Γεννήθηκα σε τόπο γιομάτο αρχαίο φως και ιστορία, όμως σε μέρες (1930) που η γη που ήταν ξερή, σκληρή, πικρή και πολύ τραχιά για τα παιδικά ξεπαπούτσωτα πόδια μου.
Δεν εννοούσε εκείνη η πεισματωμένη κι εχθρική γη της Βεργίνας να μαλακώνει και ν' αφρατέψει, ούτε με ιδρώτα ούτε με δάκρυα.
Κληρονόμος αμύθητης αγάπης (από τους δύο παππούδες, τις γιαγιάδες, τους θείους και θείες) ήρθα στον κόσμο, υποχρεώθηκα όμως απ' την πικρή ζωή, μικρός ακόμα να μάθω καλά τη σκληρή γλώσσα της γης που με γέννησε και να τα προλάβω όλα.
Τσάπισα δίπλα στον πατέρα και την μάνα μου, όργωσα, θέρισα, βόσκησα, μαστόρεψα, έχτισα, έπιασα κρυφή φιλία με τις μέλισσες και έμαθα να συνεννοούμαι μυστικά με όλα τα ζώα της αυλής και του στάβλου μας γεύτηκα ακόμα και την πίκρα του μεροκάματου.
Αμούστακο παιδί ακόμα, μίλησα φιλικά με τα Πιέρια και το Βέρμιο και γνώρισα από κοντά όλες τις γλύκες, τα καπρίτσια και τους θυμούς του Αλιάκμονα.
Ποτέ δεν έχαναν ευκαιρία ο γλυκός, τρυφερός και δουλευτάρης πατέρας μου και η αθόρυβη με τα χρυσά χέρια μάνα μου να μου πυρώνουν την παιδική φαντασία, μιλώντας για «χώρες μ' άφθονο φως», γιομάτες ομορφιά, αγνότητα, ευγένεια και δικαιοσύνη κι από πολύ νωρίς με μάθανε να έχω κρεμασμένες στην κόχη που έκανα κρυφά την προσευχή μου την αγάπη και την ταπεινότητα.
Χωρίς καν να το καταλάβω, η παιδική μου ψυχή γιόμισε δέντρα, λουλούδια, φωνές ζώων και προπαντός όνειρα.
Να ένας σκοπός στη ζωή, ψιθύρισα κι άρχισα ν' απλώνω ρίζες όσο πιο βαθιές μπορούσα, διψώντας ακόρεστα να δω, να μάθω, να βρω, να καταλάβω κι έβλεπα απ' τα 8 μου χρόνια ακόμα στα παιδικά μου όνειρα, πως μιλούσα, χάιδευα, φιλούσα και προπαντός παρηγορούσα ζώα που ήταν συλλογισμένα και σκυθρωπά.
Στα 10 μου χρόνια ακριβώς, με πρόλαβε η φωτιά του Ελληνοϊταλικού πολέμου κι ανέλαβα υποχρεωτικά «σαν αρχηγός οικογένειας» όλες τις αγροτικές δουλειές, ακόμα και τη σπορά των χωραφιών μας την ώρα που ο πατέρας μου πολεμούσε στην Αλβανία.
Αμέσως μετά γεύτηκα εκείνα τα σακατεμένα χρόνια της Γερμανικής κατοχής. Δεκατριών χρονών παιδί είδα — καθώς φούντωνε το αντάρτικο- το βίος μας να γίνεται στάχτη μέσα σε μία στιγμή απ' τους κατακτητές.
Τίποτα όμως από όλα όσα συνέβαιναν δε στάθηκε ικανό να μου σβήσει τον πόθο για γυμνασιακές σπουδές κι είχα πάντα αμέριστο συμπαραστάτη κι εμψυχωτή τον ηρωικό πατέρα μου.
Ούτε ο φριχτός Αλιάκμονας με την ανατιναγμένη πια γέφυρα, που παρεμβαλλόταν σαν «ατέλειωτο βάσανο» ανάμεσα στα 15 χιλιόμετρα που έπρεπε να περπατώ κάθε Σάββατο και Κυριακή από τη Βεργίνα ως τη Βέροια, φορτωμένος τα τρόφιμα της εβδομάδας και με τα παπούτσια κρεμασμένα πάντα απ' τα κορδόνια στο λαιμό — για να μη φθείρονται — ούτε καν η κατάρα του εμφύλιου πολέμου, τότε που οι άνθρωποι ολόγυρα μας δεν ήξεραν για ποια αιτία σκότωναν ο ένας τον άλλον, έκαιγε το σπίτι του αλλουνού ή ξεκοίλιαζε την μάνα και το παιδί.
Μα ούτε και η δίχρονη εξορία του πατέρα μου στη Λήμνο.
Έτσι μ' αυτή τη λυπητερή φλογέρα τελείωσα το γυμνάσιο στη Βέροια κι ανδρώθηκα πρώιμα, έχοντας σεντόνι κάθε βράδυ το φόβο και πάπλωμα τη θέληση, την ελπίδα και τ' όνειρο.
Η τύχη μου στάθηκε καλή και την άνοιξη του 1956 κρατούσα θριαμβευτικά στα χέρια μου πραγματοποιημένο τ' όνειρο τόσων χρόνων, το «χρυσό» πτυχίο της Κτηνιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης, κι ένιωθα εκείνη την μέρα πανευτυχής και αγαπούσα όλο τον κόσμο.
Μ' εκείνη την αγάπη ξεκίνησα, άτι της άνοιξης, την ζωή μου και με σημαία τη «δουλειά» πορεύτηκα, υπηρετώντας πάντα πρόθυμα την επιστήμη που λάτρεψα από 8 χρονών παιδί, ως που ήρθε η στιγμή να παροπλιστώ επαγγελματικά και ν' αρχίσω να τρέφω καινούρια όνειρα, Χορτιατινά.
Από όλες τις αισθήσεις του ανθρώπου, την αφή πιο πολύ χρησιμοποίησα, έτσι που οι δύο παππούδες που με λάτρευαν κυριολεκτικά χαριεντιζόμενοι συχνά μαζί μου έλεγαν πως γεννήθηκα κρατώντας στα χέρια μου ένα σφυρί κι ένα κατσαβίδι και με φώναζαν για την μανία και την επιδεξιότητα που είχα από πολύ μικρός να μαστορεύω, «Μαστρομανώλη». Αυτή την ικανότητα, βελτιωμένη με της ζωής το επιδέξιο τρόχισμα, χρησιμοποίησα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, κλέβοντας χρόνο απ' την ξεκούραση και τον ύπνο μου, για τις λογής λογιών επισκευές, συντηρήσεις, κατασκευές, διασκευές και συνθέσεις που έκανα, δουλεύοντας πότε με το ξύλο και πότε με το μέταλλο.
Απ' όλα τα δώρα του θεού προς τον άνθρωπο, το «φως» πιο πολύ αγάπησα και μ' αυτό όσο μπόρεσα ζέστανα την ψυχή μου και φώτισα το νου μου, αποφεύγοντας να κοιτάξω εκείνο το εκθαμβωτικό αστέρι που λέγεται «ματαιοδοξία» και προσπαθώντας ν' αρθρώνω λόγο κατά τις επιθυμίες της καρδιάς μου κι αισθάνομαι ήρεμος πια, πιστεύοντας πως θύελλες και σκοτάδια δεν θα μπορέσουν εύκολα το «παραμύθι» μου να ταράξουν, αφού τα εντελώς αναγκαία κατόρθωσα και λεύτερος πια, εδώ στου Χορτιάτη τη γη ζω, ταξινομώντας τα βράδια εμπειρίες, όνειρα κι αξίες της ζωής.
Δεν εννοούσε εκείνη η πεισματωμένη κι εχθρική γη της Βεργίνας να μαλακώνει και ν' αφρατέψει, ούτε με ιδρώτα ούτε με δάκρυα.
Κληρονόμος αμύθητης αγάπης (από τους δύο παππούδες, τις γιαγιάδες, τους θείους και θείες) ήρθα στον κόσμο, υποχρεώθηκα όμως απ' την πικρή ζωή, μικρός ακόμα να μάθω καλά τη σκληρή γλώσσα της γης που με γέννησε και να τα προλάβω όλα.
Τσάπισα δίπλα στον πατέρα και την μάνα μου, όργωσα, θέρισα, βόσκησα, μαστόρεψα, έχτισα, έπιασα κρυφή φιλία με τις μέλισσες και έμαθα να συνεννοούμαι μυστικά με όλα τα ζώα της αυλής και του στάβλου μας γεύτηκα ακόμα και την πίκρα του μεροκάματου.
Αμούστακο παιδί ακόμα, μίλησα φιλικά με τα Πιέρια και το Βέρμιο και γνώρισα από κοντά όλες τις γλύκες, τα καπρίτσια και τους θυμούς του Αλιάκμονα.
Ποτέ δεν έχαναν ευκαιρία ο γλυκός, τρυφερός και δουλευτάρης πατέρας μου και η αθόρυβη με τα χρυσά χέρια μάνα μου να μου πυρώνουν την παιδική φαντασία, μιλώντας για «χώρες μ' άφθονο φως», γιομάτες ομορφιά, αγνότητα, ευγένεια και δικαιοσύνη κι από πολύ νωρίς με μάθανε να έχω κρεμασμένες στην κόχη που έκανα κρυφά την προσευχή μου την αγάπη και την ταπεινότητα.
Χωρίς καν να το καταλάβω, η παιδική μου ψυχή γιόμισε δέντρα, λουλούδια, φωνές ζώων και προπαντός όνειρα.
Να ένας σκοπός στη ζωή, ψιθύρισα κι άρχισα ν' απλώνω ρίζες όσο πιο βαθιές μπορούσα, διψώντας ακόρεστα να δω, να μάθω, να βρω, να καταλάβω κι έβλεπα απ' τα 8 μου χρόνια ακόμα στα παιδικά μου όνειρα, πως μιλούσα, χάιδευα, φιλούσα και προπαντός παρηγορούσα ζώα που ήταν συλλογισμένα και σκυθρωπά.
Στα 10 μου χρόνια ακριβώς, με πρόλαβε η φωτιά του Ελληνοϊταλικού πολέμου κι ανέλαβα υποχρεωτικά «σαν αρχηγός οικογένειας» όλες τις αγροτικές δουλειές, ακόμα και τη σπορά των χωραφιών μας την ώρα που ο πατέρας μου πολεμούσε στην Αλβανία.
Αμέσως μετά γεύτηκα εκείνα τα σακατεμένα χρόνια της Γερμανικής κατοχής. Δεκατριών χρονών παιδί είδα — καθώς φούντωνε το αντάρτικο- το βίος μας να γίνεται στάχτη μέσα σε μία στιγμή απ' τους κατακτητές.
Τίποτα όμως από όλα όσα συνέβαιναν δε στάθηκε ικανό να μου σβήσει τον πόθο για γυμνασιακές σπουδές κι είχα πάντα αμέριστο συμπαραστάτη κι εμψυχωτή τον ηρωικό πατέρα μου.
Ούτε ο φριχτός Αλιάκμονας με την ανατιναγμένη πια γέφυρα, που παρεμβαλλόταν σαν «ατέλειωτο βάσανο» ανάμεσα στα 15 χιλιόμετρα που έπρεπε να περπατώ κάθε Σάββατο και Κυριακή από τη Βεργίνα ως τη Βέροια, φορτωμένος τα τρόφιμα της εβδομάδας και με τα παπούτσια κρεμασμένα πάντα απ' τα κορδόνια στο λαιμό — για να μη φθείρονται — ούτε καν η κατάρα του εμφύλιου πολέμου, τότε που οι άνθρωποι ολόγυρα μας δεν ήξεραν για ποια αιτία σκότωναν ο ένας τον άλλον, έκαιγε το σπίτι του αλλουνού ή ξεκοίλιαζε την μάνα και το παιδί.
Μα ούτε και η δίχρονη εξορία του πατέρα μου στη Λήμνο.
Έτσι μ' αυτή τη λυπητερή φλογέρα τελείωσα το γυμνάσιο στη Βέροια κι ανδρώθηκα πρώιμα, έχοντας σεντόνι κάθε βράδυ το φόβο και πάπλωμα τη θέληση, την ελπίδα και τ' όνειρο.
Η τύχη μου στάθηκε καλή και την άνοιξη του 1956 κρατούσα θριαμβευτικά στα χέρια μου πραγματοποιημένο τ' όνειρο τόσων χρόνων, το «χρυσό» πτυχίο της Κτηνιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης, κι ένιωθα εκείνη την μέρα πανευτυχής και αγαπούσα όλο τον κόσμο.
Μ' εκείνη την αγάπη ξεκίνησα, άτι της άνοιξης, την ζωή μου και με σημαία τη «δουλειά» πορεύτηκα, υπηρετώντας πάντα πρόθυμα την επιστήμη που λάτρεψα από 8 χρονών παιδί, ως που ήρθε η στιγμή να παροπλιστώ επαγγελματικά και ν' αρχίσω να τρέφω καινούρια όνειρα, Χορτιατινά.
Από όλες τις αισθήσεις του ανθρώπου, την αφή πιο πολύ χρησιμοποίησα, έτσι που οι δύο παππούδες που με λάτρευαν κυριολεκτικά χαριεντιζόμενοι συχνά μαζί μου έλεγαν πως γεννήθηκα κρατώντας στα χέρια μου ένα σφυρί κι ένα κατσαβίδι και με φώναζαν για την μανία και την επιδεξιότητα που είχα από πολύ μικρός να μαστορεύω, «Μαστρομανώλη». Αυτή την ικανότητα, βελτιωμένη με της ζωής το επιδέξιο τρόχισμα, χρησιμοποίησα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, κλέβοντας χρόνο απ' την ξεκούραση και τον ύπνο μου, για τις λογής λογιών επισκευές, συντηρήσεις, κατασκευές, διασκευές και συνθέσεις που έκανα, δουλεύοντας πότε με το ξύλο και πότε με το μέταλλο.
Απ' όλα τα δώρα του θεού προς τον άνθρωπο, το «φως» πιο πολύ αγάπησα και μ' αυτό όσο μπόρεσα ζέστανα την ψυχή μου και φώτισα το νου μου, αποφεύγοντας να κοιτάξω εκείνο το εκθαμβωτικό αστέρι που λέγεται «ματαιοδοξία» και προσπαθώντας ν' αρθρώνω λόγο κατά τις επιθυμίες της καρδιάς μου κι αισθάνομαι ήρεμος πια, πιστεύοντας πως θύελλες και σκοτάδια δεν θα μπορέσουν εύκολα το «παραμύθι» μου να ταράξουν, αφού τα εντελώς αναγκαία κατόρθωσα και λεύτερος πια, εδώ στου Χορτιάτη τη γη ζω, ταξινομώντας τα βράδια εμπειρίες, όνειρα κι αξίες της ζωής.
Ποιήματα του Τάκη Λαζαρίδη
Από τη συλλογή «Στίχοι πάνω στην άμμο», 2009
Φύσα άνεμε, πνεύστε καιροί
Γραφή φτηνή με το δάχτυλο πάνω στην άμμο
οι στίχοι και οι μέρες μου,
τάμα στον άνεμο, σπονδή στους καιρούς.
Φυσάτε άνεμοι, δείξτε τους θηριώδεις μυώνες σας,
Σαρώστε, γκρεμίστε και σβήστε, σβήστε, σβήστε
Κι εσύ, ανελέητη του χρόνου ερπύστρια,
Πάτησε, θρυμμάτισε και λιώσε, λιώσε, λιώσε
Άνεμοι, καιροί, στα χέρια σας αφήνομαι,
Σβήστε με, θάψτε με, εξαφανίστε με,
Σκόνη φτηνή κατά τα κέφια σας σκορπιστέ με
σε στεριές και θάλασσες.
Οι στίχοι μου κι εγώ
Κάτι από εκείνα που πολύ εύκολα
Κάνετε παιχνίδια σας.
Ωη άμμος! Ωραίος τόπος στίχους να γράφεις,
Πύργους να ορθώνεις,
όνειρα να ζωγραφίζεις,
κι ας τα σβήνει με μια του πνοή ο άνεμος
κι ας τα λυμαίνονται οι καιροί.
Του καθενός η ζωή γραφή στην άμμο φτηνή,
λεία του ανέμου, άθυρμα των καιρών.
Η μόνη βεβαιότητα ότι κι αυτή
σύντομα θα θα μεταποιηθεί σε σκόνη και μνήμη.
Ν' όρτσα ψυχή - πάθος ταξιδευτή
και τα πανιά φουσκωμένα από αγάπη
στο πέλαγος της ζωής ανοίξου και μέθυσε
και βλάστησε και ψάλε - κι όσο αντέξει το σκαρί
Σπαράζοντας πάνω στην πίστα (παραγγελιά)
Τα τέλια της πίκρας του θυμού και του νταλκά
πήραν φωτιά, παραμιλάνε.
Αλύπητα μαστιγώνουν αυτιά και καρδιές.
Ποτάμι ρέει το παράπονο, χείμαρρος ξεχύνεται το μίσος,
και κεινος της ζωής και της μοίρας αποπαίδι,
με το μέγα του νου μάτι θολό πια απ' αλκοόλ,
ωραίος τεράστιος, μυστακοφόρος, με τζιν στενό
και σταυρουδάκι με αλυσίδα στο λαιμό
και στα πικρά του χείλη ένα τσιγάρο νυσταγμένο,
φέρνει γύρους πάνω στην πίστα της ταβέρνας
κι εκστασιασμένος παραληρεί με του σώματος τη γλώσσα,
τι στην ψυχή του έφτασε κιόλας η στιγμή της λάβας..
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου