Με όλες τις πολιτικές παρατάξεις στην Τουρκία,
από τη σοσιαλιστική Αριστερά μέχρι τους φιλελεύθερους, από τους εθνοκεντρικούς
σοσιαλδημοκράτες μέχρι και την εθνικιστική και ισλαμιστική Δεξιά, επικρατεί με
μεγάλη πλειοψηφία η κοινή άποψη ότι η περίοδος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η
ανακήρυξη του ρεπουμπλικάνου καθεστώτος (1914-1924) αποτελεί την περίοδο «του εθνικού αγώνα, του Τουρκικού
Απελευθερωτικού Πολέμου».
Ιδιαίτερα η Αριστερά έχει
την τάση να βλέπει τη διεργασία αυτή ως μια «ανολοκλήρωτη εθνικοδημοκρατική
επανάσταση». Κατά την άποψη αυτή, την περίοδο εκείνη δόθηκε ένας σκληρός
«αντι-ιμπεριαλιστικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας», όμως μετά την εγκαθίδρυση
του ρεπουμπλικανικού καθεστώτος η δωσίλογος αστική τάξη τορπίλισε και
εξαφάνισε το «λαϊκό και αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Επανάστασης της
Ανατολής».
Οι δε εθνικιστικές και δεξιές συντηρητικές απόψεις υποστηρίζουν ότι ο
αγώνας υπήρξε η «εκ νέου ανάσταση και έγερση» του Τουρκικού Εθνους κατά του
«δυτικού ιμπεριαλισμού» των «κραταιών κρατών» και των «επτά ισχυρών κρατών της
Δύσης» που ήθελαν να εξοντώσουν τον Τουρκισμό και το Ισλάμ .Θηριωδίες των Τούρκων |
Αποτελεί τραγική διαπίστωση ότι ακόμα και οι
Κούρδοι, που ανήκουν στα ρεύματα εθνικοαπελευθερωτικής κοινωνικής αντίληψης,
όλη την περίοδο της ρεπουμπλικανικής περιόδου βλέπουν με θέρμη τα γεγονότα της
περιόδου 1914-1924 ως «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα».
Κατά τις απόψεις αυτών οι
«Τούρκοι και οι Κούρδοι» πολέμησαν ο ένας πλάι στον άλλο «κατά του
ιμπεριαλισμού», όμως μετά την εγκαθίδρυση του ρεπουμπλικανικού καθεστώτος
ξεχάστηκαν οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στους Κούρδους για ίσα δικαιώματα και
άρχισε μια περίοδος άρνησης και απόρριψης.
Οι αναλύσεις που παράγονται από την επίσημη
τουρκική ιστορία και αναπαράγουν στρεβλές απόψεις απέχουν πάρα πολύ από την ιστορική
αλήθεια.
Τα σημερινά επίσημα γεωγραφικά σύνορα της
ρεπουμπλικανικής Τουρκίας αποτελούν τα τελικά όρια στα οποία υποχώρησε η
Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1923, η οποία κυβερνούσε εδάφη σε τρεις ηπείρους
[είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι τα σύνορα αυτά και την περίοδο της
ρεπουμπλικανικής περιόδου επεκτάθηκαν με τη συνέχιση των αυτοκρατορικών αντανακλαστικών,
όπως συνέβη με την εισβολή και κατάληψη της Βόρειας Κύπρου και τις τακτικές
επιδρομές και προσπάθειες εγκατάστασης στο νότιο Κουρδιστάν (πρώην βιλαέτι
Μοσούλης) αρχίζοντας από το 1983].
Μέχρι την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η
Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε διατηρήσει την ετερογενή δομή της, από πλευράς κοινωνικής
συγκρότησης, τον πολυεθνικό, πολυθρησκευτικό και πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα
της, χωρίς όμως να ισχύει αυτό στο πολιτικό επίπεδο.
Ορφανά του 1922 |
Σύμφωνα με τα επίσημα πληθυσμιακά
στατιστικά στοιχεία του οθωμανικού κράτους (μπορούμε να φανταστούμε τις προσπάθειες για τη μείωση του), μέσα στα σημερινά σύνορα της Τουρκίας ζούσαν
τουλάχιστον 18% Αρμένιοι. Το ποσοστό αυτό στις περιοχές Βαν, Μπίτλις, Σίβας και
ιδιαίτερα στις πόλεις ξεπερνούσε το 30%. Με την πρόσθεση των πληθυσμών των
Ασσυρίων, Ρωμιών και ορθόδοξων χριστιανών, η αναλογία στις προαναφερθείσες
επαρχίες υπερέβαινε το 25%.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές στατιστικές, οι αναλογίες αυτές
ήταν πολύ υψηλότερες. Με τα δεδομένα της γερμανικής πρεσβείας στην
Κωνσταντινούπολη (ας λάβουμε υπόψη ότι η Γερμανία, ούσα σύμμαχος, δεν θα παραχάραζε
αρνητικά τα δεδομένα κατά του οθωμανικού κράτους) πριν από τον Α' Παγκόσμιο
Πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσαν 2,5 εκατομμύρια Αρμένιοι. Επιπλέον,
σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο από το 1908 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη Βουλή για
κάθε έδρα αντιστοιχούσαν 100.000 άτομα. Στην τελευταία Οθωμανική Βουλή υπήρχαν 27 Ελληνες (Ρωμιοί
ορθόδοξοι) βουλευτές, πράγμα που δείχνει ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
ζούσαν περίπου 2,7 εκατομμύρια Ρωμιοί -ορθόδοξοι.
Αν λάβουμε υπόψη ακόμα και μόνο τις επίσημες
στατιστικές, οι Ρωμιοί, Αρμένιοι, Ασσυ- ροχαλδαίοι, που συγκροτούσαν τότε το
ποσοστό του 18% των περιοχών, σήμερα δεν διαθέτουν ούτε 18 άτομα...
Γιατί; Τι συνέβη στους ανθρώπους αυτούς; Η
γεωγραφική αυτή περιοχή φιλοξενούσε για χιλιάδες χρόνια τις διαφορετικές
εθνικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές κοινότητες και τις ιστορικές
κληρονομιές τους.
Στις περιοχές Μικράς Ασίας, Πόντου, Λαζικής, Καππαδοκίας,
Κιλικίας, Δυτικής Αρμενίας, Κουρδιστάν και της άγνωστης χώρας της Ασσυρίας,
σύμφωνα με τις οθωμανικές καταγραφές, εντός των συνόρων του κράτους υπήρχαν
2.538 εκκλησίες, 451 μονές και 2 χιλιάδες σχολεία.
Σήμερα οι α ριθμοί αυτοί δεν υπερβαίνουν τα δάκτυλα ενός χεριού.
Τα υπόλοιπα κτήρια, όσα εχουν γλιτώσει από κατεδάφιση, είναι είτε ερείπια είτε
στάβλοι. Τι συνέβη στους πιστούς των εκκλησιών, τους μαθητές των σχολείων, τι
έγινε στα δικαιώματα και τα δίκαια αυτών; Το ερώτημα είναι πώς δημιουργήθηκε η
ρεπουμπλικανική Τουρκία, που οι γραφειοκράτες με καύχημα λένε ότι αποτελείται
κατά «99% από Μουσουλμάνους με συντριπτική πλειοψηφία Τούρκων», μια Δημοκρατία
που ορίζεται ότι αποτελείται από «μια πατρίδα, μια σημαία, ένα έθνος, μια
Βίβλο»;
Ολη αυτή η διαδικασία πώς μπορεί αν επονομαστεί ως
«Τουρκικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας» χωρίς να χρησιμοποιηθούν οι έννοιες
«εθνοκάθαρση», «εξορία», «γενοκτονία», «αφομοίωση» και «εθνο-καταπίεση»;
Η υπό συζήτηση διαδικασία, αν και μπορεί να
συμπεριλαμβάνει «ένα εθνικό αγώνα», αυτή δεν περιείχε καθόλου
αντιιμπεριαλιστικό και ούτε ένα προοδευτικό δημοκρατικό χαρακτήρα. Το
επονομαζόμενο «Εθνικοαπελευθερωτικό Κίνημα της Ανατολής» ουσιαστικά ήταν η
προσπάθεια για ίδρυση ενός έθνους- κράτους, από ένα μόνο αποκλειστικά έθνος,
που απαλλάχθηκε από τις υπόλοιπες οντότητες που συναποτελούσαν την πολυεθνική και πολυπολιτισμική κοινωνία της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η διαδικασία δε αυτή έγινε εξ ορισμού από τα άνω
προς τα κάτω με τη μορφοποίηση ενός τουρκικού έθνους.
Διωγμοί 1915-22 |
Τα πρώτα και αδιαμφισβήτητα θύματα αυτού του αγώνα
υπήρξαν οι Αρμένιοι, οι Ελληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου και οι
Ασσυροχαλδαίοι. Οι διωγμοί και οι γενοκτονίες που κορυφώθηκαν το έτος 1915 εξυπηρετούσαν
το σκοπό του «Εθνικού Συμβολαίου - Μισάκι Μιλί», τον φερόμενο ως τίτλο του πολιτικού
προγράμματος που θεωρούσε αναγκαίο την εκκαθάριση από τα «επικίνδυνα» εθνικά
στοιχεία του γεωγραφικού πεδίου που είχε οριστεί να αποτελέσει το χώρο που
έπρε πε να ιδρυθεί το τουρκικό έθνος-κράτος.
Αν δεν
συνέβαινε η εξόντωση περίπου 1,5 εκατομμυρίου αμάχων ατόμων και η προσφυγοποίηση περίπου 2 εκατομμυρίων, που αποτελεί την πρώτη μεγάλη γενοκτονία του
20ού αιώνα, δεν θα ιδρυόταν η ομογενής τουρκική πατρίδα. Ο υπουργός Αμυνας της
Τουρκίας, Vecdi Goniil, στη συνέντευξη που έδωσε στις Βρυξέλλες κατά την
τελετή της επετείου του θανάτου του Μ. Κεμάλ, τη 10η Νοεμβρίου 2008, χωρίς να
το θέλει βέβαια, ομολογούσε την αλήθεια λέγοντας «Αν σήμερα στο Αιγαίο οι Ελληνες
(Ρωμιοί), οι Αρμένιοι ζούσαν σε πολλά μέρη της Τουρκίας, θα μπορούσε η Τουρκία
να ήταν το ίδιο έθνος κράτος;».
Αποτελεί σημαντικό μέρος της επιτήδειας παρουσίασης
της περιόδου 1918-22 ότι υπήρξε ένας ηρωικός «εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος»
παρά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρα τορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τους όρους
συνθηκολόγησης, που συνίσταντο στην επανακατάληψη των περιοχών που ζούσαν οι
Αρμένιοι και οι Ρωμιοί (Ελληνες), των οποίων η κοινωνική βάση είχε καταστραφεί
από τις εξορίες και τις γενοκτονίες και η ικανότητα αντίστασης
τους ήταν αδύναμη και όμως παρουσιάζοντας αυτές τις ενέργειες ως μια «πολύ μεγάλη
ιστορική πράξη».
Η Συνθήκη της Λωζάννης υπήρξε η επίσημη κατοχύρωση
της μετάβασης της κυριαρχίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο τουρκικό
έθνος-κράτος, το σβήσιμο με σφουγγάρι των εγκλημάτων πολέμου και της γενοκτονίας
που έχει διαπράξει το ίδιο το κράτος, η υπαγωγή των αρχαιότερων και πλέον
παραδοσιακών λαών, των Ρωμιών και των Αρμενίων της περιοχής, σε καθεστώς
«μειονοτήτων» και η άρνηση της αναγνώρισης ύπαρξης για τις εθνότητες Κούρδων,
Ασσυρίων και Λαζών και την κατοχύρωση αυτών σε μια διεθνή σύμβαση.
Στο να
προκύψει το πολιτικό αποτέλεσμα έπαιξαν ρόλο: η σύμπτωση της πολιτικής «Εθνικών
Συνόρων - Μισακί-Μιλί», με μια αιματοβαμμένη εθνοκάθαρση, η ενεργός υποστήριξη
του κράτους σε πρώτο βαθμό από τους Κούρδους και τους μουσουλμάνους μετανάστες
από τον Καύκασο και τις βαλκανικές χώρες, η ανησυχία που προκλήθηκε στις
νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από την πιθανή προσέγγιση των κεμαλιστών
από τους μπολσεβίκους, οι οποίοι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917
έδειξαν τάσεις εξαγωγής της επανάστασης.
Στη σύγκρουση αυτή οι Κούρδοι, οι Λαζοί, οι
μετανάστες από τον Καύκασο και τα Βαλκάνια ταυτίστηκαν με τον
τουρκομουσουλμανικό άξονα. Οι μουσουλμανικοί αυτοί λαοί έγιναν σύμμαχοι των
τουρκικών κυρίαρχων τάξεων.
Στη συνέχεια, στη γεωγραφική αυτή περιοχή, μετά την «αραίωση» με
εξορίες, σφαγές και πολέμους των χριστιανικών λαών, ήλθε η σειρά των Κούρδων, των Λαζών και των μεταναστών, «να
λιώσουν και να διαμορφωθούν» στο χυτήριο του τουρκισμού.
Η διαδικασία αυτή της σύντηξης και ομοιογενοποίησης (εκτουρκισμός), ενώ επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό για τους άλλους
λαούς, απέτυχε στην περίπτωση των Κούρδων.
Η εθνική αντίσταση και επανάσταση
των Κούρδων, που φθάνει μέχρι τις μέρες μας κατά του τουρκικού έθνους-κράτους,
ξεκινάει από τα έτη ίδρυσης του ρεπουμπλικανικού κράτους. Δεν φαίνεται δε
εύκολο να ξαναεμφανιστεί το κλίμα της περιόδου της απελευθέρωσης, όταν
ακούγονταν τα χωρίς περιεχόμενο συνθήματα της «συλλο- γικότητας» και της
«κοινής συμμετοχής».
Ξεριζωμένοι Πόντιοι στο λιμάνι της Τραπεζούντας |
Είναι πολύ δύσκολο κανείς να προβεί σε μια ορθή
ιστορική ανάλυση και αν δεν πάρει αποστάσεις από το μύθο της επίσημης
τουρκικής ιστοριογραφίας περί «Τουρκικού Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου», που
αποτελεί θεμελιώδη έννοια αυτής.
Το γεγονός μπορεί να εξηγηθεί από το ότι
ακόμα και όσοι καταλαβαίνουν την αλήθεια αυτή, δεν μπορούν να αποκολληθούν
από την αγκύλωση και τη αντιμετωπίζουν ως μια «προπατορική αμαρτία».
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο είναι αναπόφευκτη η ανάμιξη στη
δημιουργία ε- θνών-κρατών εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, όπως των
εθνοκαθάρσεων, εξοριών και γενοκτονιών;
Μπορούν ή όχι να αποφευχθούν;
Ομως πόσο
ηθικό είναι να καλυφθούν τα εγκλήματα αυτά κατά της ανθρωπότητας με ένα πέπλο
παραποίησης της ιστορίας;
Είναι δυνατό να υπάρξει ένα νέο ξεκίνημα που θα βασίζεται
στο δίκαιο, χωρίς πρώτ' απ' όλα να προσεγγίζει κανείς στα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα με
εντιμότητα;
Recep Marasli
Γεννήθηκε στο Ερζερούμ.
Εργάστηκε ως αρχισυντάκτης των εκδόσεων «Komal» και του περιοδικού Sterga Rizgkari. Λόγω της πολιτικής του δράσης φυλακίστηκε μετά τα
πραξικοπήματα της 12ης Μάρτη και της 12ης Σεπτέμβρη για 15 χρόνια και 4
μήνες.
Από το 1999 ζει ως
πολιτικός πρόσφυγας στη Γερμανία.
Εχει συγγράψει τα εξής βιβλία: Πολιτική
υπεράσπιση στη Δίκη Ριζγκαρί στο Ντιγιάρμπακιρ, Απαγορευμένα Άρθρα και Τα εθνικά
απελευθερωτικά αρμενικά κινήματα και η Γενοκτονία του 1915. Το
παραπάνω κείμενο γράφτηκε στο Βερολίνο, 1 Μάη 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου