ΤΑΜΑΜΑ Μέρος 9ο

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Τα χειρότερα έγιναν τον Ιούνιο του 1915. Ξαφνικά με διαταγή από Κωνσταντινούπολη, σε όλα τα σημεία της Αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν Αρμένιοι, οι τοπικές αρχές έβγαζαν ντελάληδες και καλούσαν τους Αρμενίους να συγκεντρωθούν με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν.
 Ήδη εδώ και ένα χρόνο υπήρχαν φήμες και υποψίες, ότι οι Αρμένιοι ετοίμαζαν κάποια ένοπλη εξέγερση, ενάντια της Αυτοκρατορίας. Είχαν, λέει, σχέδια να ιδρύσουν κράτος σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα έφτανε μέχρι την Σαμψούντα. 
Κάτι επεισόδια, που έκαμαν οι Αρμένιοι στην περιοχή του Βαν, ήταν η αφορμή για τους εκτοπισμούς, που άρχισαν τον Ιούνιο του 1915. 
Στην Έσπιε δεν υπήρχαν Αρμένιοι, αλλά οι φήμες για ό,τι συνέβαινε έφτανε μέχρι και την Έσπιε. Και τί φήμες; Οι εκτοπισμοί στα ενδότερα κατέληγαν σε σφαγές και λεηλασίες, που όμοιες τους δεν ξανάζησε ο τόπος.
 Ο Παπαγιάννης είχε μόνον ένα φίλο Αρμένη. Αυτός ζούσε στην γειτονική Τρίπολη. Είχε μπακάλικο και διέθετε την πιο ονομαστή ποικιλία, από μπαχαρικά και βότανα, από διάφορα μέρη του κόσμου. Τον έλεγαν Κιρκόρ Κιρετσιάν.
 Κάθε φορά που πήγαινε στην Τρίπολη, ο Παπαγιάννης και πήγαινε τουλά­χιστον δύο φορές τον χρόνο, έπρεπε να περάσει από το μαγαζί του Κιρκόρ, να πιει μαζί του καφέ, να ψωνίσει μπαχαρικά, όχι μόνο για το σπίτι του, αλλά και για άλλους φίλους του στην Έσπιε, που του είχαν δώσει παραγγελίες. 
Ο νους και η ανησυχία του Παπαγιάννη για την τύχη του φίλου του Κιρκόρ και της οικογένειας του, ήταν μεγάλη. Οι ειδήσεις, που έφταναν από ταξιδιώτες, που έρχονταν από Σαμψούντα, Τρίπολη, Κερασούντα και Τραπεζούντα, μίλα­γαν γι' αγριότητες, που δεν μπορούσαν οι απλοί άνθρωποι της Έσπιε να τις πιστέψουν.
 Φόβος έπιασε με τον καιρό και τους Χριστιανούς Ρωμιούς της Μαύρης Θάλασσας. Η ανησυχία του Παπαγιάννη για τον Κιρκόρ με τον καιρό έσβησε, γιατί άρχισε στον παπά και σε όλους η ανησυχία για τους ίδιους του εαυτούς τους.
 Όταν τον Σεπτέμβρη πήγε ο Παπαγιάννης στην Τρίπολη, για δουλειές, πέρασε και από το μαγαζί του Κιρκόρ. Τί να δει; Το μαγαζί έστεκε ανοικτό και έρμο, σαν ναυαγημένο καράβι, που τα κύματα πέταξαν στην στεριά. Ούτε πόρτα έμεινε, ούτε ράφι. Ένας άδειος χώρος. 
Τρομαγμένος από το θέαμα ο Παπαγιάννης, τράβηξε τα γένεια του, με τα χέρια του και αναστενάζοντας, είπε, εντελώς ασυναίσθητα και ψιθυριστά. Ω, βάι, βάι. Δεν τόλμησε καν να ρωτήσει τους γείτονες του Κιρκόρ, τί έγινε, ή πως έγιναν όλα αυτά. Με φόβο μεγάλο, απομακρύνθηκε από την περιοχή, χωρίς να κοιτάζει πίσω του.
Ο Χειμώνας του 1915 με 1916 πέρασε βαρύς και άραχνος. Μπορεί να μη ήταν βαρύ το κρύο, αλλά ήταν πολύ βαρύ το κλίμα. Καταργήθηκαν τα πατροπαράδοτα παρακάθια, που ομόρφαιναν τις ατέλειωτες νύκτες του χειμώνα. Και τί ωραία παρακάθια; Τί δεν έλεγαν και τί δεν μάθαιναν ο ένας από τον άλλο, σ' αυτά τα άγια παρακάθια. Δίστιχα, τραγούδια, θρύλοι και παραμύθια.
Όλοι μαζεύονταν νωρίς-νωρίς σπίτια τους, μόλις βρά­διαζε, και τον χειμώνα βραδιάζει νωρίς. Έτσι νεκρώθηκε η Έσπιε, σαν σε κακό προμήνυμα για ό,τι επρόκειτο να επέλθει. Και ό,τι επήλθε ήταν χειρότερο από λαίλαπα.
Τα πρώτα κακά μαντάτα έφτασαν στην Έσπιε τον Μάρτιο, προτού ακόμη αρχίσει η άνοιξη του 1916. Η Ρωσσία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία. Ο Ρωσσικός στρατός μπήκε στα εδάφη της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια στρατιά από το Βατούμ, κατά μήκος των παραλίων, κατευθύνεται προς την Τραπεζούντα και μια άλλη από το Καρς, βαδίζει προς τα ενδότερα. Χαλασμός Κυρίου.
Οι πρώτοι πρόσφυγες, από τα ανατολικά παράλια, άρχισαν να καταφθάνουν. Ήσαν οι περισσότεροι Μουσουλ­μάνοι άνδρες, που έφευγαν από φόβο, για την επέλαση των Ρώσσων. Σε λίγο το κύμα των προσφύγων έγινε πραγμα­τικός χείμαρρος.
Ανθρωποι ταλαιπωρημένοι, με άγριες φυσιογνωμίες, κατέφθαναν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του Δυτικού Πόντου. Φήμες υπήρχαν, ότι μέσα στο ρωσικό στρατό υπηρετούσαν Αρμένιοι, οι οποίοι έρχονταν με άγριες διαθέσεις, για αντίποινα. Αυτές οι διαδόσεις μεγάλωναν την αγωνία και την φυγή των Μουσουλμάνων.
 Όσο προχωρού­σε δυτικότερα ο ρωσικός στρατός, τόσο μεγάλωνε το κύμα των προσφύγων. Η Έσπιε γέμισε με πρόσφύγες μουσουλ­μάνους. Οι πόρτες των σπιτιών του Αδαμίδη, του Γραμματίδη και του Μποζατζίδη παραβιάστηκαν, για να μπουν μέσα πρόσφυγες. Αυτή την φορά όλα έγιναν αυτόματα και κανείς δεν ρωτήθηκε πια, αλλά και κανείς δεν τόλμησε να αντιδράσει.
Η μεγάλη είδηση, που τρόμαξε τους μουσουλμάνους δεν άργησε να έλθει. Στις 16 Απριλίου 1916 μπήκε ο ρώσσικος στρατός μέσα στην πρωτεύουσα των Κομνηνών, στην Τρα­πεζούντα. 
Ο φόβος ήταν μεγαλύτερος εξ αιτίας τις φήμες, που κυριαρχούσαν παντού, ότι μέσα στον στρατό τον ρωσικό υπάρχουν πολλοί Αρμένιοι, που με μίσος ζητού­σαν εκδίκηση, για ό,τι έγινε στο έθνος τους, ένα χρόνο πριν, μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένοχοι και αθώοι για το έγκλημα, που είχε γίνει, αισθανόταν, μεγάλο φόβο, γιατί ήσαν βέβαιοι, ότι η εκδίκηση δεν κάνει διάκριση ανάμεσα, σε ενόχους και αθώους. Πίστευαν, ότι όλοι οι μουσουλμάνοι, θα ήσαν στα χέρια των Αρμενίων, έρμαιοι για το κακό που είχε γίνει.
Όταν ο ρωσσικός στρατός έφτασε στην Γόμουρα, την σημερινή Γιόμρα, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον Πυξίτη ποταμό, ανατολικά της Τραπεζούντας, ήταν πια θέμα ωρών η πτώση της Τραπεζούντας. 
Κάτω από την βεβαιότητα αυτή, η Τουρκική Διοίκηση κάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και τους Έλληνες προύχοντες, στους οποίους παρέδωσε την πόλη και την τύχη των πτωχών κυρίως μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, που δεν είχαν τρόπο να φύγουν και θα έμεναν εκεί.
Χαρακτηριστική ιστορικά η ημέρα της παρα­δόσεως. Ο βαλής της Τραπεζούντας, Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή και ο αντιπρόσωπος της νεοτουρκικής κυβέρνησης στον Πόντο, Αλή Ριζά, άφησαν την πόλη, σε μια προσωρινή κυβέρνηση-Διοίκηση, μ' επικεφαλής τον μητροπολίτη Χρύ­σανθο και μέλη τον διευθυντή της αστυνομίας, τον Διοικητή της Χωροφυλακής, τον Γ.Φωστηρόπουλο, τον Π. Γραμματικόπουλο και τον Γ. Κογκαλίδη.
 Στην σύντομη τελετή παρα­δόσεως, ο Βαλής Αζμή, είπε στον Χρύσανθο: "Από τους Έλληνες πήραμε την χώρα αυτή και στους Έλληνες την επιστρέφουμε''. Έτσι την ώρα, που στις 16 Απριλίου 1916 έμπαιναν οι Ρώσσοι στην Τραπεζούντα, δεν βρήκαν Διοί­κηση Τουρκική, αλλά τους υποδέχτηκε ελληνική Διοίκηση και όχι μόνον.
 Όλος ο χριστιανικός λαός της Τραπεζούντας και των γύρω χωριών, χύθηκαν στους δρόμους με δάκρυα στα μάτια, πιστεύοντας όλοι, ότι το όνειρο γενεών, εκείνη τη στιγμή γινόταν πραγματικότητα. Μέσα σε 24 ώρες, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος έμαθε την λειτουργία ρωσικά και μέσα στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου έγινε λειτουργία και δοξολογία προς τιμήν του Ρωσσικού Στρατού και των αξιωματικών, που είχαν μπει στην Τραπε­ζούντα. 
Τέτοιος ήταν ο ζήλος των Τραπεζούντιων, ώστε σε σύντομο χρόνο, όλοι είχαν μάθει σχετικά ρωσικά, για να μπορούν να συνομιλούν με τους σωτήρες του Έθνους. Και ενώ εδώ ανατολικά, ο ελληνισμός πανηγύριζε, στα δυτικά του Πόντου το κακό μεγάλωνε.
 Ο ρωσικός στρατός προ­χωρούσε σχεδόν χωρίς αντίσταση, μέχρι τον ποταμό Χαρσίτ (Χαρσιώτη) κοντά στην Τρίπολη. Εκεί ο Τουρκικός στρατός προέταξε άμυνα, μετά την συνεχή οπισθοχώρηση,με αποτέλεσμα να καθηλωθεί εκεί ο ρωσικός στρατός, μέχρι την στιγμή, που με την κήρυξη της Οκτωβριανής επανάστασης και την αλλαγή Πολιτικής και την δημιουργία των Σοβιέτ, να φύγει ο στρατός αυτός εν διαλύσει και να αφήσει έρημους τους Χριστιανούς και του Ανατολικού Πόντου, με γκρεμισμένα όλα τους τα όνειρα.
Όσο καιρό όμως έμενε ο στρατός ο ρώσικος στον ανατολικό Πόντο, ο ελληνισμός ζούσε σε ανάσταση. Τελε­τές, παρελάσεις και εφημερίδες, μέσα στην μέθη της μεγάλης Ιδέας, κρατούσαν όλο τον λαό σε εθνική ανάταση. 
Στον Δυτικό Πόντο, όμως το έγκλημα ανενόχλητο σάρωνε τους Χριστιανούς. Ιδιαίτερα η ύπαρξη δύο εξουσιών στην Τουρκία την εποχή εκείνη, δημιουργούσε ένα χάος, μέσα στο οποίο, εκινούντο όλοι οι Τυχοδιώκτες και οι εγκληματίες του Κοινού Ποινικού Κώδικα. Σε ποιά εξουσία να διαμαρτυρηθούν οι Χριστιανοί; Κάθε εξουσία ήθελε να έχει καλές σχέσεις με τα κακοποιά αυτά στοιχεία, για την δική της, εν καιρώ επικράτηση. Οι Χριστιανοί διαμαρτύρονταν σε κουφά αυτιά.
Ο Δρόμος προς την Εξορία

Όλη η παραλία της Μαύρης Θάλασσας, δυτικά του Χαρσιώτη ποταμού, νεκρώθηκε. Τσετέδες έμπαιναν στα χωριά τα χριστιανικά, για να πάρουν δήθεν εκδίκηση. Στην ουσία λήστευαν τους άμοιρους χωρικούς, έκαιγαν σπίτια για εκφοβισμό και τσαμπουκά.
 Όποιος τολμούσε ν' αντι­σταθεί, έβρισκε επί τόπου τον θάνατο. Το καλοκαίρι εκείνο του 1916, ήταν το πιο ζεστό. Και ήταν το μοναδικό καλοκαίρι, στην ιστορία της Έσπιε, που κανείς δεν ξεκίνησε να πάει στα παρχάρια στα μέσα Ιουνίου, όπως γινόταν κάθε χρόνο. Δεν πήγαν ούτε οι μουσουλμάνοι.
 Όλοι φοβό­ντουσαν ν' αφήσουν τα σπίτια τους έρημα. Πάλι μαζεύ­τηκαν οι χριστιανοί για να κόψουν τα χόρτα του Εμίρ Αγά. Αυτή την φορά οι μπράβοι του Αγά, έσπρωχναν τους Χριστιανούς προκλητικά, ζητώντας και επιζητώντας καυγά. Οι άμοιροι οι Χριστιανοί τα υπέφεραν όλα καρτερικά, ελπίζοντας, ότι δεν θα γίνουν χειρότερα και ότι γρήγορα θα διόρθωνε η κατάσταση στο όμορφο χωριό τους. 
Κανείς δεν συζητούσε τα γεγονότα, κανείς δεν έκαμε κριτική. Οι χρόνοι ήσαν πονηροί και η σιωπή ήταν το μόνον σίγουρο φάρμακο. Τα παιδιά δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους, για να παίξουν. Κάποτε αλώνιζαν όλη την Έσπιε. Φόβος έπιασε και τα παιδιά.
 Η Ταμάμα, με τ' αδέλφια της, έπαιζαν με τον μικρό αδελφό της Αλέκο, στην αυλή του σπιτιού της. Η μεγαλύτερη απόσταση και αλλαγή ήταν να πάνε μέχρι την αυλή της θείας της Ελένης και του θείου Κώστα. Το σπίτι του θείου Κώστα ήταν πολύ κοντά και οι αυλές τους δεν χώριζαν. Και τα δύο σπίτια είχαν κοινό ντουβάριώρισμα, που δημιουργούσε ένα μεγάλο κύκλο, μέσα στον οποίο ήσαν τα σπίτια των δύο αδελφών, του Κωστή και του Παπαγιάννη.
 Όσο ασθενικός και αρρωστιάρης ήταν ο θείος Κώστας, τόσο ανδρογυναίκα ήταν η θεία Ελένη. Τα παιδιά του παπά ήταν η χαρά τους, μια και οι δυο τους έτυχε να μην αποκτήσουν ποτέ παιδιά. Με τις ώρες έπαιζαν μπροστά στην αυλή της θείας Ελένης. 
Τα γλυκά και οι περιποιήσεις της θείας Ελένης ήταν η αιτία, που τα παιδιά, τις πιο πολλές ώρες, ήσαν στην αυλή της θείας παρά στην δική τους. Εξάλλου στην δική τους αυλή πάντοτε τους περίμενε κάποια δουλειά του σπιτιού. 
Πολύ συχνά η Κερεκή φώναζε τις δύο μεγαλύτερες κόρες για δουλειές του σπιτιού της και τότε έμεναν στην θεία Ελένη μόνον η Ταμάμα με τον μικρό Αλέξανδρο. Η μεγαλύτερη χαρά όλων των παιδιών ήσαν τα παρχάρια. Κάθε χρόνο, μέσα Ιουνίου, ξεκινούσαν με πομπές, για τα παρχάρια της Έσπιε, που απέχουν γύρω στα 25 χιλιόμετρα.
Τι γιορτή, τι χαρά; Στόλιζαν τις αγελάδες με πουσκούλια και άλλα στολίδια και ξεκίναγαν όλοι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, τραγουδώντας για τα παρχάρια. Πάνω στις άδενδρες πλαγιές, περίμεναν τα ζώα για τροφή και τα παιδιά για να παίξουν. 




Γιώργος Ανδρεάδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah