Ήδη το Καρτάλ
γλιστράει στα νερά της Μαύρης θάλασσας, περνάει ακριβώς κάτω από τον Αγιο Γρηγόριο,
παρακάμπτει το Γκιουζέλ Σεράι, που τα παλιά χρόνια ήταν παλάτι για τους
Κομνηνούς και στρίβοντας το μικρό ακρωτήρι, που σχηματίζει ο βράχος του
Γκιουζέλ Σεράι, ξαφνικά βλέπει μπροστά του την Δαφνούντα,
το λιμάνι της Τραπεζούντας.
Το καΐκι πλησιάζει στην σκάλα αποβιβάσεως
και να ο Παπαγιάννης και η Κυριακή διέκριναν αμέσως τον Ηρακλή, τον γαμπρό της
Κυριακής, που τους περίμενε εκεί. Είχε ειδοποιηθεί, εδώ και δέκα μέρες, από
ταξιδιώτες, ότι έρχεται ο Παπαγιάννης οικογενειακώς και επί τρεις μέρες, κάθε
μέρα, κατέβαινε στο γυαλό για να περιμένει το Καρτάλ, από την Έσπιε.
Μ' ένα
μαντήλι η Κυριακή προσπαθούσε να προσελκύσει την προσοχή του Ηρακλή, γιατί το
βλέμμα του ανιχνευτικά έψαχνε γι' αυτούς.
Πράγματι σε λίγο ο Ηρακλής είδε το μαντήλι και τους αναγνώρισε, παρόλο ότι
πέρασαν πέντε χρόνια από τότε, που ο ίδιος περαστικός από την Έσπιε, ήταν
μουσαφίρης, στο σπίτι του Παπαγιάννη.
Η Παναΐλα, η γυναίκα του Ηρακλή,
περίμενε και αυτή στο σπίτι της, στην Δαφνούντα, την αδελφή της και τον γαμπρό
της, τον Παπαγιάννη με τα παιδιά τους.
Δέκα μέρες τώρα είχε προετοιμασίες και καθαριότητες.
Από την
ανυπομονησία της να δει την αδελφή της, δεν αισθανόταν καθόλου την κούραση των
ημερών και της δουλειάς που είχε ρίξει. Να τώρα που το παϊτόνι έφτασε μπροστά στην
πόρτα του σπιτιού της. Οι επισκέπτες κατεβαίνουν και κατεβάζουν τα μωρά. Η
Παναΐλα φιλά το χέρι του γαμπρού της και πέφτει στην αγκαλιά της αδερφής της,
Κυριακής.
Με κλάματα χαράς
και συγκίνησης αγνής, οι δύο αδελφές δεν ξεχωρίζονται από το αγκάλιασμά τους.
Τα παιδιά της Παναΐλας βοηθούν στην παραλαβή των αποσκευών, που έφερε μαζί
τους, ο Παπαγιάννης. Ήσαν δύο μεγάλες μποξάδες και μια καρζίγκα.
Οι μποξάδες ήσαν
γεμάτες με τα λώματα -τις φορεσιές-, όπως λέγονται στα ποντιακά και τα δώρα που
έφερε η Κυριακή, στην οικογένεια της αδερφής της. Στην καρζίγκα, είχε τα
φαγώσιμα για τη διαδρομή και άλλα αγαθά από την Έσπιε,
κορκότα, πλιγούρια, λαζούδια, και βουτέρτα.
Έτον ανάγκη να κουβαλείς ατόσα πράγματα μετ' εσέν; Ήταν ανάγκη να κουβαλήσεις τόσα
πράγματα μαζί σου; ρωτάει η Παναΐλα την αδερφή της. Κι έφτανε τα μωρά, εφορτώθες και αείκα γομάρια. Δεν
έφταναν τα μωρά φορτώθηκες και τέτοια βάρη.
Πασκίμ και έτον αδά
φαήν να τρώμε; Μήπως και δεν είχε εδώ φαγητό να φάμε; Δόξα τον Θεό,
ο Ηρακλής ήταν γιοργαντζής (παπλωματάς) και καλός τεχνίτης. Τα παπλώματα
του, ήσαν έργα τέχνης και πολλές οικογένειες στην Τραπεζούντα, τον
ζητούσαν για προικιά.
Η πόλη αυτή
ανέκαθεν είχε αδυναμία στα όμορφα παπλώματα. Δεν ήταν μόνον η κατασκευή, που
άφηνε καλά χρήματα στον Ηρακλή. Όλες οι οικογένειες, κάθε χρόνο, έβγαζαν τα
μαλλιά από τα στρώματα και τα παπλώματα, τα έπλεναν, τα στέγνωναν και έπρεπε να
έρθει ο Ηρακλής, με ένα πελώριο εργαλείο, που έμοιαζε με
αρχαία άρπα, για να κτυπήσει και να γνέσει το μαλλί.
Το καθαρό μαλλί,
κτυπημένο από την χορδή της άρπας του Ηρακλή,
έπαιρνε μια αριστοκρατική μεταξένια υφή. Έμπαινε πάλι στις υφασμάτινες
θήκες και ράβονταν από τον καλλιτέχνη.
Έτσι πάντα υπήρχε
δουλειά, για γιοργαντζήδες στην Τραπεζούντα και γενικά στην Μαύρη
Θάλασσα και ειδικά για τον Ηρακλή, που είχε γίνει γνωστός μέσα στην πόλη, για
την τέχνη του. Έτσι το σπιτικό του ζούσε άνετα και πήρε
την μορφή πραγματικού αρχοντικού. Ο ίδιος είχε γεννηθεί στην Ζιλμερά, ένα χωριό τρεις ώρες με το πόδι
μακρυά από την Τραπεζούντα.
Ο πατέρας του ήταν
στην Ζιλμερά γιοργαντζής και κατέβαινε τα παλιά χρόνια, για τη δουλειά του, στην Τραπεζούντα και τα γύρω χωριά.
Όλα του τα παιδιά - πέντε αγόρια- απ' αυτόν έμαθαν την τέχνη και ήσαν ο ένας
καλύτερος από τον άλλο.
Ο Ηρακλής μόλις παντρεύτηκε, κατέβηκε στην
Τραπεζούντα και έκαμε το σπιτικό του στην Δαφνούντα. Τα άλλα του αδέλφια έφυγαν στην Ρωσσία, που τα χρόνια εκείνα είχε πολύ ζήτηση
η δουλειά τους. Πολλούς γιοργαντζήδες και ξενιτεμένους έβγαλε η Ζιλμερά.
Την άλλη μέρα ο
Ηρακλής, μαζί με τον Παπαγιάννη και τον Κωστή, πήγαν μέσα στην πόλη της
Τραπεζούντας. Πήγαν κατευθείαν στην Μητρόπολη, την λαμπρή εκκλησία του Αγίου
Γρηγορίου, όπου προσευχήθηκαν. Μετά πήγαν στο Μεϊντάνι, που εκείνη την ημέρα
έσφυζε από κίνηση και νευρικότητα.
Ο Ηρακλής ήθελε να
μιλήσει με κάποιους αγωγιάτες- μουλαράδες, για τις τελευταίες λεπτομέρειες,
σχετικά με την μεταφορά τους, από τη Δαφνούντα στην Παναγία Σουμελά. Θα
αναχωρούσαν την μεθεπόμενη μέρα, πολύ πρωί, σύννυχτα, όπως λέγεται στο τοπικό
ιδίωμα και έπρεπε να είναι όλα σίγουρα. Την ώρα εκείνη, δίπλα στο δρόμο, κοντά
στο Μεϊντάνι, περνούσε μια στρατιωτική διμοιρία. Φαινόταν κάπως ταλαιπωρημένη.
Παρόλη την ταλαιπωρία, οι στρατιώτες τραγουδούσαν ένα εμβατήριο Αγκάρανιν τασίν
α πακ γκιόζλερινιν γιασίν α πακ...
Το βλέμμα των
στρατιωτών φάνηκε πολύ βλοσυρό στον Παπαγιάννη και υποσυνείδητα τον φόβιζε.
Κατάλαβε ο Ηρακλής, γιατί σ' αυτόν το
θέαμα ήταν γνωστό, μέσα στην Τραπεζούντα.
Εξήγησε στον Π απαγιάννη,
ότι είναι στρατιώτες, που γύρισαν από το μακεδονικό μέτωπο, κάτι του εξήγησε για
Νεότουρκους, κάτι του είπε για κομιτάτο, τελικά μπερδεύτηκε ο Παπαγιάννης.
Μόνον το βλέμμα των στρατιωτών δεν ήταν φιλικό, αλλά πολύ βλοσυρό και αυτό
έμεινε σαν εντύπωση βαθιά χαραγμένη στην ψυχή του, καθώς η διμοιρία έφυγε και
ήδη άρχισε να εξασθενεί ο απόηχος του εμβατηρίου τους.
Σε λίγο μια δυνατή, ξαφνική
νεροποντή, κάτι σαν αναπάντεχο μπουρίνι ξέσπασε και το μεϊντάνι άδειασε. Οι
άνθρωποι έτρεχαν δεξιά και αριστερά, για να βρουν καταφύγιο σε κανένα μαγαζί
της πλατείας, ή σε κανένα υπόστεγο. Αυτά τα ξαφνιάσματα της βροχής, είναι πολύ
συνηθισμένα στην Μαύρη Θάλασσα και ας είναι Αύγουστος.
Εξάλλου οι συχνές βροχές
και η υγρασία είναι που γέννησαν το καταπράσινο τοπίο της Μαύρης Θάλασσας. Ένα
τοπίο μαγευτικό, γεμάτο δάση και πλαγιές γεμάτες πράσινο χόρτο, πλημμυρισμένο
με λογής, λογής αγριολούλουδα. Παντού νερά, παντού ποτάμια, βλάστηση πλούσια και όλες τις εποχές του
χρόνου πράσινη.
Σε λίγο ξαφνικά,
όπως ακριβώς και ξεκίνησε, η βροχή σταμάτησε. Βγήκε ο ήλιος και τι ήλιος!
Καυτός- ζωντανός. Ο κόσμος, σαν σαλιγκάρια, γρήγορα ξαναγέμισαν την πλατεία και
τους γύρω δρόμους.
Ο Ηρακλής, με τον
Παπαγιάννη, έκαμαν τις τελευταίες προμήθειές τους, για το πανηγύρι της
Παναγίας, μια και την μεθεπόμενη μέρα, 14 Αυγούστου το πρωί, σύννυκτα, έπρεπε
να ξεκινήσουν για το μοναστήρι. Αγόρασαν ελιές, σταφίδες και ξηρά σύκα, διότι όλα τα άλλα, ήδη
τα είχαν. Τελευταία στιγμή αγόρασε ο Ηρακλής και μερικές παστίλες, που τόσο τις
αγαπούσαν τα παιδιά του.
Περπάτησαν λίγο ανηφορικά, από την πλατεία
προς την ανατολική πλευρά της και από εκεί κατηφόρισαν στην Δαφνούντα. Το ίδιο
βράδυ, νωρίς όλοι έπεσαν να κοιμηθούν, γιατί το πρωί η Παναΐλα θα τους ξυπνούσε όλους,
γύρω στις πέντε η ώρα.
Τα ξημερώματα
ξύπνησαν, πολύ πριν από τις πέντε η ώρα. Ακόμη και τα μωρά είχαν ξυπνήσει από
τα μεγαλύτερα, που με ανυπομονησία περίμεναν, ένα ολόκληρο χρόνο, για αυτήν
την ημέρα. Θέλεις ο πυρετός του προσκυνήματος, θέλεις ο θόρυβος, που έκαμαν
στην αυλή, οι αγωγιάτες και τα μουλάρια, που ήδη είχαν έρθει, όπως τους
παρήγγειλε ο Ηρακλής.
Το ίδιο συνέβαινε
και στις αυλές των άλλων σπιτιών. Ακόμη και ο γείτονας
του Ηρακλή, ο Μουσταφά, είχε σηκωθεί
και ετοιμαζόταν να πάει με την οικογένειά του, στην Σουμελά.
Μεϊντάν στην Τραπεζούντα |
Χρόνια πριν, απελπισμένος από την κατάσταση
της άρρωστης κόρης του, κατέφυγε στην Παναγία Σουμελά και ζήτησε την χάρη Της.
Οι γιατροί τον είχαν απογοητεύσει. Και όμως η Παναγία έκαμε το θαύμα της και η
κορούλα του, η Φατιμέ έγινε καλά, όπως έγιναν καλά άρρωστοι ανίατοι πολλοί, που
ζήτησαν την Χάρη Της.
Τέτοια ήταν η φήμη της Παναγίας και ήταν
απλωμένη σε όλη την Μαύρη Θάλασσα. Την σέβονταν και την φοβόντουσαν, το ίδιο
χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Από τότε ο Μουσταφά το είχε κάνει τάμα και κάθε
δεκαπενταύγουστο έπρεπε να πάει στην Παναγία, για να την ευχαριστήσει, για το
καλό, που του έκαμε.
Όπως ετοιμαζόταν ο
Ηρακλής με τον Παπαγιάννη, όπως
ετοιμαζόταν ο Μουσταφά, έτσι χιλιάδες οικογένειες, σε όλες τις πόλεις και τα
χωριά της επαρχίας, από τις πρώτες κιόλας μέρες του Αυγούστου, άρχιζαν να
ετοιμάζονται, γι' αυτό το πανηγύρι.
Ακόμη και ξενιτεμένοι από την Ρωσσία ερχόντουσαν με ευκαιρία το πανηγύρι, για
να δουν και τους δικούς τους.
Το μοναστήρι,
εβδομάδες και μήνες πριν, καλούσε μαστόρους, κτίστες και εργάτες. Έκτιζαν
υπόστεγα και παραπήγματα, διόρθωναν τους χώρους, έβαζαν τέντες για την
προστασία, από τις συχνές βροχές της Μαύρης Θάλασσας. Όλοι οι χώροι, κάτω και
γύρω από το μοναστήρι και τα παρεκκλήσια διαμορφωνόταν κατάλληλα, για να
υποδεχθούν τις χιλιάδες προσκυνητές. Ειδικά το προαύλιο και το έδαφος γύρω από
την Αγία Βαρβάρα, που ήταν παρεκκλήσι, προσφέρονταν σε κάπως μεγαλύτερη έκταση,
για την υποδοχή των εορταστών.
Σ' αυτά τα υπόστεγα
και πρόχειρα κατασκευάσματα, θα κατέληγαν χωριά ολόκληρα, έμποροι με τις
πραμάτειες τους και τα ζώα. Μόνο οι ξενώνες του μοναστηριού, δεν έφταναν για τόσες χιλιάδες
κόσμο.
Οι καλόγεροι
έπαιρναν προμήθειες για να φάει όλος αυτός ο κόσμος, τουλάχιστον για 15
ημέρες. Γιατί πολλοί ήσαν οι προσκυνητές, που έμεναν και επανηγύριζαν επί
δεκαπέντε μέρες. Εβδομάδες τώρα, τα 15 μουλάρια της Μονής, φόρτωναν και έφερναν
άλευρα, ελιές, λάδια, ζάχαρη, όσπρια, λαχανικά, φρούτα, παστά και ό,τι άλλο χρειάζονταν, από την Τραπεζούντα, την
Ματσούκα και τα Πλάτανα.
Πρώτοι κατέφθαναν οι έμποροι και σε λίγο το
ήσυχο και ειρηνικό τοπίο άλλαζε από τους θορύβους και τις φωνές τόσων ανθρώπων.
Ο φούρνος της Μονής, έβγαζε ψωμιά, δύο και τρεις φορές, κάθε μέρα. Έτσι γινόταν
εκεί, κάθε Αύγουστο, εδώ και πάνω από χίλια χρόνια.
Από το 380 μ.Χ.
μέχρι και σήμερα γίνεται αυτή η προετοιμασία και ολόκληρος λαός ανηφορίζει τον
ίδιο ανήφορο, που οδηγεί στο όρος Μελά, στο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Η
εικόνα της Παναγίας, θαυματουργή και επιβλητική, συγκινούσε τα πλήθη στο πέρασμα όλων των αιώνων.
Και συγκινούσε
όλους, αδιάφορα αν ήσαν Χριστιανοί, ή όχι. Την είχε ζωγραφίσει ο Ευαγγελιστής
Λουκάς και δεν την είχε αποχωριστεί, μέχρι που πέθανε. Μετά τον θάνατο του, οι
Χριστιανοί έκτισαν εκκλησία στην Θήβα και έβαλαν μέσα εκεί την θαυματουργή
εικόνα, που ήταν ήδη γνωστή, με το όνομα Παναγιά, η Αθηνιώτισσα, επειδή την έφεραν από την Αθήνα, όπου
είχε πεθάνει ο Λουκάς.
Χρόνια αργότερα, η εικόνα καθοδήγησε δύο
Μοναχούς στη Θήβα, τον Βαρνάβα και τον Σωφρόνιο, να την ακολουθήσουν και τους
έφερε στα μέρη του Ευξείνου, εκεί στο όρος Μελά.
Πάνω στον απόκρημνο
βράχο του βουνού και σε σπηλιά, που η φύση είχε δημιουργήσει, κτίστηκε η πρώτη
εκκλησία, σαν κατοικία της Παναγίας Σουμελά. Έτσι έλεγε η παράδοση, έτσι έλεγε
ο παππούς, έτσι έλεγε η γιαγιά και έτσι είχαν ακούσει και αυτοί στον καιρό
τους, από τον παππού και την γιαγιά τους. Ιστορικά τα εγκαίνια της Μονής έγιναν
με μεγαλοπρέπεια το 380 μ.Χ. Από τότε πια φανερά και συνεχώς, ανηφόριζαν οι
Χριστιανοί, τον ανήφορο, που οδηγούσε στο όρος Μελά.
Ο Ηρακλής, με τους
αγωγιάτες, τοποθέτησαν πάνω στα τρία μουλάρια, κάτι μεγάλες καλαθούνες. Μέσα
στα καλάθια αυτά, έστρωσαν κιλίμια και κουβέρτες και μετά τοποθέτησαν μέσα τα
μικρά παιδιά των οικογενειών τους. Σε μία καλάθα μπήκε η μικρή Ταμάμα, με την
αδελφή της, την Συμέλα. Όρθια τα παιδιά, προσπαθούσαν να βλέπουν, τι γίνεται
γύρω τους. Το ίδιο γινόταν κατά μήκος όλης της διαδρομής.
Σηκωνόντουσαν πάνω,
κοίταγαν τα μέρη, που περνούσαν και σαν κουραζόντουσαν, καθόντουσαν πάλι κάτω
στον πάτο του καλαθιού, στα μαλακά, πάνω στα στρωσίδια. Με τρία μουλάρια κι ένα
κάρο, πάνω στο οποίο μπήκαν οι προμήθειες σε φαγητά και οι ενήλικες ξεκίνησαν
το πρωί της 14 Αυγούστου για την Παναγία Σουμελά, από την Δαφνούντα.
Σε πέντε λεπτά της ώρας, η πομπή βγήκε έξω από την Δαφνούντα, ακριβώς στο
σημείο, όπου χύνεται ο Ντεργεμέντερε, ο Πυξίτης των Αρχαίων. Το ποτάμι αυτό
ακολούθησαν και οι Μύριοι του Ξενοφώντα, στη κάθοδο τους στην Τραπεζούντα, στην
προσπάθειά τους να γυρίσουν στην Ελλάδα, μετά τον θάνατο του Κύρου, στον πόλεμο
με τον αδελφό του, τον βασιλιά της Περσίας.
Εκεί ακριβώς, που τελειώνει η Δαφνούντα και
αρχίζει η κοίτη του Ντεργεμέντερε, είναι μια μεγάλη αλάνα, άκτιστη. Δεν
κτίστηκε, γιατί όσες φορές ο Ντεργεμέντερε αγρίευε και φούσκωνε θα ήταν
επικίνδυνο για όποιον κατοικούσε εκεί. Και τα ποτάμια της Μαύρης Θάλασσας
αγριεύουν πολύ, όταν λιώνουν τα χιόνια, ή όταν βρέχει πάρα πολύ.
Στην αλάνα εκεί, γίνονταν η σύγκλιση από όλες
τις ομάδες και συντροφιές των Τραπεζουντίων, που ξεκινούσαν για το μοναστήρι.
Νταούλια και ζουρνάδες, αγωνίζονταν να ξεπεράσουν τον ήχο του κεμεντζέ, ενώ
ταυτόχρονα οι νεώτεροι, ήδη χόρευαν τους λεβέντικους ποντιακούς χορούς. Οι
κοπέλες έκαμαν σεργιάνι, γιατί θα ήταν ντροπή να συμμετάσχουν και αυτές στον
χορό, σε χώρο ανοικτό, όπου ήσαν και ξένοι άνθρωποι. Η Πόντια κοπελιά θα μπει
στο χορό, όταν βρίσκεται σε διασκέδαση συγγενών, δηλαδή σε κλειστό χώρο, όπως
θα λέγαμε.
Τα μικρά μέσα από τις καλαθούνες χοροπηδούν
στον ήχο της λύρας, θέλοντας να συμμετάσχουν στην εορταστική ατμόσφαιρα, που
δημιουργούσαν οι τόσο πολλοί άνθρωποι και τα ηχηρά όργανά τους.
Γιώργος Ανδρεάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου