ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΦΕΥΓΟΥΝ

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013


ΑΠΟ ΤΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ κιόλας του 1917, με την ανατροπή του Τσάρου στη Ρωσία, ξέσπασε η επανάσταση και στο ρωσικό στρατό της Τραπεζούντας. Οι στρατιωτι­κές αρχές πέρασαν στα χέρια της τοπικής επαναστατικής επιτροπής, πού περιέλαβε στους κόλπους της και το Ρωμιό Μητροπολίτη Χρύσανθο. Ακολούθησαν οι μήνες της στα­σιμότητας και της απογοήτευσης των Ποντίων, και τέλος η μεγάλη Οκτωβριανή επανάσταση πού έδωσε την εξουσία στα σοβιέτ των στρατιωτών και των ναυτών.
Η διατή­ρηση του μετώπου στον Πόντο και τον Καύκασο φαινόταν ολότελα αμφίβολη. Οι Ρώσοι έστρεψαν τώρα την προσοχή τους στο εσωτερικό κοινωνικό τους πρόβλημα και ή εχθρότητα τους προς τούς προαιώνιους αντιπάλους τους στο Νότο, τούς Τούρκους, ατόνησε και παραμερίστηκε. Όλα έδειχναν πώς ή παραμονή τους στον ανατολικό Πόντο θα ήταν προ­σωρινή.
Απεναντίας, το ενδεχόμενο της αποχώρησης τους πέρα από τα παλιά ρωσικά σύνορα, ήταν σχεδόν βέβαιο. Και τότε, τι θα γινόταν ή υπόθεση της απελευθέρωσης των Πον­τίων; Ποια τύχη Θα περίμενε τούς Ρωμιούς τού κατεχόμε­νου ανατολικού Πόντου;
Τα ερωτήματα τούτα της αγωνίας ορθώθηκαν στις ψυ­χές όλων των Ποντίων όπου Γης. 'Εξ άλλου ο φόβος ότι οι Τούρκοι θα ξανάρχονταν κυρίαρχοι στην Τραπεζούντα, ό φόβος ότι ο Πόντος θα ξαναζούσε κάτω από ένα βαρύτερο ζυγό, έπειτα από το φούντωμα των ελπίδων του για ένα παντοτινό λυτρωμό, τούς συντάραζε!
ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ

Μέσα σ' αυτή τη θολή κατάσταση γεννήθηκε και ή ιδέα της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου, πού την πρωτοσυνέλαβε ένας Πόντιος μεγαλέμπορος της Μασσαλίας, ό Κ. Κωνσταντινίδης, γιος τού θρυλικού Δήμαρχου της Κερασούντας καπετάν Γιώργη.
ιδέα θέριεψε μέσα στα πα­τριωτικά στήθη του, και λαχταρώντας να τη μεταδώσει και σ' άλλους ομογενείς του, άρχισε να γράφει δεκάδες γράμ­ματα σ' όλο τον κόσμο, όπου ζούσαν γνωστοί Πόντιοι. Κα­τόπιν έκανε έκκληση στις Δυνάμεις της Αντάντ και τύπωσε χιλιάδες δελτάρια με το χάρτη τού Ελεύθερου Πόντου και την εθνεγερτήρια λεζάντα: «Πολίτες τού Πόντου, ξεσηκωθείτε Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία σας .»
Το Νοέμβριο τού 1917, ό φλογερός αυτός άντρας πήγε στη Νίκαια και συναντήθηκε με τον 'Ελευθέριο Βενιζέλο. Συνομίλησε μαζί του για πολλές ώρες αναπτύσσοντας την ιδέα του. Ό 'Εθνάρχης επιδοκίμασε την πατριωτική σύλ­ληψη τού Κωνσταντινίδη και τού έδωσε πολλές ελπίδες για την επιτυχία τού ωραίου αγώνα, δηλώνοντάς του ότι ή επίσημη Ελλάδα θα τον βοηθούσε με κάθε τρόπο μέσα στις ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες.
Στην Τραπεζούντα, με την προοπτική της αποχώρησης τού ρωσικού στρατού, έγιναν μερικές σπασμωδικές κινή­σεις των προυχόντων και της πνευματικής ηγεσίας των Ρω­μιών: Συμβούλια, διαβούλια και συσκέψεις, με πρόεδρο το Μητροπολίτη Χρύσανθο, πού απέβλεπαν στην αναχαίτιση της προέλασης τού τουρκικού στρατού μέχρι να οργανωθεί στον Καύκασο από Αρμένιους, Γεωργιανούς και Έλληνες αξιόμαχος αντιτουρκικός στρατός.
Πραγματικά, στον Καύκασο, μόλις άρχισε η αποχώρηση τού ρωσικού στρατού, οι Ρωμιοί της περιοχής βάλθηκαν να οργανώνονται με το σκοπό να συγκρατήσουν το μέτωπο. Στις πόλεις Τιφλίδα, Κάρς και στην περιφέρεια Τσάλκας, συγκροτήθηκε μια ελληνική Μεραρχία από Ποντοκαυκάσιους.
Στο μεταξύ οι φήμες οργίαζαν. Μια απ' αυτές έλεγε ότι ή Κυβέρνηση του Αντικαυκάσου, πού σχηματίστηκε μέσα στην κατάρρευση τού ανατολικού μετώπου, οργάνωνε στρα­τό και ότι σύντομα θα τον έστελνε να κάνει αντίσταση κατά των Τούρκων.
Οι Ρωμιοί ηγέτες της Τραπεζούντας, βλέποντας το ρω­σικό στρατό να φεύγει και να τον αντικαθιστούν αρκετοί Γεωργιανοί, Αρμένιοι και Ποντοκαυκάσιοι στρατιώτες, σκέφτηκαν ότι, αν εξοπλίζονταν και οι Ρωμιοί τού Πόντου, αν ενίσχυαν τα υπολείμματα αυτά τού ταχτικού στρατού των Ρώσων και κρατούσαν μέτωπο κατά των Τούρκων, μέχρι να φτάσει ό οργανωμένος στρατός τού Αντικαυκάσου, ό ελληνικός πληθυσμός τού Πόντου θα μπορούσε να παραμεί­νει ανενόχλητος στη γη του. Με τις προϋποθέσεις αυτές, σε δεδομένη στιγμή, θα μπορούσε να διεκδικήσει και τη δη­μιουργία της Ελεύθερης Ποντιακής Δημοκρατίας, όπως οι Αρμένιοι σχημάτισαν την 'Ελεύθερη Αρμενία και οι Γεωρ­γιανοί την Ελεύθερη Γεωργία. Με τις προοπτικές αυτές, οι Τραπεζούντιοι ηγέτες σχημάτισαν το κομιτάτο «'Ελεύ­θερος Πόντος», έστειλαν εγκύκλιο επιστολή σ' όλες τις γει­τονικές περιφέρειες της Ροδόπολης, της Άρδασας, της Σάντας, της Κρώμνης, της Αργυρούπολης και τού 'Ερζιγκιάν και τις κάλεσαν να εξοπλιστούν. Οι άντρες των περιοχών αυτών τού ανατολικού Πόντου πήραν τα όπλα με προθυμία και περίμεναν οδηγίες για να δράσουν.
ΑΜΙΣΟΣ

Κατά τα τέλη τού Γενάρη του 1918, οι τελευταίοι Ρώ­σοι έφευγαν με τα πλοία τους από την Τραπεζούντα και ή ρωσική κατοχή τερματιζόταν. Πίσω τους άφηναν μεγάλες ποσότητες από αλεύρι και ζωοτροφές, αποθήκες γεμάτες με τρόφιμα, μηχανήματα οδοποιίας, άλογα, κάρα και άφθονα πολεμικά εφόδια. Μέσα στη σύγχυση και την αναταραχή πού επακολούθησε, οι περισσότεροι Ρωμιοί των παραλιακών πό­λεων Τραπεζούντας, Πλατάνων, Σουρμένων, Όφη και Ριζούντας, βγήκαν βιαστικά από τα σπίτια τους και ακολούθησαν τούς Ρώσους από το δρόμο της θάλασσας.
Η ξαφνική απόφαση τους πάρθηκε από φόβο για ενδεχόμενα τουρ­κικά αντίποινα και από την επιθυμία τους να μη ξαναζήσουν κάτω από ένα σκληρότερο τουρκικό ζυγό. Ξεσηκώθηκαν λοιπόν μέσα σε μια νύχτα και ρίχτηκαν στη δραματική φυγή. Όσοι βρήκαν μικρά ή μεγάλα πλεούμενα, ακόμα και λάζικες βάρκες, στα δικά τους λιμάνια, μπήκαν μέσα και τράβη­ξαν για τις απέναντι ρωσικές ακτές.
Οι άλλοι μαζεύτηκαν στην Τραπεζούντα και συνωστίζονταν στο λιμάνι της και στην παραλία της Δαφνούντας, παλεύοντας να μπουν στα πολεμικά πλοία πού διέθεσαν επί τούτω τα Σοβιέτ των ναυ­τών για την ομαδική μεταγωγή τού ελληνικού πληθυσμού στα πιο κοντινά ρωσικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας: Το Βατούμ, το Σοχούμ, τη Θεοδοσία, το Κέρτς, το Νοβοροσίσκ.
Ωστόσο, πριν καλά - καλά αδειάσει ή Τραπεζούντα, οι Τούρκοι τσέτες, πού βάδιζαν πιο μπροστά από τον ταχτικό τουρκικό στρατό, πέρασαν τα γειτονικά βουνά και προχώ­ρησαν προς την πρωτεύουσα τού Πόντου. Μερικές ομάδες, μάλιστα, μπήκαν κιόλας στις δυτικές συνοικίες της.
Όλες τούτες τις μέρες της φυγής και της αναμπουμπούλας, ή επιτροπή στρατολογίας τού νεοσύστατου ελληνικού κομιτάτου «Ελεύθερος Πόντος», προσπαθούσε να εμποδίσει την αναχώρηση των Ρωμιών από την Τραπεζούντα. Προπαγάνδιζε την αντίσταση στους Τούρκους και σχεδίαζε να ανακηρύξει την Τραπεζούντα ελεύθερη πόλη. Ο λαός όμως, κινούμενος από το έν στικτό του, μέσα στον πανικό της φυγής, δεν έδινε πίστη στα ανεδαφικά λόγια των επιτρόπων, γιατί δεν έβλεπε κοντά του οργανωμένο στρατό πού θα τον προστάτευε και θα πραγματοποιούσε τα μεγαλεπή­βολα σχέδια του κομιτάτου. Τα λιγοστά εθελοντικά τάγματα των αντρών της περιοχής, πού συγκροτήθηκαν άκαιρα και καθυστερημένα, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να περιπο­λούν στα κράσπεδα του Μπόζ τεπέ, να ανεβοκατεβαίνουν στην κορυφή, να πυροβολούν στον αέρα πανηγυρικά και τη νύχτα να ουζοπίνουν, να παίζουν χαρτιά και να μεθούν, προκαλώντας έτσι τη δυσπιστία του κόσμου.
Τον πανικό και τη σύγχυση μεγάλωσε και ή πυρκαγιά πού άναψε ξαφνικά στις αποθήκες πυρομαχικών. Ο δαι­μονικός κρότος πού ακούστηκε σε όλη τη γύρω περιοχή και ή φωτιά πού απλώθηκε μονομιάς ολόγυρα στα κτίρια και τί­ναξε τις φλόγες της στον ουρανό, φούντωσαν το αλάφιασμα και την αγωνία τού πλήθους.
Στο μεταξύ τα καράβια τού ρωσικού στόλου, πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι νύχτα - μέρα για να προλάβουν να σηκώσουν το ρωμαίικο πληθυσμό τού Βιλαετιού της Τρα­πεζούντας.
 Στους τόπους πάλι υποδοχής των προσφύγων, στα λιμάνια τού Καυκάσου και της Κριμαίας, δημιουργή­θηκαν επιτροπές από τούς παλιούς Πόντιους της Ρωσίας, πού προσέφεραν στους αδελφούς τους κάθε περίθαλψη και φιλοξενία. Με τον καιρό όμως, καθώς οι πρόσφυγες, πού έφταναν από θάλασσα και από στεριά, πλήθαιναν απρόβλεπτα, οι επιτροπές αυτές δε μπορούσαν να σηκώσουν το βά­ρος της μεγάλης αποστολής τους. Γι' αυτό, ή κυβέρνηση της Ελλάδας έστειλε μια αποστολή «Περιθάλψεως», με επικεφαλής τον Ί. Ζερβό, για να οργανώσει και να ενισχύσει την αυθόρμητη προσπάθεια των Ποντίων της Ρωσίας.
Αλλά και στο εσωτερικό τού ανατολικού Πόντου ή κατάσταση εξελίχτηκε παρόμοια. Τα βιαστικά μέτρα, ή πρόχειρη οργάνωση και ό εξοπλισμός των αντρών στα χωριά και τις πόλεις, δε μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρή αντίσταση. Οι υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια από τον Καύκασο έμειναν απραγματοποίητες. Ό ρωσικός στρατός εγκατέλειψε ολότελα το έδαφος της ποντιακής ενδοχώρας και οι Τούρκοι άρχισαν γρήγορα την προώθησή τους. Οι Ρωμιοί οπλίτες της Ματσούκας συγκρούστηκαν με τούς Τούρκους τσέτες, πού προπορεύονταν από τον ταχτικό στρατό, και μετά από μερικές αψιμαχίες, συμφώνησαν να αφοπλιστούν αμοιβαία. Κατέθεσαν τα όπλα χωρίς να συμ­βούν έκτροπα και γύρισαν στα σπίτια τους.
Στην περιοχή της Άρδασας και της Αργυρούπολης, οι οπλισμένοι άντρες σήκωσαν τις οικογένειες τους, φορτώνοντας  στα κάρα και στα ζώα, μαζί με όσα πράματα μπορούσαν, και τράβηξαν κατά τα ρωσικά σύνορα. Στο δρόμο τους ως τον Καύκασο έδιναν αψιμαχίες με τούς Τούρκους, πού τούς πλευροκοπούσαν  και προχωρούσαν.
Στα χωριά της Σάντας και της Μούζαινας, όπου υπήρχαν καμιά τετρακοσαριά οπλοφόροι, οι Τούρκοι δεν τόλμη­σαν να πατήσουν και, έτσι, δεν ξεσηκώθηκε ό πληθυσμός για τη φυγή. Ό τουρκικός στρατός πού έκανε την προέλασή του προς τα βορεινά, παρέκαμψε την περιοχή αυτή και πήρε το δημόσιο δρόμο για την Τραπεζούντα.
Μόνο στην Άτρα της Αργυρούπολης δόθηκε μάχη με τούς τσέτες. Οι Ατρενοί υπερασπίστηκαν τις οικογένειες τους και κατόπιν τις σήκωσαν, τις φόρτωσαν στα κάρα τους και πήραν το δρόμο για τον Καύκασο. Το ίδιο και οι Ρω­μιοί του Ερζιγκιάν, φεύγοντας από την πόλη, ανακατεύτηκαν με τούς 'Αρμένιους και μετά από πολλές μάχες πού έδωσαν με τούς Τούρκους, πού συναντούσαν στον κάμπο, πέ­ρασαν το Σανσάρ ντερεσί και έφτασαν στο Μαμάχατουν. Από κει προωθήθηκαν στο Ερζερούμ και στο Σαρίκαμις, σκορπίζοντας, μαζί με τούς άλλους Ρωμιούς της Αργυρούπολης και της Άρδασας, στα ρωμαίικα χωριά του Καυκά­σου. Εικοσιπέντε χιλιάδες περίπου πρόσφυγες μαζεύτηκαν μόνο στις περιφέρειες Σαρίκαμις, Κάρς και Ατραχάν. Οι Ρωμιοί κάτοικοι της περιοχής αυτής τούς υποδέχτηκαν και τούς φιλοξένησαν αδελφικά. Όλα τα σπίτια, τα σχολεία και οι εκκλησίες των ογδόντα πέντε χωριών τους γέμισαν από πρόσφυγες.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι, με μια γρήγορη προέλαση, ανατρέποντας και την ανοργάνωτη αντίσταση των Ρωμιών τού ανατολικού Πόντου και των Αρμενίων, έφτασαν ως τα πα­λιά ρωσοτουρκικά σύνορα.
Κατά τό τέλος του κρίσιμου και ταραγμένου τούτου μήνα, τού Γενάρη τού 1918, ό Κωνσταντινίδης συγκάλεσε στη Μασσαλία ένα Ποντιακό συνέδριο, όπου παραβρέθηκαν Πόν­τιοι αντιπρόσωποι από την Αθήνα, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Αγγλία, την Αίγυπτο και την 'Αμερική. Κατά τη διάρκειά του καταρτίστηκε το πρόγραμμα δράσης για την επιτυχία του αγώνα, συγκροτήθηκε εκτελεστική επιτροπή, πάρθηκαν διάφορες αποφάσεις και στάλθηκαν τηλεγραφή­ματα στις κυβερνήσεις των Συμμάχων, ακόμα και στη νεο­σύστατη Σοβιετική Δημοκρατία. Στα τηλεγραφήματα αυτά, παρακαλούσαν τις Δυνάμεις να συνηγορήσουν για την ανεξαρτησία τού Πόντου με τούς οκτακόσιους χιλιάδες Ρω­μιούς κατοίκους του, να δοθεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και αυτοδιοίκησης του και να σχηματιστεί μια 'Ανεξάρτητη Δημοκρατία από τα ρωσικά σύνορα μέχρι τη Σινώπη παρα­λιακά, και μέχρι τη Σεβάστεια και την Αμάσεια μεσογειακά.
ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΜΗΝΑ στη Νότια Ρωσία παρατηρήθη­κε μια δεύτερη μεγάλη μετακίνηση ελληνικού πληθυσμού, εξ αιτίας τού ότι ή Σοβιετική Ρωσία, σύμφωνα με τη συν­θήκη τού Μπρέστ Λιτόφσκ, παραχώρησε στους Τούρκους τις περιοχές Κάρς και 'Αρταχάν. Ανάμεσα στους Τούρκους, Αρμένιους, Κούρδους, Τάταρους, Τσερκέζους καί Ρώσους πού κατοικούσαν στο κυβερνείο τού Κάρς, υπήρχαν και οι χιλιάδες Ποντοκαυκάσιοι, πού πριν από ένα αιώνα είχαν φύγει από τις περιοχές της Αργυρούπολης, της Χεριάνας και της Τραπεζούντας, ρίζωσαν σε τούτο τον τόπο και δη­μιούργησαν με την εργατικότητα τους και τη δραστηριότητά τους μια άνετη ζωή, κάτω από τη χαλαρή κυριαρχία των Ρώσων. Τώρα όμως, μετά τη συνθήκη τού Μπρέστ Λιτόφσκ, για να μη πέσουν στη τυραννία των μωαμεθανών, αποφάσισαν να ξεριζωθούν ξανά και να μετακινηθούν προς το εσωτερικό τού Καυκάσου. Μαζί μ' αυτές, τις τρακόσιες πενήντα περίπου χιλιάδες των Ποντοκαυκασίων, πού θα άφηναν για πάντα τα ογδονταπέντε χωριά τους, έπρεπε να μετακινηθούν και οι χιλιάδες Πόντιοι πρόσφυγες, πού κατέ­φυγαν, πριν από τρεις μήνες στο Κάρς, το Αρταχάν και το Σαρίκαμις.
Kars

Παλιοί,, λοιπόν, και νέοι Πόντιοι, φόρτωσαν πάνω στα κάρα το βιός, τούς άρρωστους και τα παιδιά τους, και με τη συνοδεία ένοπλων παλικαριών, ξεκίνησαν για τα ενδότερα της Ρωσίας. Τα ατέλειωτα καραβάνια των ογδονταπέντε με­γάλων χωριών, σα μια νέα Μετοικεσία Βαβυλώνας, πο­ρεύονταν στον τραχύ και ατέλειωτο δρόμο της νέας προσφυ­γιάς με καρτερία και σθένος ανεξάντλητο, πού μόνο μια ρά­τσα ακριτική, δυνατή και σκληροτράχηλη, σαν την ποντιακή, Θα μπορούσε να αντέξει. 
Οι αμέτρητοι φυγάδες ανεβοκατέβαιναν βουνά χιονισμένα, περνούσαν παγωμένα ποτάμια και βαθιές χαράδρες, αντιμετώπιζαν άγριες χιονοθύελλες, δοκί­μαζαν κακουχίες κάθε λογής, μάχονταν με Τούρκους και Αρμένιους άταχτους και όδευαν στο εσωτερικό του Καυ­κάσου, όπου το χάος και ή αναταραχή από το πέρασμα της επανάστασης των μπολσεβίκων, δεν εξαφανίστηκαν ολότελα. Στην πολυεθνική τούτη χώρα, οι 'Αρμένιοι, οι Κούρδοι, οι Τσερκέζοι, οι Γεωργιανοί, οι Τούρκοι, οι Ρωμιοί και οι Ρώσοι, προσπαθούσαν να επωφεληθούν από την αναμπουμπούλα και να επεκτείνουν την Ελευθερία τους οι μεν σε βά­ρος των δε, με συγκρούσεις αιματηρές και πυρπολήσεις χω­ριών. Οι Ρωμιοί πρόσφυγες του Κάρς και του Αρταχάν διέσχιζαν την φλεγόμενη περιοχή, προστατευόμενοι από έν­τεκα χιλιάδες Ποντοκαυκάσιους στρατιώτες, πού είχαν υπηρετήσει στο ρωσικό στρατό. 'Αναδιοργανωμένοι οι στρατιώτες αυτοί από μόνιμους αξιωματικούς, με επικεφαλής το στρα­τηγό Ανάνιο και το συνταγματάρχη Καλτσίδη, και εξοπλισμένοι με το υλικό πού άφησαν υποχωρώντας οι Ρώσοι, αποτέλεσαν την ανεξάρτητη ελληνική μεραρχία, πού έπαιζε το ρόλο τού διεκδικητή και τού προστάτη των ρωμαίικων συμφερόντων στον Καύκασο.
Ο στρατός αυτός, ενισχυμένος κατόπιν και με κανόνα, έγινε το φόβητρο των Τούρκων και 'Αρμενίων. Οι Ρωμιοί, κάτω από τη σκέπη του, προχω­ρούσαν προς το λιμάνι του Βατούμ, με σκοπό να επιβιβαστούν σε καράβια και να μπαρκάρουν για την ονειρευτή τους μάνα Ελλάδα. Συχνά έδινε αιματηρές μάχες σε στέπες και βουνά, για να ανοίξει δρόμο στον άμαχο πληθυσμό, ανάμεσα από τις επαναστατημένες και αλληλοσυγκρουόμενες φυλές του Καυκάσου. Και έπειτα από πολλές και αφάνταστες περιπέτειες, επικές συγκρούσεις και πορεία Ατέ­λειωτων ημερών, οι μυριάδες των Ποντοκαυκασίων έφτα­σαν στο Βατούμ.
ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ πανηγύριζαν για την τροπή πού πήραν τα πράγματα μετά τη ρωσική επανάσταση. Από την άνοιξη κιόλας τού 1918, Παλαιότουρκοι και Νεότουρκοι, εκδήλωναν ασυγκράτητοι τον έξαλλο ενθουσιασμό τους για την εγκατάλειψη τού Κάρς και τού Αρταχάν στα χέρια τους. Τούς φαίνονταν πώς τα παντουρκικά όνειρά τους έπαιρναν σάρκα και οστά με την επέκταση των συνόρων τους ανατολικά, στα πριν το 1828 σύνορα. Κατά τη συνεδρίαση της 27ης Μαρτίου στην Οθωμανική Βουλή, οι αντιπρόσωποι της Τουρκίας παραληρούσαν από ενθουσιασμό. Κραυγές χαράς, φανατισμού και αντιχριστιανικού μίσους ξεσπούσαν επί ώρες ολόκληρες στη μεγάλη αίθουσα των συνεδριάσεων. Έ­πειτα από τρία ολόκληρα χρόνια, για πρώτη φορά έφταναν ευχάριστες ειδήσεις από παντού. 0ι ρακένδυτες στρατιές τού 'Ισλάμ προχωρούσαν προς τα ανατολικά. Μετά την κατά­ληψη της Τραπεζούντας στις 10 Φεβρουαρίου, έμπαιναν στο Βαν της 'Αρμενίας και προωθούνταν στο ρωσικό και το περ­σικό έδαφος.
—Η Ρωσία έπεσε! κραύγαζαν. Οι Δυτικοί Σύμμαχοι πέφτουν!. . . Ζήτω ή Τουρκία!.
— Και ποιος μπορεί τώρα να περιορίσει τη μουσουλμα­νική κυριαρχία!
—Εμείς συντρίψαμε τούς Ρώσους με τον αποκλεισμό!. . .
—Εμείς κρατήσαμε κλειστά τα Δαρδανέλλια! . . .
Ή συνεδρίαση λύθηκε μέσα σε φρενιασμένα ξεφωνητά και ζωηρές ζητωκραυγές. Οι βουλευτές Αποχωρούσαν από την αίθουσα γεμάτοι έπαρση και ενθουσιασμό. Πριν από όλους, γρήγορα - γρήγορα, έφυγαν μερικοί Ρωμιοί βουλευ­τές της Τουρκίας, με κατεβασμένα τα κεφάλια και ζοφερές σκέψεις στα μυαλά τους. Tι θα ξημέρωνε άραγε αύριο και γι' αυτούς, αναρωτιόνταν. Ποια τύχη περίμενε τούς αδελφούς τους πού εκπροσωπούσαν, μέσα σε μιαν αφηνιασμένη από εθνικιστικό μένος χώρα;
Στην άδεια πια αίθουσα της βουλής, είχαν απομείνει τελευταίοι τρεις Τούρκοι βουλευτές της Τραπεζούντας, πού σχολίαζαν ξαναμμένοι την ανακατάληψη της πατρίδας τους από τον τουρκικό στρατό. Ο Ρωμιός βουλευτής της ίδιας πόλης, ό Ματθαίος Κωφίδης, ένας ψηλός, γεροδεμένος άν­τρας με κοντό, στρογγυλό μούσι και παχιά στριφτά μου­στάκια, πού είχε τολμήσει να μείνει στην αίθουσα ως την ώρα εκείνη, σιμώνοντας πίσω από τούς τρεις Τούρκους συμπατριώτες του, άκουσε τον ένα απ' αυτούς να λέει:
—Αρκετά υπέφερε ή πατρίδα μας. Τώρα, με την απελευθέρωση της, είναι ευκαιρία να ξεκαθαριστούν όλοι οι γκιαούρηδες. Από τους Αρμένηδες γλιτώσαμε. Ηρθε ή σειρά των Ρωμιών. Αυτοί είναι σήμερα οι χειρότεροι εχθροί μας.
Ό Κωφίδης, μόλο πού αναρρίγησε στο άκουσμα αυτής της κουβέντας, δεν έχασε τη ψυχραιμία του καί έβηξε δυ­νατά για να καταλάβουν οι συνάδελφοι και συμπατριώτες του ότι ήταν δίπλα τους και τούς άκουσε. Ό βήχας αντήχησε μέσα στην άδεια και μεγάλη αίθουσα και έκανε τούς τρεις βουλευτές να γυρίσουν πίσω τα κεφάλια τους. Ό ένας ψηλός και ξανθός άντρας, πού φαινόταν πιο ευαίσθητος, κοκκίνησε από την ταραχή του, ενώ ο άλλος, πού μίλησε προλίγου για την εξόντωση των Ρωμιών, κοίταξε τον Κωφίδη με τα μικρά κατάμαυρα μάτια του και γέλασε χαιρέκακα:
—Εσύ θα κρεμαστείς από τούς πρώτους, Ματθαίε! τού πέταξε περιπαιχτικά στα μούτρα και συνάμα άπλωσε τα χέ­ρια του στο λαιμό τού Ρωμιού βουλευτή.
— Μην τον ακούς, είπε ό ξανθός βουλευτής κοιτάζοντας καθησυχαστικά το Ρωμιό συνάδελφο του.
— Ξέρω, ξέρω, βιάστηκε να πει και ό Κωφίδης προπο­ρευόμενος. Ξέρω πώς τα λέτε για να με πειράξετε!
Με σκοτεινιασμένο το πρόσωπο, με κατεβασμένα τα χοντρά του φρύδια και καρφωμένα στο κενό τα μεγάλα αγαθά του μάτια, ο Κωφίδης προχώρησε προς την έξοδο. Πιο πέρα, έσπρωξε το φέσι του λίγο προς τα πίσω, να ξεϊδρώσει το κεφάλι του, ξέσφιξε το παπιγιόν του και βγήκε στο προαύ­λιο.


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah