Δεν
εννοούσε τόσο εύκολα να καταθέσει τα όπλα η Σάντα, που ουσιαστικά, άλλωστε,
σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του ενόπλου
αγώνα και τούτη την περίοδο στ' ανατολικά του
Πόντου.
Αλλά κι αλλού δεν έλειψε η ψυχή, ούτε και η απόφαση,
όπως μπορεί να δει κανείς σε
σκόρπιες περιγραφές ανθρώπων που ζήσαν από κοντά τα γεγονότα εκείνου του καιρού. Να μια εικόνα, έξαφνα, όπως την βρίσκω σε μια περιγραφή για το πώς κρατήθηκε η άμυνα στο
χωριό Τσίτα των Σουρμένων: «Την πρώτην Κυριακήν του Νοεμβρίου 1917 —διαβάζω
σ' ένα Ποντιακό περιοδικό— ο Δημοσθένης Εφραιμίδης μετά του αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδοπούλου και Παν. Χαριτίδου συνεκάλεσαν
εις
την αίθουσαν του Δημοτικού σχολείου Τσίτα
γενικήν συνέλευσιν όλων των κατοίκων
του χωρίου, δια να συζητήσουν τα μέτρα εκείνα, τα οποία έπρεπε να ληφθούν προς προστασίαν
της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των κατοίκων. Κατά τας συζητήσεις, εγερθείς ο Δημ. Εφραιμίδης εκάλεσε δι' ενός λόγου πατριωτικού
όλους τους άρρενας κατοίκους όπως αμυνθούν
εναντίον πάσης
βιαιοπραγίας των Τούρκων τσετέδων, αφού προηγουμένως
οργανωθούν στρατιωτικώς.
Την
πρότασιν του Δημ. Εφραιμίδου εδέχθησαν μετ' ενθουσιασμού οι κάτοικοι του Τσίτα και τον
εξέλεξαν παμψηφεί αρχηγόν της αμύνης. Ως αρχηγός πλέον εκείνος εστρατολόγησεν άπαντας τους άρρενας κατοίκους του χωρίου μέχρι των 50 ετών. Εξέλεξε τους συνεργάτας και οπλαρχηγούς και εκάλεσεν άπαντας
να ορκισθούν όπως, εν ανάγκη, θυσιασθούν επί
των επάλξεων του αρχομένου αγώνος... Έκαστος οπλαρχηγός (αναφέρονται τα ονόματα) είχε δύναμιν 14‐20 ανδρών και, τη διαταγή του αρχηγού, άπαντες οι ανωτέρω οπλαρχηγοί
κατέλαβον τας κατωτέρω θέσεις (αναφέρονται
λεπτομέρειες για τις τοποθεσίες). Δεν ήσαν, όμως,
μόνον οι άνδρες, οι οποίοι εστρατολογήθησαν
δια την άμυναν, αλλά και παιδιά
ηλικίας 13 ετών ωπλίσθησαν άπαντα αναλόγως, και πολλάκις μετέβαιναν εις τα γύρω του
χωρίου δάση δι' υπηρεσίαν. Οι
Τούρκοι χωρικοί, βλέποντες τους μικρούς Σουρμενίτας με τα
όπλα, έλεγον: «Αφού αυτοί οι μικροί γκιαούρηδες κρατούν όπλα, οι μεγάλοι οπωσδήποτε θα έχουν
κανόνια!»... Κατά τα τέλη του μηνός
Δεκεμβρίου 1917 πλήθος τσετέδων επέδραμε κατά των χωρίων Κελονίσης και Μουλκάντων και ελήστευσε τους Έλληνας κατοίκους.
Μέσα εις εκείνην την κόλασιν
της άγριας λεηλασίας των ανωτέρω δύο χωρίων, σπεύδει από το Τσίτα ο οπλαρχηγός Ιωακείμ Σαββίδης
με τα
παλληκάρια του, εισέρχεται εις το χωρίον Μουλκάντων, επιτίθεται εναντίον
των Τούρκων τσετέδων και
τους τρέπει εις φυγήν... Τοιαύτη ήτο η στρατιωτική
οργάνωσις των Ελλήνων ανταρτών, ώστε τα διάφορα σώματα
των τσετέδων κατελήφθησαν υπό φόβου και έπαυσαν τας επιδρομάς. Μάλιστα δε το επί της
Πέτρας Ταχτσή ψευδοτηλεβόλον, το
οποίον συνεχώς
εξεπυρσοκρότει, επέτεινε
τον τρόμον των. Το τηλεβόλον τούτο κατεσκευάσθη εκ κορμού κερασέας υπό του Παναγιώτη Θ. Κούση».
Καπετάν Ευκλείδης |
Σιαπάν Μουσά,
Σεΐτ αγάς
Κάλφας ο Γιομουρέτες
ετρόμαζαν που άκουαν
Ευκλείδης ο Σαντέτες.
Ήσαν οι αρχηγοί
των Τούρκων τσετέδων —και προ πάντων ο φοβερός Σουλεϊμάν
Κάλφας της κοντινής Γιομουράς—
που
τόχαν βάλει πείσμα ν' αφανίσουν την Σάντα, αλλά σκόνταφταν επάνω στην ορμή των ανταρτών της, του Ευκλείδη Κουρτίδη ή των Τσιριπάντ,
όπως μας ιστορεί στο βιβλίο του ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που θα μας δώση και πάλι τις
πληροφορίες του για ό,τι έγινε στην Σάντα, αφού κι ο ίδιος υπηρέτησε στο αντάρτικο των
χρόνων τούτων.
Απ'
τον καιρό των καλών ημερών ακόμα της ρούσικης κατοχής,
μας λέει ο Σανταίος
συγγραφέας, είχε κάνει την εμφάνισή του ο Ευκλείδης Κουρτίδης στα γύρω της πατρίδας
του. Βλέποντας ότι έφτασε, επί τέλους, ο καιρός που θα μπορούσαν και οι Έλληνες να
παίξουν τον ρόλο του αφέντη τόσο άνετα
όσο
κι οι Τούρκοι όλα τα χρόνια,
έφτιαξε μια δική του αντάρτικη ομάδα από συγγενείς και φίλους και κατέβαινε αρματωμένος στα τουρκοχώρια, έτοιμος πάντα να στραπατσάρη και να εξευτελίση εκείνους που
ταλαιπωρούσαν, λήστευαν και κακοποιούσαν τους Ρωμιούς λίγο πιο πριν, σαν αφέντες και
κυρίαρχοι του τόπου.
Ένα απ' τα χωριά όπου ζούσαν οι πιο φανατικοί
εχθροί των Σανταίων ήταν η Γιομουρά κι
εκεί
αλώνιζε συχνά ο Ευκλείδης κάνοντας την επίδειξή του στους Τούρκους, που έβραζαν απ' το κακό τους αλλά δεν κοτούσαν να μιλήσουν. Κάποτε
ένας
μολλάς —μουσουλμάνος ιερωμένος— τόλμησε να σηκώση κεφάλι και να πιαστεί στα λόγια με τον Ευκλείδη και τότε εκείνος παρατώντας την κουβέντα, έδωσε ένα σάλτο και τον καβαλίκεψε!
Με την φυγή των Ρώσων, όμως, γύρισε το φύλλο κι οι Τούρκοι
όλο
χαρά ετοίμαζαν τις συμμορίες τους για να βγάλουν τ' άχτι τους. Τρίζαν τα δόντια οι γείτονες αγάδες
και
προ πάντων ο Σουλεϊμάν Κάλφας κι ο Σεΐτ αγάς, που είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τους Σανταίους και ιδιαίτερα με τον
Ευκλείδη.
Τα βλέπαν όλα τούτα οι Σανταίοι, τα καταλάβαιναν κι ανήσυχοι —άντρες, γυναίκες—
σκεφτόντουσταν πώς θα
τα βγάλουν πέρα, άλλοι μιλώντας για φευγιό κι άλλοι για άμυνα. Η
είδηση ότι αποφασίστηκε ένοπλη
αντίσταση κι
ότι μοιράζανε τουφέκια, ακούσθηκε με ανακούφιση, στερέωσε την ιδέα της άμυνας κι όσοι δεν είχαν όπλα ή θέλαν ν' αλλάξουν τα παλιά,
πήραν το δρόμο προς τα κάτω, αψηφώντας τα
χιόνια και τα κρύα του χειμώνα. Οι πρώτοι
από δαύτους ήσαν 30 Σανταίοι
με τους οποίους ενώθηκαν και μερικοί Γαλιανίτες, φτάσαν
στην Τραπεζούντα, ήλθαν σ' επαφή με το Σωματείο «Ένωσις» κι αμέσως ντυθήκανε
και αρματώθηκαν. Έτσι ντυμένους
κι ωπλισμένους τους βλέπαν οι Τούρκοι, καθώς ξαναγυρνούσαν στο χωριό τους κι απορούσαν:
—Αλλάχ, Αλλάχ,
λέγανε γιατί αρματώθηκαν; Είναι τρελλοί; Τι πάνε να κάνουν τώρα πια που φύγαν οι προστάτες τους;
Κι ήταν πολύ φυσικό ν' απορούν οι Τούρκοι και ν' αναρωτιούνται τι πήγαιναν να κάνουν τούτοι
οι τρελλοί γκιαούρηδες, αφού οι προστάτες τους οι Ρώσοι πήραν δρόμο και τώρα
δεν υπήρχε τίποτ' άλλο παρά μόνο Τουρκιά ολούθε, τσέτες και προ πάντων ο τούρκικος στρατός που δεν θ' αργούσε νάρθη. Όμως δεν ήσαν κι εντελώς τρελλοί οι Σανταίοι κι ούτε οι άλλοι Έλληνες που παίρνανε τα όπλα γιατί μάθαιναν δα και ξέραν τα όσα λεγόντουσαν για τον αντιμπολσεβικικό στρατό και για το Ελληνικό
Σώμα που ετοιμαζότανε στον Καύκασο και θα ερχόταν γρήγορα να βοηθήση τον αγώνα.
Φτάσαν, λοιπόν, στην Σάντα οι 30 αρματωμένοι
κι είπαν στον κόσμο και τους προεστούς
το τι γινόταν εκεί κάτω κι ότι σε λίγο θ' ανέβαινε απεσταλμένος του Σωματείου «Ένωσις» και
στα δικά τους χωριά
για την οργάνωση της άμυνας, επειδή το ξέρανε και στην Τραπεζούντα
ότι οι τσέτες απ' τα γύρω ήσαν αγριεμένοι κι έτοιμοι
για γιουρούσια και λεηλασίες.
Βρύση σον Πιστοφάντων |
Οι
προεστοί συμφώνησαν και φτιάξαν αμέσως την Επιτροπή της Άμυνας με πρόεδρό της τον
ίδιο τον Θεοδόση Χειμωνίδη.
Αυτή
διώρισε γενικό οπλαρχηγό
του αγώνα τον Γιάννη Σπαθάρο και βοηθούς του τους Αβραάμ Καλαϊτζίδη, Χρήστο Σεβαστίδη, Ευκλείδη Κουρτίδη κι άλλους. Ο Ευκλείδης
ήταν
οπλαρχηγός των
Ισχανανταίων που
τούδωσαν και δυο
βοηθούς, τον Γεώργιο Γωνιάδη και τον Περικλή Κουφατσή.
Τούτοι οι τελευταίοι
—οι Ισχανανταίοι— μπήκαν
αμέσως
στη
δουλειά
πρώτοι και καλύτεροι, σκάψαν στα καίρια
σημεία χαρακώματα, που τα φύλαγαν
μέρα και νύχτα, αλλάζοντας τις φρουρές — πάνω από διακόσιοι,
αντάρτες, καλά ωπλισμένοι με λογιών ‐ λογιών όπλα, μάλινχερ,
μάουζερ, γκρα και μ' ό,τι άλλο είχαν. Έχοντας κι άδειες χειροβομβίδες τις γέμισαν με δυναμίτη, βάλαν και τα
καψούλια κι έτσι ήσαν πανέτοιμοι για όλα.
Στο μεταξύ,
όμως, ο Ευκλείδης ήθελε να ξεκαθαρίση μερικούς λογαριασμούς
με τον
αρχιληστή Χεμτή, που δρούσε με την συμμορία του στο κοντινό βουνό
Σίμωνας —τον ξέραν όλοι οι Σανταίοι— και κείνες τις μέρες μάλιστα οι άνθρωποί του καταλήστεψαν στο ίδιο βουνό
60 γυναικόπαιδα της Σάντας.
Αλλά
ήταν και πονηρός τούτος ο Χεμτής και δεν ήθελε να ξέρουν οι Σανταίοι
ότι
αυτός ωργάνωσε τις ληστείες, γι' αυτό και παρασταίνοντας τον φίλο τους ανέβηκε στη Σάντα στις 18 του Δεκέμβρη με μερικούς ανθρώπους του, και σαν καλός εμποράκος, ζήτησε
να εμπορευτή — έφερε
φασόλια, καρύδια κι άλλα γεννήματα του
χωριού
του για να τα πουλήσει και ν' αγοράση είδη μπακαλικής. Έδωσε, λοιπόν, τα είδη του, πήρε τα πράγματα που ήθελε, ωραία, φιλικά (ούτε γάτος ούτε ζημιά) και τράβηξε πάλι με
τους ανθρώπους του να γυρίση στο χωριό του.
Ξέροντας
τον δρόμο
που θ' ακολουθούσε,
ο Ευκλείδης, πήρε
μερικά παλληκάρια του,
παραμόνεψε σ' ένα γεφύρι
και μόλις
φάνηκε ο αρχιληστής με τους δικούς του, ξεπετάχτηκε μπροστά του:
—Τεσλίμ!
«Παραδώσου»! Βλέποντας ο Χεμτής τα όπλα του
Ευκλείδη και των
παλληκαριών
του στραμμένα κατά πάνω του, τάχασε κι εκείνοι τον καταληστέψανε, ανταποδίδοντας τα ίσια:
—Άντε τώρα, τους είπε ο
Ευκλείδης, πηγαίνετε
και ό,τι είδατε να το πήτε στο χωριό σας!
Πεθαμένος
απ'
το κακό του ο Χεμτής σε λίγες μέρες ξανανέβηκε στη Σάντα, τράβηξε στους προεστούς και κατάγγειλε το τι του κάναν οι αντάρτες. Οι προεστοί κάλεσαν τον Ευκλείδη και τους δικούς του να παρουσιαστούν, εκείνοι όμως αρνήθηκαν και τότε οι προεστοί για
να μη τεντώσουν το σκοινί του είπαν του Χεμτη να μην ανησυχή γιατί είναι πρόθυμοι να
του πληρώσουν τη ζημιά. Αλλά καθώς τα πράματα παίρναν αυτόν τον δρόμον παρουσιάζεται ένα απ' τα
πρωτοπαλλήκαρα του Ευκλείδη και λέει στο Χεμτή:
—Χιλιάδες
φορές, μωρέ, μας ληστέψατε εσείς κι οι πρόγονοί σας και τώρα που μια φορά σας ληστέψαμε
κι εμείς, σας κακοφαίνεται;
Άιντε γκιτ, στο διάβολο φύγε από δω και κάνε ό,τι καταλαβαίνεις!
Έβραζε ο αρχιληστής, αλλά έβαλε κάτω το κεφάλι κι έφυγε μελετώντας όλους τους τρόπους της
εκδίκησης για τούτους τους ελεεινούς γκιαούρηδες που τέτοια αποτολμούσαν
τέτοιες ώρες. Το ξέραν, όμως,
κι οι Σανταίοι, ότι τα πράματα ήσαν δύσκολα και περίμεναν.
Αρχές του 1918, αέρας πολεμικός φυσούσε στα χωριά της
Σάντας
κι όλοι οι Σανταίοι
βρισκόντουσαν στα όπλα. Επιταγμένα απ' την Επιτροπή
της
άμυνας όλα
τα
ζώα,
νοικιασμένα κι άλλα απ' την Γαλίαινα,
έτοιμα ολούθε τα παλληκάρια, με τους σκοπούς στα χαρακώματα, που είχαν διαταγή να ρίξουν τρεις τουφεκιές για σύνθημα στην περίπτωση που θα φαινόταν ο εχθρός. Και νάτο που ακούεται
το σύνθημα απ' την τοποθεσία Φτελέν,
στις 25 του Γενάρη. Σηκώνονται
αμέσως οι οπλίτες και με τον αρχηγό τους Γιάννη Σπαθάρο
τρέχουν κατά κείθε.
Τα χωριά Φτελέν, Χαρατσάντων και Κοπαλάντων
ήσαν τα πιο κοντινά στα τουρκοχώρια
όπου έβραζε το μίσος κι οι άγριες διαθέσεις για εκδικήσεις και λεηλασίες.
Η μάχη που ακολούθησε δόθηκε στο Κοπαλάντων
κι ανάμεσα στους αντάρτες
που πήραν μέρος ήταν κι ο Ιωάννης Ευφραιμίδης. Σ' αυτόν δίνει το λόγο ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που αναφέρει όλα τα παραπάνω
περιστατικά κι είναι καλύτερα, λοιπόν, ο ίδιος να μας ιστορήση τα όσα αναθυμάται και δημοσίευσε
κάποτε στην «Ποντιακή Εστία».
«Ήτο
η 25 Ιανουαρίου του 1918 και ώρα 10.30 π.μ., λέει ο Ευφραιμίδης. Αλησμόνητη θα
μου μείνη η ημέρα αυτή. Ο ουρανός ήτο κατακάθαρος, χιονισμένα τα πάντα, γαλήνη και ησυχία βασίλευε στο χωριό μας Ισχανάντων, και
ξαφνικά ηκούσθησαν οι πρώτοι
πυροβολισμοί προερχόμενοι από το βάθος, όπου
ο ποταμός. Το χωριό μας ανεστατώθη
και οι κάτοικοι ρωτούσαν
τι συμβαίνει και συνεκεντρούντο στο καφενείο του χωριού. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν. Χωρίς να χάσω λεπτό και κατά καθήκον, εφ' όσον ήμουν ωργανωμένος εις την άμυναν, μπήκα σ' ένα γειτονικό σπίτι, ξεκρέμασα το μάλινχερ, το
πήρα κι έφυγα προς την διεύθυνση του χωριού Τερζάντων, όπου ήτο και
η έδρα
του γενικού οπλαρχηγού
Γιάννη Σπαθάρου. Εκεί συνήντησα επάνω στον δημόσιο δρόμο τον
οπλαρχηγό Θεοδόσιο Χειμωνίδη με τον Γιάννη
Τριανταφυλλίδη εκ Πινατάντων και άλλα δύο παλληκάρια εκ του Τερζάντων, που
συζητούσαν πώς πρέπει να αντιμετωπισθή η εκδηλωθείσα επίθεσις των Τούρκων.
»Χωρίς πολλάς συζητήσεις,
μαζί με τον Σπαθάρο και τους άλλους εφύγαμε γραμμή για το
Φτελέν και σε χρονικό διάστημα μιας ώρας —ρεκόρ ταχύτητος—
ευρέθημεν αντιμέτωποι
των Τούρκων. Από το Φτελέν ενισχύθημεν και με τρία άλλα παλληκάρια και εν όλω 8 πήραμε
μέρος στη μάχη. Οι Τούρκοι μόλις αντελήφθησαν
την άφιξίν μας από τους πυροβολισμούς, ήρχισαν
γρήγορα να οπισθοχωρούν
συναποκομίζοντες και τα λεηλατηθέντα και κατευθύνονταν ταχέως προς την μεγάλη γέφυρα του ποταμού
Γιάμπολη.
Γέφυρα σον Γιάμπολη |
Εκεί εστράφησαν τα πυρά μας και εκεί υπήρξεν ο τάφος των εισβολέων.
Εφονεύθησαν το όλον
14 Τούρκοι και αρκετοί ετραυματίσθησαν. Μετά την εκδίωξιν των Τούρκων εκ
του Κοπαλάντων, διαταγή
του οπλαρχηγού, εστράφησαν τα πυρά μας εναντίον των δυο χωρίων Αγρίδ και Ισχάν, και από τις σφαίρες μας μετεβλήθησαν
σε
κόσκινα τα ξύλινα σπίτια των Τούρκων και οι κάτοικοι διεσκορπίσθησαν».
Άλλος πολεμιστής, ο Πολίτας Τσουμπάν, προσθέτει στο δημοσίευμα: «Οι ως άνω 8 πρωτοπόροι της μάχης πήραν τον ευθύν δρόμον Φτελέν — Κοπαλάντων, οι κατοπινοί
όμως που σπεύσανε σε ενίσχυση των πρώτων υποπτευθήκανε ενέδρες
των Τούρκων σ' αυτόν
τον δρόμο και έκαναν στροφή...
Οι επιδρομείς Τούρκοι επέμεναν να καταλάβουν το σπίτι του
Χαρ. Σισμανίδη, γιατί αυτό ήταν το κέντρο των αμυνομένων. Στην αρχή 4 σπίτια στην άκρη του
χωριού κατελήφθησαν από τους Τούρκους, οι οποίοι έρριχναν έξω στις αυλές χαλιά,
στρώματα ρούχα, έπιπλα. Εκεί που ήθελαν ν' αρπάξουν όλα τ' ανωτέρω και να φύγουν, τους
ρίξαμε και σκοτώσαμε
πολλούς. Στη μάχη αυτή έπαιξε τον ρόλο του κι ο Γαβριήλ
Πασαλίδης, ο οποίος μετέφερε
στην πλάτη του από την Σάντα ως το Κοπαλάντων μια βαρειά κάσσα γεμάτη φυσίγγια, που τα χρησιμοποιήσαμε καταλλήλως».
Ύστερ' απ' τη μάχη των Κοπαλάντων και την λαχτάρα
που πάθαν οι τσέτες, αγρίεψε ο
αέρας. Οι Τούρκοι ορκιζόντουσαν εκδίκηση και οι Σανταίοι
αγρυπνούσαν με το δάχτυλο στη
σκανδάλη. Όλοι οι Κοπαλανταίοι άφησαν το χωριό τους κι ανέβηκαν στα ψηλότερα χωριά
της Σάντας, κουβαλώντας μαζί και τα ζώα τους κι όσα πράματα
μπορούσαν.
Οι
αντάρτες δεν κλείναν μάτι κι είχαν πιάσει τα χαρακώματα, που ήσαν ανοιγμένα
απ' την εποχή της προέλασης
των Ρώσων. Η Επιτροπή
της άμυνας φρόντιζε για τα στρατιωτικά έργα αλλά και για τον επισιτισμό
της Σάντας κι έτσι στις 31 του Γενάρη ήταν έτοιμη μια μεγάλη
αποστολή με πολλούς άντρες και γυναίκες κι άλογα, που ξεκίνησε κατά την Τραπεζούντα
για την προμήθεια τροφίμων. Η αποστολή, όμως, αυτή σταμάτησε στο δρόμο, γιατί σ' ένα χωριό της Γαλίαινας τους είπαν ότι κόπηκε η συγκοινωνία
με την Τραπεζούντα,
ότι
πλήθη από τσέτες κυκλοφορούσαν
εκεί
γύρω και λήστευαν όσους βρίσκαν κι ότι ανέβαινε τούρκικος στρατός από την Τραπεζούντα με τον σκοπό ν' αφοπλίση τα χωριά.
Ύστερα απ' τις ειδήσεις αυτές οι
άντρες και
γυναίκες της
αποστολής γύρισαν
πίσω
κι ολούθε στη Σάντα μαθεύτηκαν
τα κακά μαντάτα. Έπιασε φόβος, βέβαια, τον κόσμο αλλά
κανένας δεν σκεφτόταν να παρατήση τα όπλα. Άσχετα αν η κατάσταση
με την άφιξη του στρατού θα γινόταν πολύ πιο επικίνδυνη,
ο καθένας έμενε στη θέση του, αποφασισμένος
για όλα.
Στο μεταξύ ο στρατός ανέβαινε κι οι δυο απεσταλμένοι
του Χρύσανθου μεσολαβούσαν
στους Ρωμιούς για την παράδοση των όπλων σύμφωνα με τις οδηγίες του μητροπολίτη. Όσο
για τους τσέτες που τόσο καιρό κρατήθηκαν μακρυά —ο εξοπλισμός των χωριών έφερε καλά αποτελέσματα— είχαν
διαταγές να μη προβαίνουν σε βιαιότητες κι έτσι οι
στρατιωτικές αρχές ξαναφέρνανε την τάξη κι η επίσημη Τουρκία ξαναγύριζε σ' όλα τα μέρη απ'
όπου είχαν φύγει οι Ρώσοι.
Στη
Σάντα, όμως, τα πράματα δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Φτάσαν κι εκεί Έλληνες απεσταλμένοι μαζί με τον Τούρκο αξιωματικό
Φαΐκ
μπέη, που ήταν επικεφαλής διμοιρίας του στρατού, αλλά οι αντάρτες
αρνήθηκαν να παραδώσουνε τα όπλα. Ο Τούρκος αξιωματικός δεν έδειξε αγριάδα, αλλά πήρε να γυρίση όλα τα χωριά για να μελετήση ο ίδιος
την κατάσταση. Γυρίζοντας, λοιπόν, έβλεπε σ' όλα τα χαρακώματα άντρες
ωπλισμένους, έτοιμους, με το τουφέκι
στο
χέρι. Κατάπινε, ωστόσο,
την
οργή του
και κρύβοντας τ' αληθινά
αισθήματά του, τους έλεγε ότι έχουν δίκιο να μένουν ωπλισμένοι και να
φυλάνε τα χωριά τους, επειδή είναι δύσκολοι
οι
καιροί κι ο καθένας κοιτάζει
πώς να προστατέψη την ζωή του και το βιος του.
Έκανε ακόμα πως πιστεύει τις βεβαιώσεις των δύο Ελλήνων απεσταλμένων —Χειμωνίδη και Σιδηρόπουλου— ότι
οι Σανταίοι
είναι
νομοταγείς
και
φιλόνομοι,
τους έλεγε δεν
πειράζει και όλα θα διορθωθούν, αλλά έστελνε στο μεταξύ αναφορά στις στρατιωτικές
αρχές της Τραπεζούντας, καταγγέλλοντας την ανυπακοή και την ανταρσία
της Σάντας.
Άσχημες μέρες ζύγωναν. Μόλις οι αρχές πήραν τα μαντάτα του Φαΐκ μπέη, αποφάσισαν να στείλουν τσέτες για να συγυρίσουν την ανυπάκοη
βουνίσια πολιτεία. Για τη δουλειά τούτη, φυσικά, βρέθηκαν πρόθυμοι πολλοί αμέσως και νάσου πρώτος και καλύτερος
ο αρχιληστής Χεμπής και μαζί του ένας Μουσταφάς από το Μεσοχώρι. Κοντά σ' αυτούς πρόθυμος κι ο
άλλος μανιακός εχθρός των Σανταίων, ο Σουλεϊμάν Κάλφας κι ακόμα ο Σεΐτ αγάς κι ο Αλή
Ριζάς.
Καθένας απ' αυτούς είχε 150 ‐ 200 τσέτες στην ορδή του κι έτσι μαζεύτηκε
μια μεγάλη δύναμη, που ενισχύθηκε ακόμα και μ' έναν Ρωμιό αρχιτσέτη απ' το κοντινό Τζεβιζλήκ, τον
Ζαχαρία Γιαμάκ. Από κανένα ελληνικό αγώνα, βλέπετε, δεν λείψαν οι προδότες — χαρακτηριστικό κι αυτό της αιώνιας ελληνικής φυλής που παντού και πάντα είναι η ίδια, σ' όλες
τις
εποχές και σ'
όλα τα πλάτη του
γεωγραφικού χώρου όπου έζησε.
Αιτίες
της προδοσίας οι αιώνιες προσωπικές μικροφιλοδοξίες και τα μικροφιλότιμα, όπως και τούτου
εδώ του Ζαχαρία, που πριν από δέκα χρόνια τον είχαν πάψει απ' το αξίωμα του δημάρχου οι Ισχαναντέοι
κι ακόμα δεν μπορούσε να το ξεχάση. Εκατόν πενήντα Τούρκους τσέτες
έσερνε
μαζί του και τούτος
ο ψευτορωμιός.
Εκείνες τις μέρες ακριβώς βγήκε στο κλαρί κι η άλλη ομάδα των Σανταίων ανταρτών, οι Τσιριπάντ, μαζί με τον Γιώργο Κελαϊδόπουλο. Οι Τούρκοι
μάθαν τα λημέρια τους κι έτρεξε
ο Σεΐτ αγάς με τους δικούς του για να τους κυκλώση σε μια τοποθεσία
που
λεγόταν Κρεν. Οι
Τσιριπανταίοι, όμως,
άφοβοι
κι εμπειροπόλεμοι καθώς ήσαν,
άλλο
που δεν θέλαν να
χτυπηθούνε με τους Τούρκους,
και βλέποντάς τους να ζυγώνουν ετοιμάστηκαν αμέσως για την
μάχη. Τους φώναξε ο αρχηγός
τους Δημήτρης Τσιριπάντ:
—Πίσω παλιόσκυλα, αν αγαπάτε τη ζωή σας!
Την
ίδια στιγμή ανοίξανε
φωτιά κι άρχισε η μάχη —ρίχναν οι Έλληνες,
ρίχναν οι Τούρκοι— όπου σε μια στιγμή βλέπουν οι αντάρτες τον Σεΐτ αγά να κάνει τούμπες, νομίζουν
ότι σκοτώθηκε, αλαλάζουν, σκυλιάζουνε οι Τούρκοι, ανάβει πιο πολύ το τουφεκίδι και κρατά η
μάχη πεισματικά μέχρι το βράδυ. Αλλά και την άλλη μέρα συνεχίστηκε και την παράλλη, χωρίς κανένα αποτέλεσμα και χωρίς να μπορέσει
ο Σεΐτ αγάς να πιάση τους αντάρτες όπως έλπιζε, αλλά ούτε και να τους σαλέψη ρούπι απ' τα πόστα τους.
Απογοητευμένοι και λυσσασμένοι απ' το κακό τους, μετά τρεις ημέρες παρατάνε τη μάχη και
πάνε στους προεστούς
του χωριού Ισχανάντων, τους πιάνουν και τους λένε ότι αν δεν
πείσουν τους Τσιριπαντέους να παραδοθούν, θα κάψουν τα χωριά τους.
Εκείνοι πάλι
καμώνονται τους ανήξερους:
—Εμείς αυτούς τους Τσιριπαντέους δεν τους ξέρουμε, ούτε τους Κελαϊδοπουλέους, γιατί δεν
είναι απ' τα χωριά μας. Κάπου γύρω απ' τα χωριά της Τραπεζούντας μας ήλθαν οι
μπεζεβέγκηδες, και κόλλησαν, πανάθεμά τους, στα βουνά μας!...
Γιάμπολης ποταμός |
Στα τέλη Φεβρουαρίου όλοι οι αρχιτσετέδες με τις ορδές τους μπήκαν
στα χωριά της Σάντας κι ο Τούρκος αξιωματικός που οδηγούσε όλο τούτο το λεφούσι, μάζεψε τους ίδιους εκείνους προεστούς —στην καμπούρα
τούτων έπεφτε πάντα
το πρώτο βάρος— και τους λέει τα ίδια και τα ίδια, να ειδοποιήσουν όλους τους αντάρτες να παραδοθούν και να
καταθέσουν όλο τον οπλισμό τους, τα ορεινά κανόνια τους, τις χειροβομβίδες
τους, τα φυσέκια τους κι όλα τα πλούσια πολεμεφόδια που μάζεψαν απ' το ρούσικο
στρατό.
—Δεν
το κουνάμε απ' τη Σάντα κι ως που να παραδοθούν τούτοι οι γκιαούρηδες που δουλεύουνε για το κακό σας, εμείς
θα μείνουμε εδώ και θα ταΐζετε
τους άντρες μας.
Έχουμε διαταγή να κάψουμε και ν' αφανίσουμε την Σάντα αν δεν συμμορφωθήτε
μ' αυτά
που λέμε.
Στην απελπισία τους οι προεστοί παρακάλεσαν τον Ζαχαρία —τι διάβολο, Ρωμιός,
χριστιανός και πατριώτης τους ήταν— να μπει στη μέση και να μην αφήση να γίνει τέτοιο
κακό στη Σάντα. Εκείνος, όμως, αγρίεψε:
—Αυτά που σας λέει ο αξιωματικός,
τους
είπε, είναι λόγια του Βαγγέλιου! Οι αρχές ξέρουν
ότι τα κανόνια υπάρχουν και πολλά τουφέκια και φυσέκια. Να τα φέρετε όλα και να μη με ξαναζυγώσετε εμένα. Άντε φύγετε!
Έφριξαν οι προεστοί ακούοντας ένα
Ρωμιό
να
ξεστομίζη
τέτοια
λόγια, αλλά πώς
να μιλήσουν μ' όλο εκείνο το αγριεμένο
λεφούσι των τσετέδων στα χωριά τους; Οι αντάρτες
είχαν πιάσει τα βουνά αλλά ο πληθυσμός, οι γέροι, οι γυναίκες, τα σπιτικά τους βρισκόντουσαν στο έλεος των τσέτηδων. Κι αυτοί για την ώρα απειλούσαν, τρώγαν και πίναν
και θέλαν μια αγελάδα την ημέρα, 300
οκάδες ψωμί, πολλές οκάδες
πατάτες και τρία κάρα
ξύλα! Στρώθηκαν στο χωριό Ισχανάντων, λεηλάτησαν το σπίτι του Ευκλείδη,
χόρευαν, τραγουδούσαν και γλεντούσαν. Όλα τα κορίτσια είχαν κρυφτή και τους υπηρετούσαν οι γριές.
Οι προεστοί
ορκιζόντουσαν στον Τούρκο αξιωματικό ότι όλα όσα λεγόντουσαν για κανόνια
κι άφθονο οπλισμό των ανταρτών
ήσαν παραμύθια και τότε εκείνος αξίωσε να μαζέψουν
τουλάχιστο τα όπλα απ' τα σπίτια κι όσο για τους αντάρτες θα τους κανόνιζε ο ίδιος.
Μάζεψαν όσα παλιοτούφεκα μπόρεσαν να βρουν, τα
παραδώσαν κι ύστερα υποχρεώθηκαν
να πάνε να βρούνε τους αντάρτες
στα λημέρια τους και να τους πείσουν να παραδοθούν. Έτσι ξεκίνησαν οι προεστοί και από πίσω όλοι οι τσέτες, που πιάσαν γύρω τριγύρω τα δάση
όπου ξέραν ότι βρίσκονταν οι αντάρτες. Όταν είδαν οι τελευταίοι τους προεστούς και
μάθαν το τι τους ζητούσανε οι Τούρκοι, αρνήθηκαν. Οι προεστοί τους εξήγησαν ότι θ' αφανιζότανε η Σάντα και σύστησαν να παρουσιαστούνε
μερικοί κι αν δείχναν οι τσέτες κακές διαθέσεις τότε θα ξεσηκωνόντουσαν όλα τα χωριά για να τους προστατέψουν.
Οικισμός Πιστοφάντων σην Σαντά |
Χεμτή αρκετές, σαν αποζημίωση για τη ληστεία που πριν από λίγο καιρό τους είχε κάνει ο
Ευκλείδης— κλέψαν κι ό,τι άλλο μπόρεσαν και φύγαν.
Την
ίδια μέρα —κατά τα μέσα του Μάρτη— έφτασε στη Σάντα ο Τούρκος αξιωματικός Ισμαήλ Χακκή εφένδης, Μακεδόνας, με 25 χωροφύλακες,
που συμπαθούσε τους Ρωμιούς.
Αυτός φέρθηκε πολύ καλά, σαν αληθινός
φιλέλληνας κι όταν ξαναφανήκαν οι αρχιτσετέδες Σουλεϊμάν Κάλφας και Σεΐτ αγάς, τους έδιωξε. Τόση συμπάθεια
έδειχνε στους Χριστιανούς, ώστε τη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα παρακολούθησε μαζί τους τον Επιτάφιο και την Ανάσταση. Κι από κει και πέρα ούτε άφηνε Τούρκο να ζυγώνη αδικαιολόγητα στη Σάντα.
Οι αρχιτσετέδες, όμως, δεν παίρναν από τέτοια
κι ετοίμαζαν πάντα την εκδίκησή
τους. Αφού δεν μπόρεσαν
να τα
βγάλουν πέρα με τους αντάρτες, σκέφτηκαν να χτυπήσουν τους άμαχους και στις 10 του Μάη πιάσαν το δρόμο απ' όπου θα περνούσε η «πόστα»
—άντρες και γυναίκες που κατεβαίνανε στην Τραπεζούντα για τρόφιμα— με τον σκοπό να πάρουν πίσω το αίμα που τους στοίχισε η μάχη των Κοπαλάντων.
Η συνοδεία είχε μαζί της κι έξι χωροφύλακες καθώς ανέβαινε προς τη
Σάντα, με
τους
άντρες
και
τις
γυναίκες
φορτωμένους. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, πολλοί τσέτες, παραφυλάξαν
κι όταν φανήκαν οι πρώτοι
της πόστας βγήκαν μπροστά
τους με τα τουφέκια:
—Τεσλίμ!
Τους αναγκάσαν να σταματήσουν, ύστερα επιτεθήκανε στους άλλους, κι αφώπλισαν τους Τούρκους χωροφύλακες που ακολουθούσαν από πίσω. Σε λίγη ώρα άντρες, γυναίκες και τα
φορτωμένα ζώα βρέθηκαν κυκλωμένοι απ' τους τσέτες, που αγριεμένοι άρχισαν το έργο τους,
σκοτώνοντας άλλους με τουφεκιές άλλους με το μαχαίρι. Εννιά ήσαν τα θύματα της σφαγής, ανάμεσα στα οποία η θεία του καπετάν Ευκλείδη Κυρτογλάβα (που την γνώρισαν παρ' όλο ότι προσπάθησε να κρύψη το πρόσωπό
της) κι ο φημισμένος λυράρης της Σάντας
Περικλής Λιανίδης, αδελφός του διαλεχτού Πόντιου καθηγητή της Φιλολογίας
και γενικού γραμματέα της Επιτροπής Ποντιακών
Μελετών κ. Σίμου Λιανίδη.
Σε
βαρύ πένθος βυθίστηκε η Σάντα με την άγρια δολοφονία τόσων αόπλων ανθρώπων κι επί τρεις μέρες χτυπούσαν πένθιμα οι καμπάνες.
Λυπήθηκε κατάκαρδα και ο φιλέλληνας Ισμαήλ, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει
τίποτα. Άλλωστε κι αυτόν
τον είχαν τόσο
άχτι
οι Τούρκοι αρχιτσετέδες,
ώστε
όταν σε λίγο μετατέθηκε στη Ριζούντα τον σκότωσαν οι εκεί αγάδες.
Το τρομερό τούτο πάθημα δεν το χώνεψαν, βέβαια, οι Σανταίοι.
Έβραζε προ πάντων απ' το
κακό του για την άδικη σφαγή ο καπετάν Ευκλείδης, κι από τότε οργάνωσε
την ομάδα του, αποφασίζοντας
να γίνει ο εκδικητής της Σάντας με τη δράση του δικού του αντάρτικου. Όπως κι έγινε. Πότε με τα δικά του μόνο παλληκάρια,
πότε
σε συνεργασία με τους Τσιριπαντέους, άρχισε
γρήγορα να σκορπίζη τον τρόμο στα γύρω τουρκοχώρια, γράφοντας το ηρωικό και ματωμένο έπος της πατρίδας του.
Δημητρης Ψαθάς
Δημητρης Ψαθάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου