Το 1918 άρχισαν
οι εκτοπισμοί των Ελλήνων με σκοπό το θάνατο
απ' την πείνα
και τις κακουχίες. Οι άντρες των
πόλεων στέλνονταν μακριά στο εσωτερικό δήθεν να εργασθούν, μα εκεί οι περισσότεροι πέθαιναν
από τις κακουχίες και τον εξανθηματικό τύφο.
Σε λίγο άρχισε ο
εκτοπισμός και στα χωριά. Με τα γυναικόπαιδα, υποχρεωμένα να περνούν ψηλά στα χιονισμένα βουνά μέσα στην καρδιά του χειμώνα -
ήταν Γενάρης - πέθαιναν σωρηδόν στο δρόμο από το κρύο, την πείνα και τις αρρώστιες.
Ξαφνικά ο
πρόξενος της Αυστρίας, καλός μου φίλος, με ειδοποιεί ότι έφτασε
κρυπτογραφικό τηλεγράφημα που
γνωστοποιούσε ότι αποφασίστηκε η αθρόα
μετατόπιση του αστικού πληθυσμού της Αμισού.
Στη Σεβάστεια
έτυχε να γνωρίσω δύο εγκληματικές
φυσιογνωμίες, το Ραφέτ πασά, όργανο του Εμβέρ,
που τον έστελναν από το Βαν (πόλη βιλαέτι και λίμνη της τουρκικής
Αρμενίας, όπου ύστερ' από τις μεγάλες
σφαγές ελάχιστοι Αρμένιοι κατοικούν)
στην Αμισό μ' απόλυτη πληρεξουσιότητα και μαζί μ' αυτόν και έναν άλλο, πολιτικό
υπάλληλο, τον Βαχαδεδίν, που είχε τα ίδια αιμοβόρα ένστικτα με το Ραφέτ.
Αυτοί οι δύο, στο δρόμο τους για την Αμισό, πυρπόλησαν πολλά ελληνικά χωριά,
εκτοπίσανε τον πληθυσμό τους κι έγιναν
με μια λέξη οι δήμιοι της επαρχίας.
Κι ετοίμαζαν πια τον εκτοπισμό των κατοίκων
της πλούσιας Αμισού, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε
στην Αμισό ο αρχιστράτηγος Ιτζέτ πασάς,
ο έπειτα πρωθυπουργός της Τουρκίας (Κατά την Εγκυκλοπαίδεια «Ελευθερουδάκη»,
ο Ιτζέτ πασάς, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία,
αναχαίτισε την προέλαση των Ρώσων απ'
τον Καύκασο το 1917 κι έγινε διαδοχικά
αρχιστράτηγος, βεζύρης, υπουργός
Στρατιωτικών, Εσωτερικών και Εξωτερικών,
ενώ αργότερα συνεργάστηκε στενά με τον Κεμάλ).
Υποδέχτηκα τον
Ιτζέτ από την πόλη με όλο σχεδόν τον ελληνικό πληθυσμό, τα κοριτσάκια του προσφέρανε λουλούδια και προς τιμήν του έγιναν
εσπερίδες κι ηγεμονικά γεύματα στη Μητρόπολη. Σ'
αυτά έλαβαν μέρος εβδομήντα περίπου άτομα, αξιωματικοί, ανώτεροι κυβερνητικοί υπάλληλοι, πρόξενοι κι όλη η συνοδεία
του πασά.
Εκείνο που
ζητούσαμε, το πετύχαμε: την εύνοια του Ιτζέτ. Κι ο υπασπιστής του, που ήταν
Γερμανός αξιωματικός και πολλές φορές μιλούσαμε μαζί φιλικά, μου εκμυστηρεύτηκε
πως ο πασάς είχε στείλει στην κυβέρνηση ευνοϊκότατο τηλεγράφημα για την πόλη
μας.
Κι έτσι για δεύτερη φορά σώθηκε η ζωή της Αμισού.
Αλλά οι περιποιήσεις μας στον Ιτζέτ φαίνεται
πως δυσαρέστησαν το Ραφέτ, μ' όλο που
είχε λάβει κι ο ίδιος μέρος σ' αυτές. Γι'
αυτό, παρά τις ρητές διαταγές του Ιτζέτ, βρήκε τρόπο να εκδικηθεί την πόλη
αμέσως την άλλη κιόλας μέρα που έφυγε ο αρχιστράτηγος, απαγχονίζοντας σαράντα πέντε νέους Έλληνες φυγόστρατους
σε μια απ' τις πλατείες της Αμισού.
Η γυναίκα
του Βαχαδεδίν,
σωστή μαινόμενη Ηρωδιάδα, μαζί με άλλες τουρκάλες
και με τη συνοδεία του πατρός της και του Ραφέτ, ήρθαν στον τόπο της
εκτελέσεως, για ν' απολαύσουν το θέαμα. Κι επειδή οι χωροφύλακες είχαν κιόλας κατεβάσει μερικά σώματα, ο Ραφέτ
διέταξε και ξανακρέμασαν τους νεκρούς. Κι έφυγαν όλοι ευχαριστημένοι, αφού εκόρεσαν τα αιμοχαρή
τους ένστικτα.
Εδώ πρέπει να
προσθέσω πως και πριν απ' αυτόν τον ομαδικό απαγχονισμό, μα κι έπειτα απ'
αυτόν ως το τέλος του πολέμου,
δεν περνούσε σχεδόν ημέρα χωρίς να κλάψουμε νέα θύματα.
Δε μπορεί να ζήσει
κανείς πιο τραγικές στιγμές.
Θρεψιάδου-Μπέλλου
Αντιγόνης
«Μορφές Μακεδονομάχων και τα
Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη»
Αθήνα 1984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου