Οσο ήμουν παιδί, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ τη μητέρα μου ικανή να προστατέψει τον εαυτό της στον έξω κόσμο, παρόλο που εμάς μας περιποιόταν και μας πρόσεχε μετά μανίας.
Η εικόνα που είχα, ότι ήταν δηλαδή αθώα και αγνή, ανίκανη να τα βγάλει πέρα στον περίπλοκο και πονηρό κόσμο, είχε παγιωθεί στο μυαλό μου.
Δεν είχε καθόλου πονηριά. Όσο ήμουν παιδί, την έβλεπα να χαρίζει μόνο την αγάπη και το τραγούδι της και κάποια στιγμή αποφάσισα να τη θέσω υπό την προστασία μου.
Δεν ήταν συνειδητή απόφαση. Μάλιστα, μόνο αργότερα, όταν άρχισα να αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια, συνειδητοποίησα ότι όντως είχα πάρει τέτοια απόφαση.
Και μόνο τότε κατάλαβα ότι και κάποια από τα αδέλφια μου είχαν επίσης θέσει τη μητέρα μας υπό την προστασία τους. Ίσως και να υπήρχαν και άλλοι λόγοι, πέρα από την έλλειψη πονηριάς και την εμφανή αθωότητα της, αλλά ποτέ, τότε, δεν είχα συνειδητοποιήσει αυτούς τους λόγους.
Δεν είχα καταλάβει ακριβώς τι της είχε συμβεί, εκτός από το ότι η οικογένειά της είχε αναγκαστεί να αφήσει το σπίτι της, κάτω απ' την απειλή των όπλων των Τούρκων. Έκανε μόνο φευγαλέες αναφορές στο χαμό της οικογένειας της, δεν άνοιγε ποτέ μεγάλη συζήτηση. Αλλά, όταν ήμασταν άτακτα, έλεγε κάπου κάπου: «Μην περιμένετε να φύγω, για να καταλάβετε πόσο με αγαπάτε». Σε ακόμα πιο σπάνιες περιπτώσεις έλεγε: «Τη μητέρα μου την αγαπούσα πιο πολύ και από τη ζωή μου». Μετά, έκλεινε τα μάτια της, για να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Σε μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις, όταν ήμουν ακόμα αρκετά μικρή, υποσχέθηκα ότι θα την πήγαινα πίσω στην Τουρκία μια μέρα για να βρει το σπίτι της.
Της έδινα πολλές υποσχέσεις όταν ήμουν παιδί. Της είχα υποσχεθεί ότι θα ζήσει για πάντα και ότι θα της αγόραζα ένα μεγάλο, όμορφο σπίτι μια μέρα γιατί, ακόμα και τότε, ήθελα να της ανταποδώσω την ευτυχία των παιδικών μου χρόνων.
Αλλά η υπόθεση της επιστροφής της στην Τουρκία ήταν μια υπόσχεση από εκείνες τις μεγαλόψυχες, καλοπροαίρετες υποσχέσεις που δίνουν τα παιδιά και δεν πραγματοποιούνται ποτέ όσα χρόνια και αν περάσουν. Πέρασαν, πράγματι, πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω ότι ήταν μια υπόσχεση που ήθελα να κρατήσω.
Όμως, μέχρι το καλοκαίρι του 1989, δεν είχαμε καταφέρει ούτε να εντοπίσουμε το χωριό της μητέρας μου στο χάρτη. Στα χρόνια που πέρασαν, ακόμα και πριν μεγαλώσω αρκετά ώστε να μπορώ να βοηθήσω στις έρευνες, οι προσπάθειες που είχαν καταβληθεί από τις μεγαλύτερες αδελφές μου είχαν όλες καταλήξει σε αποτυχία, λες και οι αναμνήσεις της μητέρας μου δεν ήταν παρά ένα όνειρο.
Και οι δικές μου αναζητήσεις στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, όπου έψαχνα τους χάρτες της Τουρκίας, δεν κατέληγαν πουθενά, ακόμα και όταν οι χάρτες είχαν εκδοθεί στη Γαλλία και στη Βρετανία πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε κάθε χάρτη έψαχνα προσεκτικά στα βουνά της οροσειράς του Πόντου, νότια της Μαύρης Θάλασσας, εκεί που βρίσκονταν τα χωριά της μητέρας μου, αλλά δεν έβρισκα καμία αναφορά σε αυτά: τα τρία ελληνικά χωριά που τα έλεγαν Αϊοντόν.
Γνωρίζαμε ότι μερικά από τα ελληνικά ονόματα των πόλεων και των χωριών είχαν αλλάξει μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ (που έγινε αργότερα γνωστός ως Ατατούρκ, δηλαδή «Πατέρας των Τούρκων») είχε νικήσει τους αντιπάλους και είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Τουρκίας. Στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει και να εξαφανίσει τις εθνικές μειονότητες από τη χώρα, ο Ατατούρκ είχε εφαρμόσει μια σειρά νέων μέτρων.
Άλλαξε το όνομα της περίφημης Κωνσταντινούπολης -που παλαιότερα λεγόταν Βυζάντιο- σε Ισταμπούλ και πολλά άλλα ελληνικά τοπωνύμια εκτουρκίστηκαν. Οι μαύροι φερετζέδες που κάλυπταν τα πρόσωπα των γυναικών καταργήθηκαν, όπως καταργήθηκε και η αραβική γραφή της τουρκικής γλώσσας που αντικαταστάθηκε από λατινικούς χαρακτήρες, ώστε η τουρκική γλώσσα να απλοποιηθεί και να γίνει πιο προσιτή σε άλλα έθνη.
Εφαρμόστηκαν εκπαιδευτικά προγράμματα με στόχο τη μείωση του αναλφαβητισμού και η μονογαμία αντικατέστησε το προηγούμενο καθεστώς που επέτρεπε τους γάμους των Τούρκων με πολλές γυναίκες. Όλα αυτά έγιναν σε μια προσπάθεια ευθυγράμμισης της Τουρκίας με τις νοοτροπίες της Δύσης.
Η πιο δραματική, όμως, αλλαγή στην Τουρκία ήταν η σφαγή 1.500.000 Αρμένιων, 750.000 Ασσύριων και 353.000 Πόντιων Ελλήνων, καθώς και οι σκληρές πορείες θανάτου προς την εξορία 1.500.000 Ελλήνων της Τουρκίας. Στις εξουθενωτικές αυτές πορείες θανάτου, αναρίθμητοι άλλοι Πόντιοι έχασαν τη ζωή τους. Κι όλα αυτά την περίοδο 1915-1923. Αυτή η γενοκτονία, που κατ ευφημισμό μόνο ονομάστηκε «εθνική εκκαθάριση» και «επανεγκατάσταση», αφάνισε τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις χριστιανικές μειονότητες στην Τουρκία και σήμανε το τραγικό τέλος της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού στη Μικρά Ασία, μετά από αδιάλειπτη παρουσία 3.000 ετών.
Τόσα πολλά είχαν αλλάξει τόσο στην Τουρκία όσο και στη ζωή της μητέρας μου από το 1920, τότε που εκείνη, σε ηλικία δέκα ετών, αλλά και όλοι οι κάτοικοι των χωριών της αναγκάστηκαν να βαδίζουν προς την εξορία. Είναι πολύ πιθανό να μην θυμόταν και πολύ καθαρά το όνομα του χωριού της - άλλωστε είχαν περάσει εβδομήντα χρόνια. Εγώ, πάντως, ουδέποτε αμφισβήτησα το μνημονικό της.
Σε μια από τις επισκέψεις που έκανα στη μητέρα μου το καλοκαίρι του 1989 -ήταν τότε εβδομήντα εννέα ετών- της πρότεινα να ξεκινήσουμε το ταξίδι για την αναζήτηση του σπιτιού της το συντομότερο δυνατό.
Ακόμα δε γνωρίζαμε πού θα μας οδηγούσαν οι έρευνες μας, ούτε και τι θα βρίσκαμε αν, κατά τύχη, καταφέρναμε να φτάσουμε στον πολυπόθητο προορισμό μας. Είχαμε ακούσει όλες τις συνηθισμένες ιστορίες τρόμου για την Τουρκία, ενώ η μητέρα μου είχε προσωπική εμπειρία της βαναυσότητας που θα μπορούσε να επιδείξει η χώρα αυτή.
Μετά από ένα σχεδόν αδιόρατο δισταγμό, η μητέρα μου χαμογέλασε.
«Περίμενα μια ζωή», είπε. «Οι βαλίτσες μου είναι έτοιμες».
Thea Halo
"OYTE TO ONOMA MOY"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου