Αφού οι γονείς του κοριτσιού έδιναν την συγκατάθεση τους, το
ερχόμενο Σάββατο γίνονταν οι αρραβώνες , το σουμάδεμαν. Από το βράδυ οι γονείς
του νέου με μερικούς συγγενείς και φίλους και τον οργανοπαίκτη, πήγαιναν στο
σπίτι του κοριτσιού για να πάρουν λόγο επίσημα και να δώσουν και το
δαχτυλίδι (σουμάδ') και μερικά μικρά δώρα.
"Ύαν , χαράν,
καλημέρα" ήταν ο χαιρετισμός τους.
Οι γονείς του κοριτσιού, που
είχαν καλεσμένους και μερικούς συγγενείς ή φίλους, προσποιούνταν ότι δεν ήξεραν
το σκοπό της απροσδόκητης αυτής επίσκεψης και κάμποση ώρα με χαριτολογίες
έδιναν φαιδρότητα στην τελετή. Τέλος κάποιος από το μέρος του κοριτσιού ζητούσε
να τους κεράσουν από ένα ποτήρι πιοτό που έφερναν οι γονείς του νέου, κι' αυτό
ήταν η ένδειξη της συγκατάθεσης.
Σ'
όλες δε τις φράσεις της τελετής του αρραβώνα και του γάμου, γονείς και
καλεσμένοι εύχονταν: Καλορίζικοι. Άμποτε και σο στεφάνωμαν ή άμποτε και σήν
τελείαν εύλόησην.
Η
αγουρλήα και κατεμλήα· Ο Θεός να
πολυχρονίζ' άτς. Ο θεός να χαρίζ' άτς τ'
έναν τ' άλλο. Να συερούν. Πολύτεκνοι. Και σα παραμόνια τουν.
Στους
ελεύθερους και στις ελεύθερες εύχονταν: 'Αμποτε και σ' εσέτερα. Άμποτε και σο
κεφάλι σ. Νά τρώγομε τη χαρά σ'.
Η
απάντηση ήταν ευχαριστούμε. Νά είσνε καλά. Ο Θεός ν' άξιών' και σ' έσόν το
παιδίν ή σην θυαγατέρα σ' ·
Συζητώντας
συμφωνούσαν για το χρόνο που θα γινόταν η στέψη, και άλλαζαν δαχτυλίδια τα
οποία ήσαν προσωρινά, ωσότου αντικατασταθούν με άλλα ασημένια, τα χρυσά ήσαν
τότε άγνωστα στη Σαντά. Τότε έδιναν και τα δώρα (τσίτι, ψοτοδέμια...).
Στα
παλιά χρόνια ήταν παρών και ο παπάς, που ευλογούσε τα δαχτυλίδια και τα άλλαζε,
επειδή όμως ο αρραβώνας αυτός ύστερα δύσκολα μπορούσε να διαλυθεί, γι' αυτό η συνήθεια
αυτή ατόνησε.
Αφού
έτρωγαν και έπιναν, έστηναν χορό, στον οποίο τα παλιά χρόνια δεν έπαιρναν μέρος
οι μνηστευμένοι, στα τελευταία όμως χρόνια έπαιρναν μέρος και οι μνηστευμένοι, αλλά
ή μεν μνηστή χόρευε με καθένα από τους συγγενείς του μνηστήρα, αυτός δε χόρευε με
τον καθένα από τους συγγενείς της μνηστής, υποχρεωμένος να φιλοδωρεί την κάθε
φορά με εκατόν παράδες ως ένα ρούβλι (1—4 χρυσές δραχμές) τον οργανοπαίκτη που εγαρσιλάευεν
άτον, δηλ. γονάτιζε μπροστά του.
Μερικές
φορές για να αποφύγουν τα έξοδα δεν έκαμναν φαγοπότια και χορούς- κάποτε
μάλιστα ούτε αρραβώνες έκαμναν (λογοσούμαδον) διότι κατά τον Σανταίο σουμάδ' εν
ό λόγος ή ο λόγος ι-μ' λόγος και το σουμάδ' ι-μ' σουμάδ' ή ο λόγον ντο λέγ'νε
άς σό στόμαν έβγαίν', άς σον κώλον κ' έβγαίν.
Η
λέξη σουμάδ' φανέρωνε το δαχτυλίδι, σουμάδια δε τό δαχτυλίδι καί τα δώρα και
την τελετή.
Δίνω
σουμάδ' ή σουμαδεύω, αρραβωνιάζω.
Σουμαδεμένος
ο αρραβωνιασμένος.
Σουμαδεμέντζα
η μνηστευμένη.
Σουμάδεμαν
το αρραβώνιασμα.
Ο
αρραβωνιαστικός ονομαζόταν νουσαλούς και η αρραβωνιαστικιά νουσαλού.
Σουμαδεμάτ' της ώρας να αρραβωνιασθεί.
Φωτο: Σεμερτζίδης 1982 |
Διάλυση
αρραβώνων ήταν σπανιότατο πράγμα, γιατί ο αρραβώνας ήταν ήμψόν στέφανον στην
περίπτωση αυτή τα δώρα επιστρέφονταν και από τα δύο μέρη, χωρίς άλλη απαίτηση· από
τη διάλυση καμία προσβολή δεν προέκυπτε για το κορίτσι, γιατί δεν έρχονταν σε σχέσεις, όπως γίνεται σήμερα.
Έκλωσαν
τα σουμάδια ή έστειλαν όπίσ' τα σουμάδια, έλεγαν για τη διάλυση των αρραβώνων.
Επειδή δε κατά τα τελευταία χρόνια πολλοί διέλυσαν τους αρραβώνες τους, γι'
αυτό έλειψε και η συνήθεια ν' αρραβωνιάζουν μικρά τα παιδιά τους.
Η
προίκα ήταν άγνωστη στον τόπο, όχι μόνο διότι ό νέος απέβλεπε στα σωματικά ή
ψυχικά χαρίσματα της νέας, αλλά καί διότι η κτηματική περιουσία ελαχίστη αξία
είχε.
Κάποτε
μάλιστα αν η νέα ήταν όμορφη ή ορφανή, ή αν βιάζονταν να κάμουν το γάμο,
δήλωναν κατά τον αρραβώνα ότι δεν θέλουν τίποτε, και ότι αυτοί θα φροντίσουν
για την ενδυμασία της.
Μερικές,
μετά τον θάνατο των γονέων τους, έπαιρναν το μερίδιο τους «ας σά κυρουκά από
την κληρονομιά (τσαΐρια, χορτολείβαδα).
Ο
γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να κάμει την νυφική ενδυμασία (ρούχα, παζαρλούχ),
είτε φτωχού είτε ευκατάστατου κορίτσι έπαιρνε η ενδυμασία αυτή ήταν ομοιότατη
σε όλους, και γι' αυτό νύφη ευπόρου και φτωχού δεν διακρινόταν καθόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου