Ενώ τα τελευταία ίχνη της κλασικής Ιωνίας εξαφανίστηκαν από
την Ασία, η μητέρα πατρίδα, υποδεχόμενη πίσω τους απογόνους των πρώτων
αποικιστών, μετά από 3.000 χρόνια, απέκτησε ένα εύρωστο παραγωγικό δυναμικό που
αναζωογόνησε τη γεωργία και, επιπλέον, δέχτηκε μια σπουδαία εισροή βιομηχανικών
εργατών, που έφεραν μαζί τους τις τέχνες της μεταξουργίας, της ταπητουργίας
και της κεραμικής.
Όσο για το ανθρώπινο κόστος που είχε αυτό το μεγάλο
μεταναστευτικό κύμα, με συντηρητικούς υπολογισμούς έφτασε τις 300.000 ζωές, που
χάθηκαν από επιδημίες και κακουχίες, ενώ οι υλικές απώλειες ξεπέρασαν τα
100.000.000 δολάρια ΗΠΑ.
Το χειμώνα του 1924 τα παλιρροϊκά κύματα των προσφύγων, που
κράτησαν δύο χρόνια, κόπασαν. Τώρα μπορούσες να περπατήσεις στις ακτές της
Εγγύς Ανατολής σαν ύστερα από μεγάλη καταιγίδα και να παρατηρήσεις τις αλλαγές
που είχαν σημειωθεί. Υπήρχε η Θεσσαλονίκη, με την προκυμαία της γεμάτη δεμένα
στη σειρά καλοφτιαγμένα τουρκικά σκαριά, αρχαία σαν την Τροία, που θα μετέφεραν
τους τελευταίους επιβάτες της ανταλλαγής.
Οι τελευταίοι χριστιανοί έφηβοι που
μόλις είχαν φτάσει κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια τους τελευταίους μωαμεθανούς
εφήβους που έφευγαν. Η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν αδύνατη. Οι Έλληνες μιλούσαν μόνο τουρκικά, ενώ οι Τούρκοι μόνο
ελληνικά. Στην κατακαμένη ετοιμόρροπη πόλη είχαν ήδη αρχίσει να ξεφυτρώνουν
τσιμεντένια προάστια για τη στέγαση 25.000 Ελλήνων.
Η εργατικότητα και το
δαιμόνιο του Έλληνα φαίνονταν παντού, έστω και μόνο από τα λίγα καρύδια και
πορτοκάλια πάνω σε ένα χαρτοκιβώτιο στη μέση της μουντής διαδρομής μέσα από τα
αντίσκηνα του προσφυγικού συνοικισμού.
Υπήρχε, ακόμη, η Καβάλα. Στα μπερδεμένα σοκάκια της είχαν
στοιχειώσει τα λευκά φαντάσματα των έρημων μιναρέδων. Στις καπναποθήκες
ξεφόρτωναν το «υπέρβαρο» των προσωρινά στεγασμένων προσφύγων για να
αποθηκεύσουν τις νιόφερτες φουρνιές των 40.000 αγροτών εποίκων.
Οι νεόφερτοι
τελευταίοι πρόσφυγες στρατοπέδευαν σε ακαλλιέργητους κάμπους από όπου περνούσε
η αρχαία Εγνατία. Εδώ, έχοντας μια τέντα πάνω από το κεφάλι τους, κρεβάτια,
σκεπάσματα, σπόρους, στην παγωνιά και στον καθαρό αέρα, έδειχναν εύθυμοι και
δημιουργικοί. Οι φούρνοι τους ήταν μικρές λιθοστρωμένες κοιλότητες στις
πλαγιές των λόφων. Το μπακάλικό τους είχε φτιαχτεί από καλαμωτή, λάσπη, ασβέστη
και κιβώτια. Ένας ξύλινος αυτοσχέδιος πάγκος με το μύλο του καφέ και ένα μπουκάλι
ρακί πάνω σε ένα άλλο χαρτόκουτο από τρόφιμα ήταν ο εξοπλισμός του υποτυπώδους
καφενείου τους.
Η Αθήνα, σχεδόν ρακένδυτη εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής
της δυσπραγίας, αποψιλωμένη σχεδόν σαν ύστερα από επιδρομή ακριδών. Το λιμάνι
της έσφυζε από εμπορική κίνηση, γεμάτο όσο και τα προάστιά της όπου 60.000
πρόσφυγες είχαν στεγαστεί σε συνοικισμούς.
Ο Άγγλος φιλέλληνας ποιητής
απαθανατίστηκε δίνοντας το όνομά του στο συνοικισμό του Βύρωνα. Ο Παρθενώνας
επόπτευε από ψηλά όλα αυτά τα επακόλουθα του δράματος του 1922-1924. Δράμα τόσο
παράξενο και τόσο συγκινητικό, που μόνο οι κλασικοί ποιητές της Ελλάδας θα
μπορούσαν να το ζωντανέψουν στη σκηνή: ο Σοφοκλής ίσως εκφράζοντας έτσι το
αίνιγμα της ανθρώπινης δυστυχίας σε μια τραγωδία με τίτλο «Οι Ανταλλαγέντες».
Όσο για τη λύση του αινίγματος που
σχετίζεται με την ίδια την ανταλλαγή, ίσως να έχει χαραχτεί στο πρόσωπο του
Έλληνα ψαρά με την πλατιά τραγιάσκα που ένα πρωί γονάτισε στην παραλία κάποιου
γραφικού ψαρολίμανου της Πελοποννήσου για να γράψει ένα όνομα στην πρύμνη της
βάρκας του.
Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς του. Είχε εγκαταλείψει το
δικό του σκαρί σε κάποιο ασιατικό χωριό την περίοδο της ανταλλαγής. Μια
καταιγίδα είχε ξεβράσει ερείπιο τώρα αυτή τη βάρκα στην παραλία δίπλα στην
καλύβα του. Καθάρισε όλες τις παλιές μπογιές και την καλαφάτισε προσεκτικά. Να
είναι έτοιμη για το καινούργιο ξεκίνημά τους στη ζωή. Το όνομα που χάραξε στην
πρύμνη της, γονατισμένος εκεί στην ακρογιαλιά καθώς το ρόδινο φως του Αιγαίου
ανέτελλε, ήταν «Η Νέα Ελπίδα».
Μέλβιν Τσατερ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου