Ο διοικητής της 3ης Μεραρχίας του τουρκικού
στρατού Καμπίτ Καμίν μπέης, σε αναφορά
του προς τον Φρούντζε, Υπουργό τότε των
Εξωτερικών της Ουκρανίας και εκπρόσωπο των σοβιέτ, λέει:
«Εδώ ακόμα δρουν οι
Πόντιοι αυτονομιστές,
οι αρχηγοί των οποίων θέλουν να μας
πάρουν τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και να αναστήσουν το αρχαίο κράτος του Πόντου, το οποίο πέθανε 600 χρόνια πιο
μπροστά. Αυτό είναι το κράτος του
Μιθριδάτη, που μετατράπηκε αργότερα σε τραπεζουντική αυτοκρατορία, της δυναστείας των
Κομνηνών».
Και ο Καμίν μπέης
διηγείται:
«Στην Κωνσταντινούπολη οργανώθηκε μυστική αστυνομία Ποντίων. Με το αντιτορπιλικό ήρθε μία
μεγάλη γκρούπα. Μα τίποτε περισσότερο δε μπόρεσαν να κάνουν. Καίγανε, σκοτώνανε,
ληστεύανε. Τα έκαμαν αυτά με μεγάλη βαρβαρότητα».
Αλλά και ο Φρούντζε
γράφει στο σημειωματάριό του. «Προ καιρού έγινε επιδρομή από μία ποντιακή
συμμορία». Και αλλού: «Ο λύκος γνωρίζει το μέρος. Καίει, σκοτώνει,
κλέβει».
Οι εντυπώσεις του
Φρούντζε από την περιοδεία του στο θέατρο
των επιχειρήσεων είναι συγκλονιστικές. Σε ένα σημείο ο Φρούντζε ψιθυρίζει: «Τεράστιο νεκροταφείο». Είδανε ένα
σκοτωμένο. «Είναι Ρωμιός, είπε ο Μαμήντ.
Προ ολίγου τον σκότωσαν. Το κεφάλι του είναι σπασμένο, είναι χτυπημένο με
υποκόπανο, μπροστά από μία ώρα τον σκότωσαν».
0 Τούρκος είπε πως «ήταν το πρωί μία συμμορία
Ποντίων, η οποία ήθελε να επιτεθεί στο τμήμα σας
(εννοούσε του Φρούντζε) μα οι δικοί μας (Τούρκοι) τους κυνήγησαν».
Ο Φρούντζε μπήκε στο ερημωμένο χωριό Καράνταγ
Μπέη. Γράφει λοιπόν στο ημερολόγιο του: «Το χωριό αυτό με ιστορία άνω των
400 ετών, είχε 300 σπίτια και
κατοικούνταν μόνο από Ρωμαίους. Παράθυρα
σπασμένα, πόρτες παραβιασμένες. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, οι κήποι ήταν γεμάτοι από άσπρα φτερά σα να είχε
χιονίσει. Ήταν πεταγμένα βαρέλια,
κάδοι, σπασμένα αλέτρια, τροχοί και αμάξια. Πεταμένες ενδυμασίες γυναικών
και ανδρών, ενώ σκέπαζαν ακόμα τα (αρπακτικά) πουλιά
τα σώματα των σκοτωμένων. 0 Φρούντζε
κοίταξε από ένα παράθυρο το εσωτερικό
του σπιτιού και είπε: «Ίδια εικόνα».
Οι σημειώσεις του
Φρούντζε είναι συναρπαστικές ως προς την ακρίβεια της περιγραφής και τις λεπτομέρειες. Όπως αναφέρει: «Από την
απέναντι πλευρά του δρόμου,
έρχονταν κάποιο πλήθος, περίπου 70 άνθρωποι.
Κακοντυμένοι με κόκκινα και κίτρινα κουρέλια.
Το τμήμα που τους συνόδευε, τους χτυπούσε με τους
υποκόπανους
των όπλων. Ηταν ρακένδυτοι, εξαντλημένοι, σα να βγήκαν από τη γη, κι
έμοιαζαν με πτώματα που αποτελούσαν μία νεκρική πομπή. Οι γυναίκες και τα παιδιά
ήταν ξυπόλυτοι και αχτένιστοι.
Ανάμεσα τους ήταν και ένας παπάς, με σταυρό στο στήθος. Το
πλήθος, μόλις είδε ότι το στρατιωτικό τμήμα δεν ήταν τουρκικό, άρχισε να κλαίει πιο δυνατά
και να βγάζει γοερές κραυγές απελπισίας. Και η σιωπή της σοβιετικής
αποστολής, καταχωρείται στα ιστορικά μητρώα σαν ένοχη σιωπή»
Αχιλ.
Ανθεμίδη, «Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-24» (σελ. 271).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου