ΟΧΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΗΚΩΣΩ το ακουστικό. Κρύβομαι μες στης καρδιάς μου τους έντονους χτύπους για να μην ακουστεί η σιωπή μου, για να μην ακούσω των ποικίλων εθνικοφρόνων χοτζάδων του πόνου μας τους εκμεταλλευτές να μην ακούσω τα: «Λόγοι εθνικοί» και τα τέτοια που κρύβουν τη μισαλλοδοξία τους, που συντηρεί το ξεφτισμένο μέλλον τους.
Όχι δεν θα σηκώσω το ακουστικό πια. Δεν χρειάζομαι άλλα ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ να μιλήσω με κάποιον, ν' ακούσω μια φωνή, μια οποιαδήποτε φωνή που ν' ακούει στον ήχο «πατρίδα», να γίνει φως και χαμόγελο η πλήξη μου, να γίνει τραγούδι η έρημος μου. Φορμάρω (σ. σ. σχηματίζω) στο τηλέφωνο μου: 07.
Σας παρακαλώ θερμά, δώστε μου την Ιθάκη . Τι όνομα, τι αριθμό τηλεφώνου θέλετε; Συγγνώμη, είπα Ιθάκη! Διεύθυνση, όνομα ή αριθμό τηλεφώνου. Μα, κυρία μου, σας τα είπα όλα! Είπα, Ιθάκη. Με συγχωρείτε, αλλά δεν σας καταλαβαίνω. Να τα κάνω λιανά; Καιρός είναι.
Λοιπόν σας υπαγορεύω κατά γράμμα: I — από το Ίκαρος, Θ — από το Θερμοπύλες, Α - από τα άστρο, Κ — από την κούνια, Η - από το Ήλιος!
Κατάλαβα, θέλετε την Ιθάκη, μα με ποιόν θέλετε να μιλήσετε; Διεύθυνση ή αριθμός τηλεφώνου, επιτέλους.
Σας παρακαλώ, κυρία μου, μη θυμώνετε. Φορμάρετε οποιονδήποτε αριθμό. Όλα τα σύρματα της ξενιτιάς, εκεί - στην Ιθάκη, καταλήγουν. Κι η Ιθάκη από καταβολής του Οδυσσέα, δεν είχε ποτέ αριθμούς τηλεφώνου.
Μα, σας παρακαλώ, κύριέ μου, τελειώνετε με τα αινίγματα! Σοβαρευτείτε: Να με συμπαθάτε, κυρία μου, αλλά δεν είναι φάρσα. Δεν είναι για γέλια, γλέντια και αποκριές. Είναι για ένα ανήκουστο δράμα ανθρώπου απελπισμένου, ενός νέου Οδυσσέα που νιώθει, και μέσα στον παράδεισο ας είναι — νιώθει να ζει σε μια αόρατη έρημο και χειρότερα — σε μια φυλακή αόρατη, δίχως επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
Λίγη επιείκια, λοιπόν, δώστε μου την Ιθάκη. Έχω ανάγκη να ακούσω να μου μιλήσει κάποιος, ένας οποιοσδήποτε, για τον θρυλικό Οδυσσέα, για την Πηνελόπη, για τον σκύλο Άργος, να μου πουν αν τον περιμένουν ακόμα.
Μόνον να ξέρω. Να ξέρω, όχι πολλά, παρά για μια ιδέα, για μια «Καλημέρα» - τίποτα άλλο! Θάναι σαν να μίλησα με τον Χριστό, με τη Μητέρα μου, πέστε με το ψωμί που τρώγω. Τόση η ανάγκη;
ΜΟΥΚΛΕΙΣΕ το ακουστικό. Μούκλεισε την καρδιά. Τίποτα που να λέει: «Καταλαβαίνω». Τίποτα που να λέει: υπάρχει καρδιά. Συνωμοσία κρύβεται! Κι έχω τόση ανάγκη να μιλήσω με κάποιον, μ' έναν οποιονδήποτε από την Ιθάκη, έστω με τον σκύλο Άργος, που θάναι τώρα ποιος ξέρει ράκος απ' της προσμονής του τον καϋμό, με την Πηνελόπη, έστω να ανταλλάξω μια «Καλημέρα» κι ύστερα ας πεθάνω, με το όνειρο της αγάπης της ύπνο μου γλυκό.
ΤΩΡΑ ΠΩΣ ΝΑ κοιμηθώ, δίχως αυτή την «Καλημέρα», δίχως έστω κι αν είναι βρισιά, φτάνει να μου την είπε κάποιος από την Ιθάκη. Θάναι κι αυτή χαρά ν' ακούσεις στο λιόγερμά σου απ' τα χρόνια μια φωνή, φωνή που να γεμίσει τον χώρο αυτόν της ξενιτιάς από τον ήχο της Ιθάκης.
Να νιώσω πως υπάρχω, να ξέρω πως η Ιθάκη δεν με γέλασε.
ΧΤΥΠΑΕΙ το τηλέφωνο: χαίρομαι και τρέμω, τρέμω και χαίρομαι. Γιατί, δεν ξέρω! χαίρομαι και τρέμω! Να σηκώσω το ακουστικό! Τρέμω! Όχι δεν μπορεί να με ζητάει η Ιθάκη. Κι αν ναι; Τι συμφορά! Τι ευτυχία! Πως να είναι η φωνή της. Με πιάνει δέος. Μέσα μου τρίζουν και στενάζουν τιμόνια και κουπιά γεμάτα ναυάγια κι αναμνήσεις από τα πρώτα μου πετάγματα γι' αυτήν.
Κι αν δεν είναι η Ιθάκη! Όχι, δεν θα σηκώσω το ακουστικό. Πιο γλυκιά η νοσταλγία, σαν σε όνειρο. Αλλά ποιος μ' έμπασε στην ψυχή αυτή τη γλυκιά αρρώστια, αυτό το δολερό γιατρικό; Κι έγινε βάλσαμο. Κι έγινε παρηγοριά στον άρρωστο. Κι έγινε — γιατί όχι; — γενεοκτονία και εμπόριο ελπίδας, θάλεγα εμπόριο του πόνου στα χέρια μάγων και σοφιστάδων.
Α, και να ζούσε ο Όμηρος, της ψυχής μας ο γενεοκτόνος, όπου παραμεγάλωσε τ' όνειρο του νόστου, βάζοντας τον Οδυσσέα να τινάζει τα καράβια του στον αέρα, για να παρατείνει του νόστου το δράμα. Κι από την άλλη, να τον βάζει να κλαίει για την Ιθάκη του σαν ένα μικρό παιδί, όταν ξεχείλιζε το πικρό ποτήρι της ξενιτιάς, για να παρατείνει τον πόνο του, για να δει τι; Τον νοσταλγημένο ουρανό της Ιθάκης — «και καπνόν αναθρώσκοντα!».
ΟΧΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΗΚΩΣΩ το ακουστικό. Κρύβομαι μες στης καρδιάς μου τους έντονους χτύπους για να μην ακουστεί η σιωπή μου, για να μην ακούσω τον ποικίλων εθνικοφρόνων χοτζάδων του πόνου μας τους εκμεταλλευτές να μην ακούσω τα «λόγοι εθνικοί» και τα τέτοια που κρύβουν τη μισαλλοδοξία τους, που συντηρεί το ξεφτισμένο μέλλον τους.
Όχι δεν θα σηκώσω το ακουστικό πια. Δεν χρειάζομαι άλλα επιχειρήματα. Δεν χρειάζομαι άλλες αποδείξεις, όσο μια εξουσία τρέφεται, ή ποιος ξέρει, όσο στηρίζεται στον πόνο και στα θύματα δεν μπορεί να γίνει διάλογος μαζί της.
Λοιπόν, η Δημοκρατία μας μπορεί να τινάξει .στον αέρα κι άλλα καράβια του Οδυσσέα. Τόπαν, λέει, οι θεοί κάποιας πάλαι ποτέ Ζούγκλας.
Τόπαν, λέει, οι νόμοι κάποιας πάλαι ποτέ Ζούγκλας. Τύψη μου μόνη, μοναχή που βοήθησα κι εγώ σε τούτο το μακάβριο παιγνίδι της εξουσίας τους, πάνω στα πιο Ιερά δικαιώματά μου σε αυτό το παιγνίδι με τον «Άγγελο», παιγνίδι που κι όταν κερδίζεις, χάνεις.
(Το χρονογράφημα «Ένα τηλεφώνημα» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό των πολιτικών προσφύγων «Η φωνή των εκπατρισμένων»).
Όχι δεν θα σηκώσω το ακουστικό πια. Δεν χρειάζομαι άλλα ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ να μιλήσω με κάποιον, ν' ακούσω μια φωνή, μια οποιαδήποτε φωνή που ν' ακούει στον ήχο «πατρίδα», να γίνει φως και χαμόγελο η πλήξη μου, να γίνει τραγούδι η έρημος μου. Φορμάρω (σ. σ. σχηματίζω) στο τηλέφωνο μου: 07.
Σας παρακαλώ θερμά, δώστε μου την Ιθάκη . Τι όνομα, τι αριθμό τηλεφώνου θέλετε; Συγγνώμη, είπα Ιθάκη! Διεύθυνση, όνομα ή αριθμό τηλεφώνου. Μα, κυρία μου, σας τα είπα όλα! Είπα, Ιθάκη. Με συγχωρείτε, αλλά δεν σας καταλαβαίνω. Να τα κάνω λιανά; Καιρός είναι.
Λοιπόν σας υπαγορεύω κατά γράμμα: I — από το Ίκαρος, Θ — από το Θερμοπύλες, Α - από τα άστρο, Κ — από την κούνια, Η - από το Ήλιος!
Κατάλαβα, θέλετε την Ιθάκη, μα με ποιόν θέλετε να μιλήσετε; Διεύθυνση ή αριθμός τηλεφώνου, επιτέλους.
Σας παρακαλώ, κυρία μου, μη θυμώνετε. Φορμάρετε οποιονδήποτε αριθμό. Όλα τα σύρματα της ξενιτιάς, εκεί - στην Ιθάκη, καταλήγουν. Κι η Ιθάκη από καταβολής του Οδυσσέα, δεν είχε ποτέ αριθμούς τηλεφώνου.
Μα, σας παρακαλώ, κύριέ μου, τελειώνετε με τα αινίγματα! Σοβαρευτείτε: Να με συμπαθάτε, κυρία μου, αλλά δεν είναι φάρσα. Δεν είναι για γέλια, γλέντια και αποκριές. Είναι για ένα ανήκουστο δράμα ανθρώπου απελπισμένου, ενός νέου Οδυσσέα που νιώθει, και μέσα στον παράδεισο ας είναι — νιώθει να ζει σε μια αόρατη έρημο και χειρότερα — σε μια φυλακή αόρατη, δίχως επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
Λίγη επιείκια, λοιπόν, δώστε μου την Ιθάκη. Έχω ανάγκη να ακούσω να μου μιλήσει κάποιος, ένας οποιοσδήποτε, για τον θρυλικό Οδυσσέα, για την Πηνελόπη, για τον σκύλο Άργος, να μου πουν αν τον περιμένουν ακόμα.
Μόνον να ξέρω. Να ξέρω, όχι πολλά, παρά για μια ιδέα, για μια «Καλημέρα» - τίποτα άλλο! Θάναι σαν να μίλησα με τον Χριστό, με τη Μητέρα μου, πέστε με το ψωμί που τρώγω. Τόση η ανάγκη;
ΜΟΥΚΛΕΙΣΕ το ακουστικό. Μούκλεισε την καρδιά. Τίποτα που να λέει: «Καταλαβαίνω». Τίποτα που να λέει: υπάρχει καρδιά. Συνωμοσία κρύβεται! Κι έχω τόση ανάγκη να μιλήσω με κάποιον, μ' έναν οποιονδήποτε από την Ιθάκη, έστω με τον σκύλο Άργος, που θάναι τώρα ποιος ξέρει ράκος απ' της προσμονής του τον καϋμό, με την Πηνελόπη, έστω να ανταλλάξω μια «Καλημέρα» κι ύστερα ας πεθάνω, με το όνειρο της αγάπης της ύπνο μου γλυκό.
ΤΩΡΑ ΠΩΣ ΝΑ κοιμηθώ, δίχως αυτή την «Καλημέρα», δίχως έστω κι αν είναι βρισιά, φτάνει να μου την είπε κάποιος από την Ιθάκη. Θάναι κι αυτή χαρά ν' ακούσεις στο λιόγερμά σου απ' τα χρόνια μια φωνή, φωνή που να γεμίσει τον χώρο αυτόν της ξενιτιάς από τον ήχο της Ιθάκης.
Να νιώσω πως υπάρχω, να ξέρω πως η Ιθάκη δεν με γέλασε.
ΧΤΥΠΑΕΙ το τηλέφωνο: χαίρομαι και τρέμω, τρέμω και χαίρομαι. Γιατί, δεν ξέρω! χαίρομαι και τρέμω! Να σηκώσω το ακουστικό! Τρέμω! Όχι δεν μπορεί να με ζητάει η Ιθάκη. Κι αν ναι; Τι συμφορά! Τι ευτυχία! Πως να είναι η φωνή της. Με πιάνει δέος. Μέσα μου τρίζουν και στενάζουν τιμόνια και κουπιά γεμάτα ναυάγια κι αναμνήσεις από τα πρώτα μου πετάγματα γι' αυτήν.
Κι αν δεν είναι η Ιθάκη! Όχι, δεν θα σηκώσω το ακουστικό. Πιο γλυκιά η νοσταλγία, σαν σε όνειρο. Αλλά ποιος μ' έμπασε στην ψυχή αυτή τη γλυκιά αρρώστια, αυτό το δολερό γιατρικό; Κι έγινε βάλσαμο. Κι έγινε παρηγοριά στον άρρωστο. Κι έγινε — γιατί όχι; — γενεοκτονία και εμπόριο ελπίδας, θάλεγα εμπόριο του πόνου στα χέρια μάγων και σοφιστάδων.
Α, και να ζούσε ο Όμηρος, της ψυχής μας ο γενεοκτόνος, όπου παραμεγάλωσε τ' όνειρο του νόστου, βάζοντας τον Οδυσσέα να τινάζει τα καράβια του στον αέρα, για να παρατείνει του νόστου το δράμα. Κι από την άλλη, να τον βάζει να κλαίει για την Ιθάκη του σαν ένα μικρό παιδί, όταν ξεχείλιζε το πικρό ποτήρι της ξενιτιάς, για να παρατείνει τον πόνο του, για να δει τι; Τον νοσταλγημένο ουρανό της Ιθάκης — «και καπνόν αναθρώσκοντα!».
ΟΧΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΗΚΩΣΩ το ακουστικό. Κρύβομαι μες στης καρδιάς μου τους έντονους χτύπους για να μην ακουστεί η σιωπή μου, για να μην ακούσω τον ποικίλων εθνικοφρόνων χοτζάδων του πόνου μας τους εκμεταλλευτές να μην ακούσω τα «λόγοι εθνικοί» και τα τέτοια που κρύβουν τη μισαλλοδοξία τους, που συντηρεί το ξεφτισμένο μέλλον τους.
Όχι δεν θα σηκώσω το ακουστικό πια. Δεν χρειάζομαι άλλα επιχειρήματα. Δεν χρειάζομαι άλλες αποδείξεις, όσο μια εξουσία τρέφεται, ή ποιος ξέρει, όσο στηρίζεται στον πόνο και στα θύματα δεν μπορεί να γίνει διάλογος μαζί της.
Λοιπόν, η Δημοκρατία μας μπορεί να τινάξει .στον αέρα κι άλλα καράβια του Οδυσσέα. Τόπαν, λέει, οι θεοί κάποιας πάλαι ποτέ Ζούγκλας.
Τόπαν, λέει, οι νόμοι κάποιας πάλαι ποτέ Ζούγκλας. Τύψη μου μόνη, μοναχή που βοήθησα κι εγώ σε τούτο το μακάβριο παιγνίδι της εξουσίας τους, πάνω στα πιο Ιερά δικαιώματά μου σε αυτό το παιγνίδι με τον «Άγγελο», παιγνίδι που κι όταν κερδίζεις, χάνεις.
Βίκτωρ Σιβετίδης
(Το χρονογράφημα «Ένα τηλεφώνημα» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό των πολιτικών προσφύγων «Η φωνή των εκπατρισμένων»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου