Σε χρόνο μηδέν...

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Αρχικός μας προορισμός θα ήταν η Φάτσα, μια κωμόπολη της Μαύρης Θάλασσας που η μητέρα μου είχε ακούσει να αναφέρεται από το πατέρα και τον παππού της όταν ήταν παιδί. 
Σκεφτήκαμε ότι ήταν το σωστό μέρος για να αρχίσουμε την αναζήτησή μας, αφού δεν είχαμε καταφέρει ακόμα να βρούμε τα χωριά της σε κανένα χάρτη.
 Το ταξίδι, όμως, μέχρι τη Φάτσα θα διαρκούσε δώδεκα ώρες και σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ κουραστικό για τη μητέρα μου να μείνει κλεισμένη στο ζεστό λεωφορείο για τόσες ώρες. 
Έτσι, αποφασίσαμε να κάνουμε μια στάση σε μια πόλη που λέγονταν Αμάσεια, επειδή ήταν στα μισά της διαδρομής από την Άγκυρα στη Φάτσα. Η απόφαση αυτή μας έφερε τύχη.
Ανεβήκαμε στο λεωφορείο αργά το πρωί μέσα στην ζέστη του αυγουστιάτικου ήλιου και τακτοποιηθήκαμε στις θέσεις μας. Λίγο πριν αναχωρήσει το λεωφορείο από το σταθμό, μπήκε ο οδηγός. Έβαλε σε λειτουργία το κλιματιστικό για να δείξει στους επιβάτες ότι όντως υπήρχε και ότι λειτουργούσε. 
Στο κάτω κάτω, η εταιρεία μας είχε χρεώσει παραπάνω για τον κλιματισμό. Μετά γύρισε προς τους επιβάτες με ένα μεγάλο χαμόγελο κάτω από τα μουστάκια του και κατόπιν έκλεισε το κλιματιστικό. Ήταν ψηλός, πάνω από ένα και ογδόντα. Βολεύτηκε μπροστά στο τιμόνι, έβαλε μπρος τη μηχανή έφτιαξε τους καθρέφτες και ξεκινήσαμε.
Ένας ψηλός, λεπτός υπάλληλος, με φιλικό αν και ταλαιπωρημένο πρόσωπο, έκανε στη συνέχεια την εμφάνιση του. Προχώρησε στο διάδρομο κρατώντας ένα μπουκάλι κολόνια, σταματώντας στην κάθε σειρά για να προσφέρει λίγη στους επιβάτες.
«Τέντωσε τα χέρια σου, γλύκα», είπα στη μητέρα μου καθώς πλησίασε ο υπάλληλος.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η μητέρα μου.
«Κολόνια».
Άπλωσε τις παλάμες της στο διάδρομο, καθώς ο υπάλληλος έριχνε το λεμονάτο άρωμα. Άπλωσα και εγώ τα χέρια μου και μετά έβαλα κολόνια και στα μπράτσα και το λαιμό μου. Η μητέρα μου με μιμήθηκε. Ένιωσα μια δροσιά να διεγείρει τις αισθήσεις μου, καθώς η υγρή μου παλάμη άγγιζε το γυμνό μου δέρμα, μετά η αίσθηση αυτή εξανεμίστηκε στη ζέστη του λεωφορείου.
«Θέλεις να σου πω τι γράφουν για τη Μαύρη Θάλασσα;» ρώτησα τη μητέρα μου.
«Ναι, ωραία θα ήταν», απάντησε.
Έβγαλα από την τσάντα μου τον οδηγό που μου είχε δώσει μια φίλη μου και έψαξα τις σελίδες για να βρω αναφορές για τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά δε βρήκα τίποτα. Το ξεφύλλισα, αναζητώντας κάτι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κάτι σχετικό με το δικό μας ταξίδι. Γύρισα στην αρχή του βιβλίου, όπου υπήρχε μια ιστορική αναδρομή για τη Μικρά Ασία πριν από την οθωμανική κατάκτηση και άρχισα να διαβάζω δυνατά το σύντομο ιστορικό των 9.000 ετών. 
Εκτός από τους Τούρκους, οι μόνοι άλλοι λαοί που αναφέρονταν ήταν οι Χιττίτες και | κάποιοι άλλοι θαλασσινοί λαοί. Ο ελληνικός, βυζαντινός, Ασσύριος, αρμένικος και ρωμαϊκός πολιτισμός, καθώς και όλοι οι άλλοι λαοί που αποτελούσαν κομμάτι του μικρασιατικού παρελθόντος δεν αναφέρονταν πουθενά.
Γύρισα στο σημείο για την Αμάσεια, τον ενδιάμεσο προορισμό μας και διάβασα δυνατά ένα κομμάτι για τους τάφους των Ελλήνων βασιλέων. Μετά έκλεισα το βιβλίο, ακούμπησα το κεφάλι μου στο κάθισμα και έκλεισα τα μάτια μου.
Είχα την ελπίδα ότι θα έβρισκα κάτι για την ιστορία των Ποντίων, το λαό της μητέρας μου, αλλά υπήρχαν μόνο μικρές αναφορές που αφορούσαν τους αρχαιολογικούς χώρους ή τουλάχιστον έτσι είχα καταλάβει. 
Υπήρχαν ακόμα πολλά αρχαιοελληνικά μνημεία στην Τουρκία. Ίσως η πιο διάσημη πόλη, πέρα από την πρώην Κωνσταντινούπολη, να ήταν η πόλη της Τροίας. 
Και μόνο το άκουσμα της Τροίας έφερνε στο μυαλό μου όλες τις ιστορίες του Ομήρου για τους Έλληνες θεούς και τις θεές, για τους πολεμιστές όπως τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, τον δούρειο ίππο και τους Έλληνες τους «δώρα φέροντες».
Ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων όταν ανακάλυψα τον Όμηρο στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά από όλα τα βιβλία που θα μπορούσα να είχα διαλέξει, είχα καταλήξει στα βιβλία του Ομήρου. Αλλά, μόλις πήρα στα χέρια μου την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και διάβασα τα εξώφυλλα, αυτό ήταν. Ήμουν συνεπαρμένη.
 Τα ομηρικά επικά ποιήματα της εποχής του χαλκού, ανάμεσα στα πιο παλιά γραπτά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ξαναζωντάνευαν τους Έλληνες ήρωες, όπως τον Οδυσσέα, και τους άλλους αρχαίους. 
Καταβρόχθισα και τα δύο αυτά αριστουργήματα το ένα μετά το άλλο, αλλά ουδέποτε φαντάστηκα ότι αναφέρονταν σε ανθρώπους που θα είχαν οποιαδήποτε σχέση με το λαό της μητέρας μου και ούτε γνώριζα ότι ακόμα και ο Όμηρος, ο τυφλός ποιητής, ήταν και αυτός Έλληνας από τη Μικρά Ασία.
Στη συνέχεια διάβαζα κάθε βιβλίο ελληνικής μυθολογίας που έβρισκα. Όμως, και πάλι, ποτέ δεν είχα νιώσει Ελληνίδα. Ούτε και Ασσύρια. Ούτως ή άλλως, αυτός ο λαός, ο λαός του πατέρα μου, δεν υπήρχε πια. Όταν μεγάλωσα μόνο, τότε άρχισα να αναφέρομαι περιστασιακά στην καταγωγή της μητέρας μου, αλλά συνήθως η αντίδραση όσων με άκουγαν ήταν μια στενόχωρη ματιά και η αναπόφευκτη απόκριση: Ελληνίδα Πόντια; Δεν το έχω ξανακούσει.
Ως καλλιτέχνης, ζωγράφος, είχα αρχίσει να κινούμαι στους κύκλους της διανόησης από την ηλικία των δεκαεπτά ετών. Είχα ζήσει στην Ισπανία, στο Μαρόκο, στην Ιταλία, ενώ είχα ταξιδέψει πολύ, αρχίζοντας από νεαρή ηλικία, σε όλη την Αμερική, το Μεξικό, τον Καναδά, τη δυτική Ευρώπη, την Ελλάδα, την Αίγυπτο, ακόμα και στην Κίνα. 
Εκτός από την Ελλάδα, πουθενά δεν είχα συναντήσει άνθρωπο που να γνωρίζει οτιδήποτε για τους Έλληνες Πόντιους. Τόσο ολοκληρωτικά είχε σβήσει η μνήμη της ύπαρξής τους για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Συνεπώς, πέρασα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου απομονωμένη από την πολιτιστική μου κληρονομιά. 
Χρόνια αργότερα, θα ανακάλυπτα ότι υπήρχε ολόκληρη κοινότητα Ποντίων που ζούσαν στο Κουίνς της Νέας Υόρκης και ότι υπήρχαν ποντιακές οργανώσεις και κοινότητες σε όλη την Αμερική και τον Καναδά. 
Υπήρχε μεγάλη κοινότητα Ποντίων ακόμα και στην Αυστραλία. Το 1989, όμως, την εποχή που κάναμε αυτό το ταξίδι, ούτε είχα γνωρίσει, ούτε είχα ακούσει για κανέναν άλλο Πόντιο εκτός από τη μητέρα μου. Δε γνώριζα και κανέναν άλλον που να τους έχει ακουστά. Μου φαινόταν ότι η μητέρα μου ήταν η μόνη Ελληνίδα Πόντια σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ούτε κανένα Ασσύριο ήξερα, ούτε και είχα άλλον ακουστά, εκτός από τον πατέρα μου. Χρόνια αργότερα θα μάθαινα ότι υπήρχαν μεγάλες κοινότητες Ασσύριων που ζούσαν στο Σικάγο, στο Ντιτρόιτ, στην Καλιφόρνια, ακόμα και στη Νέα Υόρκη.
Οι μεγάλες μου αδελφές αποφάσισαν να γίνουν Αιγύπτιες όταν ήταν έφηβες, δηλαδή όταν συνειδητοποίησαν ότι είχαν την ανάγκη μιας ταυτότητας. Δεν ήταν σύγχρονες Αιγύπτιες. Δε γνωρίζαμε πως ήταν οι σύγχρονοι Αιγύπτιοι. Όσο ήμουν παιδί, οι φίλοι μου με είχαν ενημερώσει πολλές φορές και με αυθεντία ότι και οι Αιγύπτιοι ήταν επίσης όλοι νεκροί και είχαν γίνει μούμιες προ χιλιάδων ετών. Αυτό δε στάθηκε εμπόδιο για μένα. Έγινα και εγώ Αιγύπτια, όταν ένιωσα την ανάγκη να αποκτήσω μια ταυτότητα. Ήμασταν αρχαίοι. Ήμασταν μυθικοί. Συγγενείς της Νεφερτίτης. Ήμασταν πολίτες του κόσμου.
Παραδόξως, τα αδέλφια μου έγιναν Τούρκοι. 0 συλλογισμός τους ήταν απλός. Αν κάποιος είχε γεννηθεί στην Αμερική, ήταν Αμερικάνος. Έτσι, αν οι γονείς κάποιου είχαν γεννηθεί στην Τουρκία, ήταν Τούρκοι.
 Όχι Τούρκοι από αυτούς που είχαν σφάξει το λαό της μητέρας μου και τους είχαν διώξει από τη γη τους. Ούτε και από εκείνους τους Τούρκους που είχαν σφάξει το λαό του πατέρα μου, είχαν απαγάγει την αδελφή του, είχαν πάρει τα χωράφια του και είχαν εξορίσει την οικογένειά του. Τα αδέλφια μου έγιναν μυθικοί Τούρκοι.
Ούτε οι ιστορίες του πατέρα μου, αλλά ούτε και της μητέρας μου υπαινίσσονταν έχθρα για τους Τούρκους όταν ήμασταν παιδιά και έτσι, μεγαλώνοντας, είχαμε την εντύπωση ότι οι Τούρκοι ήταν μεγαλόσωμοι, δυνατοί άντρες που ποτέ δεν τραβούσαν τα σπαθιά τους χωρίς να χυθεί αίμα, ακόμα και αν επρόκειτο να είναι το δικό τους. Ήταν μια ρομαντική εντύπωση αυτή που είχαμε διαμορφώσει. Από αυτήν έλειπε ο τρόμος που προκαλούν τέτοιες συμπεριφορές.
«Μην ξεχάσεις να πεις ότι είσαι Αιγύπτια», προειδοποιούσαν οι μεγαλύτερες αδελφές μου τη μητέρα μου, όταν τη σύστηναν σε ένα καινούργιο φιλικό πρόσωπο.
«Και εσείς τι ξέρετε για τους Αιγυπτίους;», ρωτούσε η μητέρα μου. Όμως, όταν την ρωτούσαν για τον τόπο καταγωγής της, απαντούσε: «Κάιρο», για να τους κάνει το χατίρι, διαισθανόμενη τη σημασία που αυτό είχε γι' αυτές. Μετά, άλλαζε γρήγορα το θέμα της συζήτησης. Δε μας είχε περάσει ποτέ από το μυαλό η σκέψη ότι, στην αγωνιώδη προσπάθεια μας να αποκτήσουμε μια ταυτότητα, είχαμε απαρνηθεί τη δική της.
.
.......
Το λεωφορείο μούγκρισε σε μια απότομη κατηφόρα που κρεμόταν πάνω από τα βράχια και έπειτα έκοψε ταχύτητα με βραχνούς τριγμούς.
«Τι ώρα υποτίθεται ότι θα φτάσουμε στην Αμάσεια;» ρώτησε η μητέρα μου.
«Νόμιζα ότι κοιμόσουνα».
«Κάνει πολύ ζέστη για να κοιμηθώ», είπε.
Στο λεωφορείο έκανε αφόρητη ζέστη και κάθε φορά που κάποιος άνοιγε το παράθυρο της οροφής για να μπει λίγος αέρας, αυτό έκλεινε απότομα. Ο  θόρυβος που έκανε το παράθυρο κλείνοντας κατάντησε για μας οικείος κατά τη διάρκεια της εξάωρης διαδρομής μας.
«Νομίζεις ότι έχουν νερό;» ρώτησε η μητέρα μου.
Έβγαλα το τούρκο-αγγλικό λεξικό μου και έψαξα τη λέξη «νερό». Μετά γύρισα κι έκανα νόημα στον υπάλληλο που καθόταν στο πίσω μέρος του λεωφορείου.
«Νερό, παρακαλώ», είπα στα τουρκικά όταν πλησίασε.
Ξαναγύρισε στο πίσω μέρος του λεωφορείου για να επιστρέψει με δύο μικρά μπουκάλια με κρύο νερό που είχε βγάλει από έναν ψύκτη.
«Και το παράθυρο. Μπορείτε να ανοίξετε το παράθυρο;»
0 υπάλληλος με κοίταξε απορημένος.
«Μια στιγμή», είπα, σηκώνοντας το χέρι μου σαν τροχονόμος. Έψαξα και πάλι στο λεξικό.
«Αέρας», είπα στα τουρκικά και έδειξα με το δάχτυλο το παράθυρο της οροφής.
Χαμογέλασε και έγνεψε με το κεφάλι, μετά ανασηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο.
Γύρισα να κοιτάξω τους υπόλοιπους επιβάτες για να δω αν κανείς είχε δυσαρεστηθεί με το άνοιγμα του παραθύρου. Μερικά παιδιά ήταν ξαπλωμένα πάνω σε μικρά χαλάκια στο πάτωμα του λεωφορείου στα πόδια των γονιών τους. Κανείς δεν έμοιαζε να έχει δυσαρεστηθεί. 
Ένιωσα όπως συνήθως ένιωθα σε παρόμοιες περιπτώσεις, όταν δηλαδή ήμουν εκούσια κρατούμενη, περιτριγυρισμένη για μικρό διάστημα από άγνωστους ανθρώπους σε μια ξένη χώρα: ένα παράξενο αίσθημα δεσίματος, σχεδόν συναισθηματικής οικειότητας. Δεν ξέρω γιατί έχω αυτό το αίσθημα, αλλά υποψιάζομαι ότι κάποια σχέση θα έχει με τις ιστορίες των γονιών μου που άκουγα μικρή.
«Καλύτερα τώρα;» ρώτησα τη μητέρα μου καθώς το δροσερό αεράκι που μύριζε καλοκαίρι μας άγγιξε.
«Ωραία αίσθηση», απάντησε η μητέρα μου. «Όταν βρίσκεσαι σε αυτή τη χώρα, σχεδόν ξεχνάς πόσος καιρός έχει περάσει και πόσο πολύ έχει αλλάξει ο κόσμος».
«Τι εννοείς;» ρώτησα.
«Α, απλά εννοώ ότι είναι ωραίο να σου φέρνει κάποιος νερό στο λεωφορείο όταν το χρειάζεσαι. Τα πράγματα είναι πιο αργά εδώ. Μου θυμίζει περίπου την Αμερική πριν σαράντα ή πενήντα χρόνια».
Κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα», είπε. «Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι άνθρωποι τώρα ταξιδεύουν στο διάστημα και περπατάνε πάνω στο φεγγάρι. Και εμένα θα μου άρεσε να πάω στο φεγγάρι και να κάνω βόλτες στο διάστημα. Κάτι διαφορετικό θα ήταν. Μου αρέσει αυτό. Φαντάσου. Δεν ξέρει κανείς στα αλήθεια τι έχει εκεί πάνω. Θα μου άρεσε να μάθω».
Προσπάθησα να φανταστώ τη μητέρα μου με τη στολή του αστροναύτη να περπατάει χωρίς βαρύτητα, σαν σε αργή κίνηση, μακριά στο διάστημα ανάμεσα στα εκατομμύρια αστέρια.
Τα γρανάζια έτριξαν πάλι και τότε, με ένα θόρυβο του έμοιαζε με αναστεναγμό, το λεωφορείο σταμάτησε στην άκρη του δρόμου δίπλα σε ένα μικρό μαγαζί. 0 υπάλληλος πέρασε από το διάδρομο και ανασηκώθηκε για να κλείσει το παράθυρο της οροφής, ενώ η πόρτα του λεωφορείου άνοιγε και αυτή με αναστεναγμό. Οι επιβάτες άρχισαν να σηκώνονται και να τεντώνονται για να ξεμουδιάσουν.
«Φτάσαμε κιόλας στην Αμάσεια;» ρώτησε η μητέρα μου.
«Δε νομίζω. Νομίζω ότι έχουμε ακόμα μερικές ώρες δρόμο. Αμάσεια;» ρώτησα την Τουρκάλα που καθόταν δίπλα μου, στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Έκανε ένα θόρυβο με τη γλώσσα της που έδειχνε άρνηση, ενώ την ίδια στιγμή κουνούσε και το δάχτυλο της. «Μάλλον σταματήσαμε για να ξεμουδιάσουμε λίγο»,είπα.
Το μαγαζί στην άκρη του δρόμου ήταν ένα απλό, μονοώροφο κτήριο. Σειρές με τεράστιους σάκους από λινάτσα απλώνονταν σαν Βούδες έξω από το μαγαζί και μέσα πάνω στο πάτωμα. Διάφορα μυρωδικά και βότανα, χρυσωπά, λαδιά και κανελιά, αποξηραμένοι καρποί, λαχανικά, σιτηρά και άλλα πολύχρωμα τρόφιμα ξεχείλιζαν από τους σάκους. Στα ράφια στους τοίχους υπήρχαν μεγάλες γυάλες γεμάτες διάφορα άλλα δημητριακά και φαγώσιμα. Όλα ήταν τόσο απλά, που δημιουργούσαν το κλίμα των αρχών του 19ου αιώνα, χωρίς τα περιττά κλισέ των τυποποιημένων προϊόντων. Πάνω στον πάγκο το βλέμμα μου σταμάτησε στα επίπεδα φύλλα γκαρμαντίν, το γλυκό από βερίκοκο που 
αγόραζε παλιά ο πατέρας μου. Αγόρασα κάμποσο και έκανα βόλτες μέσα στο μαγαζί, εισπνέοντας τις εξωτικές μυρωδιές. Είχα την αίσθηση ότι μέσα απ' όλα αυτά με άγγιζε το δυνατό χέρι του πατέρα μου.
..........
................
Όταν ξανανεβήκαμε, η μητέρα μου και εγώ βολευτήκαμε στις θέσεις μας, καθώς το λεωφορείο ξεκίνησε πάλι στο δρόμο του. Το ηλιόλουστο και βραχώδες τοπίο είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και πιο πράσινο, καθώς κατευθυνόμασταν όλο και πιο βόρεια. Η ζέστη άρχισε πάλι να γίνεται ανυπόφορη και γύρισα αναζητώντας τον υπάλληλο για δεύτερη φορά. Με πήρε το μάτι του και του έγνεψα να έρθει.
«Αέρα», του είπα αυτή τη φορά στα αγγλικά.Έδειξα το παράθυρο της οροφής και αυτός κατάλαβε τι εννοούσα. Ανασηκώθηκε για να το ανοίξει και η μυρωδιά του καλοκαιριού πλημμύρισε πάλι το λεωφορείο.
Δεν είχα ποτέ σκεφτεί την πιθανότητα να μην βρίσκαμε το σπίτι της μητέρας μου. Το λεωφορείο έτρεχε τώρα στον αυτοκινητόδρομο που οδηγούσε στην Αμάσεια με εκατό χιλιόμετρα την ώρα, αλλά εγώ ακόμα δεν είχα κάνει κάποιο σχέδιο για να βρούμε τα χωριά της. Πάντα υπολόγιζα στην καπατσοσύνη μου για να τα βγάλω πέρα, όποτε χρειαζόταν, στα διάφορα ταξίδια μου. Και αυτή τη φορά, δεν άλλαζε τίποτε. Μάλιστα, ποτέ άλλοτε δεν είχα ταξιδέψει με τουριστικό οδηγό. Λεξικό είχα πάντα, οδηγό ποτέ. Προτιμούσα απλά να φτάνω στο ξένο μέρος, και ό,τι γίνει από εκεί και πέρα, ανάλογα με τη διαίσθησή μου. 
Αυτό με καθιστούσε, στην καλύτερη περίπτωση, μια τουρίστρια ερασιτέχνη, αλλά μου άρεσε να κάνω βόλτα σε ένα δρόμο και να συναντώ κάτι εξαιρετικό να με περιμένει στη διαδρομή μου, όπως, για παράδειγμα, τα αιθέρια ύψη των καμπαναριών κάποιου ναού που ξεπετάγονται από τη γη προς τον ουρανό. Ή κάποιο μαρμάρινο τζαμί, που η αψιδωτή του είσοδος δημιουργεί μια στοά από κίονες και τόξα. Ή ακόμα και κάτι πολύ πιο απλό, όπως μια πέτρινη αψίδα στην είσοδο ενός κοινού σπιτιού, φτιαγμένη, όμως, με έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο. Είχα πάντοτε το φόβο ότι, αν έφευγα από το ξενοδοχείο με προκαθορισμένο προορισμό, θα έχανα όλους εκείνους τους θησαυρούς που δεν ήταν γραμμένοι στους οδηγούς. Μπορεί, απλά, και να μη μου άρεσε να είμαι άλλη μια «τουρίστρια».
Όμως αυτό το ταξίδι ήταν διαφορετικό. Αυτή τη φορά, είχαμε ένα πολύ συγκεκριμένο προορισμό κατά νου με ένα πολύ συγκεκριμένο στόχο. Το πρόβλημα της έρευνας για την τοποθεσία των χωριών της μητέρας μου ήταν δύσκολο. Πριν φύγω από τη Νέα Υόρκη, είχα επιχειρήσει να κάνω ό,τι ήξερα να κάνω εκείνη την εποχή. Είχα ψάξει ακόμη και στις παλιές εφημερίδες στα αρχεία των Τάιμς της Νέας Υόρκης, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Είχα βρει μόνο ένα μικρό άρθρο που αναφερόταν σε κάποιους Έλληνες πρόσφυγες απ' την Τουρκία.
Έβγαλα το γκαρμαντίν από την τσάντα μου και προσέφερα στη μητέρα μου.
«Μου άρεσε πολύ όταν το έφερνε ο μπαμπάς στο σπίτι», είπα.
«Κάποιος είχε τελικά την ιδέα να το βγάλει και σε διάφορες γεύσεις για τον πολύ κόσμο», είπε η μητέρα μου.
«Το ξέρω», είπα. «Τα λένε φρουτολιχουδιές ή φρουτορολά ή κάτι τέτοιο».
Η Τουρκάλα που καθόταν στο διπλανό κάθισμα μας κοίταξε και χαμογέλασε όταν την κοίταξα και εγώ. Το παιδί της, αυτό που κοιμόταν προηγουμένως στα πόδια της πάνω στο πάτωμα, ήταν τώρα ξύπνιο και το κρατούσε αγκαλιά.
«Δος της λίγο γκαρμαντίν», είπε η μητέρα μου.
Άπλωσα το χέρι μου στο διάδρομο κρατώντας το πακέτο με το γλυκό βερίκοκο και της προσέφερα. Η γυναίκα χαμογέλασε, αλλά αρνήθηκε ντροπαλά να πάρει.
«Δεν πειράζει, πάρε», είπα στα αγγλικά ελπίζοντας ότι το χαμόγελο μου θα την ενθάρρυνε.
Έκανα πάλι μια κίνηση προσφοράς, αυτή τη φορά δείχνοντας το παιδί της. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της πάνω από το διάδρομο και έκοψε ένα μικρό κομμάτι. Μετά, με ευχαρίστησε.
«Το πιστεύεις ότι ήσουν κάποτε τόσο μικρή;», ρώτησε η μητέρα μου. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά νερό, έκλεισε το μπουκάλι και ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι του καθίσματος. «Καμιά φορά, κοιτάζω στον καθρέφτη και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το πρόσωπο που βλέπω είμαι πράγματι εγώ. Είναι φορές που μόνο ο καθρέφτης ξέρει την πραγματική μου ηλικία». Η μητέρα μου χαμογέλασε. «Άλλες φορές με πονάνε και τα κόκαλά μου».
Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα και πάλι να φανταστώ τη μητέρα μου μικρή. Μπορούσα μόνο να θυμηθώ τα δικά μου παιδικά χρόνια και τη νέα μητέρα που μας φρόντιζε με τόση τρυφερότητα.
Την βλέπω να κάθεται στην παλιά μας τραπεζαρία, εκεί δίπλα στην παλιά σόμπα. Πλέκει ένα μικρό φόρεμα από νήμα παλ κίτρινο. Μικροσκοπικά ροζ τριαντάφυλλα στολίζουν το μπούστο. Τραγουδάει το My Bonnie Lies Over the Ocean, καθώς στέκομαι μπροστά της. Δεν είμαι παραπάνω από τεσσάρων χρονών. Ανοίγω τα χέρια μου, γέρνω το κεφάλι μου και χαζεύω τα σκούρα, γελαστά της μάτια.
«Τόσο πολύ σε αγαπάω», της λέω. «Σε αγαπάω από την κορυφή του ουρανού μέχρι τον πάτο της θάλασσας».
Η μητέρα μου σταματάει το τραγούδι, ακουμπάει το πλεκτό στα πόδια της και χαμογελάει.
«Και εγώ σε αγαπάω από την κορυφή του ουρανού μέχρι τον πάτο της θάλασσας», μου λέει.
Α! Να 'μαι πάλι, στα επτά μου. Ο αδελφός μου, ο Τιμ, τρία χρόνια μεγαλύτερος, κάνει εξάσκηση ζίου-ζίτσου πάνω μου. Με τουμπάρει πάνω από τους ώμους του, μετά με πιάνει με μια γερή λαβή τύπου νέλσον. Του κάνω και εγώ μια λαβή και τον πειράζω τραγουδώντας ένα τραγούδι που έλεγε συχνά η μητέρα μου. Αλλάζω τα λόγια και βάζω άλλα που ταιριάζουν στην περίσταση και, όταν ο Τιμ αρχίζει να με κυνηγάει, κρύβομαι πίσω από τη μητέρα μου που σιδερώνει την μπλούζα μου.
«Μαμά, μου χάνει τα γλυκά μάτια. Μαμά, μου κάνει τα γλυκά μάτια».
«Η ώρα είναι προχωρημένη», λέει η μητέρα μου.
«Μαμά, τον έκανα τούμπα πάνω από το κεφάλι μου. Μετά, τον πέταξα πάνω στο κρεβάτι. Μαμά, με κυνηγάει».
«Έλα να φας», λέει η μητέρα μου και γελάει. «Θ' αργήσεις για το Κατηχητικό».
«Να κι η οικογένεια Χάλο», σχολιάζουν οι γείτονες, καθώς περνάμε σε παράταξη το δρόμο νωρίς-νωρίς κάθε Κυριακή πρωί, τα ρούχα μας κολλαριστά και φρεσκοσιδερωμένα στην εντέλεια. Τα δικά μου τακουνάκια στα μαύρα μου λουστρίνια χτυπάνε σε κάθε βήμα. Βάζω το χέρι στην τσέπη και ψαχουλεύω το πρόσφορο για τη λειτουργία σφραγισμένο στο μικροσκοπικό του φάκελο.
Να την πάλι με το μπράτσο της γύρω από τον ώμο μου. Πρέπει να είμαι επτά χρόνων, ίσως οκτώ. Με οδηγεί προς την εξώπορτα.
«Πού πάτε;» ρωτάει ο πατέρας μου.
«Πάμε στην εκκλησία», απαντάει η μητέρα μου.
Το ψέμα της δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια. Παρά τις πολλές ασχολίες της, η μητέρα μου πάντα έβρισκε το χρόνο να βοηθάει στις διάφορες εκδηλώσεις της εκκλησίας, καθαρίζοντας τα ασημικά, διοργανώνοντας παζάρια, γεμίζοντας καλάθια για τους αναξιοπαθούντες. Πού και πού, όμως, αφού έλεγε στον πατέρα μου ότι πάμε στην εκκλησία, κατευθυνόμασταν σε κάποιο σινεμά και περνούσαμε το υπόλοιπο απόγευμα χαμένες στη μαγεία του έργου. Πρέπει να ήταν το μόνο πράγμα που έκανε η μητέρα μου αποκλειστικά για τον εαυτό της και εγώ της ήμουν ευγνώμων που φρόντιζε να με παίρνει πάντοτε μαζί της.
«Δε θα πάθει και τίποτα, αν δεν τα ξέρει όλα», έλεγε η μητέρα μου, ξέροντας ότι ο πατέρας μου δεν ενέκρινε το σινεμά. Δεν ήταν, όμως, στη φύση της να κοροϊδεύει και έτσι, στο τέλος, του έλεγε την αλήθεια.
Να 'μαι τώρα εννιά χρονών. Μόλις τσακώθηκα με ένα κορίτσι διπλάσιο από μένα. Εκανα ό,τι μπορούσα για να τα βγάλω πέρα, αλλά με στρίμωξε άσχημα. Νιώθω ταπεινωμένη, πληγωμένη. Ποτέ δεν τα λέω αυτά στη μητέρα μου. Δε θέλω να την στενοχωρώ. Το μόνο που χρειάζομαι είναι να είμαι κοντά της, να ακούω τον ήχο της γλυκιάς φωνής της και να νιώθω τη ζεστασιά της.
Στέκεται στο τραπέζι και πλάθει τη ζύμη για τα περίφημα κουλούρια της με τους μαύρους σπόρους. Σε λίγο, το σπίτι θα γεμίσει από την αχνιστή, εξωτική τους μυρωδιά, ανάκατη με το άρωμα του ψητού με τα καρότα και τα κρεμμύδια που ετοιμάζεται στο φούρνο.
Φοράει το φόρεμα με τα λουλούδια και τραγουδάει το Paper Moon. Τα μαύρα της μαλλιά, ως συνήθως, είναι πιασμένα σε κότσο. Γονατίζω δίπλα της πάνω στην καρέκλα και κοιτάω τα δυνατά της χέρια που βυθίζονται στην εύπλαστη ζύμη με ένα αργό ρυθμό, χτυπώντας τη με τις γροθιές και στρίβοντάς τη. Μετά, διπλώνει τη ζύμη στα δύο και ξαναρχίζει. Έπειτα την αφήνει να φουσκώσει σκεπασμένη με ένα καθαρό πανί, μέχρι που γίνεται διπλή. Τραβάει ένα κομμάτι, το τρίβει και το στρίβει για να φτιάξει το κουλούρι. Μετά, ξανά. Τα βάζει σε ένα ταψί, τα αλείφει με χτυπημένο αβγό και τα ψήνει στο φούρνο.
«Αχ!0 κόσμος είναι τσίρκο, δε γίνεται πιο ψεύτικος. Αν όμως πίστευες σε μένα, όλα θα ήταν αληθινά».
Άραγε γιατί πάντα είχα την αίσθηση ότι αυτούς τους στίχους τους τραγουδούσε σε μένα... σε μας; Μα εγώ πιστεύω σ' αυτήν.
.............
Ανοίγω τα μάτια μου και η συρροή των παιδικών μου αναμνήσεων διαλύεται μες στο δυνατό φως που πλημμυρίζει το λεωφορείο. Η μητέρα μου χαζεύει από το παράθυρο. Το κεφάλι της, με τα κοντά της άσπρα μαλλιά, είναι ακουμπισμένο στο κάθισμα. Κοιτάζω τα γκρίζα της μαλλιά, λες και είναι η πρώτη φορά που τα βλέπω Η αντίθεση της εικόνας αυτής με τις αναμνήσεις μου είναι τόσο χτυπητή, που για μια στιγμή το βρίσκω δύσκολο να δεχθώ ότι έχουν περάσει τόσο πολλά χρόνια από τότε που ήμουν παιδί. Η ζωή μου ήταν τόσο γεμάτη.
Πάντα δούλευα, πάντα προσπαθούσα και τα χρόνια που άσπριζαν τούφα τούφα τα μαλλιά της μητέρας μου κύλησαν χωρίς να το καταλάβω. Και τα δικά μου καστανά μαλλιά είχαν λευκές τούφες. Και αυτές οι τούφες έφτασαν χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανφάρες.
«Έχεις βάλει ποτέ το ρολόι να χτυπήσει στα τρία λεπτά για να βράσεις ένα αβγό;», ρωτάω τη μητέρα μου.
Χαμογελάει. «Ναι. Γιατί;»
«Πρόσεξες ποτέ πόσο πολύ διαρκούν τα τρία λεπτά; Μπορείς να πλύνεις τα πιάτα, να στεγνώσεις τα χέρια σου και να κάνεις και άλλα πράγματα πριν χτυπήσει το ρολόι. Τρία λεπτά, να μη σου πω και ένα λεπτό, μοιάζουν μεγάλο διάστημα όταν τα περιμένεις να περάσουν».
Η μητέρα μου ξανακοίταξε το παιδί που καθόταν | απέναντι και μασούλαγε το γλυκό βερίκοκο. «Ναι», λέει. Και, σαν να μάντεψε τις σκέψεις μου, πρόσθεσε: «Τα τρία λεπτά μοιάζουν μεγάλο διάστημα όταν περιμένεις να περάσουν, αλλά η ζωή σου περνάει σε χρόνο μηδέν».
Το παράθυρο της οροφής κλείνει πάλι με βρόντο. Σηκώνουμε τα κεφάλια μας και βλέπουμε τον υπάλληλο που ασφαλίζει τη λαβή του για να κλείσει καλά. Η μητέρα μου με κοιτάει και χαμογελάει. Εγώ θέλω να τη σφίξω στην αγκαλιά μου, όπως είχε κάνει αυτή τόσες φορές όταν ήμουν παιδί. Όμως, απλά ακουμπάω το κεφάλι μου στο δικό της και κλείνω τα μάτια.


Thea Halo

"Ούτε το όνομα μου"
Γενοκτονία και επιβίωση... Μια αληθινή ιστορία του Πόντου , σε μορφή διηγήματος
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah