Συναντηθήκαμε με τον Θεόκλητο Καριπίδη μόνον
σε μετρημένες περιπτώσεις. Ας μου επιτραπεί, εδώ να πω - σαν μια ελάχιστη μαρτυρία - για το αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς που είχε τη χάρη, από
την πρώτη στιγμή, να σου εμπνέει η
παρουσία του: απλός, ανθρώπινος, τρωτός, δίχως ίχνος από την κακορίζικη
σπουδαιοφανή πόζα του συναφιού αληθινός.
Μακριά από το λογοτεχνικό παζάρι, αγνός και
αθώος, αδιαφορώντας για «τιμές» και «διακρίσεις», μ' εκείνο το χαρακτηριστικά λαϊκό, υγιές ένστικτο της αντίδρασης
σε καθετί ψεύτικο, κάλπικο ή
αναρριχώμενο, που τόσο καίρια συναιρείται στη ρωμέικη αρετή του φιλότιμου,
στάθηκε ένας αληθινός λεβέντης σε όλα του: στη ζωή και στην τέχνη.
Σεμνός και
αθόρυβος, ψυχή καθαρή και ξεχωριστά ωραία, σημάδευε τελεσίδικα όποιον γνώριζε, έστω και για λίγο, και έδινε την
παρήγορη αίσθηση της αγαθής συντροφικότητας και αλληλεγγύης, της πιο βαθιάς ανθρωπιάς.
Σ'
αυτούς τους άνυδρους μικρόψυχους καιρούς,
όπου συνθλίβεται ανυπεράσπιστη η ζωή μας, η απώλειά του, παραμένει
δυσαναπλήρωτη και οδυνηρή για όσους τον γνώρισαν, ένα παράλογο, τρομακτικό
κενό.
Η ποίηση του Καριπίδη, που δεν πρόλαβε, δυστυχώς,
να ολοκληρωθεί και να δώσει τους ωριμότερους καρπούς της, τότε που άρχισε ήδη
να μας προσφέρει με το τρίτο (που έμελλε να είναι και το τελευταίο) βιβλίο του,
διασώζει ωστόσο, με αξιοσημείωτη ανθρώπινη θέρμη,
το πρόσωπο του ποιητή και της αποδεκατισμένης γενιάς του. Το παληκάρι αυτό, που πολέμησε με τόσο ακατάβλητο
σθένος τον γερμανικό και τον ντόπιο φασισμό, που έλαβε μέρος σε τόσες μάχες
μές από τις τιμημένες γραμμές της Αντίστασης, ήταν βαθύτερα τρυφερός, άκρως ευαίσθητος άνθρωπος, ένα μεγάλο πονεμένο
παιδί, που έκρυβε πίσω από τις πλατιές χειρονομίες και το ανοιχτόκαρδο γέλιο
του, την αμηχανία και τη βαθύτερη
πίκρα του για την κατάληξη των οραμάτων που θέρμαναν
τη νιότη του και τη νιότη της προδομένης γενιάς του.
Και η τρυφεράδα αυτή και η πίκρα, δοσμένες
μέσα από αναμφισβήτητα αληθινούς
στίχους, παρά την κάποια εκφραστική χαλαρότητα εδώ κι εκεί, κυρίως στα δυο
πρώτα βιβλία του, είναι ό,τι
πολυτιμότερο «εκόμισε εις την τέχνη»
Στην ποίησή του,
αυτήν που πρόλαβε να πραγματώσει στη σύντομη και ωραία ζωή του
(ίσως η τελευταία αυτή, μάλιστα, να στάθηκε τελικά το πιο πλήρες, το πιο ολοκληρωμένο
και το πιο αψεγάδιαστο ποίημά του, που δεν ξέρω πόσοι από εμάς που
μουντζουρώνουμε χαρτιά, μπορούμε να επιδείξουμε) υπάρχει και πάλλεται μια αληθινή
καρδιά, διαβάζεις και ψάχνεις αυτόν που χάραξε τις γραμμές στο χαρτί, ακούς την αναπνοή του,
μυρίζεις την ανθρώπινη, απαρόμοιαστη μυρωδιά του. Παρηγορείσαι, στηρίζεσαι και
σηκώνεις με περισσότερη αξιοπρέπεια τον παραλογισμό και το αδιέξοδο του βίου.
Ανέστης
Ευαγγέλου (Αναστάσιος Παπαδόπουλος
1937- 1994)
Υπήρξε διακεκριμένος
λογοτέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου