγείτο υπό της τουρκικής κυβερνήσεως προστατευτικώς ελάττωσις των
δασμών επί των εισαγομένων προς αγοράν επίπλων και οργάνων φυσικής και χημείας
λίραι 1.000 και επέκεινα.»
Αλλά πόθεν, λοιπόν -συνεχίζει- λαμβάνονται τα μεγάλα ταύτα ποσά, άτινα κατ’ έτος προσαυξάνονται και εξογκούνται κατά 2.100-2.200 λίρας, όσας απαιτεί η συντήρησις πάντων των εν Τραπεζούντι σχολείων;
Αλλά πόθεν, λοιπόν -συνεχίζει- λαμβάνονται τα μεγάλα ταύτα ποσά, άτινα κατ’ έτος προσαυξάνονται και εξογκούνται κατά 2.100-2.200 λίρας, όσας απαιτεί η συντήρησις πάντων των εν Τραπεζούντι σχολείων;
Η φιλομουσία, η φιλοτιμία, η γενναιοδωρία και γενναιοφροσυνη των Τραπεζουντίων, επαρκεί εις πάντα ταύτα.
Της δια το Φροντιστήριον δαπάνης τας μεν 2.000 λίρας τέοοαρες μόνον φιλογενείς
άνδρες κατέβαλον, έκαστος ανά 500, το δε λοιπόν ποσόν συνεπλήρωσαν οι άλλοι
Τραπεζούντιοι, οι τε τη πόλει οικούντες και οι εν ταις παρακαυκασίαις πόλεις
και κώμαις της Ρωσίας αποδημούντες, δι’ εθελουσίου εράνου 100, 80, 50 ή
ολιγωτέρων λιρών έκαστος...
Φροντιστήριο Τραπεζούντας |
Ο σοφός και γλαφυρότατος συγγραφέας αφού
περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την πόλη κι ύστερα τις εκδρομές του στις Μονές
της ενδοχώρας, παρέχοντας άφθονες ιστορικές πληροφορίες, αναφέρεται στις
εγκάρδιες γνωριμίες του με τους Έλληνες επιστήμονες ή εμπόρους όπως και με τους
Τούρκους επισήμους για να καταλήξει στο προάστιο Σοούκ Σου:
«...Τέλος την μεσημβρίαν της τελευταίας
ημέρας, γράφει, επεφυλάσσετο ημίν η υστάτη και από του υπερτάτου μέρους της
Τραπεζούντος απολαυστή εύχαρίστησις. Ο εν τη ωραία επαύλει του Σοούκ Σου
κατοικών φίλτατος ιατρός κ. Παπαδόπουλος εκάλεσεν ημάς εις αποχαιρετιστήριον
γεύμα, εις ο παρεκάθησαν και άλλοι εκλεκτοί φίλοι.
Η από της μαγευτικής ταύτης θέσεως άποψις
και θέα ην απερίγραπτος. Κείται περί τα 320 μέτρα υπέρ την θάλασσαν, ενώ τα
μέχρι της θαλάσσης μέρη αποτελούσιν ένα συνεχή κήπον μετά πόλεως
αναμεμιγμένον, ή πόλιν συμπεπλεγμένην μετά κήπων και δένδρων ευθαλεστάτων.
Περαιτέρω η ευρεία και ατμώδης σήμερον έκτασις
του Ευξείνου Πόντου, πέραν δε τούτου εν τω αχανεί,όπου ο Καύκασος,
ο υψώνων ουρανογείτονα κεφαλήν νομίζει τις ότι βλέπει τον Στρόβιλον
εκείνον, την υψίστην δηλαδή κορυφήν του Καυκάσου εις ύψος 5.650 μέτρων, εφ’ ης
προσεπασσαλώθη ο Προμηθεύς δια την προς τους ανθρώπους ευεργεσίαν.
Ένθεν δε πάλιν, δεξιώτερον, τα υπέρ την
Τραπεζούντα όρη και μεταξύ του ανοίγματος τούτων, ως μικρόν στίφος λευκών περιστερών
επί του βράχου, εις την επτάωρον απόστασιν ο Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας επί
της γιγαντώδους πέτρας αυτού».Και καταλήγει δίνοντας μια ιδέα για τις
περιποιήσεις των Τούρκων:
Μετά το χαριέστατον και ανεπίληπτον εκείνο
γεύμα, κατήλθομεν εις την πόλιν επί των αυτών αμαξών και αποχαιρετίζοντες ένθεν
κακείθεν, κατέβημεν εις την παραλίαν, συνοδευόμενοι υπό πλείστων φίλων και
γνωρίμων ημών. Εκεί ανέμενε η εξάκωπος λέμβος της Α. Εξοχότητος του Γενικού
Διοικητού, τη φιλόφρονι μερίμνη αυτού τεθείσα εις την διάθεσιν ημών και
διεβίβασεν ημάς εις την εύγραμμον «Ιωνίαν».
Και ενταύθα συνοδεύει ημάς αληθής
ανθοδέσμη φίλων. Μετά μικρόν δε ο εν τη ιδιαιτέρα υπηρεσία της Α.Ε. λογιώτατος
Τούρκος υπάλληλος Μουσταφά Ασσήμ εφένδης διεβίβασεν ημίν τους χαιρετισμούς του
Βαλή και τας ευχάς αυτού υπέρ του αισίου ταξιδιού ημών.»Από του καταστρώματος
του πλοίου απολαύω αύθις της ωραίας θέας της καλής Τραπεζούντος... Χαίρε η
ωραία πόλις του Πόντου! Χαίρε Τραπεζούς!...».
Ταξιδεύοντας προς τα δυτικά, άλλες πόλεις
προβάλλουν, γεμάτες κι αυτές ελληνισμό, Ελεβή, Τρίπολη, Κερασούντα. Η
τελευταία πήρε τ’ όνομά της -λένε- απ' τους γελαστούς της κερασόκαμπους κι από
κει ο καλοφαγάς κι αχόρταγος εκείνος Λούκουλος έφερε το κεράσι στην Ευρώπη.
Πιο πέρα η Ορδού -τ’ αρχαία Κωτύωρα- όπου
το ίδιο χαρούμενα ζει και δουλεύει ο ελληνισμός κι αναθυμάται την ιστορία της
πόλης του: Εδώ ο Ξενοφών με τους Μυρίους του είχε φασαρίες γιατί ενώ στην
Κερασούντα τον καλοδέχτηκαν και φίλεψαν τους άντρες του, οι ζόρικοι εκείνοι
Κωτυωρίτες του στήσανε καυγάδες αλλά στο τέλος με την παρέμβαση της μητρόπολης
Σινώπης απόχτησε τα καράβια που του χρειαζόταν για να σαλπάρει, επί τέλους,
προς την Ελλάδα.
Αλλά και ποια απ’ τις πόλεις τούτες δεν
έχει ν’ αναθυμηθεί σελίδες απ’ την Ιστορία; Να η όμορφη Οινόη και πιο δυτικά
ακόμη ο Τσαρσαμπάς, η αρχαία Θεμίσκυρα, πατρίδα των Αμαζόνων, όπου -θυμίζει ο
Γ. Κ. Ανδρεάδης στο βιβλίο του «Ο Πολιτισμός του Πόντου»- «Αρεως μεν το παλαιόν
ήσαν θυγατέρες, οικούσαι δε παρά τον Θερμόδοντα ποταμόν, μόναι μεν ωπλισμέναι
σιδήρω των περί αυτάς, πρώται δε πάντων εφ’ ίππων αναβάσαι... ενομίζοντο μάλλον
άνδρες ή δια την φύσιν γυναίκες». Κι ο ίδιος συγγραφέας μιλώντας και για την
πάρα πέρα Αμισό, μας εξηγεί:
«Ήταν αποικία των Μιλησίων και έπειτα των
Αθηναίων, οι οποίοι της έδωσαν το όνομα Πειραιεύς.Έχει πλήθος
ερειπίων...».όμως, κουραστικό ν αραδιάσω όλες τις πόλεις - το ίδιο βράζει σ’
όλες αυτές, παράλιες και μεσόγειες, η ρωμιοσύνη, εργατική, ακούραστη, κρατώντας
στα χέρια της το εμπόριο του τόπου κι ανοίγοντας όλο και νέους δρόμους προόδου,
στέλνει άλλα απ’ τα παιδιά της στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας που βγάζει
τους δασκάλους κι άλλα στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Ευρώπης, για να τα
πάρει πίσω επιστήμονες.
Βρίσκεται σ’ επαφή με το εμπόριο του έξω
κόσμου κι ακόμα φτιάχνει τους καπετανέους της που ψήνονται στην αρμύρα και τις
φουρτούνες του Ευξείνου και κουβαλάνε βιος και χρήμα απ’ τα ταξίδια τους. Έτσι
ήταν τότε. Ύστερα ήλθαν οι Νεότουρκοι και πάλι σκοτείνιασαν όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου