Αφού
έκαμναν την εκλογή του κοριτσιού, έπρεπε να βολιδοσκοπήσουν τούς γονιούς του.
Προξενητές ή προξενήτρες επαγγελματίες, όπως στην Τραπεζούντα και
στα Κοτύωρα, δεν υπήρχαν.
Φίλη
ή φίλος ή συγγενής του νέου, μπορούσε νά μεσολαβήσει, και επέγνεν σο Ψαλάφεμαν
ή σόν ψαλαφίον, να ψαλαφά το κορίτσ'. Φορούσαν τις κάλτσες τους αχτράμια
(ανάποδα) για γούρι, για να πάει βολικά το ψαλάθεμαν . Δεν γύριζαν να δουν
πίσω, ούτε το σπίτι τους· πρόσεχαν να μη σκοντάψουν διότι αν σκόνταφταν ή
έπεφταν κάτω, ήταν κακός οιωνός.
Φθάνοντας
δε δρασκελούσαν το κατωθύρ' του σπιτιού του κοριτσιού με το δεξιό πόδι μπροστά,
για να πάνε τα πράγματα δεξιά (ευνοϊκά).
Γιά
τούς επιδέξιους αυτούς μεσάζοντες έλεγαν: Πισσών' καλά τα πουλούλια, χτίζ'
μαστοριακά τα δουλείας.
Συνήθως
οι γονείς του κοριτσιού, και αν ακόμα ήσαν σύμφωνοι ,δεν έδιναν τη συγκατάθεση
τους με το πρώτο. Γι' αυτό πήγαιναν και δεύτερη και κάποτε και τρίτη φορά,
έως ότου «έπαιρναν λόγον» οπότε «ή δουλεία εχτίουτον».
Αν
οι υποψήφιοι γαμπροί ήσαν δύο ή και περισσότεροι, προτιμούσαν τον πιο
ευκατάστατο ή τον πιο γερό κατά το σώμα, το λέει και η παροιμία: Τ' όσπιτόπο μ'
καφουλόπον κι' άντρας ι-μ' παλληκαρόπον- Δηλ. φθάνει που ο άνδρας μου είναι
παλληκάρι και δεν με νοιάζει αν το σπίτι μου είναι ο θάμνος ή καλύβα.
Αν
οί γονείς του κοριτσιού ήθελαν νά πάρουν σώγαμπρον, νά παίρ'νε άπέσ' τό
γαμπρόν, το έλεγαν κατά τον αρραβώνα. Ο σώγαμπρος ανελάμβανε υποχρεώσεις και
αποκτούσε δικαιώματα γιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου