Η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία κόστισε 300.000 ζωές. (Μέρος 4ο)

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Ενώ τα τελευταία ίχνη της κλασικής Ιωνίας εξαφανίστηκαν από την Ασία, η μη­τέρα πατρίδα, υποδεχόμενη πίσω τους απογόνους των πρώτων αποικιστών, μετά από 3.000 χρόνια, απέκτησε ένα εύρωστο παραγωγικό δυναμικό που ανα­ζωογόνησε τη γεωργία και, επιπλέον, δέχτηκε μια σπουδαία εισροή βιομηχανι­κών εργατών, που έφεραν μαζί τους τις τέχνες της μεταξουργίας, της ταπητουρ­γίας και της κεραμικής.
Όσο για το ανθρώπινο κόστος που είχε αυτό το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα, με συντηρητικούς υπολογισμούς έφτασε τις 300.000 ζωές, που χά­θηκαν από επιδημίες και κακουχίες, ενώ οι υλικές απώλειες ξεπέρασαν τα 100.000.000 δολάρια ΗΠΑ.
Το χειμώνα του 1924 τα παλιρροϊκά κύματα των προσφύγων, που κράτη­σαν δύο χρόνια, κόπασαν. Τώρα μπορούσες να περπατήσεις στις ακτές της Εγγύς Ανατολής σαν ύστερα από μεγάλη καταιγίδα και να παρατηρήσεις τις αλλαγές που είχαν σημειωθεί. Υπήρχε η Θεσσαλονίκη, με την προκυ­μαία της γεμάτη δεμένα στη σειρά καλοφτιαγμένα τουρκικά σκαριά, αρχαία σαν την Τροία, που θα μετέφεραν τους τελευταίους επιβάτες της ανταλ­λαγής. 
Οι τελευταίοι χριστιανοί έφηβοι που μόλις είχαν φτάσει κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια τους τελευταίους μωαμεθανούς εφήβους που έφευ­γαν. Η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν αδύνατη. Οι Έλληνες μιλούσαν μόνο τουρκικά, ενώ οι Τούρκοι μόνο ελληνικά. Στην κατακαμένη ετοιμόρροπη πόλη είχαν ήδη αρχίσει να ξεφυτρώνουν τσιμεντένια προάστια για τη στέ­γαση 25.000 Ελλήνων.
 Η εργατικότητα και το δαιμόνιο του Έλληνα φαίνο­νταν παντού, έστω και μόνο από τα λίγα καρύδια και πορτοκάλια πάνω σε ένα χαρτοκιβώτιο στη μέση της μουντής διαδρομής μέσα από τα αντίσκηνα του προσφυγικού συνοικισμού.
Υπήρχε, ακόμη, η Καβάλα. Στα μπερδεμένα σοκάκια της είχαν στοιχειώσει τα λευκά φαντάσματα των έρημων μιναρέδων. Στις καπναποθή­κες ξεφόρτωναν το «υπέρβαρο» των προσωρινά στεγασμένων προσφύγων για να αποθηκεύσουν τις νιόφερτες φουρνιές των 40.000 αγροτών εποίκων.
 Οι νεόφερτοι τελευταίοι πρόσφυγες στρατοπέδευαν σε ακαλλιέργη­τους κάμπους από όπου περνούσε η αρχαία Εγνατία. Εδώ, έχοντας μια τέ­ντα πάνω από το κεφάλι τους, κρεβάτια, σκεπάσματα, σπόρους, στην πα­γωνιά και στον καθαρό αέρα, έδειχναν εύθυμοι και δημιουργικοί. Οι φούρ­νοι τους ήταν μικρές λιθοστρωμένες κοιλότητες στις πλαγιές των λόφων. Το μπακάλικό τους είχε φτιαχτεί από καλαμωτή, λάσπη, ασβέστη και κιβώ­τια. Ένας ξύλινος αυτοσχέδιος πάγκος με το μύλο του καφέ και ένα μπου­κάλι ρακί πάνω σε ένα άλλο χαρτόκουτο από τρόφιμα ήταν ο εξοπλισμός του υποτυπώδους καφενείου τους.
Η Αθήνα, σχεδόν ρακένδυτη εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής της δυ­σπραγίας, αποψιλωμένη σχεδόν σαν ύστερα από επιδρομή ακριδών. Το λιμάνι της έσφυζε από εμπορική κίνηση, γεμάτο όσο και τα προάστιά της όπου 60.000 πρόσφυγες είχαν στεγαστεί σε συνοικισμούς.
 Ο Άγγλος φιλέλ­ληνας ποιητής απαθανατίστηκε δίνοντας το όνομά του στο συνοικισμό του Βύρωνα. Ο Παρθενώνας επόπτευε από ψηλά όλα αυτά τα επακόλουθα του δράματος του 1922-1924. Δράμα τόσο παράξενο και τόσο συγκινητικό, που μόνο οι κλασικοί ποιητές της Ελλάδας θα μπορούσαν να το ζωντανέψουν στη σκηνή: ο Σοφοκλής ίσως εκφράζοντας έτσι το αίνιγμα της ανθρώπινης δυστυχίας σε μια τραγωδία με τίτλο «Οι Ανταλλαγέντες».
Όσο για τη λύση του αινίγματος που σχετίζεται με την ίδια την ανταλ­λαγή, ίσως να έχει χαραχτεί στο πρόσωπο του Έλληνα ψαρά με την πλατιά τραγιάσκα που ένα πρωί γονάτισε στην παραλία κάποιου γραφικού ψαρολί­μανου της Πελοποννήσου για να γράψει ένα όνομα στην πρύμνη της βάρ­κας του.
 Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς του. Είχε εγκαταλείψει το δικό του σκαρί σε κάποιο ασιατικό χωριό την περίοδο της ανταλλα­γής. Μια καταιγίδα είχε ξεβράσει ερείπιο τώρα αυτή τη βάρκα στην παραλία δίπλα στην καλύβα του. Καθάρισε όλες τις παλιές μπογιές και την καλαφά­τισε προσεκτικά. Να είναι έτοιμη για το καινούργιο ξεκίνημά τους στη ζωή. Το όνομα που χάραξε στην πρύμνη της, γονατισμένος εκεί στην ακρογιαλιά καθώς το ρόδινο φως του Αιγαίου ανέτελλε, ήταν «Η Νέα Ελπίδα».

Μέλβιν Τσατερ
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah