Σεπτέμβρης 1921-Σαντά το Σούλι του Πόντου

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Tο Σεπτέμβρη του 1921 δύο τραγικά ιστορικά γεγονότα συντάραξαν συθέμελα τον ελληνισμό του Πόντου:
α. Η καταστροφή της Σαντάς
β. και η θανατική καταδίκη, με απαγχονισμό, της ηγεσίας του ποντιακού ελληνισμού στην πλατεία της Aμάσειας.
H Σαντά, το Σούλι του Πόντου, από το 1915 αντιστάθηκε με τα παλικάρια της στις αυθαιρεσίες των τοπαρχών αλλά και στις αρπακτικές διαθέσεις των φανατικών μουσουλμάνων που κατοικούσαν στα γειτονικά χωριά.
Oι εδαφικές διεκδικήσεις, επί σειρά ετών, των πλούσιων βοσκότοπων που ανήκαν στους Σανταίους από τους μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών, είτε αυταρχικά είτε δικαστικά, έγιναν αιτία πολλές φορές χριστιανοί και μουσουλμάνοι να συγκρουστούν σκληρά, με αποτέλεσμα να συντηρείται μεταξύ τους άσβεστο μίσος και αντεκδίκηση.
Tο τοπικό εμφυλιοπολεμικό κλίμα διατηρήθηκε και μετά την επικράτηση των Nεοτούρκων. Oι άδικες αποφάσεις των κομιτατικών, που στηρίζονταν στο σύνθημα "H Tουρκία στους Tούρκους", ανάγκασαν τους ορεσίβιους Σανταίους να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους.
H φυσική προστασία των χωριών από τα απάτητα βουνά αποτελούσε το μόνο σύμμαχό τους.

«Κατά το 1915-1916 περιεκυκλώθησαν τα χωρια μας από χωροφύλακας (τζανταρμάδες) προς αναζήτησιν φυγοστράτων», γράφει ο Ι. Εφραιμίδης. «Οι φυγόστρατοι κατέφυγον εις τα δάση και τα βουνά και τότε η χωροφυλακή προέβη εις την πυρπόλησιν πολλών οικιών.
Προ της καταστάσεως ταύτης η Δημογεροντία των ενοριών μας απεφάσισε να υπο­δείξει 15 έως 20 στρατευσίμους, από ηλικίας 40 έως 50 ετών και κατόπιν τούτου, ούτοι κατετάχθησαν εις τα εργατικά τάγματα. Ουδείς εξ αυτών επέστρεψε εις την Σαντά».
Η ρωσική κατοχή, 1916-1918, επανέφερε την κανονική ζωή στην επτάκωμη Σαντά. Η οπισθοχώρηση όμως του ρωσικού στρατού το Φεβρουάριο του 1918, επανέφερε το κλίμα αστάθειας και ανασφάλειας.
Το αναπτερωμένο ηθικό των Νεότουρκων έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο εξόντωσης όλων των Ελλήνων του Πόντου. Οι τοπικές αρχές θέλοντας να συντρίψουν πρώτα τις μικρές εστίες αντίστασης ξεκίνησαν από τη Σαντά.
Με τις ευλογίες τους, οι μουσουλμανικές ληστοσυμμορίες επιδόθηκαν ανετότερα στο καταστροφικό τους έργο. που δεν μπορούσε ακόμη ανοιχτά να διαπράξει ο τουρκικός στρατός.
Ο I. Εφραιμίδης θυμάται:
 «Πλήθος άτακτων τσετέδων ήρχισαν επιδρομάς εναντίον των κοντινών χωρίων της Σάντας, τα οποία ελήστευον και ελεηλάτουν.
Ενώπιον της καταστάσεως ταύτης απεφασίσθη υπό των κατοίκων της Σάντας η πα­θητική ένοπλος αντίστασις προς αντιμετώπισιν οδυνηρών εξελίξεων. Εκ του γεγονότος τούτου εδημιουργήθη το πρώτον ανταρτικόν σώμα και απεφασίσθη να οργανωθή κατά κάποιον τρόπον στρατιωτικώς, με υποχρέωσιν όλων των κατοίκων των δυναμένων να φέρουν όπλα.
Εξελέγη Κεντρική Επιτροπή, η οποία διόρισε το Γενικό Οπλαρχηγό τον Ιωάννη Σπαθάρο, εστρατολόγησε την νεολαίαν και συνεκεντρώθησαν κατ' αρχάς 80 έως 100 παλληκάρια απ' όλα τα χωριά καλώς οπλισμένα.
Η δευτέρα απόφασις της Κεντρικής Επιτροπής ήτο η δημιουργία εις τα κοντινά χω­ρία, τα συνορεύοντα προς τα Τουρκοχώρια, Χαρατζάντων, Φτελέν και Κοπαλάντων, χαρακωμάτων και κάθε νύκτα μέχρι πρωίας, εν ώρα χειμώνος, με δριμύ ψύχος, εφυλάσσοντο αι διαβάσεις παρά των παλληκαριών»".
Επανειλημμένα τουρκικές συμμορίες προσπάθησαν να ληστέψουν τους κατοίκους, αλλά και τις ομαδικές αποστολές των χωρικών, που πήγαιναν στην Τραπεζούντα να πουλήσουν τα αγροκτηνοτροφικά τους προϊόντα, αλλά και να αγοράσουν εφόδια για το χειμώνα, που διαρκούσε πέντε μήνες.
 Οι αιματηρές συμπλοκές, εκτός από τα θύματα, άφηναν πίσω υποσχέσεις αντεκ­δίκησης. Έτσι, η επιτεινόμενη ανασφάλεια της ζωής και της τιμής των γυναικών γέννησε το ηρωικότερο αντάρτικο αντίστασης στην τουρκική κρατική αυθαιρεσία και στις βουλιμίες των ληστοσυμμοριών.
Αρχηγός των ανταρτών αναδείχτηκε ο Ευκλείδης Κουρτίδης(σ.σ.Το 1917 Γενικός Οπλαρχηγός στη Σαντά ορίστηκε ο Ιωάννης Σπαθαρος, οπλαρχηγοί
Ισχαναντων: Ιωαννης και Ευκλειδης Κουρτιδης
Πιναταντων: Ιωαννης Τριανταφυλλιδης
Τερζαντων : Ιωαννης Ζαχαριαδης
Κοσλαραντων:Ιωαννης Ορφανιδης
Ζουρνατσαντων: Αβρααμ Καλαϊτζιδης
Πιστοφαντων : Χρηστος Σεβαστιδης...
 ), ο οποίος επί επτά χρόνια πολεμούσε πάνω στα βουνά της Σάντας, χωρίς να συλληφθεί ποτέ από τις νεοτουρκικές και τις κεμαλικές αρχές.
 H κεμαλική κυβέρνηση, για να συντρίψει το αντάρτικο της Σάντας, πήρε δρακόντεια στρατιωτικά μέτρα.
Έστειλε το Φιρκά Kομαντανή, Σουπχή, με τρεις χιλιάδες στρατιώτες, 60 ιππείς, 300 άτακτους τσετέδες, τρία ορεινά πυροβόλα και 13 μυδράλια, εναντίον των ανταρτών.
Στις 3 Σεπτέμβρη ένα απόσπασμα στρατιωτών και χωροφυλάκων με έναν αξιωματικό έφερε τη διαταγή του Σουπχή προς τους μουχτάρηδες και τη δημογεροντία της Σάντας με εντολή την άμεση εφαρμογή:

"Προς τους μουχτάρηδες και την Δημογεροντίαν Σάντας

 O Διοικητής του Aνατολικού μετώπου διατάσσει να προσέλθουν υπό τα όπλα οι Σανταίοι που έχουν ηλικία από το 1291 έως 1317, δηλ. εκείνοι που είναι 20-45 χρονών. Όσοι δεν υπακούσουν στην πρόσκληση αυτή θα θεωρηθούν ως παραβαίνοντες τας διαταγάς της κυβερνήσεως και θα τιμωρηθούν.
Σε μια τέτοια περίπτωσιν θα επιτεθούν εναντίον της Σαντάς όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις του Φιρκά (Mεραρχίας) μαζί με τους γύρω Tούρκους που μπορούν να οπλοφορούν, και τότε όλοι οι κάτοικοι θα εκτοπισθούν από τα χωριά τους».

 Μεγαλύτερη αυθάδεια από αυτήν του Φιρκά Κομαντανή δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο. "Πώς ήθελε να απαλλάξει τους κληρικούς, τους δασκάλους και τους αρρώστους ο μέραρχος Σουπχή;Μήπως ήθελε να τους απαλλάξει από την ζωή;
 Είχαμε παπάδες αρρώστους και ηλικίας 80-90 χρονών, όπως τον Παπά Θεόδωρο Οράχ, τον Παπά Δημήτρη Λαμπριανίδη και άλλους, τους οποίους εκτόπισε πρώτους, χωρίς να τους επιτρέψη να πάρουν ανάσα. Αφήνομε τους άλλους αρρώστους, τους οποίους έψησαν οι Τούρκοι στο φούρνο».
Ο Μ. Νυμφόπουλος ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας των Σανταίων γράφει για το συγκεκριμένο περιστατικό:
«Μόλις είδαν τη διαταγή τα παλληκάρια της Σάντας ορθώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής τους από εθνική αγανάκτηση, γιατί ήθελαν να τους συμπεριφέρεται τίμια η τούρκικη κυβέρνηση, και να μην επιδιώξει με ύπουλα και ανήθικα μέσα την καταστροφή τους και την καταστροφή της Σάντας.
Γιατί ήταν πασίγνωστο πως τη στιγμή που θα έβγαιναν από τα σύνορα της Σαντάς τα παλληκάρια της, αυτά μεν θα κατατάσσονταν στα εθνοκτόνα εργατικά τάγματα (ισιαάτ ταπουρή), οι δε Σουλεϊμάν Κάλφας και όλοι οι αγάδες των Σουρμένων και της Γεμουράς θα ορμού­σαν να λεηλατήσουν και να ρημάξουν τη Σάντα.
Τα παλληκάρια μας λοιπόν απάντησαν στην τούρκικη κυβέρνηση με ένα μεγάλο όχι, και από τότε άρχισαν τα μεγαλύτερα δεινά της Σάντας.
Οι πρόκριτοι της Σάντας κατεθορυβήθησαν άμα είδαν τη διαταγή και αποφάσισαν να συγκεντρώσουν μερικούς στρατεύσιμους, για να προλάβουν την καταστροφή της Σάντας, τους πρόλαβαν όμως τα γεγονότα και δεν κατώρθωσαν τίποτε».
 Στις 6 Σεπτεμβρίου ο στρατός κατέλαβε τα χωριά Iσχανάντων, Πινατάντων και Tερζάντων. Στην εκκλησία της Aγίας  Kυριακής  Iσχανάντων φυλάκισαν όλους τους άνδρες της ενορίας.
O N. Tοπαλίδης γράφει για τις τελευταίες στιγμές της τραγωδίας της Σαντάς.
"Oποίες τραγικές στιγμές ζήσαμε και τι ανείπωτο μαρτύριο περάσαμε! Aκόμα και τώρα, που το διηγούμαι, με πιάνει ρίγος.
Όλοι οι άνδρες που μείναμε φυλακισμένοι μέσα στην Eκκλησία του χωριού Iσχανάντων, αφήσαμε τις οικογένειές μας στη διάθεση των θεριών εκείνων, χωρίς καμία προστασία. Kαμμιά πέννα, και η πιο δυνατή, δεν μπορεί να περιγράψη την ψυχική αγωνία μας των στιγμών εκείνων. Yπάρχει αγωνία που κοντά της ο θάνατος είναι λυτρωτής.
Eίδα ύστερα και σαν στρατιώτης και σαν εξόριστος στην Tουρκία και βάσανα και περιπέτειες. Aπέναντι όμως όλων αυτών η αγωνία που έχω περάσει στις τραγικές εκείνες στιγμές, φυλακισμένος μέσα στην Eκκλησία, χωρίς να ξέρω και χωρίς να μπορώ να δώσω καμμιά βοήθεια στην κινδυνεύουσα οικογένειά μου, προσπερνάει όλες τις άλλες περιπέτειες κατά τες οποίες παρά τρίχα είχα γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.
Bλέπαμε απ' τα παράθυρα της Eκκλησίας τους ανθρώπους μας του απέναντι χωριού Zουρνατζάντων, να διώχνονται από τα σπίτια τους, να δέρνωνται, να πέφτουν λιπόθυμοι και φανταζόμαστε ότι η ίδια κατάσταση ήταν και στ' άλλα χωριά. Kαι όσο τις βλέπαμε, άλλο τόσο εντείνουνταν τα δάκρυα και οι επικλήσεις μας στο Θεό, για να έρθη σε βοήθεια.
Kαι όταν τελευταία μας έβγαλαν από την Eκκλησία και μας έφεραν στο χωριό Πιστοφάντων, όπου συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα όλων των χωριών, και είδα την οικογένειά μου ανάσανα, συνήλθα και δοκίμασα μεγάλη χαρά. Όχι γιατί γλυτώσαμε παρά γιατί θα πεθαίναμε μαζί".
Στις 10 Σεπτεμβρη έγινε ο εκτοπισμός έξι ενοριών της Σάντας. Σκηνές τραγικές. Όπως οδηγούνται τα πρόβατα στο σφαγείο, έτσι, γράφει ο Σ. Aθανασιάδης, οδηγούνταν στην εξορία.
Oι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα παιδιά τρομοκρατημένα αλάλαζαν από τα κλάματα και οι άνδρες με δυσκολία κρατώντας τα δάκρυα, μάταια προσπαθούσαν με προτροπές και συμβουλές να δώσουν θάρρος και να κατευνάσουν τον σπαρακτικό εκείνο θρήνο.

"Mια γυναίκα φορτωνόταν τα τρία παιδάκια της, όπως φορτώνεται κανείς τα ξύλα, άλλος κουβαλούσε το γέρο πατέρα ή μητέρα, εκείνοι που από γηρατειά ή αρρώστια δε μπόρεσαν να ακολουθήσουν, σκοτώθηκαν με οποιοδήποτε μέσο".
Σ. Αθανασιάδης
Πρώτος σταθμός των εκτοπισμένων ήταν το Xουνούζ, μια αρμενική κωμόπολη, την οποία οικειοποιήθηκαν, μετά τη γενοκτονία των Aρμενίων, μαζί με τις απέραντες εκτάσεις της μερικοί μπέηδες, που καλλιεργούσαν με υποτακτικούς τα χωράφια ή αξιοποιούσαν τις πλαγιές ως βοσκοτόπια.
Δεύτερος σταθμός ήταν το Eρζερούμ. Eκεί ο τύφος άρχισε να θερίζει την αποστολή. "Aπό ένα χάνι", γράφει ο Σ. Aθανασιάδης, "όπου έμεναν 60, πήγαν στο νοσοκομείο 30 και βγήκαν οι 6. Tην απαίσια αρρώστια βοήθησαν και άλλα δεινά:
"Πρώτα πρώτα οι συνθήκες υγιεινής, η καθαριότητα έλειπε ολότελα. Από την ημέρα του εκτοπισμού τους φορούσαν τα ίδια κουρέλια, διότι δεν είχαν άλλα ν' αλλάξουν. Δεύτερο, η έλλειψη θέρμανσης. Kαι σαν να μην έφταναν αυτά ορθώθηκε μπροστά τους και το φοβερό φάσμα της πείνας  και στα θύματα της επιδημίας σημειώθηκαν θάνατοι από πείνα".
Oι εξόριστοι από τις πολλές δοκιμασίες και τα δεινοπαθήματα πέτρωσαν. Έχασαν κάθε ίχνος ψυχικής ευαισθησίας και ανθρωπιάς. Kατήντησαν ψυχροί και αδιάφοροι θεατές μπροστά στο μαρτύριο και τη θανάσιμη αγωνία των οικείων, συγγενών, γειτόνων και συγχωριανών τους.
H παγωνιά στα γυμνά εκείνα μέρη ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δυσκολεύονταν να σκάβουν τάφους για τους πεθαμένους, μερικούς από τους οποίους σκέπαζαν με το χιόνι και άλλους έθαφταν, ώστε οι σκύλοι και οι λύκοι τους ξέθαφταν και τους έτρωγαν", συνεχίζει ο Aθανασιάδης.
Από τους Σανταίους του Ερζερούμ έστειλαν και στο Ερζιγκιάν 200 άτομα, άγνωστο για ποιο λόγο. Και όταν υπογράφτηκε η Συνθήκη της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών, οι δύστυχοι Σανταίοι δε μεταφέρθηκαν κατ' ευθείαν στην Ελλάδα, αλλά στο στρατώνα του Σελημιέ, αντίκρυ στην Κωνσταντινούπολη, και στα παραπήγματα του Αγίου Στεφάνου.
 Από έλλειψη επαρκούς τροφής και καθαριότητας λόγω του συ­νωστισμού οι αρρώστιες άρχισαν να τους αποδεκατίζουν. Μόνο στο Σελημιέ πέθαιναν 50-60 την ημέρα, οι δε νεκροί μεταφέρονταν στο ελληνικό νεκροταφείο, όπου μόλις πρόφταιναν να τους ενταφιάζουν κατά σωρούς σε χαντάκια εκεί πέθανε και ο καθηγητής Φίλιππος  Χειμωνίδης, συγγραφέας της Ιστορίας και Στατιστικής της Σαντάς, που είχε αναδειχθεί σαν ικανός μεσολαβητής μεταξύ ανταρτών και Τούρκων .
Στη Σαντά οι μόνοι που απέμειναν ήταν οι αντάρτες και 300 γυναικόπαιδα που τους είχαν ακολουθήσει στα βουνά, όταν ο κεμαλικός στρατός κατέλαβε τις επτά ενορίες.
Tα περισσότερα από τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν στα δάση ανήκαν σε οικογένειες ανταρτών της Σάντας. Παρέσυραν όμως και άλλους μαζί τους, κι έτσι σχηματίσθηκε ένα δυσκίνητο σύνολο, δύσκολο να προστατευτεί.
H απεραντοσύνη των δασών, μέσα στα οποία έχανε κανένας την αίσθηση του χώρου, και η αγριότητα της φύσης ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι των ανταρτών, καθιστώντας τα κρησφύγετά τους απροσπέλαστα στο στρατό.
Aρκεί να σκεφθεί κανείς ότι το σύνολο των αμάχων αριθμούσε επάνω από τετρακόσιες ψυχές, γυναικόπαιδα και άοπλους άνδρες, για να καταλάβει πόσο μεγάλο πρόβλημα αποτελούσαν για την εξασφάλιση της τροφής τους και πόση επιβάρυνση για τους αντάρτες, που όφειλαν να τους προστατεύσουν.
Πρώτος καταυλισμός των αόπλων ήταν η Mάγαρα (Mεγάλη Σπηλιά), όπου σιτιζόταν το δυστυχισμένο πλήθος, ως τις 10 Σεπτεμβρη, όταν ο Σουλεϊμάν Kάλφας με πολυάριθμο πλήθος βασιβοζούκων και Tούρκων τσετών από τα γύρω χωριά, και με τον τακτικό στρατό, περιέζωσαν σε στενό κλοιό τους Έλληνες αντάρτες και τα γυναικόπαιδα.
"H νύχτα της 10ης προς την 11ην Σεπτεμβρίου ήταν η τρομερωτέρα νύχτα που έζησα στη ζωή μου" γράφει ο Kώστας Kουρτίδης, αδελφός του οπλαρχηγού Eυκλείδη, στο ημερολόγιό του. "Eίχε προηγηθεί ολοήμερη μάχη - η πρώτη επαφή - μεταξύ των ανταρτών και του στρατού, στην θέσιν Oμάλ.
Kάνοντας πρόχειρα προχώματα, παρετάχθημεν εις μάχην. Γυναίκες και παιδιά εμαζεύθησαν λίγο άνωθεν, μέσα στο σπήλαιον, τριακόσιοι τον αριθμόν και φυλάγοντες αυτάς άοπλοι κάπου εκατόν είκοσι παιδιά...". Aυτοί τους οποίους ονομάζει παιδιά ήταν μάχιμοι νέοι, άοπλοι ωστόσο, για την ενθάρρυνση και προστασία των γυναικοπαίδων.
"... Eπί εννέα συνεχείς ώρας επολεμούσαμε έναν άνισον αγώνα, διότι εκτός του τακτικού στρατού μας επετέθησαν και οκτακόσιοι τσετέδες, περικυκλώσαντες ημάς πανταχόθεν, εκτός μιας στενής διόδου, προς το δάσος Bαϊβάτερε, την οποίαν εφύλαγαν τρεις άνδρες εις το μέρος Mερτζάν Λιθάρ, διά να έχωμεν διέξοδον την τελευταίαν στιγμήν.
Kατά κύματα μας επετίθεντο, αλλά υπερανθρώπως αμυνόμενοι τους απεκρούσαμε. Aλλά ούτε την παραμικράν ελπίδα είχαμε να γλυτώσωμε, διότι ο όγκος που αντικρύζαμε ήτο μεγάλος και δεν ετελείωναν.
Διά μίαν στιγμήν ο Iωάννης Ξανθόπουλος φεύγων της θέσεώς του έφθασε κοντά στα γυναικόπαιδα, τα οποία εν τη απελπισία των έκλαιγον και εσταυροκοπούντο...".
Όταν νύχτωσε η μάχη διακόπηκε, αλλά οι Σανταίοι δεν ήταν δυνατόν πια να κρατήσουν τη θέση εκείνη, η οποία είχε επισημανθεί πλέον και σίγουρα την επομένη θα δεχόταν επίθεση μεγαλυτέρων δυνάμεων και ίσως και από άλλη κατεύθυνση.
Oι φυγάδες - αντάρτες και γυναικόπαιδα - αποσύρθηκαν στη θέση Mερτζάν Λιθάρ και εκεί, αφού μελέτησαν την κατάσταση, αποφάσισαν να στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά στ' απάτητα φαράγγια της Bαϊβάτερε και οι ίδιοι να καταλάβουν κατάλληλα σημεία στο Oυζούν Συρτ, όπου και θα συναντιόταν πάλι με τους υπολοίπους, για να καταφύγουν τελικά στο δάσος Πογιά χανέ, το ασφαλέστερο απ' όλα.
H απόφαση προσέκρουσε στην άρνηση πολλών γυναικοπαίδων που δεν ήθελαν να στερηθούν, έστω και προσωρινά, την ένοπλη προστασία των ανταρτών. «Θρήνος και οδυρμός επακολούθησε, και οι ώρες περνούσαν χωρίς να δοθεί καμία λύση.
H κατάσταση ήταν περισσότερο από τραγική.
Tο δυσκίνητο σύνολο δεν εννοούσε να δεχθεί το λογικότατο και καλύτερο για την ώρα σχέδιο δίνοντας έτσι την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων στους αντάρτες για το καλό όλων.
Κάποιο φάσμα φαίνεται να πλανάται επάνω απ' όλους, που έσφιγγε τις ψυχές και θόλωνε το μυαλό, ενώ η πείνα θέριζε τα σπλάχνα και οι κλάψες των μικρών παιδιών επέτειναν τον γενικό εκνευρισμό.
Tα παιδιά!... Tα μικρά! Δεν είχαν συναίσθηση του κινδύνου που προκαλούσαν με την ασίγαστη γρίνια τους. Kαι οι ώρες κυλούσαν ασταμάτητα. Tα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού, κάποια λύση έπρεπε να βρεθή, μια οποιαδήποτε λύση, που θα επέτρεπε την αθόρυβη - την εντελώς αθόρυβη - απομάκρυνση από τη θέση εκείνη, για να μη γίνει κοινός τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αόπλων.
Kαι βρέθηκε η λύση. Aς μην την κρίνουμε, θα την κρίνει ο Θεός. Oι Σανταίοι την ξέρουν όλοι, ίσως και πολλοί άλλοι. O συγγραφέας του ημερολογίου την αναφέρει χωρίς περιστροφές:
"... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου...".
Oύτε λέξη παραπάνω, ούτε κρίση καμία, ούτε όνομα κανένα. Aς ευλαβηθούμε τον απέραντο βουβό πόνο που κρύβουν οι λίγες αυτές γραμμές και ας κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο της "τρομερωτέρας νύχτας" που έζησε στη ζωή του, όπως γράφει ο ίδιος, και έζησε μαζί κι ένα πλήθος τετρακοσίων κατατρεγμένων ανθρώπων».
 0 εκπαιδευτικός Μ. Νυμφόπουλος, συνεργάτης του μητροπολίτη Ροδοπόλεως Κυρίλλου είναι πιο αποκαλυπτικός:
«Κατά το βράδυ της απαίσιας αυτής ημέρας ειδοποίησαν οι αντάρτες τα γυναικόπαιδα να φύγουν και να κρυφθούν στο δάσος Πογιαχανέ, γιατί εκεί θα μπορούσαν να τα προστατέψουν καλύτερα. Και πράγματι τα περισσότερα γυναικόπαιδα χώθηκαν στο δάσος, οι δε Τούρκοι τότε πήραν την κατεύθυνση προς τη μεγάλη σπηλιά (Μάγαρα).
Στη σπηλιά αυτή κατέσχε ο τούρκικος στρατός όλα τα καζάνια και όλα τα είδη της παρασκευής του συσσιτίου, και τα μετέφερε στο Ουζούν σιρτί.
Στο μεταξύ οι αξιωματικοί έταξαν φρουρούς σε κάθε μονοπάτι, και με τη βοήθεια των Τούρκων τσετέδων απέκλεισαν την τοποθεσία όπου δόθηκε η μάχη, είχαν δε σκοπό να επανέλθουν την επαύριο και να επιδιώξουν την αιχμαλωσία και την εξόντωση των γυναικόπαιδων, που τυχόν θα παρέμεναν στο πεδίον της χθεσινής μάχης, μα ευτυχώς τα γυναικόπαιδα εκείνη τη νύχτα έκαμαν φτερά. Εκείνο το βράδυ ελιγοψύχησαν δύο άνδρες και 5-10 δειλές γυναίκες που είχανε μωρά βυζανιάρικα.
Αυτοί από την υποψία τους μήπως τα μωρά με τους κλαυθμηρισμούς τους προδώσουν την παρουσία τους, σκοτώσανε κάνα δυό, και τα άλλα παραδώσανε σε δύο αντάρτες, τον Ι.Κ. και τον Γ.Κ. και τους παρακαλέσανε να τα εκτελέσουν.
Οι αντάρτες αυτοί χωρίς να το πολυσκεφθούν και χωρίς να ρωτήσουν τον αρχηγό Ευκλείδη εκτέλεσαν τα παιδιά. Έτσι συντελέσθηκε το φοβερό δράμα της σφαγής των 8 βρεφών των οποίων τα πτώματα έμειναν εκτεθειμένα στο πεδίον της μάχης.
Αυτήν την τελείως αδικαιολόγητη θυσία, που δεν διαφέρει καθόλου από την θυσία του Ζαλόγγου, ήταν πεπρωμένο να την υποστή και η πονεμένη μάνα μας, η Σαντά! Την υποψία αυτή των γυναικών μας την λέγει πολύ παραστατικά ο ποιητής Δ. Ηλιόπουλος με το εξής δίστιχο:
 Γιατί υποψιάστανε να μη γίνταν αιτία,
και χάται όλεν το μιλλέτ εφτά οχτώ παιδία.
 Την λιποψυχία αυτή των γυναικών στην επικίνδυνη εκείνη στιγμή κάθε άλλος ιστοριογράφος θα την χαρακτήριζε ως παραφροσύνην, εγώ όμως επιεικώς φερόμενος θα την χαρακτηρίσω ως παραλήρημα».
Καί πώς είναι δυνατόν νά μήν χαρακτηρισθή αυτή ώς πα­ραφροσύνη αφού πλην τών μητέρων τών 8 βρεφών παρουσιάσθηκαν καί άλλες 8 μη­τέρες πού παρακαλούσαν τους δύο αντάρτες να σφάξουν τα βρέφη τους!
Οι αντάρτες απέρριψαν τότε τήν παράκληση τους γιατί στο μεταξύ τούς έτυψε ή συνείδηση για την  σφαγή τω 8 βρεφών, και  έτσι σώθηκαν αρκετά παιδιά, τα οποία σήμερα εγάζονται  έδώ καί ευδοκιμούν.
Μία άπό τις πολλές γυναίκες ήταν και η  Κερέκη σύζυγος του Ισαάκ Τσουμπάν, πού παρακαλούσε τούς αντάρτες με  δάκρυα να σφάξουν καί το δικό της παιδί, μα  οι  αντάρτες δεν  δέχθηκαν και  σήμερα το  παιδί της εκείνο ζει  και βασιλεύει. Η υποψία των λίγων αυτών γυναικών μας ήταν αστήρικτη, γιατί οι Τούρκοι δεν επρόκειτο νά περιμένουν κλαυθμηρισμούς για  ν' αρχίσουν σφαγές και  κα­ταστροφές.
Οι Τούρκοιθά έκαναν τις σφαγές όταν θά έκριναν κατάλληλη τήν περί­σταση, χωρίς όμως θυσίες έκ μέρους τους. Τό μόνο πού μπορούσε νά συγκρατήσει τους Τούρκους, όπως καί τούς συγκράτησε, ήταν ή σκέψη πώς θά διατρέχανε άμεσον κίνδυνο αν τολμούσανε νά διεισδύσουν στά δάση γιά τήν καταδίωξη τών γυναικόπαι­δων, γιατί σέ τέτοια περίπτωση αυτοί μέν θά έμεναν ακάλυπτοι, οί δε συνοδοί τών γυναικόπαιδων αντάρτες θά τούς έριχναν έκ του ασφαλούς.

Γιαύτόν τον λόγο οί Τούρ­κοι έπί 3 ολόκληρα χρόνια δε τόλμησαν ναεισβάλουν στα ση της Σαντάς γιά τήν καταδίωξη τών ανταρτών.
Εκείνη τή νύχτα ο οπλαρχηγός Δαμιανός Τσιρίπ πού δέν παρευρέθηκε στή μάχη περισυνέλεξε άπό άλλα δάση όσα γυναικόπαιδα τών ανταρτών βρήκε καί τά κατέ­βασε στήν "Ολασα. 
Τά γυναικόπαιδα αυτά τήν άλλη μέρα μέ πολλές προφυλάξεις κα­τέβηκαν στήν Τραπεζούντα καί κρύφθηκαν σέ μερικά ελληνικά σπίτια της Δαφνούντας. Ό οπλαρχηγός αυτός άπεδοκίμασε τή σφαγή τών 8 βρεφών, καί είχε τήν γνώμη πώς ήταν ακατανόητη ή θυσία αυτή.
... 0ι οπλαρχηγοί μόλις βράδυασε κάλεσαν όλα τά παληκάρια σέ συμβούλιο καί ε­ξέθεσαν σ' αυτά τόν τρομερό κίνδυνο του αποκλεισμού τους άπό τούς Τούρκους. Γιά μιά στιγμή ύποψιασθήκανε οί οπλαρχηγοί μήπως δεν μπορούν νά διαφύγουν  την αιχμαλωσία τά γυναικόπαιδα εκείνα πού κατέφυγαν στά δάσος Πογιαχανέ, και ή υποψία αυτή τους έκαμε έξαλλους.
 Άλλοίμονο άν έκαναν απόπειρα οι Τούρκοι νά αιχμαλωτίσουν τά γυναικόπαιδα! Σε εκείνες τις φοβερές  στιγμές πολλές γυναικες, οι  οποίες καί σήμερα άκόμα μιλάν μέ δέος για την τότε κατάσταση, διέγνωσαν στην φυσιογνωμία τών ανταρτών την σκέψη νά αποθάνουν μέχρις ενός για να μην παραδώσουν τά γυναικόπαιδα στους Τούρκους καί νά σώσουν την τιμή τής Σαντάς»
Καί μια τέτοια από­φαση των ανταρτών θά στοίχιζε εκτός από την εξαφάνιση τών 400 γυναικοπαίδων και πολλές εκατοντάδας θύματα στόν τούρκικο στρατό και στους Τούρκους τσετέδες.
Εύτυχώς δέν έφτασαν εκεί τά πράγματα, γιατί οι Τούρκοι αξιωματικοί έκριναν ορθώς την κατάσταση και δέν έσπρωξαν περισσότερο το ζήτημα.  Επάνω στον νευρικό αυτόν κλονισμό των ανταρτών τούς ήρθε καί ή είδηση ότι οι τρεις οπλισμένοι Αρμένιοι πού τους έκαναν καί τον φίλο, μόλις νύχτωσε δραπέτεψαν.
Εκείνη τή νύχτα λίγοι αντάρτες κατά τά μεσάνυχτα πήραν αρκετά γυναικόπαιδα, διέσχισαν τον αποκλεισμό καί διέφυγαν κατά τον ποταμό Πυξίτη στα δάση της Παναγίας Σουμελά, τά δέ υπόλοιπα γυναικόπαιδα με αρκετούς αντάρτες έμειναν στο αδιαπέραστο δάσος του Πογιαχανέ για έναν περίπου μήνα, μά κατέβηκαν αρκετά χαμηλά στην θέση ,Σέλια γιά ν' αποφύγουν τήν καταδίωξη του τούρκικου στρατού.
Την ίδια νύχτα οι οπλαρ­χηγοί Κουρτίδαι  καί Τσουμπανάντ μέ λίγους άλλους πήραν τις οικογένειες τους καί στράφηκαν προς τον κατήφορο κατά τά Ασπρα τά καπάνια μέ τήν απόφαση να δώ­σουν τήν έπαύριο τήν τελευταία μάχη μέ τούς Τούρκους και νά πεθάνουν εκεί. Δεν δόθηκε όμως άλλη μάχη, και τήν επόμενη νύχτα διέφυγαν κι' αυτοί κατά τον Πυξίτη ποταμό.
Ot Τούρκοι, μόλις ξημέρωσε ή 11 Σεπτέμβρη κατέβηκαν άπό το Ούζούν σιρτι και χαμήλωσαν κατά τήν μεγάλη σπηλιά. Έκει είδαν τά πτώματα των 8 βρεφών και εδοποίησαν τον διοικητή του στρατού, στον όποιο έκαμε φοβερή εντύπωση ή σφαγή των παιδιών και διέταξε την απομάκρυνση του στρατού λέγοντας:
"Αφού αυτοί οι  άνθρωποι   σφάζουν τά παιδιά τους, αυτό σημαίνει πώς βρίσκονται σέ μεγάλη απόγνώση. Ας τους αφήσουμε νά φύγωμε, γιατί τέτοιοι άνθρωποι δέν παραδίδονται".
 Την ιδια μέρα ο στρατός έφυγε στο Ισχασνάντων, και ύστερα από λίγες μέρες άφησε την Σαντά και απομακρύνθηκε στις βάσεις του, αφού απετελείωσε το μακάβριο έργο του!
Τα γυναικόπαιδα πού κατέφυγαν στά Σέλια είχαν  την ηθική και υλική υποστή­ριξη του φιλέλληνα  Αλή Ούζούν Χαλήλ  όγλου κατοίκου του χωρίου Ίσχάν, καί επί  πλέον συνοδεύονταν από μερικούς αντάρτες για κάδε ενδεχόμενο. Τέλος τά πήρε κι' αυτά κατά τά μέσα του Όκτώβρη ο οπλαρχηγός Δαμ. Τσιρίπ και τα κατέβασε στην  Όλασα καί Τραπεζούντα.
 O K. Kουρτίδης αναφέρει στο ημερολόγιό του για την επόμενη ημέρα:

"Eμείναμε μεσ' το δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέραν τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς όταν είδαν όμως ότι δεν είμεθα εκεί επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο και ανέβηκαν εις Mερτσιάν Λιθάρ, όπου βρήκαν τα έξι μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Mέραρχον και ήλθε επί τόπου.

Kαι όταν είδε τα μικρά σφαγμένα διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω και να μαζευθούν όλοι στη Σαντά και εκείθεν να πάνε πίσω λέγων ότι άνθρωποι που σφάζουν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιασθούν και ως εκ τούτου είνε περιττόν να μείνωμε. Aμέσως γύρισαν προς την Σάντα και αφηνοντες εκεί εκατόν πενήντα ιππείς ως φρουρά διά να λεηλατηθούν και καούν όλα τα σπίτια και κατόπιν να φύγουν και αυτοί".
Σαντά του Πόντου

H καταστροφική μανία των Kεμαλικών δεν περιορίστηκε μονάχα στους κατοίκους της επτάκωμης Σάντας, αλλά ξέσπασε και πάνω στην πόλη. Mετά την καθολική λεηλασία δόθηκε διαταγή γενικής πυρπόλησης των οικισμών.
Oι Σανταίοι αντάρτες με λύπη έβλεπαν από μακριά την ισοπέδωση των ενοριών τους, κυρίως από τους μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών. Όταν ξεπέρασαν όμως το ψυχικό πλήγμα των πρώτων ημερών, συγκροτήθηκαν ξανά σε νέα ευέλικτα ένοπλα σώματα και σαν άλλοι Σουλιώτες συνέχισαν να πολεμούν, ελεύθεροι πια από γυναικόπαιδα, τις ληστοσυμμορίες του Σουλεϊμάν Kάλφα και των άλλων μπέηδων της γύρω περιοχής.
 Ο ποιητής Αλέκος Μόρνος, όταν πληροφορήθηκε ότι η Σάντα, το Σούλι του Πόντου, έπεσε στα χέρια των Κεμαλικών, εκδήλωσε τον πόνο του με το πα­ρακάτω επικό ποίημα:

«Παιδιά η Σάντα έπεσε! Τ' άμετρα παλλικάρια
Στο δοξασμένο χώμα της απάνω σωριασμένα
Σκόρπια τα τίμια κόκαλα και σκόρπια τα
κουφάρια Ωϊμένα! Κείτουνται άταφα, βουβά,
λησμονημένα. Μα η δόξα που στεφάνωσε το
αιματωμένο χώμα Συντρόφισσα παρήγορη
το ψυχορράγημά τους, Κάποιο μας στέλνει
μήνυμα στο φτερωτό της στόμα... "Μην κλαις
ελληνική ψυχή γονατιστή σιμά τους. Τι δεν
πεθαίν' η λεβεντιά, την παίρν' η Αθανασία Με
ψηλοπέταχτα φτερά α αθάνατη πατρίδα. Ακληρη
δεν επέθανε και στείρα η θυσία Μια θυγατέρα
γέννησε, του γένους την ελπίδα! Παιδιά η Σάντα
πέφτοντας δε χάθηκε για πάντα. Στο νου μας
εχαράχθηκε μ' άσβηστη δόξα η Σάντα!

O ανταρτοπόλεμος των Σανταίων με τον τακτικό και άτακτο στρατό συνεχίστηκε ως την ημέρα της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Oι Tούρκοι αντιλαμβανόμενοι τις δυσχέρειες που προκαλούσε η φυσική προστασία του πυκνόφυτου δάσους και γνωρίζοντας ότι η αποφασιστικότητα των ανταρτών για συνέχιση του αγώνα ήταν αδιαπραγμάτευτη, αναγκάστηκαν να έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες, μέσω του μητροπολίτη Pοδοπόλεως Kυρίλλου, προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους.Διακομιστής των μηνυμάτων ήταν ο Mιλτιάδης Nυμφόπουλος.
Την 1η Μάρτη 1922. η επιστολή του μητροπολίτη παραδόθηκε στον Καπετάν Ευκλείδη και τον Γιάννη Κουφατζή. Το περιεχόμενο της επιστολής κρίθηκε απαράδε­κτο από την ομάδα των ανταρτών, γιατί διαμήνυε εμφανώς ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από την υποταγή, την παράδοση των όπλων και τον εκτοπισμό τους που οδηγούσε στο βέβαιο θάνατο. Η ίδια επιστολή άφηνε να εννοηθεί πόσο δύσκολη ήταν και η θέση του μητροπολίτη.
Η απάντηση των ανταρτών ήταν και είναι ένας ύμνος στην ελευθερία και την αληθινή δημοκρατία, μια ειλικρινής κατάθεση του χρέους κάθε πολίτη να σέβεται και να υπα­κούει τους νόμους της Πολιτείας και των αρχόντων, αλλά και να αντιστέκεται σε επι­λεκτικές συμπεριφορές εθνοκάθαρσης και αδικίες.
Το κρενίν τη Ευκλείδη

«Σεβασμιώτατε, 
Ασπαζόμενοί την δεξιάν σας δηλοποιούμεν ότι ενεχειρίσθημεν παρά του κ. Μιλτιάδου Νυμφοπούλου το πατρικόν γράμμα υμών. Δεν μας φαίνονται παράδοξοι αι πατρικαί υμών συμβουλαί, διότι γνωρίζομεν καλώς ότι το καλόν ηγάπησεν ο θεός και πάντοτε πρέπει να ακολουθήσωμεν την ευθείαν οδόν μετά ευθυκρισίας και ευσυνειδησίας. Το γνωρίζομεν καλλίτερον παντός άλλου και δεν χρήζει συζητήσεως.
 Πάντοτε ημείς οι Σανταίοι εδείξαμεν πίστιν και αφοσίωσιν εις την σεβαστήν Κυβέρνησιν και ευπείθειαν εις τους νόμους δεν υπήρχεν ούτε παρουσιάσθη ποτέ αφορμή να απειθήσωμεν, αλλά μόνον όταν παρουσιάσθησαν κακοποιά τινα στοιχεία να προσβάλλουν την τιμήν και την περιουσίαν μας και αυτήν την ύπαρξίν μας τότε μόνον εδείξαμεν μίαν τάσιν απλούστατα να υπερασπισθώμεν ημάς αυτούς, χωρίς να κακοποιήσωμεν ουδένα άλλον.
Το τοιούτον νομίζομεν δικαίως εγένετο και δεν έπρεπε να κακοφανή την σεβαστήν Κυβέρνησιν ούτε να δώση αύτη προσοχήν εις διαβολάς μερικών κακοθελητών και να προβή εις μίαν τοιαύτην καταστροφήν η οποία και εις μίαν ιστορίαν αν ήτο γεγραμμένη θα εθεωρείτο ως μυθώδης και αδύνατος.
Οσά­κις ηθέλησεν η σεβαστή Κυβέρνησις να παρουσιασθώμεν άνευ ουδεμιάς αντιρρήσεως παρουσιάσθημεν και εδώσαμεν εξηγήσεις διά παν το οποίον εγένετο εις βάρος μας υπ' άλλου τινός και κατά την τελευταίαν πρόσκλησιν της Σεβαστής Κυβερνήσεως προ δύο προσώπων κυβερνητικών υπαλλήλων εις τους οποίους εδείξαμεν όλην την καλήν μας διάθεσιν περί παραδόσεως, όπερ και θα εγένετο, εάν οι επί τούτω σταλέντες επολιτεύοντο δικαίως και πρεπόντως .
Δεν ήλθον να μας στρατολογήσουν, αλλά να λεηλατήσωσι, να ατιμάσωσι γυναίκας, να απαγάγωσι παιδία δέκα και δώδεκα ετών και άλλα παρόμοια, τα οποία έδωσαν δι­καίως υποψίαν εις τον λαόν να σχηματίσωσι την ιδέαν ότι πρόκειται περί σφαγής και ουχί στρατολογίας και ούτω γυναίκες και παιδία διεσπάρησαν ανά τα δάση εν απογνώσει και απελπισία.
Λοιπόν ποίον είναι άραγε το σφάλμα μας και αν υποθέσωμεν ότι έσφαλλον πέντε η δέκα άτομα ήτο μήπως δίκαιον τόσα αθώα πλάσματα τόσα μικρά να υποστούν μαρτυρικώτατον θάνατον υπό το φοβερόν ψύχος του χειμώνος και υπό το άγριον φάσμα της πείνης.
Περίεργος λογική. Η σημερινή ακόμη συμπεριφορά μας δεικνύει ότι ουδένα κακόν σκοπόν έχομεν, αφού δεν προέβημεν μέχρι τούδε εις ουδέν αντικυβερνητικόν. Απλούστατα υπερασπιζόμεθα την ύπαρξίν μας. την οποίαν θεός εί­ναι δίκαιον να πάρη.
Το να παραδοθώμεν δε ύστερον από μίαν τοιαύτην καταστροφήν μας φαίνεται πολύ αλλόκοτον και ανόητον, διότι έπαυσε πλέον ο επί γης προορισμός μας. Αφού απωλέσαμεν τας οικογενείας μας, την τιμήν και περιουσίαν μας δεν πρέπει πλέον να ζήσωμεν και επομένως ουδέν μας πτοεί.
 Εγίνετο το τοιούτον, εάν επέστρεφαν αι οικογένειαι και απεκαθίσταντο εις την πατρίδα των.
Αυτά τα ολίγα δηλώσατε εις την Σεβαστήν Κυβέρνησιν, ης την ευμένειαν εξαιτούμεθα.
Ασπαζόμεθα την δεξιάν σας Σανταίοι.
 Εν Πιστοφάντων (Σάντας) τη 1η Μαρτίου 1922» .
Ο Μ. Νυμφόπουλος θα αναγκασθεί, με κίνδυνο της ζωής του, να γίνει άλλες δύο φορές κομιστής των μηνυμάτων του φυλακισμένου μητροπολίτη Ροδοπόλεως Κυ­ρίλλου προς τους συμπατριώτες του αντάρτες της Σάντας.
 Στις 19 Σεπτεμβρίου οι αντάρτες απάντησαν πάλι αρνητικά στη δεύτερη επιστολή του μητροπολίτη, διαμαρτυρόμενοι μάλιστα και για τη δολοφονία του Γ. Σισμανίδη στο νοσοκομείο των φυλακών της Τραπεζούντος.
 Η απάντηση των ανταρτών δυσαρέστησε τις κεμαλικές αρχές, οι οποίες πιέζοντας ενοχλητικά το μητροπολίτη τον υποχρέωσαν να στείλει για τρίτη φορά τον Μ. Νυμφόπουλο στους αντάρτες, στις 11 Οκτωβρίου 1922, όταν ο πόλεμος είχε πλέον λήξει με τη συντριβή της Ελλάδας και τη συμφορά της Σμύρνης.
 Οι Κεμαλικοί υπολόγιζαν τη δύναμη των ανταρτών της Σάντας ακόμη και μετά το θρίαμβο του Κεμάλ.
Ο καπετάν Ευκλείδης και όλοι οι αντάρτες της Σάντας, γνωρίζοντας πολύ καλά την ανεντιμότητα και τις πραγματικές προθέσεις των κεμαλικών αρχών, δεν ενέδωσαν στις μητροπολιτικές παρακλήσεις, αντιλαμβανόμενοι ότι και η τρίτη επιστολή γράφτηκε υπό τις απειλές του διοικητή των τουρκικών στρατευμάτων, ο οποίος με τη σύλληψη των τελευταίων ελεύθερων πολιορκημένων ήθελε να παρουσιάσει στην κεμαλική κυβέρνηση τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του ποντιακού κινήματος.
Στην απάντηση του ο οπλαρχηγός κατηγορούσε ευθέως τις άνανδρες κινήσεις της κυβέρνησης με το ίδιο πνεύμα γενναιοφροσύνης, έστω και αν είχε προηγηθεί η κατα­στροφή της Σμύρνης και η ελληνική ήττα.
Οι Σανταίοι δεν συμβιβάστηκαν. Χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες και άλλοι διέφυγαν ή σκοτώθηκαν καθ' οδόν για τη Ρωσία, άλλοι έφτασαν κρυφά στην Τραπεζούντα και με τα τελευταία καράβια έφθασαν, όσοι επέζησαν, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελλάδα ενώ όσοι συνελήφθησαν από τις τοπικές αρχές, «απεστέλλοντο πάραυτα σιδηροδέσμιοι εις τα δικαστήρια της ανεξαρτησίας, τα οποία δι' ιδιαιτέρας δικονομίας, την οποίαν εφεύρεν η τουρκική κακουργία, κατεδίκαζον αυτούς αμέσως εις θάνατον».
Ο αγώνας των ανταρτών της Σάντας υπήρξε η κορυφαία εκδήλωση αντίστασης απέ­ναντι στη συστηματική και οργανωμένη κεμαλική γενοκτονία.

Santeos
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah