Ενα επί σκηνής οδοιπορικό από την εξόντωση των Ποντίων και τη
Μικρασιατική Καταστροφή ώς την Κατοχή και τον Εμφύλιο.Λόγος ανώνυμων
γυναικών που ξεπερνά το ατομικό και αγγίζει το συλλογικό. Ενα μνημείο
λόγου όχι μόνο για την ιστορία, αλλά κυρίως για τη μνήμη, το απαραίτητο
διαβατήριο για το μέλλον αποτελεί το έργο της Ελλης Παπαδημητρίου
«Κοινός λόγος», που θα παρουσιαστεί από τo Θέατρο του Νέου Κόσμου σε
σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο πλαίσιο των «Γιορτών Ανοιχτού
Θεάτρου» στις 16, 17, 18 και 19 Ιουλίου, στο Θέατρο Κήπου.
Η Λυδία Κονιόρδου -συμπρωταγωνιστεί με τις Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Ουζουνίδου και Τάνια Παλαιολόγου- μιλάει για τη δύναμη των γυναικών να μετουσιώνουν τον πόνο σε κουράγιο και δημιουργία.
«Κοινός λόγος», όπως ο λόγος του κοινού, καθημερινού ανθρώπου ή μήπως και του συλλογικού ανθρώπου;
Η παράσταση στηρίζεται σε αυθεντικές μαρτυρίες γυναικών από τις ειρηνικές μέρες στη Μικρά Ασία, πριν από την Καταστροφή, ώς τον Εμφύλιο, ενώ μας μεταφέρουν από τη Σμύρνη στον Πόντο κι από την Αθήνα και τον Πειραιά στα βουνά της Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου.
Πρόκειται για στιγμές πόνου, αλλά και όμορφες στιγμές. Κι υπάρχουν και τραγούδια για μνήμες και πράγματα που όλοι γνωρίζουμε. Και το καταπληκτικό είναι ακριβώς ότι αυτός ο κοινός λόγος, μέσα από τον οποίο αποτυπώνει και εκφράζεται ο ένας αποδεικνύεται επί της ουσίας και συλλογικός.
Η ιστορία του ενός συνδέεται με του άλλου. Μπορεί να μάθει ο ένας από μια σπουδαία εμπειρία του άλλου, όπως γινόταν και με τις γιαγιάδες που μας μετέφεραν παραμύθια και μύθους, που υπερβαίνουν το ατομικό.
Τα πρόσωπα άθελά τους γίνονται ποιήτριες και μοιάζουν οι μαρτυρίες τους σαν γραμμένες από τον Παπαδιαμάντη με σοφία βαθιά. Ο καθένας θα βρει αναλογίες είτε εξ αίματος είτε εξ εμπειρίας.
Ξεχωρίζετε κάποια από τις ιστορίες και γιατί;
Ολες είναι πολύ σημαντικές, αλλά η τελευταία με συγκινεί ιδιαίτερα. Αφορά μια αγρότισσα που ψάχνει το γιο της και βρίσκει μέσα στα χορτάρια τα κοκαλάκια του και ό,τι έχει απομείνει από αυτόν πολεμώντας στην Αντίσταση, στο βουνό.
Και συνδέει το γιο με τα δέντρα, με τα νερά και με τα πλάσματα της φύσης και υποδηλώνει την ενότητα των πάντων, πως συνδέεται το ένα με το άλλο. Και όταν βρίσκει τελικά το παιδί της είναι σαν να γιορτάζει όλη η φύση και λέει: «Και ο τόπος καλές μοσχοβολούσε».
Είναι ένα κείμενο που έχει να κάνει με τη μνήμη ή την ιστορία;
Η ιστορία συνήθως γράφεται από τους νικητές. Η μνήμη είναι μια έννοια πολύ ευρύτερη, την οποία τροφοδοτούν όλες οι μαρτυρίες, κυρίως των ηττημένων. Γιατί μέσα από τον πόνο μαθαίνουμε. Ο νικημένος στη μέθη της νίκης δεν μπορεί να πάρει μάθημα ζωής. Αυτός που πονάει, όμως, παίρνει από το πάθος το μάθος.
Η μνήμη έχει να κάνει μ' αυτό που μας πλουτίζει σαν γνώση και φωτίζει το μέλλον μας. Τότε μόνο μπορούμε να δούμε μπροστά στο μέλλον. Οταν χάνουμε τη μνήμη, χάνουμε και το παρόν μας. Η μνήμη και το μέλλον είναι ένα δίπολο, όπως η νύχτα με τη μέρα. Ειδικά στην περίοδο αυτήν την ταραγμένη, είναι απαραίτητη η σύνδεση με το παρελθόν για να μπορέσουμε να διαγράψουμε το μέλλον με ενάργεια και φως.
Γιατί γυναικείες μαρτυρίες και όχι και αντρικές;
Η γυναίκα είναι αυτή που θρέφει, που κοιτά πάντα την επόμενη μέρα. Είναι στη φύση της να δίνει ζωή, να επουλώνει πληγές για να υπάρξει συνέχεια. Δεν είναι στραμμένη στο θάνατο. Τον αντιμετωπίζει με ποιητική και φωτεινή στάση. Δεν έχει το συναίσθημα του θυμού, του μίσους ή της εμπάθειας για τον «εχθρό».
Την ώρα που οι άνδρες «παίζουν» με τα όπλα τους, τρέχει να παρηγορήσει και να θεραπεύσει. Αυτό, λοιπόν, που διακρίνει τις μαρτυρίες είναι ότι χωρίς οι πρωταγωνίστριες να χάνουν την αξιοπρέπειά τους, δε χάνουν την αγάπη τους για τη ζωή, αλλά και το αίσθημα της αλληλεγγύης τους. Ο πόνος δεν τους στέρησε το χιούμορ, λένε τραγούδια, αστειεύονται. Ο πόνος δεν τους έχει πλακώσει, αντιθέτως τους δυναμώνει, ώστε να βρουν το κουράγιο να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους.
Σκηνοθετικά πώς προσεγγίζονται αυτές οι αφηγήσεις;
Αυτό που μας ζητήθηκε είναι να αφηγούμαστε. Να λειτουργήσουμε ως ενδιάμεσοι και να μη μας απασχολεί να ταυτιστούμε, αλλά να μεταφέρουμε την εμπειρία, κάπως σαν τους παραμυθάδες, τους αγγελιαφόρους στο αρχαίο δράμα. Το ζητούμενο δεν είναι να μείνουμε στον πόνο, αλλά στις σκέψεις και στη γνώση που δημιουργεί αυτός.
Επειδή, τελικά ο χρόνος επουλώνει τις πληγές και αυτό που μένει είναι η εμπειρία που γίνεται ποίηση. Οι συνδέσεις της μιας ιστορίας με την άλλη μπορεί να γίνονται είτε νοηματικά είτε μέσα από ένα τραγούδι, ενώ ως σκηνικό υπάρχει ένα μνημείο που έχει στηθεί προς τιμήν όσων χάθηκαν.
Εκτιμάτε ότι υπάρχουν αναφορές των αφηγήσεων αυτών με το σήμερα;
Το κείμενο μας υπενθυμίζει πως ο τόπος μας δε φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο προς ανθρώπους που μοιραζόμασταν ακόμα και την ίδια γλώσσα και την ίδια θρησκεία. Οι Ελλαδίτες υπήρξαν έως και εχθρικοί προς τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, επειδή ακριβώς ξεβολεύτηκαν και διαταράχτηκαν οι συνήθειές τους.
Η ξενοφοβία αυτή πρέπει να αποτελεί ένα μάθημα προς στοχασμό ακόμα και σήμερα. Επίσης, και τότε με την καταστροφή της Σμύρνης, όπως και τώρα, κανείς δεν περιμένει αυτό που συνέβη τελικά. Ετσι και εμείς δεν προσέξαμε τα σημάδια μέσα στη βεβαιότητα της κοσμοπολίτικης ευμάρειας.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΣΤΗ ΓΙΩΤΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Πηγη: Αγγελιοφόρος
Η Λυδία Κονιόρδου -συμπρωταγωνιστεί με τις Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Ουζουνίδου και Τάνια Παλαιολόγου- μιλάει για τη δύναμη των γυναικών να μετουσιώνουν τον πόνο σε κουράγιο και δημιουργία.
«Κοινός λόγος», όπως ο λόγος του κοινού, καθημερινού ανθρώπου ή μήπως και του συλλογικού ανθρώπου;
Η παράσταση στηρίζεται σε αυθεντικές μαρτυρίες γυναικών από τις ειρηνικές μέρες στη Μικρά Ασία, πριν από την Καταστροφή, ώς τον Εμφύλιο, ενώ μας μεταφέρουν από τη Σμύρνη στον Πόντο κι από την Αθήνα και τον Πειραιά στα βουνά της Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου.
Πρόκειται για στιγμές πόνου, αλλά και όμορφες στιγμές. Κι υπάρχουν και τραγούδια για μνήμες και πράγματα που όλοι γνωρίζουμε. Και το καταπληκτικό είναι ακριβώς ότι αυτός ο κοινός λόγος, μέσα από τον οποίο αποτυπώνει και εκφράζεται ο ένας αποδεικνύεται επί της ουσίας και συλλογικός.
Η ιστορία του ενός συνδέεται με του άλλου. Μπορεί να μάθει ο ένας από μια σπουδαία εμπειρία του άλλου, όπως γινόταν και με τις γιαγιάδες που μας μετέφεραν παραμύθια και μύθους, που υπερβαίνουν το ατομικό.
Τα πρόσωπα άθελά τους γίνονται ποιήτριες και μοιάζουν οι μαρτυρίες τους σαν γραμμένες από τον Παπαδιαμάντη με σοφία βαθιά. Ο καθένας θα βρει αναλογίες είτε εξ αίματος είτε εξ εμπειρίας.
Ξεχωρίζετε κάποια από τις ιστορίες και γιατί;
Ολες είναι πολύ σημαντικές, αλλά η τελευταία με συγκινεί ιδιαίτερα. Αφορά μια αγρότισσα που ψάχνει το γιο της και βρίσκει μέσα στα χορτάρια τα κοκαλάκια του και ό,τι έχει απομείνει από αυτόν πολεμώντας στην Αντίσταση, στο βουνό.
Και συνδέει το γιο με τα δέντρα, με τα νερά και με τα πλάσματα της φύσης και υποδηλώνει την ενότητα των πάντων, πως συνδέεται το ένα με το άλλο. Και όταν βρίσκει τελικά το παιδί της είναι σαν να γιορτάζει όλη η φύση και λέει: «Και ο τόπος καλές μοσχοβολούσε».
Είναι ένα κείμενο που έχει να κάνει με τη μνήμη ή την ιστορία;
Η ιστορία συνήθως γράφεται από τους νικητές. Η μνήμη είναι μια έννοια πολύ ευρύτερη, την οποία τροφοδοτούν όλες οι μαρτυρίες, κυρίως των ηττημένων. Γιατί μέσα από τον πόνο μαθαίνουμε. Ο νικημένος στη μέθη της νίκης δεν μπορεί να πάρει μάθημα ζωής. Αυτός που πονάει, όμως, παίρνει από το πάθος το μάθος.
Η μνήμη έχει να κάνει μ' αυτό που μας πλουτίζει σαν γνώση και φωτίζει το μέλλον μας. Τότε μόνο μπορούμε να δούμε μπροστά στο μέλλον. Οταν χάνουμε τη μνήμη, χάνουμε και το παρόν μας. Η μνήμη και το μέλλον είναι ένα δίπολο, όπως η νύχτα με τη μέρα. Ειδικά στην περίοδο αυτήν την ταραγμένη, είναι απαραίτητη η σύνδεση με το παρελθόν για να μπορέσουμε να διαγράψουμε το μέλλον με ενάργεια και φως.
Γιατί γυναικείες μαρτυρίες και όχι και αντρικές;
Η γυναίκα είναι αυτή που θρέφει, που κοιτά πάντα την επόμενη μέρα. Είναι στη φύση της να δίνει ζωή, να επουλώνει πληγές για να υπάρξει συνέχεια. Δεν είναι στραμμένη στο θάνατο. Τον αντιμετωπίζει με ποιητική και φωτεινή στάση. Δεν έχει το συναίσθημα του θυμού, του μίσους ή της εμπάθειας για τον «εχθρό».
Την ώρα που οι άνδρες «παίζουν» με τα όπλα τους, τρέχει να παρηγορήσει και να θεραπεύσει. Αυτό, λοιπόν, που διακρίνει τις μαρτυρίες είναι ότι χωρίς οι πρωταγωνίστριες να χάνουν την αξιοπρέπειά τους, δε χάνουν την αγάπη τους για τη ζωή, αλλά και το αίσθημα της αλληλεγγύης τους. Ο πόνος δεν τους στέρησε το χιούμορ, λένε τραγούδια, αστειεύονται. Ο πόνος δεν τους έχει πλακώσει, αντιθέτως τους δυναμώνει, ώστε να βρουν το κουράγιο να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους.
Σκηνοθετικά πώς προσεγγίζονται αυτές οι αφηγήσεις;
Αυτό που μας ζητήθηκε είναι να αφηγούμαστε. Να λειτουργήσουμε ως ενδιάμεσοι και να μη μας απασχολεί να ταυτιστούμε, αλλά να μεταφέρουμε την εμπειρία, κάπως σαν τους παραμυθάδες, τους αγγελιαφόρους στο αρχαίο δράμα. Το ζητούμενο δεν είναι να μείνουμε στον πόνο, αλλά στις σκέψεις και στη γνώση που δημιουργεί αυτός.
Επειδή, τελικά ο χρόνος επουλώνει τις πληγές και αυτό που μένει είναι η εμπειρία που γίνεται ποίηση. Οι συνδέσεις της μιας ιστορίας με την άλλη μπορεί να γίνονται είτε νοηματικά είτε μέσα από ένα τραγούδι, ενώ ως σκηνικό υπάρχει ένα μνημείο που έχει στηθεί προς τιμήν όσων χάθηκαν.
Εκτιμάτε ότι υπάρχουν αναφορές των αφηγήσεων αυτών με το σήμερα;
Το κείμενο μας υπενθυμίζει πως ο τόπος μας δε φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο προς ανθρώπους που μοιραζόμασταν ακόμα και την ίδια γλώσσα και την ίδια θρησκεία. Οι Ελλαδίτες υπήρξαν έως και εχθρικοί προς τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, επειδή ακριβώς ξεβολεύτηκαν και διαταράχτηκαν οι συνήθειές τους.
Η ξενοφοβία αυτή πρέπει να αποτελεί ένα μάθημα προς στοχασμό ακόμα και σήμερα. Επίσης, και τότε με την καταστροφή της Σμύρνης, όπως και τώρα, κανείς δεν περιμένει αυτό που συνέβη τελικά. Ετσι και εμείς δεν προσέξαμε τα σημάδια μέσα στη βεβαιότητα της κοσμοπολίτικης ευμάρειας.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΣΤΗ ΓΙΩΤΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Πηγη: Αγγελιοφόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου