ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ TOY ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

To ημερολόγιο του οπλαρχηγού Βασίλη Ανθόπουλου (Βασίλ αγά) μαζί με τις προσωπικές θύμησες του Δημ. Κουτσογιαννόπουλου (τις έβγαλε σε βιβλίο με τον τίτλο «Ανάμεσα στους αντάρτες του Πόντου») δίνουν μια ιδέα του τρόπου που εργάσθηκαν όσοι οπλαρχηγοί κινήθηκαν με την καθοδήγηση και την βοήθεια των Ρώσων.
Απ' τον Ιούνιο του 1916 ο Ανθόπουλος αρχίζει να πηγαινοέρχεται στην Τραπεζούντα και βρίσκεται σ' επαφή με τον Ρώσο αντισυνταγματάρχη Αρτάτωφ, που ήταν επιφορτισμένος για την ειδική τούτη υπηρεσία.
Στις 21 Ιουλίου, λέει, φτάνει για δεύτερη φορά στην Τραπεζούντα  με  μερικούς  συντρόφους  του  και  συνεχίζει:  «Παρουσιάσθημεν  εις  το γραφείον του Αρτάτωφ και εζητήσαμεν πληροφορίας δια την κατάληψιν των παραλίων της Σαμψούντος και μας είπεν ότι ο ρωσικός στόλος ευρίσκετο εις τα παράλια της Ρουμανίας δια πολεμικάς επιχειρήσεις και ότι εις το τέλος του μηνός Αυγούστου ο στόλος αφεύκτως θα καταλάβη τας ακτάς της Σαμψούντος και των περιχώρων και τότε η υπηρεσία μας ως οδηγών θα είναι ανεκτίμητος.
Πιστεύσαντες εις την υπόσχεσιν του Αρτάτωφ, εγώ και 18 εκ των συντρόφων μου, επέβημεν δια δευτέραν φοράν ενός αντιτορπιλλικού και απεβιβάσθημεν εις  την  ιδίαν  παραλίαν  έχοντες  μαζί  μας  50  ιαπωνέζικα  τουφέκια,  18 κιβώτια φυσίγγια και 2 χειροβομβίδες».
Μεσάνυχτα γίνεται το ξεμπαρκάρισμα. Το αντιτορπιλλικό κατεβάζει μια βάρκα, μπαίνουν μέσα οι άντρες, τα όπλα, οι κάσες κι όλα πάνε καλά ως την ώρα που αρχίζει το κουβάλημα των όπλων. Παίρνουν τότε μυρουδιά οι Τούρκοι στο φυλάκιο και ρίχνονται επάνω στους αντάρτες με τον αξιωματικό μπροστά. 
Αρχίζει το τουφεκίδι και με το πρώτο ο Ανθόπουλος σκοτώνει τον αξιωματικό τους. Σκυλιάζουν εκείνοι, ρίχνουν με μανία κι ο ήλιος το πρωί βρίσκει ταμπουρωμένους τους Τούρκους και τους Έλληνες αντάρτες να χτυπιούνται από μικρή απόσταση. 
Φτάνει  το  μεσημέρι  και  το  τουφεκίδι κρατά  γερά,  πεισματωμένοι οι Τούρκοι αντέχουν, αλλά και πιο πολύ πεισματωμένος ο Ανθόπουλος χτυπά γενναία κι από βράχο σε βράχο κάνει κυκλωτικές κινήσεις με τα παλληκάρια του για να ζυγώση και να πέση απάνω τους με τις χειροβομβίδες. Αργά τ' απόγεμα, επί τέλους, λυγίζουνε οι Τούρκοι και παίρνουν δρόμο, κουβαλώντας μαζί και το πτώμα του αξιωματικού τους.
Περίμεναν οι αντάρτες να νυχτώση καλά και τότε φορτωμένοι τα όπλα και τα εφόδιά τους τράβηξαν για το χωριό Τζαμ Αλάν. Εκεί ξεκουράσθηκαν λιγάκι κι αφού εξασφάλισαν τις απαραίτητες   τροφές,   ξεκίνησαν   για   την   Σεβάστεια έτοιμοι   να   χτυπηθούν   με   τ' αποσπάσματα που  θάβρισκαν  στον  δρόμο:  
«Μετά  τριήμερον πορείαν  εκ  Σαμψούντος, πλησίον του χωρίου Παχτσέ Αρμούτ, εις τον δρόμον της Σεβάστειας, μας αντελήφθη ένας τουρκικός λόχος που έμενε εις το ρηθέν χωρίον και ήρχισε να μας καταδιώκη. 
Επί τρεις ώρας ανοίξαμε πυρ εναντίον ολοκλήρου λόχου τακτικού στρατού και ετρέψαμε όλους εις φυγήν... Κατόπιν εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας, αλλά δυστυχώς εις τα μέρη Νιξάρ, Τοκάτ και Ρεσαδιέ υπήρχε τακτικός στρατός που είχε προορισμόν να καταδιώκη και να εξοντώνη τα τυχόν χριστιανικά ανταρτικά σώματα. Πλησίον του χωρίου Γενισδέ εδώσαμε μάχην που διήρκεσεν επί πέντε ώρας. Εσκοτώσαμε 50 Τούρκους. 
Η νίκη αυτή μας έδωσε πολύτιμους  πληροφορίας περί  της  ελεεινής  καταστάσεως του  τουρκικού  στρατού,  τας οποίας αμέσως διεβίβασα εις τον ρωσικόν στρατόν... Τέλος, με 25 συντρόφους εφθάσαμε δια του Χασές εις Σεβάστειαν».
Στα περίχωρα της Σεβάστειας μένουν οι αντάρτες και κρύβονται για ν' αρχίσουν τη δουλειά τους, που ήταν η καταγραφή Ελλήνων για το αντάρτικο και η συγκέντρωση πληροφοριών για τον ρούσικο στρατό. Αφάνταστη είναι η προθυμία των αντρών να οπλιστούν και να βγούνε στα βουνά, χιλιάδες γράφονται στα περίχωρα της Σεβάστειας, όπου δουλεύει μυστικά ο Ανθόπουλος και φτιάχνει τους καταλόγους του για να τους εξασφαλίση τον οπλισμό.  «Κατόπιν  με  75  συντρόφους  επέστρεψα  εις  Σαμψούντα.
 Δυστυχώς,  εις  τον δρόμον επληροφορήθην ότι αι τουρκικαί αρχαί ανεκάλυψαν την καταγραφήν των εθελοντών, πολλούς εξ αυτών εφυλάκισαν και όχι ολίγους εκρέμασαν. Ηναγκάσθην εις την θέσιν των απολεσθέντων να βάλω άλλους, τους οποίους εμύησα εις το έργον, συνέστησα άκραν εχεμύθειαν εις όλους και εις μερικούς εμοίρασα όπλα. Τοιουτοτρόπως ωργάνωσα και καλήν κατασκοπείαν και ελάμβανα τας αναγκαίας ειδήσεις».
Στις 25 του Σεπτέμβρη 1916 έφτασε κρυφά στην Αμισό (Σαμψούντα) , ήλθε σ' επαφή με τους ανθρώπους του κι εκεί έμαθε ότι ο ρούσικος στρατός δεν σκεφτόταν να προχωρήσει προς την Αμισό και τη Σεβάστεια. Όχι μονάχα, δηλαδή, κινδύνευε να πάη χαμένη η δουλειά που οργάνωνε, αλλά θα πάθαινε κι ο ελληνισμός μεγάλες ζημιές:
«Δι' αυτό απεφάσισα ο ίδιος να μεταβώ πάλιν εις Τραπεζούντα δια να μάθω την αλήθειαν και με 85 παλληκάρια μου  δια  των  ορέων,  δασών  και  ποταμών,  υποφέροντες τα  πάντα,  εφθάσαμεν  εις  την παραλίαν Τάβλα, όπου αποφασίσαμε ν' αρπάξωμε τις τουρκικές βάρκες που ήσαν εις τον όρμον και δι' αυτών να φθάσωμε δια θαλάσσης εις Τραπεζούντα.
Πράγματι, μερικά παλληκάρια μου πήραν ένα καΐκι, επέβησαν αυτού και απεμακρύνθησαν. Έφθασε, όμως, τουρκικός στρατός και χωροφύλακες δια να μας περικυκλώση εμάς τους άλλους. Εμείναμε 54 άνθρωποι και ήρχισεν η μάχη...».
Την    μάχη    της    Τάβλας    μας    την    δίνει    με    περισσότερες    λεπτομέρειες    ο    Δημ. Κουτσογιαννόπουλος στο  βιβλίο  του   ο  συγγραφέας είχε  καταταχτή  στην  αντάρτικη ομάδα του Βασίλ αγά κι ήταν από κείνους που πρόλαβαν να μπουν μέσα στο καΐκι την ώρα που ο αρχηγός τους βρέθηκε κυκλωμένος απ' τις τούρκικες δυνάμεις κι αγωνιζόταν με τα παλληκάρια του για να ξεφύγη.
Ο Κουτσογιαννόπουλος αρχίζει την αφήγηση απ' το ξεκίνημά του για το βουνό —ζούσε στην Αμισό γι' αυτό και το ιστόρημά του έχει ενδιαφέρον απ' την πλευρά του τρόπου που το σκάζαν οι Έλληνες για να καταταχτούν στις αντάρτικες ομάδες. Αξίζει ν' ανοίξω μια παρένθεση για να μεταφέρω τη δική του αφήγηση:
«Με ζητούσαν οι Τούρκοι, γράφει. Πάντοτε τους ξέφευγα. Πώς ήθελα να φύγω στα βουνά! Λαχταρούσα χώμα ελεύθερο, ποθούσα αέρα ελεύθερο και με τη λαχτάρα αυτή ήλθε η μεγάλη μέρα για μένα: 18 Σεπτεμβρίου 1916. Λίγες μέρες πριν, μαζί με τον φίλο μου Λάζαρο Μελίδη, που ήταν γραμματέας στο Ελληνικό προξενείο της Αμισού, συμφωνήσαμε να φύγουμε απ' την σκλαβιά και να πάμε στα ελεύθερα βουνά.
Ήταν Κυριακή. Πήγα και προσκύνησα στην εκκλησιά μας και μέσα στην προσευχή μου παρεκάλεσα Εκείνον να με βοηθήση. Δεν  θα  ξεχάσω ποτέ εκείνη  την προσευχή. Σαν πήγα σπίτι, αποχαιρέτησα τ' αδέρφια μου, τον πατέρα μου, έσφιξα στην αγκαλιά μου την μητέρα μου, δάκρυσαν τα μάτια μας. Μου έδωσε την ευχή της...».
Με πολλές προφυλάξεις οι δυο φίλοι βγήκαν απ' την πόλη, πέρασαν το ποτάμι της Αμισού και στις πέντε το απόγευμα φτάσαν στο χωριό Τοϊγάρ, που ήταν ελεύθερο, γιατί γύρω εκεί δρούσαν οι αντάρτικες ομάδες.
Ψηλά στο βουνό Αγιού τεπέ είχε τα λημέρια του ο οπλαρχηγός Δημήτριος Χαραλαμπίδης κι αφού οι δυο φίλοι φιλοξενήθηκαν σ' ένα σπίτι γνωστό τους, την άλλη μέρα στείλαν άνθρωπο για να ειδοποιήσει ότι θ' ανέβαιναν δυο καινούργιοι απ' την Αμισό και τον παρακαλούσαν να τους απαντήσει αν μπορούσαν να καταταχτούν στο σώμα του.
Τρεις μέρες πέρασαν, ωστόσο, κι απάντηση δεν ερχόταν. Στις 22 του Σεπτέμβρη, καθώς βρισκόντουσαν μέσα σ' ένα σπίτι και μιλούσαν, βλέπουν ξαφνικά απ' το παραθύρι τρεις καβαλαρέους αρματωμένους νάρχωνται από μακρυά καλπάζοντας: —Τούρκοι!
Φεύγουν να κρυφτούν στο δάσος —ίσως να ήταν κανένα απόσπασμα που βγήκε για το κυνήγι των φυγόστρατων— αλλά γρήγορα μαθαίνουν ότι δεν ήσαν Τούρκοι παρά Έλληνες αντάρτες, ο Αιμίλιος Καδήογλου με δυο δικούς του. Τρέχουν να τους δουν από κοντά και να τους χαιρετήσουν και σε λίγο νάσου κι έρχονται κι άλλοι αντάρτες, όλοι αρματωμένοι, καβάλα στ' άλογά τους, ζωσμένοι τα φυσεκλίκια, με τα τουφέκια κρεμασμένα στην πλάτη, ζωηροί, χαρούμενοι.
Δεν απόρησαν άδικα οι δυο νεοφώτιστοι ούτε και νοιώσαν αδικαιολόγητα βαθειά συγκίνηση. Ήταν ένα θέαμα απίστευτο τούτο εδώ (συνηθισμένο ωστόσο εκείνους τους καιρούς στα γύρω βουνά) λίγες ώρες έξω απ' την Αμισό να φέρνουν βόλτα τούτοι οι άφοβοι άντρες, λεύτεροι, περιφρονητικοί κι έτοιμοι για όλα. Στ' αλήθεια, λοιπόν, ξαναζούσε η κλεφτουριά του 21 —η μόνη διαφορά με τους κλέφτες ήταν στην εμφάνιση— μαύρες φορεσιές ήσαν ντυμένοι οι αντάρτες του Πόντου, τις «ζίπκες» τους, όπως ακριβώς κι οι Τούρκοι τσέτες.
Την άλλη μέρα είχαν παραταχτή 60 άντρες του Καδήογλου κι έκανε ο οπλαρχηγός τους την επιθεώρηση όταν του σφύριξαν ότι μέσα στο χωριό βρισκόταν ένας προδότης.
—Φέρτε τον.
Του τον φέρνουν, του βρίσκει κάποια αφορμή, γίνεται ένας μικροκαυγάς ανάμεσά τουςσηκώνει το τουφέκι ο Καδήογλου και τον σωριάζει.
—Πάρτε τον...
«Αυτός  ο  τουφεκισμός  έσβησε  την  χαρά  μας»,  σημειώνει  ο  συγγραφέας,  γιατί  σαν άνθρωπος αισθηματικός που είναι μουσικοδιδάσκαλος στην Αμισό του φάνηκε πολύ σκληρή η τακτική των ανταρτών. Αργότερα θα συνηθίση...
Περνούσαν, όμως, οι μέρες κι απάντηση δεν ερχόταν απ' το λημέρι του οπλαρχηγού Χαραλαμπίδη. Μαθεύτηκε μόνο ότι φάνηκε στα μέρη εκείνα ο Βασίλ αγάς που τραβούσε για  το  Αγιού  τεπέ,  όπου  και  θ'  ανταμωνόταν με  τον  οπλαρχηγό Χαραλαμπίδη για  να μιλήσουν σχετικά με τον αγώνα.
Χάνοντας την υπομονή τους οι δυο φίλοι, αποφάσισαν ν' ανεβούν μόνοι τους στο βουνό για να δούνε τον Βασίλ αγά και να τον παρακαλέσουν να τους κατατάξη στο δικό του σώμα:
«Ήταν ημέρα Πέμπτη. Αφήνουμε το χωριό Τοϊγάρ και παίρνουμε το μονοπάτι που θα μας πήγαινε στην υψηλή κορυφή του Αγιού τεπέ. Το απόγεμα της ίδιας μέρας ήμασταν εκεί. Είδαμε όλα τα παλληκάρια και τους αρχηγούς.
Σαν βράδυασε κοιμηθήκαμε σε μια πρόχειρη σκηνή από κλαδιά. Έκανε κρύο φοβερό. Την άλλη μέρα την περάσαμε εγώ κι ο σύντροφός μου αντιγράφοντας τους καταλόγους των Ποντίων ανταρτών εθελοντών όλης της περιφερείας Σεβάστειας Αμισού. Το βράδυ μαζευτήκαμε αρχηγοί και αντάρτες κοντά στον Βασίλ αγά,  γιατί την  ίδια  νύχτα  θα  φεύγαμε  για  τα  χωριά του  Τσαρσαμπά  αρχαία Θεμίσκυρα,  που  ήταν  άλλοτε  πρωτεύουσα  των  Αμαζόνων.  Η  συνάθροιση  τούτη  των ανταρτών  παρουσίαζε  μια  μεγαλόπρεπη  εικόνα.  Νύχτα,  αέρας  τρομερός,  στη  μέση  η μεγάλη φωτιά, γύρω τα παλληκάρια όλα οπλισμένα, με την λεβεντιά τους, με την χάρη τους. Πλησιάζουν τα μεσάνυχτα. Ήλθε η ώρα που θα ξεκινήσουμε...».
Κουραστική, ατέλειωτη είναι η πορεία μέσα στην νύχτα. Ξημερώνονται στο χωριό Γιαϊλέ κερίch όπου μένουν όλη τη μέρα και τη νύχτα πάλι ξεκινάνε, άλλοι με τ' άλογά τους, άλλοι ποδαράτοι, φτάνοντας σ' άλλα χωριά και κάποτε ζυγώνουν στο μεγάλο ποτάμι του Τσαρσαμπά, που τρέχει γύρω απ' το βουνό των Αμαζόνων —Μαζόν νταγ το λένε οι Τούρκοι— χωρίς να τους λείπη κι η Αμαζόνα απ' την ομάδα τους: Είναι η γυναίκα του Βασίλ αγά Αναστασία, που ακολουθά κι αυτή αρματωμένη.
Περνάνε τ' ορμητικό ποτάμι —με δυσκολία όσοι δεν έχουν άλογα— και φτάνουν στο χωριό Ορδού παchί, όπου τα σπίτια είναι ρημαγμένα, ερημιά, μόνο λίγα γυναικόπαιδα, λείπουν όλοι οι άντρες στις εξορίες και στα τάγματα του θανάτου. Καθώς ζυγώνουν στο χωριό Τσόκτσα πιάνουν στο δρόμο τέσσερις Τούρκους.
Ο αρχηγός δίνει διαταγή να τους σκοτώσουν, όπως πιο πέρα κι άλλους εφτά, που πιάσαν ζυγώνοντας προς το ελληνικό χωριό Γιαλαδζούκ: «Τέσσαρες απ' αυτούς τους τελευταίους ήσαν χωροφύλακες. Για να μη μας προδώσουν στις τουρκικές αρχές βρεθήκαμε στη σκληρή ανάγκη να τους τουφεκίσουμε όλους έξω απ' το χωριό. Οι Έλληνες χωρικοί του Γιαλαδζούκ ζούσαν στο δάσος γιατί ήσαν φυγόστρατοι. Μα σαν έμαθαν την άφιξη του Βασίλ αγά ήλθαν όλοι γύρω του με ενθουσιασμό. 
Η χαρά ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Πολλοί απ' αυτούς ζήτησαν ν' ακολουθήσουν τους αντάρτες, μα η ώριμη σκέψη των γεροντοτέρων συγκράτησε τον ενθουσιασμό των νέων και δεν μας ακολούθησαν. Έτσι, το χωριό αυτό σώθηκε. Φεύγοντας βιαστικοί το πρωί της άλλης μέρας αφήσαμε εκτεθειμένα τα εφτά πτώματα των Τούρκων... Στον δρόμο που πηγαίναμε πιάσαμε άλλον ένα Τούρκο. 
Τον σκοτώσαμε. Φτάσαμε στο Κιολ κιοΐ και το βράδυ της ίδιας μέρας παίρνουμε το μονοπάτι που θα μας πήγαινε στο Ελέσκιοϊ. Δεκαπέντε ώρες βαδίζαμε. Νύχτα, σκοτάδι. Στο δρόμο πιάσαμε άλλους τέσσαρες Τούρκους που τυραννούσαν τα γύρω ελληνικά χωριά. Τους σκοτώσαμε όλους έξω απ' το χωριό».
Και η πορεία συνεχίζεται. Σε ποια παραλία να χτυπήσουν οι αντάρτες; Που να κατέβουν για ν'  αρπάξουν τα  καΐκια  που  τους  χρειάζονται; Στην  Φάτσα  σταματούν, αλλά  φαίνονται δύσκολα τα πράγματα υπάρχει στρατός κι ο χώρος δεν δείχνει κατάλληλος για μάχη. Και προχωρούν. Στις 13 του Οκτώβρη, ημέρα Πέμπτη, στις 8 το πρωί, φτάνουν σ' ένα ύψωμα που κάτωθέ του απλώνεται η θάλασσα με το χωριό, το λιμανάκι του και μερικά όμορφα μεγάλα καΐκια.
—Η Τάβλα!
Εδώ, μάλιστα, όλα δείχνουν ευνοϊκά και ο χώρος φαίνεται πολύ κατάλληλος για την επιχείρηση που  έχει  στο  μυαλό  του  ο  Βασίλ  αγάς.  Ψηλά  απ'  το  λόφο  ανυπόμονοι οι αντάρτες κυττάνε τα σπιτάκια, τις βάρκες, τα καΐκια, το λιμανάκι απ' όπου θα σαλπάρουν. Μετρά με το μάτι τον χώρο, ο καπετάνιος, υπολογίζει την περίπτωση της μάχης και παίρνει τα μέτρα του: Χωρίζει το αντάρτικο σώμα του σε ομάδες, σχηματίζει μια πλαγιοφυλακή, μια οπισθοφυλακή κι ο ίδιος μαζεύει τους πιο διαλεχτούς του άντρες και δίνει την διαταγή:
—Εμπρός, παιδιά!
Ορμητικός, κατεβαίνει τον λόφο, μπαίνει μέσα στην Τάβλα και γίνεται πανικός, οχλοβοή και σύγχυση στον πληθυσμό. Τρομαγμένοι οι Τούρκοι, γέροι οι περισσότεροι και γυναίκες, παιδιά ξυπόλυτα, άλλοι φεύγουν να κρυφτούν, άλλοι σηκώνουν τα χέρια και παρακαλούν:
—Αλλάχ, Αλλάχ!
—Τσελίμ! Τσελίμ!
«Παραδινόμαστε» φωνάζουνε ολούθε οι άμαχοι και μαζί τους παραδίνονται εφτά χωροφύλακες που ο Βασίλ αγάς τους παίρνει τα όπλα και τους κρατά αιχμάλωτους. Ύστερα προχωρεί στο λιμανάκι και δίνει στους άντρες του διαταγή να σύρουν τα καΐκια απ' την αμμουδιά στην θάλασσα. Τριάντα άντρες καταφέρνουν να τραβήξουν ένα μεγάλο καΐκι, παίρνουν μαζί τους κι ένα Τούρκο αιχμάλωτο, ανεβάζουν το πανί και ξεμακραίνουν απ' την παραλία  περιμένοντας  τους  άλλους.
 Υπάρχουν  δυο  καΐκια  ακόμα  στην  αμμουδιά  που πρέπει να τραβηχτούν στο λιμανάκι. Που είναι, όμως, οι ρέστοι άντρες; Τρόφιμα χρειαζόντουσαν  για  το  ταξίδι,  ρουχισμό,  σκόρπισαν  μέσα  στο  χωριό  και  πέσαν  στη λεηλασία.
Τα  πράγματα  πηγαίνανε  καλά,  αλλά  απότομα  η  κατάσταση  αλλάζει.  Πυκνό  τουφεκίδι αρχίζει επάνω απ' το λόφο. Ξάφνιασμα. Γερά τούρκικα αποσπάσματα, έχοντας ειδοποιηθή για το πέρασμα των ανταρτών, βάλθηκαν να τους κυνηγάνε κι ακολουθώντας από πίσω, φτάσαν στην Τάβλα και πιάσανε τον λόφο.
Απαντάνε αμέσως οι αντάρτες απ' την παραλία, αλλά τώρα ο Βασίλ αγάς βλέπει ότι του ρίχνουν και μέσα απ' το χωριό. Δίνει διαταγή να τουφεκίσουν τους εφτά χωροφύλακες κι ύστερα οχυρώνεται μέσα στα σπίτια. Ανάβει πιο γερό το τουφεκίδι κι απλώνεται παντού. Οι Τούρκοι προσπαθούν να κλείσουν τους αντάρτες γύρω τριγύρω. Είναι πολλοί και χτυπάνε ασταμάτητα.
Ώρες συνεχίζεται η μάχη λυσσασμένα και τώρα οι Έλληνες κινδυνεύουνε να κυκλωθούν.
—Ακολουθάτε με, παιδιά, φωνάζει ο Βασίλ αγάς. Απάνω στα σκυλιά!
Μαζεύονται  γύρω  του  τα  παλληκάρια  για  την  επίθεση,  χυμάνε,  χτυπάνε,  πρέπει  να σπάσουν τον κλοιό, λυσσάνε οι Τούρκοι, φρενιάζουν οι Ρωμιοί, γεμίζει αντάρα ο τόπος και... περνάνε. Στις 5 το απόγεμα πήρε τέλος η μάχη, με 12 σκοτωμένους Τούρκους και 6 λαβωμένους —ανάμεσά τους κι ο λιμενάρχης Φάτσας— και δέκα νεκρούς απ' τα παλληκάρια του Βασίλ αγά.
«Την νύκτα, λέει στο ημερολόγιό του ο Ανθόπουλος, εφύγαμε εις τα όρη. Την δευτέραν ημέραν της φυγής μας συνηντήσαμεν τουρκικό απόσπασμα, το οποίον εστάλη προς καταδίωξίν μας. Και ωσάν να μην έφθανε τούτο, ειδοποιήθη και ο τέως νομάρχης Τραπεζούντος Τζεμάλ Αζμή, ο οποίος ευρίσκετο τότε εις την Ορδού, και αμέσως διέταξε όλα τα παραθαλάσσια φυλάκια του τουρκικού στρατού να τρέξουν εις ενίσχυσιν του αποσπάσματος καταδιώξεως. Επί παρουσία του Τζεμάλ ήρχισε μάχη μεταξύ ημών και του τουρκικού αποσπάσματος, η οποία διήρκεσε μέχρι της εσπέρας της επομένης ημέρας και εν τέλει κατωρθώσαμε να φύγωμε. Κατόπιν τούτου μερικοί εκ των συντρόφων μου επέστρεψαν εις την Αμισόν, άλλοι επήγαν εις Σεβάστειαν και άλλοι εις το Έρπαα. Έμεινα εγώ, η σύζυγός μου Αναστασία και εννέα σύντροφοι και αφού επί δέκα ημέρας περιεπλανήθημεν εις  τα  βουνά, εφθάσαμεν εις  την παραλίαν της Ορδού και  από εκεί επιβιβασθέντες μιας βάρκας εφθάσαμεν εις Τραπεζούντα».
Το  καΐκι  με  τους  αντάρτες  —και  τον  Κουτσογιαννόπουλο πέντε  μέρες  ταξίδευε  στα κύματα χωρίς ούτ' ένα ξεροκόμματο, ούτε σταγόνα νερό. Τυραννισμένοι απ' την πείνα και την δίψα οι άντρες, περνάνε την Ορδού και φτάνουν στην Κερασούντα, όπου ένα ρούσικο
πολεμικό τους βλέπει, ζυγώνει να τους πάρη, αλλά έχει θάλασσα και παρά τα σκοινιά που ρίχνει δεν καταφέρνει να τραβήξη παρά μονάχα τρεις. Οι άλλοι συνεχίζουν την οδύσσεια στα κύματα, ξανοίγονται στο πέλαγος για να φυλαχτούν απ' τις τούρκικες βενζίνες και μόνο την  πέμπτη  μέρα  τους  βλέπει  άλλο  ρούσικο  πολεμικό  και  τους  περιμαζεύει μισοπεθαμένους.
Φτάνοντας στην Τραπεζούντα ο Ανθόπουλος ήλθε πάλι σ' επαφή με τις ρούσικες αρχές κι εξήγησε την ανάγκη της γρήγορης κατάληψης του δυτικού Πόντου απ' τον ρούσικο στρατό, γιατί  ο  ελληνισμός  βρισκόταν  σε  μεγάλο  κίνδυνο.
 «Μετά  την  ανταλλαγήν  διαφόρων γνωμών, απεφασίσθη να ξαναπάω εις το εσωτερικόν της Τουρκίας και να εξοπλίσω 600 εθελοντάς. Μου έδωσαν 380 γιαπωνέζικα τουφέκια, 52 κιβώτια φυσίγγια, 12 κιβώτια χειροβομβίδας και με 60 συντρόφους μου απεβιβάσθημεν δι' ενός αντιτορπιλλικού εις την παραλίαν Κουμ Δζουάζ. Από το μέρος αυτό εφαίνοντο αι φλόγες και οι καπνοί των καιομένων ελληνικών χωρίων από Τσαρσαμπά μέχρι Πάφρας. Όταν ήρχισε η μεταφορά των πολεμεφοδίων μας αντελήφθη το πλησιέστερον τουρκικόν φυλάκιον και ήνοιξε πυρ. Αρχίσαμε την μάχη και ετρέψαμεν εις φυγήν τους Τούρκους.
Όλην την νύκτα εκοπιάσαμε για να κρύψουμε τα πολεμεφόδιά μας και κατά την χαραυγή της επομένης ημέρας επήγαμε εις το πλησιέστερον χωρίον Κιερτμά. Δυστυχώς εστάλησαν εναντίον μας 250 χωροφύλακες, οι οποίοι έφθασαν εις το μέρος όπου εκρύψαμε τα πολεμεφόδιά μας. Αμέσως απέστειλα εθελοντάς δια να κατασκοπεύσουν αν οι Τούρκοι θ' ανακάλυπταν τα κρυμμένα. Εκείνοι δεν ανακάλυψαν το μέρος, αλλά μετ' ολίγον αντελήφθησαν την παρουσίαν μας και ήρχισαν την επίθεσιν.  
Τότε  εγώ  διήρεσα  τους  άνδρας  μου  εις  δύο  φάλαγγας  και  εκυκλώσαμε  τον εχθρόν. Η μάχη αυτή μας έδωσε λάφυρα: 15 αιχμαλώτους, ένα αξιωματικόν, 7 μουλάρια φορτωμένα με πολεμοφόδια, δύο άλογα και ένα μυδραλλιοβόλον. Εξ ημών εφονεύθησαν 4 και ετραυματίσθησαν 6».
Ακολουθεί πορεία στα βουνά, ενίσχυση με νέους αντάρτες, πολλές μάχες με αποσπάσματα και εν τέλει: «...Εφθάσαμεν αισίως εις το Έρπαα, όπου ανεπαύθημεν επί 15 ημέρας. Εις το διάστημα τούτο εγίναμε αυτόπτες μάρτυρες των εμπρησμών των ελληνικών χωρίων υπό των Τούρκων και της απελάσεως πολλών Ελλήνων των παραλιακών χωρίων εις τα ενδότερα του τουρκικού κράτους. Μετά την δεκαπενθήμερον ανάπαυσιν, εγώ με 100 εθελοντάς από το χωρίον Μπεκ νταγ επέστρεψα εις Κερτμέ, όπου είχα κρύψει προηγουμένως τα πολεμεφόδια, τα εύρον όλα εν τάξει και δι' άλλης οδού, διασχίζων τα καμένα ελληνικά χωριά, έφθασα εις το χωρίον Κοζ νταγ.
Οι Τούρκοι έμαθαν την άφιξίν μας, περιεκύκλωσαν το χωρίον και άρχισε η μάχη. Εμείς ήμεθα εντός των οικιών, οι δε Τούρκοι απ' έξω. Εκ των εθελοντών εφονεύθησαν δύο Έλληνες και δύο Αρμένιοι, εκ δε των Τούρκων επτά... Με 35 παλληκάρια μου καταλάβαμε το ορεινόν χωρίον Ποζαλή νταγ όπου επεράσαμε ολόκληρο τον χειμώνα, έχοντες δια κατοικίας χαμοκέλλας, που οι ίδιοι εφτιάσαμε προχείρως, ως και μερικά  σπήλαια  αγρίων  θηρίων,  μεταμορφωθέντα δια  του  ιδρώτος  μας  εις  κατοικίας. 
Απερίγραπτα είναι τα δεινά μας κατά το διάστημα του χειμώνος εκείνου, διότι υποφέραμε από τας προσβολάς του εχθρού, το δριμύ ψύχος και την πείνα».
Τον Μάρτη του ίδιου χρόνου —1917—ο Ανθόπουλος ξαναρχίζει την δράση του, γυρίζει όλα τα βουνά, φτιάχνει σώμα από 600 εθελοντές, τους χωρίζει σε αποσπάσματα με αρχηγούς και υπαρχηγούς κι ο ίδιος ύστερα από πολλές περιπέτειες ξαναγυρίζει στην Τραπεζούντα, για να δώση την αναφορά του στους Ρώσους.





Δημήτρης Ψαθάς






Σ.Σ. Το κείμενο δεν έχει υποστεί καμία αλλοίωση . 
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah