Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Ποντίων, πού είχε την έδρα του στην Πόλη, πριν ξεκινήσει για
οποιαδήποτε επαναστατική δράση, έκρινε σκόπιμο να γνωρίσει και εκείνος από
κοντά την κατάσταση στον Πόντο και να ελέγξει τις διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες
πληροφορίες πού έφταναν κάθε τόσο από ποικίλες πηγές, επίσημες και ανεπίσημες. για το σκοπό αυτό, ναύλωσε ένα βαπόρι και ανέθεσε τη σοβαρή τούτη αποστολή σε Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, πλαισιωμένους και
καμουφλαρισμένους από γιατρούς, νοσοκόμους, φαρμακοποιούς και άλλους άντρες,
πού θα ίδρυαν ιατρεία και κέντρα διανομής φαρμάκων, ρουχισμού και τροφίμων.
Τον Απρίλιο του 1920, ο βουλευτής Τραπεζούντας Ματθαίος Κωφίδης έστειλε τον Αντώνη Παπαδόπουλο
στην Πόλη για να έρθει σε επαφή με τον Ελληνα Αρμοστή και να εκθέσει
την κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Συνάμα να πληροφορηθεί πότε και πόσος Ελληνικός στρατός θα έρθει να τον καταλάβει. Η απάντηση που πήρε από τον
Κατεχάκη ήταν απογοητευτική:
Με το πρόσχημα
λοιπόν τής περίθαλψης των ελληνικών πληθυσμών τού Πόντου, το καράβι ξεκίνησε
και επισκέφτηκε όλα τα λιμάνια, από τη Σινώπη ως την Τραπεζούντα.
Σε κάθε πόλη
πού έφτανε, οι απεσταλμένοι εγκαθιστούσαν ιατρείο, φαρμακείο, κέντρο διανομής
τροφίμων και ρουχισμού, έρχονταν σε επαφή με υπεύθυνους Ρωμιούς, με απλοϊκούς και γραμματιζούμενους, με προύχοντες και φτωχούς και ρωτούσαν, με τρόπο,
για τα δεδομένα πού ενδιέφεραν την αποστολή τους. Όταν ολοκλήρωσαν την
έρευνά τους, γύρισαν πίσω στην Πόλη και έκαναν την έκθεσή τους.
Η γνώμη της
ολότητας σχεδόν των απεσταλμένων ήταν ότι ένα επαναστατικό κίνημα στον Πόντο θα
ήταν συμφορά και καταστροφή για το ρωμαίικο πληθυσμό του.
Έπειτα από αυτά, ο Κεντρικός Σύνδεσμος Ποντίων έκρινε ότι ή λύση τού ποντιακού προβλήματος θα
έπρεπε να επιδιωχθεί μόνο με διπλωματικά μέσα.
Ταυτόχρονα στο
Βατούμ τού Καυκάσου έγινε Παμποντιακό Συνέδριο, όπου εκπροσωπήθηκε το ένα
εκατομμύριο Ποντίων της Τουρκίας και Ρωσίας και αποφασίστηκε η ένταση της
διπλωματικής δραστηριότητας. Αμέσως κατόπιν όλα τα ποντιακά σωματεία και οι
οργανώσεις, οπού γης, κινήθηκαν ζωηρά και άρχισαν να καταρτίζουν στατιστικούς
πίνακες, χάρτες και διαγράμματα, να συντάσσουν υπομνήματα και να κάνουν
απανωτά διαβήματα στις συμμαχικές κυβερνήσεις, στο διεθνή τύπο και στα διεθνή
συνέδρια, για να προδιαθέσουν ευνοϊκά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Ωστόσο, η μονομέρεια, τούτη, μαζί με την αταξία και την έλλειψη αυστηρού συντονισμού των
διαφόρων τοπικών ποντιακών σωματείων, καθώς και η δυσμενής τροπή της ευρωπαϊκής
πολιτικής, δεν έφεραν σοβαρά αποτελέσματα. Τελικά, έγινε κάποια συνεννόηση και
ανατέθηκε η διαχείριση του ζητήματος στο Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο.
Ο Εθνάρχης κινήθηκε αμέσως δραστήρια και διαπραγματεύτηκε με ξένους παράγοντες το
μελλοντικό πολίτευμα του Πόντου. Επισκέφτηκε ακόμα τον Πρόεδρο των Ηνωμένων
Πολιτειών Ουίλσον, καθώς και το Νίκολσον και απέσπασε υποσχέσεις τους ότι θα
υποστήριζαν τα δικαιώματα της αυτοδιάθεσης του Ελληνισμού του Πόντου.
Μολαταύτα, η λύση
του ποντιακού προβλήματος αργούσε, γιατί ήταν κατά κάποιο τρόπο συνάρτηση το γενικότερου μικρασιατικού προβλήματος, που η λύση του καθυστερούσε εδώ και
ένα χρόνο εξ αιτίας πολλών παραγόντων, τοπικών και διεθνών.
Οι δύο κύριες
αντίπαλες πλευρές, η ελληνική με το εκστρατευτικό σώμα στη Σμύρνη και η τουρκική, μετά την επικράτηση του Κεμάλ, εξακολουθούσαν να οργανώνονται
πυρετικά και να ετοιμάζονται για τη μεγάλη σύρραξη πού θα έκρινε την τύχη των
λαών της Μικρασίας.
Στα πλαίσια αυτού του εθνικού ανταγωνισμού τοποθετημένο
και το πρόβλημα του Πόντου, δεχόταν κάθε αντίκτυπο από την αδυναμία ή τη
δύναμη, την αποφασιστικότητα ή την αβεβαιότητα του Ελληνικού Κράτους, την ενότητα ή το διχασμό του Ελληνικού Εθνους.
Και πιό πέρα ακόμα, από τη
συμφωνία ή τη διαφωνία των Συμμάχων. Δυστυχώς όμως οι καιροσκόπες Μεγάλες
Δυνάμεις κρατούσαν σε αδράνεια τον ελληνικό στρατό και δέν τον άφηναν να
προελάσει για να διαλύσει τα πρώτα κακοφτιαγμένα συγκροτήματα των μεραρχιών
του Κεμάλ, να καταστρέψει τις αποθήκες πολεμικού υλικού και να αποκόψει τις εστίες ανεφοδιασμού τους.
Πόσο εύκολο θα ήταν να ματαιωθεί η διοργάνωση του
στρατού του Μουσταφά Κεμάλ που βρισκόταν ακόμα στην αρχή της, 0ι εθνικές εξεγέρσεις στην
Τουρκία, οι στάσεις και οι αντιδράσεις των Ποντίων, των Κούρδων και των
'Αρμενίων, ακόμα και πολλών Τούρκων μπέηδων, κλόνιζαν θανάσιμα το έργο τού
Κεμάλ και προσέφεραν την πιο κατάλληλη ευκαιρία για την Ανατροπή του.
Επί πλέον, τον
τελευταίο καιρό ή πολιτική των «Συμμάχων» έγινε ακόμα πιο αρνητική. Στο Βατούμ, οι ποντιακές οργανώσεις ζήτησαν την άδεια από τον Εγγλέζο Αρμοστή
να τούς επιτρέψει να συγκροτήσουν ποντιακά τάγματα, αλλά πήραν αρνητική απάντηση.
Επίσης απαγόρευσαν και την απόβαση ελληνικού στρατού στην Τραπεζούντα,
πράγμα που θα δημιουργούσε αντιπερισπασμό και ταραχή στην τουρκική κυβέρνηση
της Άγκυρας. Και το πιο προκλητικό: Ο όρος της Ανακωχής το Μούδρου, που επέβαλε τον αφοπλισμό της Τουρκίας, δεν εκτελέστηκε!
Τα στρατιωτικά όργανα των
Συμμάχων, που είχαν καθήκον να φρουρούν τις αποθήκες των πολεμοφοδίων, άφηναν ελεύθερες τις πόρτες, για να διαρπάζουν οι Τούρκοι του Κεμάλ τα όπλα και το
πολεμικό υλικό που περιείχαν και να εξοπλίζουν, στα φανερά πια, τον
επαναστατικό στρατό τους.
Ετσι, οι
Άγγλοι τουλάχιστον, άρχισαν να δείχνουν τη φιλοτουρκική πολιτική τους στα κρυφά
και στα φανερά, ενδιαφερόμενοι προπάντων για την προώθηση των δικών τους αποκλειστικά σχεδίων, να κρατήσουν, δηλαδή, συμμαχώντας ακόμα και με το
διάβολο, τις πετρελαιοπηγές της Μουσούλης.
Από την άλλη μεριά, η συνηγορία του Βενιζέλου για την ένωση του Πόντου στο σχεδιαζόμενο ανεξάρτητο
Αρμενικό κράτος, συνάντησε την αδιάλλακτη άρνηση των ποντιακών οργανώσεων. Οι
Ρωμιοί του Πόντου προτιμούσαν μια συνεννόηση για τη δημιουργία ενός αυτόνομου
ποντιακού κράτους που θα έδινε ισοπολιτεία στους Τούρκους. Με το πνεύμα αυτό ο Χρύσανθος πήγε στην Πόλη
και συναντήθηκε με αντιπροσώπους του Μουσταφά Κεμάλ.
Συζήτησε μαζί τους το
σχέδιο τής Ισοπολιτείας Ρωμιών και Τούρκων σ' έναν Πόντο αυτόνομο, κάτω από
συμμαχική εντολή, αλλά καμιά συμφωνία δεν κατορθώθηκε με τούς Κεμαλικούς. Μετά
από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας αναγκάστηκε
να στραφεί προς τους Αρμένιους.
Πήγε στην πρωτεύουσα της Γεωργίας, την Τιφλίδα,
και συναντήθηκε με αντιπροσώπους των Αρμενίων. Οι προκαταρκτικές συζητήσεις
άφησαν αρκετές ελπίδες για την επιτυχία της ελληνοαρμενικής συνεργασίας, γι'
αυτό ο Δεσπότης ταξίδεψε ως την πρωτεύουσα της ίδιας της Αρμενίας, το Εριβάν,
και έκανε διαπραγματεύσεις με τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισάν. Δυστυχώς ή
προσπάθεια, να συμφωνήσουν σ' ένα σχέδιο δημιουργίας ποντοαρμενικής ομοσπονδίας, απέτυχε.
Στις 16 τού Γενάρη
τού 1920 μια νέα, μεγαλύτερη απογοήτευση ήρθε να προστεθεί στο διπλωματικό
τομέα. 0 Βενιζέλος πληροφόρησε το Εθνικό Συμβούλιο των Ποντίων του εξωτερικού
ότι καμιά Μεγάλη Δύναμη δε δέχτηκε την έντολή για τη διοίκηση τού Πόντου.
Οι Πόντιοι δέν
πίστευαν στ' αυτιά τους. Δε μπορούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατό
οι Χριστιανικές Δυνάμεις να αφήσουν έναν ομόθρησκο και μαρτυρικό λαό εκτεθειμένο στην εκδικητική λύσσα των νικημένων και αλλοθρήσκων Τούρκων.
Η αγανάκτησή τους έφτασε σε βαθμό αηδίας απέναντι αυτών των δήθεν συμμάχων, πού
τά ωμά και στενά τους συμφέροντα, τούς έκαναν να ξεχάσουν τόσο εύκολα τις μεγαλόστομες
διακηρύξεις τους για ελευθερία και αυτοδιάθεση των λαών.
ΤΟ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 1920,
δεν έμεινε πια καμιά αμφιβολία στους Ρωμιούς ότι οι Σύμμαχοι τους πρόδωσαν και
τούς εγκατέλειψαν. Είδαν πως δεν είχαν να στηρίξουν πουθενά αλλού τις ελπίδες
τους, παρά μόνο στη Μητέρα Ελλάδα. Η Επιτροπή Ποντίων στην Αθήνα κινήθηκε αμέσως
και έκανε πρόταση στο Βενιζέλο να γίνει σύντομα απόβαση ελληνικού στρατού στον
Πόντο. Η πρόταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή, γι' αυτό ο πρωθυπουργός ζήτησε από την Επιτροπή να εκθέσει γραπτώς τούς λόγους που μπορούσαν να τη στηρίξουν.
Η Επιτροπή Ποντίων
συνέταξε προσεχτικά το σχετικό κείμενο πού περιλάμβανε τα παρακάτω
επιχειρήματα:
Πρώτο. Μια
στρατιωτική δράση στον μακρινό Πόντο θα αποτελούσε πρώτης γραμμής αντιπερισπασμό
στις δυνάμεις των Τούρκων και θα βοηθούσε πολύ την προέλαση τού ελληνικού
στρατού στη Μικρασία.
Δεύτερο. Οι κύριες
δυνάμεις του Κεμάλ είναι συγκεντρωμένες στη Σεβάστεια. Ο αμαξιτός, όμως,
δρόμος Αμισού - Σεβάστειας, μπορεί να ελέγχεται από τους Έλληνες
αντάρτες του Δυτικού Πόντου, ώστε να παραλύεται κάθε σοβαρή κίνηση τουρκικού
στρατού.
Τρίτο. Ο Πόντος,
γενικά, διαθέτει πολλές δυνάμεις σε έμψυχο υλικό. Συγκεκριμένα, στη
μητροπολιτική επαρχία Αμάσειας (Σαμψούντα, Μερζιφούντα, Πάφρα, Καβάκ, Κάβζα,
Βεζίρκιοπρου, Λαοδίκεια, Έρμπαγα) και στη μητροπολιτική επαρχία Νεοκαισαρείας
(Οινόη, Φάτσα, Τέρμε, Νεοκαισάρεια, Τοκάτη, Κοτύωρα) υπάρχουν δέκα οχτώ
χιλιάδες αντάρτες με πλήρη οπλισμό. 0ι άντρες αυτοί ασχολούνται προς το παρόν
με τα ειρηνικά τους έργα, αλλά είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή να συγκροτήσουν
αντάρτικα σώματα με δικούς τους οπλαρχηγούς.
Άλλες
εκατοντάδες αντάρτες υπάρχουν στα βουνά της Σάντας με οπλαρχηγό τον Ευκλείδη.
Τέλος, δέκα
χιλιάδες γυμνασμένους και εμπειροπόλεμους άντρες μπορεί να παρατάξει ο Ποντοκαυκάσιος στρατηγός του ρωσικού στρατού Ανάνιος με τους στρατιώτες της
Μεραρχίας των Ελληνοποντίων του Καύκασου που διαλύθηκε μετά τη σοβιετική
επανάσταση.
Τέταρτο. Ελληνική
αποβατική δύναμη μπορεί πολύ γρήγορα να προωθηθεί από την 'Αμισό στη Σεβάστεια,
στη φωλιά του Κεμαλικού στρατού.
Όταν πήρε στα χέρια
του το υπόμνημα ο Βενιζέλος, το μελέτησε με μεγάλη προσοχή, το συσχέτισε με τα στρατιωτικά και πολιτικά δεδομένα τής Ελλάδας και με τα γενικότερα συμφέροντα
του Έθνους και κατέληξε στην απόφαση να μην αναλάβει τη μεγάλη ευθύνη.
Κάλεσε λοιπόν την επιτροπή των Ποντίων της Αθήνας και της δήλωσε ότι δεν διαθέτει
στρατεύματα για την προάσπιση των Ελλήνων του Πόντου.
—Αντί για απόβαση,
κατέληξε, σας συμβουλεύω να προτείνετε άλλα μέτρα.
—Εξοχώτατε,
απάντησε σταθερά ο πρόεδρος της επιτροπής, εμείς τουλάχιστον δε βλέπουμε άλλο
μέτρο πιο αποτελεσματικό για την προστασία των αδελφών μας. Θα θέλαμε όμως
να ξέραμε ποιο μέτρο θα προτείνατε εσείς, άν ήσασταν στη θέση μας.
Ο Εθνάρχης σκέφτηκε
λίγα δευτερόλεπτα και κατόπιν είπε:
— Να διατυπώσετε τα αιτήματά σας και τις εθνικές
σας αξιώσεις στο Συμβούλιο των Συμμάχων, ανεπίσημα βέβαια.
— Μα αυτό σημαίνει, ουσιαστικά, τέλεια
εγκατάλειψη του ζητήματος του Πόντου και από την Ελληνική Κυβέρνηση...
—Οχι ακριβώς,
απάντησε σε χαμηλό και θλιμμένο τόνο ο Κυβερνήτης.
Ο πρόεδρος της
επιτροπής σώπασε πικραμένος. Κατάλαβε τη θέση του Βενιζέλου και το σταθερό
προσανατολισμό του προς το να μην μπλέξει με την Υπόθεση του Πόντου, έκανε
μεταβολή και χαιρετώντας βγήκε από το πρωθυπουργικό γραφείο. Τον ακολούθησαν
και τ' άλλα μέλη χωρίς να πουν άλλη κουβέντα.
Οι ποντιακές
οργανώσεις, ωστόσο, συνέχισαν τις μάταιες και απελπισμένες ενέργειές τους,
χωρίς να προκαλέσουν στο τέλος κανένα θετικό αποτέλεσμα. Σιγά - σιγά άρχισαν
να δυσκολεύονται στο να κάνουν σωστή εκτίμηση τής κατάστασης, έχασαν την
ταχτική επαφή τους με τα πράγματα, εκφυλίστηκαν και κατάντησαν ανεδαφικά
κέντρα, απ' όπου εξαπολυόταν ένας άδειος και ατέλειωτος χαρτοπόλεμος από πλατωνικά
υπομνήματα, διαβήματα, προτάσεις και διακηρύξεις. Δεν έπαιζαν πια κανένα
βαρύνοντα ρόλο. Στις συχνές συνεδριάσεις διατυπώνονταν μεγαλόστομες αρχές και
μεγαλεπήβολα σχέδια, πού δεν είχαν όμως καμιά απήχηση.
Ματθαίος Κωφίδης |
—Ανακοίνωσε, του είπε ο Αρμοστής, στον αρχιερατικόν επίτροπο κύριο Ματθαίο Κωφίδη και μέσον
αυτού, σε όλους τους Ποντίους, ότι, όπως έχουν τα πράματα σήμερα, καμιά ελπίδα
δεν υπάρχει να αποσταλούν στρατιωτικές δυνάμεις στον Πόντο και επομένως να
είναι επιφυλακτικοί στις σχέσεις τους με τους Τούρκους.
Ο Αντώνης
Παπαδόπουλος βγήκε από το γραφείο συντριμένος και την άλλη μέρα, μπαίνοντας σ'
ένα βαπόρι πού ταξίδευε για τη Μαύρη Θάλασσα, γύρισε στον Πόντο. Το βαπόρι
έκανε μια μεγάλη στάση στη Σαμψούντα, πού έδωσε την ευκαιρία στον απεσταλμένο
του Κωφίδη να κατέβει στην πόλη και να συναντηθεί στη Μητρόπολη με τον Πρωτοσύγκελο
Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Του ανακοίνωσε το περιεχόμενο τής συνομιλίας του με τον Κατεχάκη,
καθώς και τη σύστασή του προς τους Ποντίους να είναι προσεχτικοί με τους
Τούρκους.
— Νομίζω, κατέληξε ο Παπαδόπουλος, πως πρέπει να
εξαφανίσετε όσα ενοχοποιητικά και επικίνδυνα έγγραφα έχετε.
— Ευχαριστώ για τις συστάσεις, τέκνον μου,
απάντησε ο Πρωτοσύγκελος. Αλλά ίσως είναι κάπως αργά να είμαστε προσεχτικοί.
Ηδη εκτεθήκαμε δίνοντας πίστη στις επαγγελίες των Μεγάλων Συμμάχων, που μας πρόδωσαν.
— Μα δεν υπάρχει ούτε από τη Μητέρα Ελλάδα καμιά
πρόθεση να μας βοηθήσει.
— Θα κοιτάξουμε να βοηθηθούμε μόνοι μας! Πρέπει,
τέκνον μου, να προστατέψουμε τον εαυτό μας από τη λύσσα των Τούρκων. Πρέπει να
σώσουμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας.
—Ο Θεός μαζί σας!
'Εγώ αυτά είχα να σας πω, κατ 'εντολήν άλλων.
Ο Πρωτοσύγκελλος
Πλάτων κοίταξε στα μάτια τον Παπαδόπουλο, του χαμογέλασε και του είπε σε τόνο
πανηγυρικό:
— Κοίταξε τα βουνά γύρω μας! Αυτά είναι τα κάστρα μας και δε φοβόμαστε κανένα! Είναι γεμάτα με αγωνιστές που τους τρέμει η Τουρκιά. Με ένα νεύμα μπορεί να κατέβουν και να καταλάβουν την πόλη και να
καταλύσουν τις τουρκικές αρχές!
Ο Παπαδόπουλος,
φεύγοντας από το γραφείο του Πρωτοσύγκελου, πήγε και βρήκε τον Επίσκοπο
Ζήλων Ευθύμιο, βοηθό του Μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού, και του μετέδωσε τις απόψεις και τις συστάσεις του Κατεχάκη. Ο Επίσκοπος του έδωσε την ίδια απάντηση που πήρε και από τον Πρωτοσύγκελο.
Την άλλη μέρα το
πρωί, μπήκε στο βαπόρι για να πάει στην Τραπεζούντα. Όλη την ώρα συλλογιζόταν τις απαντήσεις και τον αγωνιστικό τόνο της φωνής των δύο θρησκευτικών ηγετών της
περιοχής και έβγαλε το συμπέρασμα ότι στο Δυτικό Πόντο φυσάει ένας άλλος άνεμος, ένας δυνατός,
ριψοκίνδυνος και επιβλητικός άνεμος, που δεν εξετάζει άλλα δεδομένα παρά μόνο
τη δική του περήφανη και αμετάκλητη ορμή για δράση
Ξενοφών Άκογλου |
ΠΕΡΑΣΕ ΑΚΟΜΑ ΕΝΑΣ
ΜΗΝΑΣ αδράνειας. Κατά τα τέλη του Μάη ο υπολοχαγός Ξενοφών Άκογλου, πού είχε τη
διοίκηση του Τάγματος των Ποντίων στη Σμύρνη, πήρε μια πρόσκληση και
παρουσιάστηκε στην κατοικία του συνταγματάρχη Καθενιώτη, που μόλις γύρισε από
την αποστολή του στην Τιφλίδα της Γεωργίας.
Ο συνταγματάρχης άρχισε την
κουβέντα του με ερωτήσεις προς τον Άκογλου, που είχαν σκοπό να αποκομίζουν μια εικόνα για την κατάσταση των Ποντίων εθελοντών. Ο Ξενοφών του διερμήνευσε το
φλογερό πόθο τους να εκπληρώσουν το ιδανικό που τους έκανε να καταταχθούν
στρατιώτες, δηλαδή να πολεμήσουν για την απελευθέρωση του Πόντου.
— Δεν έχουν άλλη
φιλοδοξία και άλλο καημό, συνέχισε, παρά να πέσουν μαχόμενοι στα ιερά χώματα
των προγόνων τους. Είναι διαποτισμένοι με τις παραδόσεις και τους θρύλους των
προσφάτων αγώνων των ανταρτών στα βουνά του Πόντου. Φλέγονται από τον πόθο τής
εκδίκησης για τα χιλιάδες αθώα θύματα της τουρκικής θηριωδίας, για τα χιλιάδες
καμένα σπίτια, για τις ατιμώσεις και τους βιασμούς των παρθένων από τους
απολίτιστους Οθωμανούς.
Ο Καθενιώτης με
έκφραση μεγάλης λύπης στα μάτια, του μίλησε για την άσχημη διπλωματική πορεία
του ποντιακού ζητήματος και απέδωσε την αιτία και την ευθύνη της τέτοιας
πορείας στην αλόγιστη αδιαλλαξία των ποντιακών μελών της αποστολής στην
Τιφλίδα, και ιδιαίτερα του Μητροπολίτη Χρύσανθου.
—Η αδιαλλαξία τους
αυτή, φίλε μου, κατέληξε ο συνταγματάρχης, και η απόκρουση κάθε συνεργασίας με
τους Αρμένιους, θα οδηγήσει την Υπόθεση στην καταβαράθρωση. Εγώ,
τουλάχιστον, για την ώρα τη θεωρώ σχεδόν χαμένη.
— Χαμένη διπλωματικά, τόλμησε να πει ο Πόντιος
υπολοχαγός, αλλά το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι
— Τι εννοείτε; ρώτησε ξαφνιασμένος ο Καθενιώτης.
Ο Άκογλου άρχισε να
του εξηγεί τη γνώμη του φέρνοντας για παράδειγμα το Βορειοηπειρωτικό αγώνα τού
1914.
—Όλοι οι
Πόντιοι αξιωματικοί και οπλίτες, τόνισε με συγκίνηση, είναι πρόθυμοι να ριχτούν
σ' έναν παρόμοιο αγώνα, φτάνει να βρεθεί ένας ανώτερος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, με κύρος και αποφασιστικότητα, για να αναλάβει την ηγεσία
του εγχειρήματος.
Συν. Καθενιώτης |
Ο Καθενιώτης
κοίταξε για λίγες στιγμές τον Άκογλου με μεγάλη προσοχή. Τα καθαρά μάτια του υπολοχαγού, η αγνή φυσιογνωμία και η παλικαρίσια ψυχή, τον έπεισαν για την
ειλικρίνεια του πόθου του και του πόθου των οπλιτών του να αγωνιστούν με
αυτοθυσία για την πατρίδα τους. Αντί όμως ν' ανταποκριθεί ίσια στο
φανερό υπαινιγμό του συνομιλητή του, γύρισε και τού είπε:
— Σας συνιστώ να πειθαρχήσετε στους ανωτέρους
σας! 'Επίσης να έχετε εμπιστοσύνη στον Κυβερνήτη της χώρας, πού αγωνίζεται
σκληρά για τα εθνικά δίκαια. Όταν ωριμάσει το ζήτημα σας, σε σημείο που να προκύψουν δυνατότητες να πραγματοποιηθεί ένα παρόμοιο εγχείρημα, τότε θα
υποδειχτεί ο κατάλληλος ηγέτης για να ξεκινήσει τον αγώνα.
Ο Ξενοφών έφυγε
απογοητευμένος από τη συνάντησή του με το συνταγματάρχη Καθενιώτη. Ένιωθε
να τού πέφτουν τα φτερά και να του δένονται τα χέρια. Γύρισε στην έδρα του
Τάγματος και μετέδωσε τα θλιβερά νέα στους συναδέλφους του αξιωματικούς.
Σε λίγο καιρό
άρχισαν οι επιχειρήσεις.
Το Τάγμα των Ποντίων πήρε μέρος σ' αυτές, σκόρπισε σε
μεγάλη έκταση και ανέλαβε υπεύθυνη υπηρεσία. Μέσα στη φωτιά της μάχης και των
μετακινήσεων, δε μπορούσε να γίνει ούτε σκέψη για μια διαφορετική,
πραξικοπηματική ενέργεια, με σκοπό την εκπλήρωση του πόθου των οπλιτών να
πολεμήσουν μονάχα για τον Πόντο, γιατί θα το θεωρούσε ή ηγεσία τού στρατού σαν
απειθαρχία και εγκατάλειψη της θέσης τους μπροστά στον εχθρό.
Χρήστος Σαμουηλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου