Σάββας Λειβαδόπουλος

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Ο Σάββας Λειβαδόπουλος του  Σπυρίδωνα και της Σωτηρίας, γεννήθηκε το 1916 στο Μπορζούμ της Γεωργίας, όπου ο πατέρας του είχε μεταναστεύσει με την οικογένεια το 1900, από το χωριό Ίμερα του Πόντου της περιοχής Αργυρουπόλεως (Κιμουσχανέ) και διέπρεψε ως μεγαλέμπορος.
Στο Μπορζόμ τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο και συνέχισε στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου έως το 1921.
Καθαρισμός κεντρικού δρόμου στο Πανόραμα (Αρσακλί)

...Τους πρώτους μήνες του 1921  ο πατέρας μου πήρε την οικογένεια του, την γυναίκα του Σωτηρία και τα δύο παιδιά του τον Σάββα και τη Μαρία και ήρθε στην Ελλάδα, από το Βατούμ με πλοίο του ΑΡΑΡΑΤ, και βγήκανε στην Αρετσού της Καλαμαριάς. 
Μας πέρασαν από τα απολυμαντήρια και μας έβαλαν σε παράγκες (θαλάμους) υπήρχαν και αντίσκηνα. Αυτά ήταν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που τα έκαναν οι Αγγλογάλλοι να στεγάσουν το στρατό τους.
Εκεί μείναμε δύο μήνες, στο διάστημα αυτό οι μεγάλοι σε ηλικία έκαναν επιτροπές, και βγήκαν στην επαρχία να επιλέξουν μέρος για να μείνουν μόνιμα.
Ο πατέρας μου πήγαν στην περιοχή του Μπέλες στο χωριό κάτω Πορόϊα των Σερρών, και επέλεξαν αυτό το μέρος.
Από πληροφορίες που πήραν, εδώ γινόταν λαϊκή αγορά κάθε Δευτέρα, είχε και τρέχοντα νερά και κάμπο και κοντά σε Σταθμό Τραίνου στην Ροδόπολη. Εδώ θα μπορούσε σαν έμπορος που ήταν, να κάνει καλή δουλειά.
Επέστρεψε, ενημέρωσε τη μάνα μου και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, αρρωσταίνει και πεθαίνει.
Οπότε η μάνα μας, μας παίρνει εμάς τα δύο παιδιά και πηγαίνουμε στα Πορόϊα με τραίνο.
Εκεί δεν καθήσαμε πολύ, διότι δεν βρήκαμε πατριώτες από τα δικά μας μέρη.
Και ξανά μας έβαλαν στο τραίνο και ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Από εδώ μάθαμε ότι όλοι οι πατριώτες μας που ήταν από το Μπορζόμ και το Τσιχισβάρ, που ήταν η καταγωγή τους από τα Ίμερα, μένουν στο Πανόραμα (τότε Αρσακλί) και ο μεγάλος αδερφός μου Κωνσταντίνος και η αδελφή μου Ελένη. Αυτοί ήταν παντρεμένοι και ήρθαν νωρίτερα από εμάς, όπως και άλλοι πατριώτες και συγγενείς, από το 1918.
Στο Πανόραμα (τότε Αρσακλί) μείναμε ένα χρόνο σε αντίσκηνα και σιγά σιγά κάναμε και ένα μικρό σπιτάκι, όσο να μείνουμε μέσα.
Ο εποικισμός μας βοήθησε. Άλλους έδωσε υλικά, ξύλα να σκεπάσουν τα σπίτια που έκτισαν, άλλους γεωργικά εργαλεία, αλέτρια κ.λπ. και άλλους ζώα, από ένα βόδι και έκαναν ζευγάρι για να οργώνουν, να αλωνίζουν και να τα ζεύουν σε κάρα και άλλους άλογα.
Εγώ ασχολήθηκα λίγο με την γεωργία και το 1926 πήγα στρατιώτης και έγινα και λοχίας.
Όταν απολύθηκα έμαθα να οδηγώ και δούλεψα σε ταξί πολύ λίγο, μετά στην αστική συγκοινωνία της Θεσσαλονίκης. Στο Πανόραμα άρχισαν ορισμένοι κάτοικοι να αποκτούν αυτοκίνητα, όπως ο Θεμιστοκλής Μιχαηλίδης, ο Μήσιας Μιχάλης Ιωαννίδης, οι αδελφοί Γεωργ. Ιωαννίδης, ο Σταύρος Παρασκευόπουλος και δούλευαν ο καθένας μόνος του.
Ο Μιχάλης Ιωαννίδης είχε δύο αυτοκίνητα και έκανε εταιρεία με το Μάνο. Εγώ έπιασα δουλειά στον Μιχάλη Ιωαννίδη και έκαναν γραμμή Θεσσαλονίκη - Κολέγιο (μετέφεραν τους μαθητές) και Πανόραμα. Μετά απόκτησαν και άλλοι λεωφορείο στο Πανόραμα.
Κατόπιν εντάχτηκαν όλα τα χωριά της Θεσσαλονίκης που είχαν λεωφορεία και έκαναν την υπεραστική γραμμή να εξυπηρετούνται όλα τα χωριά της Θεσσαλονίκης, οπότε εγώ συνέχιζα να εργάζομαι στην υπεραστική γραμμή έως όταν βγήκα στη σύνταξη.
Εν τω μεταξύ το 1931 παντρεύτηκα την Ελένη Πετρίδου του Νικολάου και της Αναστασίας, η οποία καταγόταν από την Ίμερα του Πόντου, και αποκτήσαμε τρία παιδιά, τον Σπύρο, τη Σωτηρία και την Αναστασία, που σπούδασε και έγινε καθηγήτρια Αγγλικών.
Επιστρατεύτηκα και στον πόλεμο του 1940 και πολέμησα στο μέτωπο του Αλβανικού πολέμου.
Στο Αρσακλί πρώτοι κάτοικοι ήρθαν από την Μ. Ασία και Θράκη το 1914, γύρω στις 20 οικογένειες, ορισμένοι έμειναν και άλλοι έφυγαν, πήγαν στην Αγία Παρασκευή στα Μουδανιά και ορισμένοι στα Βλάχικα της Καπτσίδας (Πυλαία) εκεί υπήρχε ένα εγκαταλειμένο εργοστάσιο που έβγαζε κλειδαριές.
Εδώ έμειναν ορισμένες οικογένειες, γύρω στις 12, Μικρασιάτες και απασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία (πρόβατα).
Και όταν ήρθαν οι πρώτοι κάτοικοι από τη Γεωργία το 1918 και εγκαταστάθηκαν στις παράγκες που υπήρχαν εγκατελειμένες από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Και από εκεί και πέρα κάθε καράβι που έφερνε πρόσφυγες τους γνωστούς τους και συγγενείς, τους έπαιρναν και τους έφερναν με τα πόδια ή με κάρα στο Πανόραμα, και τους έβαζαν στις παράγκες ή αντίσκηνα αρχικά μέχρι να κάνουν κάποιο σπιτάκι και έβαζαν άλλους μέσα. Όλοι μαζί φρόντιζαν για να φτιάξουν στέγη και έτσι έγιναν γύρω στις 60 οικογένειες και έβγαλαν έναν αντιπρόσωπο που να τους εκπροσωπεί στην κοινότητα της Πυλαίας, αυτό έγινε έως το 1930.
Μετά έγιναν εκλογές και έβγαλαν πρόεδρο.
Πρώτος ήταν ο Πολύχρονης Μαυρομάτης και το χωριό εν τω μεταξύ μεγάλωσε και έγιναν πάνω από 100 οικογένειες.
Οι Πόντιοι διακρίνονταν για τη φιλοξενία τους και εργατικότητά τους, σε λίγα χρόνια το χωριό πήρε τα επάνω του και έγινε το πρώτο θέρετρο της Θεσσαλονίκης, νοίκιαζαν τα σπίτια τους το καλοκαίρι, και αυτοί έμεναν στα μαντριά και τους αχυρώνες, που τα ασβεστώνανε και τα καθαρίζανε.
Και έτσι είχαν επαφή με τους πλούσιους της Θεσσαλονίκης, γνωρίζονταν και οι παραθεριστές έπαιρναν το γάλα που έβγαζαν από τις αγελάδες τους και τα αυγά της ημέρας από τα κοτέτσια που είχαν και κότες όλοι, και πολλές γυναίκες έπλεναν ρούχα των παραθεριστών και έτσι από χρόνο σε χρόνο βελτίωσαν τα σπίτια τους, τα μεγάλωσαν και ορισμένοι έκαναν και διώροφα να τα νοικιάζουν πιο εύκολα το καλοκαίρι.
Τα παιδιά κατέβαιναν στη Θεσσαλονίκη για να μάθουν τέχνες και πολύ γρήγορα έγιναν και επαγγελματίες, άλλα πολλά παιδιά πήγαιναν και στο Γυμνάσιο με τα πόδια και σπούδαζαν.
Και έτσι το Πανόραμα έγινε όπως το βλέπουμε σήμερα, με μαγαζιά, επαγγελματίες και πολλές βίλες που έκτισαν οι Θεσσαλονικείς από τις πρώτες είναι των καπνεμπόρων Μιχαηλίδη, Μητσάγκου, Τριανταφυλλίδη και πολλοί άλλοι γιατροί και έμποροι.

Νίκος Τελίδης
Συγγραφέας



Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah