Γενικά οι ιεράρχες του Πόντου σε αντίθεση με πολλούς ιεράρχες της νότιας Ελλάδας , πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση και εξοπλισμό των ανταρτικών μονάδων του πόντου.
Οι Μητροπολίτες Τραπεζούντας Χρύσανθος, Καραβαγγέλης Σαμψούντας, Κύριλλος Ροδόπολης, Γερβάσιος Νικοπόλεως, ήταν οι πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες της κίνησης ανεξαρτησίας, αλλά και του ένοπλου αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Ιδιαίτερα ο Μητροπολίτης Χρύσανθος για την αποφυγή αντεκδικήσεων εκ μέρους των Τούρκων και παρά το γεγονός ότι προστάτευσε τους Τούρκους από αντεκδικήσεις των Αρμενίων στα χρόνια 1918-1919, για την υπεράσπιση των χωριών, εξόπλισε "όλους τους δυναμένους να φέρουν όπλα Έλληνες".
Στο δυτικό Πόντο τα ανταρτικά σώματα γρήγορα πήραν τους σχηματισμούς τους στις περιοχές Σαμψούντας, Πάφρας, Φάτσας, Νεοκαισάρειας, Τοκάτης, Ερπαά, Τσιαρσαμπά, Αμάσειας, Κάβζας, Κωτυώρων, Μερζεφούντας κλπ.
Στην Ελλάδα και μάλιστα στις πόλεις Αθήνα και Θεσσαλονίκη, συγκροτήθηκαν ισχυρά σώματα εθελοντών Ποντίων με πρωτοστάτες Ποντίους αξιωματικούς όπως οι Καραϊσκος Χρυσόστομος, Άκογλου Ξενοφών και Αποστολίδης Θεόδωρος. Οι εθελοντικές αυτές μονάδες ποτέ δεν έφτασαν στα παράλια του Πόντου, αλλά εντάχθηκαν στις μάχιμες δυνάμεις του ελληνικού στρατού και αποδεκατίστηκαν στα πεδία των μαχών στο μικρασιατικό μέτωπο.
Αλλά και το σώμα των 10.000 στρατιωτών από τις περιοχές του Καυκάσου Γεωργίας, που σχηματίστηκε από τον Έλληνα στρατηγό Ανανία ή "Ανανιός" όπως τον αποκαλούσαν οι Γάλλοι, δεν πήρε μέρος στην εξέγερση του ποντιακού ελληνισμού.
Ο στρατηγός Καθενιώτης, ένας φλογερός πατριώτης και άξιος πολεμιστής και πολιτικός, με βαθειά πίστη στον ελληνισμό του Πόντου και ένθερμος θιασώτης της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο, δεν εισακούστηκε στις εισηγήσεις του.
Ο Καραϊσκος που στάλθηκε στον Πόντο - όχι βέβαια από την επίσημη ελληνική κυβέρνηση, αλλά από ενώσεις Ποντίων, μετά από τις περιπλανήσεις του στα βουνά του Πόντου, υπέβαλε σχετική έκθεση στην ελληνική στρατιωτική επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη και έτσι διασώθηκαν οι εισηγήσεις αυτές του άξιου αυτού τέκνου της ποντιακής γης.
Το Νοέμβριο του 1918, αντιπροσωπείες Ποντίων από όλα τα μέρη του κόσμου συναντιούνται και πάλι στη Μασσαλία υπό την προεδρία του Κωνσταντινίδη και εγκρίνουν τις ενέργειες που θα γίνουν στη συνδιάσκεψη ειρήνης. Τα προβλήματα που τέθηκαν ήταν:
α) Η συγκρότηση ποντοαρμενικής ομοσπονδιακής δημοκρατίας.
β) Η απόκτηση της ελληνικής από τους Έλληνες του Πόντου ιθαγένειας είτε με την πλήρη ένωση είτε με ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση.
Αλλά ο Βενιζέλος τήρησε τότε άκρα σιωπή πάνω στα θέματα αυτά. Φυσικά και οι Πόντιοι της Ρωσίας υπέστησαν σοβαρές συνέπειες από την πολιτική του Βενιζέλου και ιδιαίτερα από την απόφασή του να σταλεί στρατός 23.000 ανδρών κατά των μπολσεβίκων. Αυτό σήμαινε ότι οι Έλληνες της Ρωσίας βρέθηκαν σε καθεστώς καταπίεσης και πολλές περιοχές αντιμετώπισαν και προβλήματα επιβίωσης. Τον Φεβρουάριο του 1919, οι Πόντιοι της Κωνσταντινούπολης ψηφίζουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του Πόντου και της ενσωμάτωσης του στην Ελλάδα ή της ανεξαρτησίας του.
Οκτώ Έλληνες επίσκοποι του Πόντου, αντιπροσοπεύοντες 23 από τις πιο μεγάλες κοινότητες του Πόντου, υπέβαλαν παρόμοιο υπόμνημα. Όπως φαίνεται, συντονισμός και ομοφωνία επικρατούσε ανάμεσα σ' όλους τους Ποντίους. Οι επίσκοποι μας, προχωρούν ακόμα περισσότερο και προτείνουν να έρθει από την Ελλάδα διορισμένος αρμοστής, ως αρχηγός του αυτόνομου ελληνικού κράτους του Πόντου.
Και φτάνουμε στο έτος 1919, που είναι αποφασιστικό για τον ποντιακό ελληνισμό και για την τύχη της ανεξαρτησίας του.
Στις 17 του Γενάρη του 1919, ο Δεσπότης Νικόπολης και Κολωνίας Γερβάσιος Σουμελίδης, έγραφε γράμμα στον πρόεδρο του συλλόγου "Ελεύθερος Πόντος" της Θεσσαλονίκης όπου τόνιζε:
"Ίσως μόνον ο Πόντος, ανάμεσα σ' όλα τα μέρη του μικρασιατικού ελληνισμού, να προσέφερε τις περισσότερες θυσίες. Τα βουνά, τα δύσβατα και χιονοσκέπαστα βουνά του εσωτερικού της ανατολής, προς τη Σεβάστεια, την Τοκάτη και το Τσορούμ, υπήρξαν ο γολγοθάς του εκτοπισμένου και αποδεκατισμένου ελληνισμού.
Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να περιγραφεί με ακρίβεια η τρομερή και απαίσια σκηνοθεσία που κατασκεύασε στον Πόντο ο τουρκικός φανατισμός και η ακόλαστη τακτική των σατανικών νεοτούρκων.
Τέκνα του Πόντου, που ζείτε έξω από την πατρίδα, γίνετε πρόμαχοι και υπερασπιστές των δικαίων μας! Ενωθείτε! Συνασπισθείτε! Συντονίστε τις ενέργειές σας! Υψώστε όλοι μαζί, όπου χρειαστεί, τη φωνή σας και διαδηλώστε ότι πρωτίστως και προφανώς επιβάλλεται η εξασφάλιση της τιμής και της ζωής των λειψάνων που απέμειναν στον Πόντο, με την αποστολή στα διάφορα κέντρα της στρατιωτικής βοήθειας.
Χωρίς το σπουδαιότερο αυτόν παράγοντα είναι αδύνατον να σωθούν οι Πόντιοι. Η νεοτουρκική οργάνωση μόνο φαινομενικά ησυχάζει. Μυστικά υπάρχει και με την ευκαιρία, θα δράσει, με όλη της την αγριότητα! Πρέπει λοιπόν να εξασφαλιστούμε από παρόμοιο κίνδυνο. Και αυτό θα το επιτύχει μόνο μια αποστολή στρατιωτικής δύναμης".
Στις 5 Μαρτίου του ίδιου έτους (1919) συνέρχεται το δεύτερο συνέδριο του ελληνισμού της Ρωσίας, στο Βατούμ του Καυκάσου και εκλέγει επταμελή επιτροπή. Το συμβούλιο αυτό αναγνωρίζει αμέσως την αντιπροσωπεία των Ποντίων στο Παρίσι και ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να στείλει στρατό για την κατοχή του Πόντου. Την ίδια εποχή κυκλοφορούν φήμες ότι το γενικό συνέδριο σκοπεύει να κηρύξει την ανεξαρτησία του Πόντου και να ιδρύσει προσωρινή κυβέρνηση στο Βατούμ ή στο Σοχούμ
Με βεβαιότητα μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι το συνέδριο αυτο κυριαρχήθηκε από ένα αίσθημα ιστορικού δισταγμού, πράγμα που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Ελλήνων στις δύσκολες ιστορικές καμπές του βίου των Ελλήνων, όπως και η μη προέλαση προς τη γραμμή της Τσατάλτζας το 1923 κ.ά.
Στο συνέδριο, αυτό στο οποίο βρέθηκαν αντιπρόσωποι των έξι Μητροπόλεων του Πόντου, μίλησαν για την ανεξαρτησία της περιοχής. Στην εκλογή του εθνικού συμβουλίου, που απετέλεσε και την πολιτική ηγεσία του αγώνα, δηλ. την προσωρινή κυβέρνηση του Πόντου, πρόεδρος εκλέχτηκε ο Βασίλειος Ιωαννίδης, αντιπρόεδρος ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου και πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης ο Νίκος Λεοντίδης. Αργότερα, πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης έγινε ο Λεωνίδας Ιασωνίδης.
Η συσπείρωση του ποντιακού ελληνισμού γύρω από ενα κεντρικό όργανο άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο. Όμως, οι μεγάλες δυνάμεις δεν έδωσαν θάρρος στην ιδέα αυτή και ιδιαίτερα η Αγγλία. Τελικά τα όνειρα και οι πόθοι ενός λαού με πληθυσμό, την εποχή εκείνη, 2.000.000 περίπου, ματαιώθηκαν κι έμειναν απραγματοποίητα. Η εμπνευσμένη επιστολή του προέδρου του παμποντιακού συνεδρίου Κ. Κωνσταντινίδη, που στάλθηκε από το Παρίσι στις 10 Ιουλίου 1920 στους τότε ισχυρούς της ημέρας δε χρειάζεται σχόλια. Γράφει λοιπόν ο Κωνσταντινίδης:
"Εξοχώτατε,
Καθ' ην στιγμήν, η τουρκική αντιπροσωπεία, συζητεί εν Παρισίοις, μετά των Κυβερνήσεων των Συμμάχων τους όρους της Συνθήκης της τουρκικής Ειρήνης, θεωρούμεν επιβεβλημένον καθήκον ημών να επιστήσωμεν ευσεβάστως την προσοχήν της Συνδιασκέψεως επί της θέσεως των υποδούλων Ελλήνων του Πόντου.
Επανειλημμένως, έσχομεν το θάρρος, ν' απευθύνωμεν εις την Συνδιάσκεψιν διάφορα Υπομνήματα, εξαιτούμενοι την απελευθέρωσιν των συμπατριωτών ημών, διά της ιδρύσεως επί των νοτίων παραλίων της Μαύρης Θαλάσσης, ανεξαρτήτου δημοκρατίας του Πόντου, εκτεινομένης από της πόλεως "Ρίζαιον" μέχρι δυτικώς της Σινώπης.
Η λύσις αύτη, στηριζόμενη επί της αρχής του δικαιώματος εκάστου Λαού, να διαθέτη ελευθέρως εαυτόν - αρχή ήτις (όφειλε να καθιερωθή ως έπαλθον της νίκης των Συμμάχων - δεν εδόθη ημίν, και ευρέθημεν ηναγκασμένοι, δια του κατά τον τελευταίον Μάρτιον απευθυνθέντος εις την Συνδιάσκεψιν της Ειρήνης του Λονδίνου υπομνήματος ημών, να ζητήσωμεν, ίνα τουλάχιστον εγκαθιδρυθή εν Πόντω αυτόνομον καθεστώς ανάλογον εκείνου όπερ ελειτούργει εν Λιβάνω προ του πολέμου. Ελάβομεν δ' απάντησιν ότι αι ευχαί ημών απετέλεσαν αντικείμενον εξετάσεως υπό του Ανωτάτου Συμβουλίου.
Παρ' όλα ταύτα, εις τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης της επιδοθείσης εις τους Τούρκους Αντιπροσώπους, ουδεμία πρόνοια ειδική ελήφθη διά το ζήτημα του Πόντου, αφεθέντος ν' απολαύη μόνον των γενικών εγγυήσεων, των αφορωσών εις τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Και όμως, ο Πόντος αποτελεί εν όλον, γεωγραφικόν και οικονομικόν, διάφορον του υπολοίπου της Μικράς Ασίας. Κατοικείται υπό πληθυσμού, όστις καίτοι διηρημένος θρησκευτικώς, αποτελεί εν όλον ομογενές εθνικώς, διότι ο όγκος του πληθυσμού τούτου είναι αναμφιβόλως ελληνικής καταγωγής, αφ' ου και νυν, μεγάλη μερίς των μουσουλμάνων, αριθμούσα πλέον των 200.000 ψυχών, διεφύλαξεν την ελληνικήν γλώσσαν και έχει συνείδησιν της καταγωγής αυτής.
Εις τους τίτλους τούτους, οίτινες συντρέχουσιν ευνοϊκώς εις την αναγνώρισιν των διεκδικήσεων ημών, προστίθεται προσέτι και ο τίτλος των βασάνων των συμπατριωτών ημών, κατά τον πόλεμον, και νυν έτι. Πλείονες ων 150.000 εκ τούτων είχον απελαθή αγρίως, από των εστιών αυτών υπό των Τούρκων, και πλείους των 60.000 εύρον των θάνατον εις την σκληράν εξορίαν.
'Αλλοι, ανερχόμενοι εις τέταρτον εκατομμυρίου, κατέφυγον εις την Ρωσίαν ίνα διαφύγωσι τας τουρκικάς καταδιώξεις. Ούτοι, μετά την ανακωχήν ήρχισαν να επανακάμπτωσι εις την χώραν αυτών, ελπίζοντες ότι θα ηδύναντο να επαναλάβωσι τα ειρηνικά αυτών έργα, και να ζώσιν ησύχως εν τη μητρική αυτών γη δίχως φόβου ενοχλήσεως υπό των αγρίων καταπιεστών αυτών.
Δυστυχώς, ου μόνον η τόσον νόμιμος ελπίς, αυτών αύτη δεν επραγματοποιήθη, αλλά και πλείστοι των προσφύγων κάτοικοι των χωρίων του εσωτερικού, δεν κατόρθωσαν ουδέ να ίδωσι τας εστίας αυτών, ελλείψει ασφαλείας δια την εκεί μετάβασιν ένεκα των ληστρικών συμμοριών και των ατάκτων στρατιωτικών τμημάτων, των λυμαινομένων άπασαν την ύπαιθρον χώραν.
Περιαγαγόντες, επί πολύ χρόνον, την δυστυχίαν αυτών ανά τας παραλίους πόλεις, και ζώντες, εκ των βοηθειών των ιδίων συμπατριωτών, τα μέγιστα και τούτων δοκιμασθέντων κατά τον χρόνον του πολέμου, εξηναγκάσθησαν να λά-βωσιν εκ νέου την οδόν της εξορίας εις τας αφιλοξένους αποβάσας χώρας της Ρωσίας, ένθα, ένεκα της συμμετοχής της Ελλάδος εις την κατά των Μπολσεβίκων εκστρατείαν, απώλεσαν, εσχάτως τα αγαθά άτινα απέκτησαν δι επιμόνου εργασίας και οικονομίας πολλών ετών. Και όμως, επροτίμων την ρωσικήν αναρχίαν μάλλον της τουρκικής αγριότητος.
Όντως, κατά τας ειδήσεις αίτινες καταφθάνωσιν από πολλών μηνών, εν Πόντιο η κατάστασις εξακολουθεί να χειροτερεύη καθ' εκάστην.
Συμμορίαι ατάκτων Τούρκων σχηματισθείσαι διά του αρπαγέντος από των Ελλήνων χρήματος εξακολοθούσι να τρομοκρατώσι τούτους, οίτινες είσίν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι, ενώ ο τουρκικός πληθυσμός εφωδιάσθη δι' όπλων τη φροντίδι των Αρχών. Πάντα ταύτα τα μέσα αποσκοπούσι να μεταβάλλωσι τον ελληνικόν χαρακτήρα της χώρας, όστις διετηρήθη επι πέντε αιώνας ξενικής κυριαρχίας, και προσδώσουν αυτή φυ-σιογνωμίαν καθαρώς τουρκικήν, καθιστώντα ανυπόφορον την ζωήν εις τους συμπατριώτας ημών. Εν συντόμω, από της αφίξεως αυτών οι Τούρκοι, ουδέν άλλο έπραξαν, ειμή να συσσωρεύωσιν ερείπια, δυστυχίαν και ερήμωσιν εις την ωραία ταύτην χώραν, ήτις διαθέτουσα άφθονον πλούτον φυσικόν, παντοειδή, θα ηδύνατο να έχει διάφορον όλως τύχην.
Υπό τας συνθήκας αυτάς, επιτρέπομεν εις ημάς αυτούς να επικαλεσθώμεν άπαξ έτι το αίσθημα της δικαιοσύνης και της ευθυκρισίας των Συμμάχων Κυβερνήσεων, ίνα εν ονόματι των στοιχειοδεστέρων αρχών ευαρεστηθώσι να λάβωσιν επειγόντως μέτρα αποτελεσματικά ίνα τεθή τέρμα εις την αξιοθρήνητον ταύτην κατάστασιν Λαού ολοκλήρου, απειλουμένουν υπό πλήρους εκμηδενίσεως.
Ζητούμεν το δικαίωμα ανεκτής υπάρξεως πληθυσμού τριών τετάρτων του εκατομμυρίου, ελάχιστον όριον ασφαλείας ζωής τιμής και περιουσίας, ίνα δυνηθή να ζήση ήσυχος διά της τιμίας αυτού εργασίας, εν ειρήνη και αρμονία μετά των γειτόνων. Το δικαίωμά του, το ανεγνωρίσθη εις πάσαν εθνότητα, οσονδήποτε μικράν, και δεν θα ηδυνάμεθα να φαντασθώμεν ότι αι Δημοκρατικοί Δυνάμεις της Συνεννοήσεως, αίτινες επηγγέλθησαν και επραγματοποίησαν την απελευθέρωσιν τόσων υποδούλων λαών, εβοήθησαν την εις ελεύθερα κράτη αποκατάστασιν της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αρμενίας κλπ., είναι δυνατόν να σκεφθώσι ν' αρνηθώσιν ημίν δικαιώματα, άτινα φαίνονται διατεθειμένοι ν' αναγνωρίζωσιν εις τους Κούρδους, αφού υπάρχει ζήτημα δημιουργίας ανεξαρτήτου κουρδικού κράτους.
Πλην τούτου, εν ανεξάρτητον κράτος του Πόντου, πλησίου της Αρμενίας, έχον καλάς γειτονικός σχέσεις μετ' αυτής θα καθίστα προσέτι εις την τελευταίαν ταύτην την ύπαρξιν πολύ ευκολωτέραν.
'Αλλως τε, δε θα ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην δοκιμή της αυτονομίας έγινεν εν Πόντω. Όντως την παραμονήν της κατοχής της Τραπεζούντας υπό του ρωσικού στρατού, τω 1916, εις προσωρινήν Κυβέρνησιν, αποτελουμένην εκ μελών ανηκόντων εις την Ελληνικήν εθνικότητα, υπό την προεδρείαν του Μητροπολίτου, ο Γενικός Διοικητής της επαρχίας Τραπεζούντος παρέδωσε τη γενικήν διοίκησιν της χώρας ειπών: "Από τους Έλληνας ελάβομέν ποτέ την χώραν ταύτην, εις αυτούς αποδίδομεν αυτήν σήμερον".
Η Ελληνική αύτη Κυβέρνησις αναγνωρισθείσα επίσης και υπό των Ρωσικών Αρχών, εξηκολούθησε να φέρη τας ευθύνας της πολιτικής διοικήσεως προς γενικήν ικανοποίησιν όλου του πληθυσμού, αδιακρίτως εθνικότητος και θρησκεύματος, καθ' όλον τον χρόνον της ρωσικής κατοχής και κατά τας κρίσιμους ημέρας αίτινες επηκολούθησαν την αποχώρησιν των ρωσικών στρατών, μέχρι της τουρκικής ανακατοχής.
Υπήρξε Κυβέρνησις δικαία και ευθεία, φροντίζουσα μόνον διά το συμφέρον των κατοίκων και δυνηθείσα να καταστήση σεβαστήν την τάξιν και εξασφαλίση την ησυχίαν. Αύτη ηξιώθη ευχαριστιών και αυτών των τουρκικών αρχών, αντιπροσωπευομένων, εν τω προσώπω του στρατηγού Βεχήπ - πασά, διοικητού της τρίτης στρατιάς.
Τολμώμεν να ελπίζωμεν ότι αι Δυνάμεις της Συνεννοήσεως, αποβλέπουσαι εις την επί τέλους εγκατάστασιν εν τη εγγύς Ανατολή καθεστώτος ειρήνης και ησυχίας θα ήθελον να λάβωσι υπ' όψιν τας νομίμους εθνικάς ημών βλέψεις, κατά τον κανονισμόν του τουρκικού προβλήματος, και να συνεννοηθώσιν επειγόντως δια τα ληπτέα μέτρα προς διάσωσιν του πληθυσμού του Πόντου από τελείας εκμηδενίσεως.
Ευαρεστηθήτε, Εξοχώτατε, να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν του βαθυτάτου ημών σεβασμού.
Εν Παρισίοις τη 10η Ιουλίου 1920
-υπ. Κωνσταντ. ιάσων Κωνσταντινίδης
Πρόεδρος του Παμποντιακού Σνεδρίου
-υπ. Σωκράτης Οικονόμου
Πρόεδρος του εθνικού Συμβουλίου του Πόντου εν Παρισίοις
Αχιλλέας Στ. Ανθεμίδης
Δρ νομικής του Πανεπιστημίου του Gottingen
Οι Μητροπολίτες Τραπεζούντας Χρύσανθος, Καραβαγγέλης Σαμψούντας, Κύριλλος Ροδόπολης, Γερβάσιος Νικοπόλεως, ήταν οι πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες της κίνησης ανεξαρτησίας, αλλά και του ένοπλου αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Ιδιαίτερα ο Μητροπολίτης Χρύσανθος για την αποφυγή αντεκδικήσεων εκ μέρους των Τούρκων και παρά το γεγονός ότι προστάτευσε τους Τούρκους από αντεκδικήσεις των Αρμενίων στα χρόνια 1918-1919, για την υπεράσπιση των χωριών, εξόπλισε "όλους τους δυναμένους να φέρουν όπλα Έλληνες".
Ξενοφών Άκογλου |
Στην Ελλάδα και μάλιστα στις πόλεις Αθήνα και Θεσσαλονίκη, συγκροτήθηκαν ισχυρά σώματα εθελοντών Ποντίων με πρωτοστάτες Ποντίους αξιωματικούς όπως οι Καραϊσκος Χρυσόστομος, Άκογλου Ξενοφών και Αποστολίδης Θεόδωρος. Οι εθελοντικές αυτές μονάδες ποτέ δεν έφτασαν στα παράλια του Πόντου, αλλά εντάχθηκαν στις μάχιμες δυνάμεις του ελληνικού στρατού και αποδεκατίστηκαν στα πεδία των μαχών στο μικρασιατικό μέτωπο.
Αλλά και το σώμα των 10.000 στρατιωτών από τις περιοχές του Καυκάσου Γεωργίας, που σχηματίστηκε από τον Έλληνα στρατηγό Ανανία ή "Ανανιός" όπως τον αποκαλούσαν οι Γάλλοι, δεν πήρε μέρος στην εξέγερση του ποντιακού ελληνισμού.
Καθενιώτης |
Ο Καραϊσκος που στάλθηκε στον Πόντο - όχι βέβαια από την επίσημη ελληνική κυβέρνηση, αλλά από ενώσεις Ποντίων, μετά από τις περιπλανήσεις του στα βουνά του Πόντου, υπέβαλε σχετική έκθεση στην ελληνική στρατιωτική επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη και έτσι διασώθηκαν οι εισηγήσεις αυτές του άξιου αυτού τέκνου της ποντιακής γης.
Το Νοέμβριο του 1918, αντιπροσωπείες Ποντίων από όλα τα μέρη του κόσμου συναντιούνται και πάλι στη Μασσαλία υπό την προεδρία του Κωνσταντινίδη και εγκρίνουν τις ενέργειες που θα γίνουν στη συνδιάσκεψη ειρήνης. Τα προβλήματα που τέθηκαν ήταν:
α) Η συγκρότηση ποντοαρμενικής ομοσπονδιακής δημοκρατίας.
β) Η απόκτηση της ελληνικής από τους Έλληνες του Πόντου ιθαγένειας είτε με την πλήρη ένωση είτε με ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση.
Αλλά ο Βενιζέλος τήρησε τότε άκρα σιωπή πάνω στα θέματα αυτά. Φυσικά και οι Πόντιοι της Ρωσίας υπέστησαν σοβαρές συνέπειες από την πολιτική του Βενιζέλου και ιδιαίτερα από την απόφασή του να σταλεί στρατός 23.000 ανδρών κατά των μπολσεβίκων. Αυτό σήμαινε ότι οι Έλληνες της Ρωσίας βρέθηκαν σε καθεστώς καταπίεσης και πολλές περιοχές αντιμετώπισαν και προβλήματα επιβίωσης. Τον Φεβρουάριο του 1919, οι Πόντιοι της Κωνσταντινούπολης ψηφίζουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του Πόντου και της ενσωμάτωσης του στην Ελλάδα ή της ανεξαρτησίας του.
Οκτώ Έλληνες επίσκοποι του Πόντου, αντιπροσοπεύοντες 23 από τις πιο μεγάλες κοινότητες του Πόντου, υπέβαλαν παρόμοιο υπόμνημα. Όπως φαίνεται, συντονισμός και ομοφωνία επικρατούσε ανάμεσα σ' όλους τους Ποντίους. Οι επίσκοποι μας, προχωρούν ακόμα περισσότερο και προτείνουν να έρθει από την Ελλάδα διορισμένος αρμοστής, ως αρχηγός του αυτόνομου ελληνικού κράτους του Πόντου.
Και φτάνουμε στο έτος 1919, που είναι αποφασιστικό για τον ποντιακό ελληνισμό και για την τύχη της ανεξαρτησίας του.
Στις 17 του Γενάρη του 1919, ο Δεσπότης Νικόπολης και Κολωνίας Γερβάσιος Σουμελίδης, έγραφε γράμμα στον πρόεδρο του συλλόγου "Ελεύθερος Πόντος" της Θεσσαλονίκης όπου τόνιζε:
"Ίσως μόνον ο Πόντος, ανάμεσα σ' όλα τα μέρη του μικρασιατικού ελληνισμού, να προσέφερε τις περισσότερες θυσίες. Τα βουνά, τα δύσβατα και χιονοσκέπαστα βουνά του εσωτερικού της ανατολής, προς τη Σεβάστεια, την Τοκάτη και το Τσορούμ, υπήρξαν ο γολγοθάς του εκτοπισμένου και αποδεκατισμένου ελληνισμού.
Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να περιγραφεί με ακρίβεια η τρομερή και απαίσια σκηνοθεσία που κατασκεύασε στον Πόντο ο τουρκικός φανατισμός και η ακόλαστη τακτική των σατανικών νεοτούρκων.
Τέκνα του Πόντου, που ζείτε έξω από την πατρίδα, γίνετε πρόμαχοι και υπερασπιστές των δικαίων μας! Ενωθείτε! Συνασπισθείτε! Συντονίστε τις ενέργειές σας! Υψώστε όλοι μαζί, όπου χρειαστεί, τη φωνή σας και διαδηλώστε ότι πρωτίστως και προφανώς επιβάλλεται η εξασφάλιση της τιμής και της ζωής των λειψάνων που απέμειναν στον Πόντο, με την αποστολή στα διάφορα κέντρα της στρατιωτικής βοήθειας.
Χωρίς το σπουδαιότερο αυτόν παράγοντα είναι αδύνατον να σωθούν οι Πόντιοι. Η νεοτουρκική οργάνωση μόνο φαινομενικά ησυχάζει. Μυστικά υπάρχει και με την ευκαιρία, θα δράσει, με όλη της την αγριότητα! Πρέπει λοιπόν να εξασφαλιστούμε από παρόμοιο κίνδυνο. Και αυτό θα το επιτύχει μόνο μια αποστολή στρατιωτικής δύναμης".
Στις 5 Μαρτίου του ίδιου έτους (1919) συνέρχεται το δεύτερο συνέδριο του ελληνισμού της Ρωσίας, στο Βατούμ του Καυκάσου και εκλέγει επταμελή επιτροπή. Το συμβούλιο αυτό αναγνωρίζει αμέσως την αντιπροσωπεία των Ποντίων στο Παρίσι και ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να στείλει στρατό για την κατοχή του Πόντου. Την ίδια εποχή κυκλοφορούν φήμες ότι το γενικό συνέδριο σκοπεύει να κηρύξει την ανεξαρτησία του Πόντου και να ιδρύσει προσωρινή κυβέρνηση στο Βατούμ ή στο Σοχούμ
Με βεβαιότητα μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι το συνέδριο αυτο κυριαρχήθηκε από ένα αίσθημα ιστορικού δισταγμού, πράγμα που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Ελλήνων στις δύσκολες ιστορικές καμπές του βίου των Ελλήνων, όπως και η μη προέλαση προς τη γραμμή της Τσατάλτζας το 1923 κ.ά.
Στο συνέδριο, αυτό στο οποίο βρέθηκαν αντιπρόσωποι των έξι Μητροπόλεων του Πόντου, μίλησαν για την ανεξαρτησία της περιοχής. Στην εκλογή του εθνικού συμβουλίου, που απετέλεσε και την πολιτική ηγεσία του αγώνα, δηλ. την προσωρινή κυβέρνηση του Πόντου, πρόεδρος εκλέχτηκε ο Βασίλειος Ιωαννίδης, αντιπρόεδρος ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου και πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης ο Νίκος Λεοντίδης. Αργότερα, πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης έγινε ο Λεωνίδας Ιασωνίδης.
Η συσπείρωση του ποντιακού ελληνισμού γύρω από ενα κεντρικό όργανο άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο. Όμως, οι μεγάλες δυνάμεις δεν έδωσαν θάρρος στην ιδέα αυτή και ιδιαίτερα η Αγγλία. Τελικά τα όνειρα και οι πόθοι ενός λαού με πληθυσμό, την εποχή εκείνη, 2.000.000 περίπου, ματαιώθηκαν κι έμειναν απραγματοποίητα. Η εμπνευσμένη επιστολή του προέδρου του παμποντιακού συνεδρίου Κ. Κωνσταντινίδη, που στάλθηκε από το Παρίσι στις 10 Ιουλίου 1920 στους τότε ισχυρούς της ημέρας δε χρειάζεται σχόλια. Γράφει λοιπόν ο Κωνσταντινίδης:
"Εξοχώτατε,
Καθ' ην στιγμήν, η τουρκική αντιπροσωπεία, συζητεί εν Παρισίοις, μετά των Κυβερνήσεων των Συμμάχων τους όρους της Συνθήκης της τουρκικής Ειρήνης, θεωρούμεν επιβεβλημένον καθήκον ημών να επιστήσωμεν ευσεβάστως την προσοχήν της Συνδιασκέψεως επί της θέσεως των υποδούλων Ελλήνων του Πόντου.
Επανειλημμένως, έσχομεν το θάρρος, ν' απευθύνωμεν εις την Συνδιάσκεψιν διάφορα Υπομνήματα, εξαιτούμενοι την απελευθέρωσιν των συμπατριωτών ημών, διά της ιδρύσεως επί των νοτίων παραλίων της Μαύρης Θαλάσσης, ανεξαρτήτου δημοκρατίας του Πόντου, εκτεινομένης από της πόλεως "Ρίζαιον" μέχρι δυτικώς της Σινώπης.
Η λύσις αύτη, στηριζόμενη επί της αρχής του δικαιώματος εκάστου Λαού, να διαθέτη ελευθέρως εαυτόν - αρχή ήτις (όφειλε να καθιερωθή ως έπαλθον της νίκης των Συμμάχων - δεν εδόθη ημίν, και ευρέθημεν ηναγκασμένοι, δια του κατά τον τελευταίον Μάρτιον απευθυνθέντος εις την Συνδιάσκεψιν της Ειρήνης του Λονδίνου υπομνήματος ημών, να ζητήσωμεν, ίνα τουλάχιστον εγκαθιδρυθή εν Πόντω αυτόνομον καθεστώς ανάλογον εκείνου όπερ ελειτούργει εν Λιβάνω προ του πολέμου. Ελάβομεν δ' απάντησιν ότι αι ευχαί ημών απετέλεσαν αντικείμενον εξετάσεως υπό του Ανωτάτου Συμβουλίου.
Παρ' όλα ταύτα, εις τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης της επιδοθείσης εις τους Τούρκους Αντιπροσώπους, ουδεμία πρόνοια ειδική ελήφθη διά το ζήτημα του Πόντου, αφεθέντος ν' απολαύη μόνον των γενικών εγγυήσεων, των αφορωσών εις τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Και όμως, ο Πόντος αποτελεί εν όλον, γεωγραφικόν και οικονομικόν, διάφορον του υπολοίπου της Μικράς Ασίας. Κατοικείται υπό πληθυσμού, όστις καίτοι διηρημένος θρησκευτικώς, αποτελεί εν όλον ομογενές εθνικώς, διότι ο όγκος του πληθυσμού τούτου είναι αναμφιβόλως ελληνικής καταγωγής, αφ' ου και νυν, μεγάλη μερίς των μουσουλμάνων, αριθμούσα πλέον των 200.000 ψυχών, διεφύλαξεν την ελληνικήν γλώσσαν και έχει συνείδησιν της καταγωγής αυτής.
Εις τους τίτλους τούτους, οίτινες συντρέχουσιν ευνοϊκώς εις την αναγνώρισιν των διεκδικήσεων ημών, προστίθεται προσέτι και ο τίτλος των βασάνων των συμπατριωτών ημών, κατά τον πόλεμον, και νυν έτι. Πλείονες ων 150.000 εκ τούτων είχον απελαθή αγρίως, από των εστιών αυτών υπό των Τούρκων, και πλείους των 60.000 εύρον των θάνατον εις την σκληράν εξορίαν.
'Αλλοι, ανερχόμενοι εις τέταρτον εκατομμυρίου, κατέφυγον εις την Ρωσίαν ίνα διαφύγωσι τας τουρκικάς καταδιώξεις. Ούτοι, μετά την ανακωχήν ήρχισαν να επανακάμπτωσι εις την χώραν αυτών, ελπίζοντες ότι θα ηδύναντο να επαναλάβωσι τα ειρηνικά αυτών έργα, και να ζώσιν ησύχως εν τη μητρική αυτών γη δίχως φόβου ενοχλήσεως υπό των αγρίων καταπιεστών αυτών.
Δυστυχώς, ου μόνον η τόσον νόμιμος ελπίς, αυτών αύτη δεν επραγματοποιήθη, αλλά και πλείστοι των προσφύγων κάτοικοι των χωρίων του εσωτερικού, δεν κατόρθωσαν ουδέ να ίδωσι τας εστίας αυτών, ελλείψει ασφαλείας δια την εκεί μετάβασιν ένεκα των ληστρικών συμμοριών και των ατάκτων στρατιωτικών τμημάτων, των λυμαινομένων άπασαν την ύπαιθρον χώραν.
Περιαγαγόντες, επί πολύ χρόνον, την δυστυχίαν αυτών ανά τας παραλίους πόλεις, και ζώντες, εκ των βοηθειών των ιδίων συμπατριωτών, τα μέγιστα και τούτων δοκιμασθέντων κατά τον χρόνον του πολέμου, εξηναγκάσθησαν να λά-βωσιν εκ νέου την οδόν της εξορίας εις τας αφιλοξένους αποβάσας χώρας της Ρωσίας, ένθα, ένεκα της συμμετοχής της Ελλάδος εις την κατά των Μπολσεβίκων εκστρατείαν, απώλεσαν, εσχάτως τα αγαθά άτινα απέκτησαν δι επιμόνου εργασίας και οικονομίας πολλών ετών. Και όμως, επροτίμων την ρωσικήν αναρχίαν μάλλον της τουρκικής αγριότητος.
Όντως, κατά τας ειδήσεις αίτινες καταφθάνωσιν από πολλών μηνών, εν Πόντιο η κατάστασις εξακολουθεί να χειροτερεύη καθ' εκάστην.
Συμμορίαι ατάκτων Τούρκων σχηματισθείσαι διά του αρπαγέντος από των Ελλήνων χρήματος εξακολοθούσι να τρομοκρατώσι τούτους, οίτινες είσίν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι, ενώ ο τουρκικός πληθυσμός εφωδιάσθη δι' όπλων τη φροντίδι των Αρχών. Πάντα ταύτα τα μέσα αποσκοπούσι να μεταβάλλωσι τον ελληνικόν χαρακτήρα της χώρας, όστις διετηρήθη επι πέντε αιώνας ξενικής κυριαρχίας, και προσδώσουν αυτή φυ-σιογνωμίαν καθαρώς τουρκικήν, καθιστώντα ανυπόφορον την ζωήν εις τους συμπατριώτας ημών. Εν συντόμω, από της αφίξεως αυτών οι Τούρκοι, ουδέν άλλο έπραξαν, ειμή να συσσωρεύωσιν ερείπια, δυστυχίαν και ερήμωσιν εις την ωραία ταύτην χώραν, ήτις διαθέτουσα άφθονον πλούτον φυσικόν, παντοειδή, θα ηδύνατο να έχει διάφορον όλως τύχην.
Υπό τας συνθήκας αυτάς, επιτρέπομεν εις ημάς αυτούς να επικαλεσθώμεν άπαξ έτι το αίσθημα της δικαιοσύνης και της ευθυκρισίας των Συμμάχων Κυβερνήσεων, ίνα εν ονόματι των στοιχειοδεστέρων αρχών ευαρεστηθώσι να λάβωσιν επειγόντως μέτρα αποτελεσματικά ίνα τεθή τέρμα εις την αξιοθρήνητον ταύτην κατάστασιν Λαού ολοκλήρου, απειλουμένουν υπό πλήρους εκμηδενίσεως.
Ζητούμεν το δικαίωμα ανεκτής υπάρξεως πληθυσμού τριών τετάρτων του εκατομμυρίου, ελάχιστον όριον ασφαλείας ζωής τιμής και περιουσίας, ίνα δυνηθή να ζήση ήσυχος διά της τιμίας αυτού εργασίας, εν ειρήνη και αρμονία μετά των γειτόνων. Το δικαίωμά του, το ανεγνωρίσθη εις πάσαν εθνότητα, οσονδήποτε μικράν, και δεν θα ηδυνάμεθα να φαντασθώμεν ότι αι Δημοκρατικοί Δυνάμεις της Συνεννοήσεως, αίτινες επηγγέλθησαν και επραγματοποίησαν την απελευθέρωσιν τόσων υποδούλων λαών, εβοήθησαν την εις ελεύθερα κράτη αποκατάστασιν της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αρμενίας κλπ., είναι δυνατόν να σκεφθώσι ν' αρνηθώσιν ημίν δικαιώματα, άτινα φαίνονται διατεθειμένοι ν' αναγνωρίζωσιν εις τους Κούρδους, αφού υπάρχει ζήτημα δημιουργίας ανεξαρτήτου κουρδικού κράτους.
Πλην τούτου, εν ανεξάρτητον κράτος του Πόντου, πλησίου της Αρμενίας, έχον καλάς γειτονικός σχέσεις μετ' αυτής θα καθίστα προσέτι εις την τελευταίαν ταύτην την ύπαρξιν πολύ ευκολωτέραν.
'Αλλως τε, δε θα ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην δοκιμή της αυτονομίας έγινεν εν Πόντω. Όντως την παραμονήν της κατοχής της Τραπεζούντας υπό του ρωσικού στρατού, τω 1916, εις προσωρινήν Κυβέρνησιν, αποτελουμένην εκ μελών ανηκόντων εις την Ελληνικήν εθνικότητα, υπό την προεδρείαν του Μητροπολίτου, ο Γενικός Διοικητής της επαρχίας Τραπεζούντος παρέδωσε τη γενικήν διοίκησιν της χώρας ειπών: "Από τους Έλληνας ελάβομέν ποτέ την χώραν ταύτην, εις αυτούς αποδίδομεν αυτήν σήμερον".
Η Ελληνική αύτη Κυβέρνησις αναγνωρισθείσα επίσης και υπό των Ρωσικών Αρχών, εξηκολούθησε να φέρη τας ευθύνας της πολιτικής διοικήσεως προς γενικήν ικανοποίησιν όλου του πληθυσμού, αδιακρίτως εθνικότητος και θρησκεύματος, καθ' όλον τον χρόνον της ρωσικής κατοχής και κατά τας κρίσιμους ημέρας αίτινες επηκολούθησαν την αποχώρησιν των ρωσικών στρατών, μέχρι της τουρκικής ανακατοχής.
Υπήρξε Κυβέρνησις δικαία και ευθεία, φροντίζουσα μόνον διά το συμφέρον των κατοίκων και δυνηθείσα να καταστήση σεβαστήν την τάξιν και εξασφαλίση την ησυχίαν. Αύτη ηξιώθη ευχαριστιών και αυτών των τουρκικών αρχών, αντιπροσωπευομένων, εν τω προσώπω του στρατηγού Βεχήπ - πασά, διοικητού της τρίτης στρατιάς.
Τολμώμεν να ελπίζωμεν ότι αι Δυνάμεις της Συνεννοήσεως, αποβλέπουσαι εις την επί τέλους εγκατάστασιν εν τη εγγύς Ανατολή καθεστώτος ειρήνης και ησυχίας θα ήθελον να λάβωσι υπ' όψιν τας νομίμους εθνικάς ημών βλέψεις, κατά τον κανονισμόν του τουρκικού προβλήματος, και να συνεννοηθώσιν επειγόντως δια τα ληπτέα μέτρα προς διάσωσιν του πληθυσμού του Πόντου από τελείας εκμηδενίσεως.
Ευαρεστηθήτε, Εξοχώτατε, να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν του βαθυτάτου ημών σεβασμού.
Εν Παρισίοις τη 10η Ιουλίου 1920
-υπ. Κωνσταντ. ιάσων Κωνσταντινίδης
Πρόεδρος του Παμποντιακού Σνεδρίου
-υπ. Σωκράτης Οικονόμου
Πρόεδρος του εθνικού Συμβουλίου του Πόντου εν Παρισίοις
Αχιλλέας Στ. Ανθεμίδης
Δρ νομικής του Πανεπιστημίου του Gottingen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου