ΤΑΜΑΜΑ Μέρος 6ο

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013


Έβγαλε ο παπάς γρήγορα τα ιερά άμφια του και γρήγορα όπως βγήκαν και μερικές γριές, που ήσαν μέσα, για προσευχή, έκλεισε την εκκλησία και μαζί με τον ντελάλη κατευθύνθηκε στο σπίτι του Μουχτάρη Ισμαήλ. 
Αυτό δεν είχε ξαναγίνει και ο άμοιρος παπάς δεν ήξερε με το μυαλό του, τί να συμπεράνει. Μόλις έφτασε στο σπίτι του Ισμαήλ, αμέσως τον οδήγησαν στον Μουσαφίρ οντά, όπου ήσαν καθισμένοι στα μιντέρια, πολλοί μουσουλμάνοι συγ­χωριανοί του. Πρόλαβε ο Παπαγιάννης, ανάμεσα σε όλους, να διακρίνει, ότι ήταν εκεί και ο φίλος του, ο Ιμπραχήμ. Δίπλα στον Μουχτάρη, καθόταν ένας άγνωστος ζαπτιές (χωροφύλακας) Αυτός, ήρθε από την Τρίπολη, το προηγού­μενο βράδυ.
 Εκεί ήταν και ο χότζας της Έσπιε. Μ' αυτόν δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις ο Παπαγιάννης. Σαν ιερωμένοι, εκ­προσωπούσαν αντίθετες θρησκείες και αυτό τους κρατούσε σε απόσταση. Κακία όμως ανάμεσα τους δεν υπήρχε. Το θέαμα αυτό ανησύχησε πιο πολύ τον Παπαγιάννη. Κάτι σοβαρό πρέπει να συμβαίνει.
 Όλοι ανασηκώθηκαν ελαφρά, για να καλωσορίσουν τον παπά, που ήδη μουδιασμένος, κάθισε οκλαδόν στην θέση, που του υπέδειξαν. Ο Ζαπτιές, στα χέρια του, κρατούσε κάτι χαρτιά, που τα έφερε μαζί του, από την Τρίπολη
Την σιγή διέκοψε η βαριά φωνή του Μουχτάρη Ισμαήλ. Παπαεφέντη, είπε, ξέρεις, ότι οι δικοί σας ξεσπίτωσαν τους δικούς μας, τους ρήμαξαν, τους λήστεψαν και ρακένδυτοι όσοι επέζησαν, ήρθαν πρόσφυγες στα μέρη μας. Η κυβέρνηση μας διέταξε, είπε, και έδειξε τον Ζαπτιέ, που είχε έρθει από την Τρίπολη, να τους αποκατα­στήσουμε σε χωριά και σπίτια, που άφησαν οι δικοί σας κλειστά.
 Ξέρετε, ότι τρία τέτοια σπίτια μένουν στον μαχαλά σας κλειστά, εδώ και χρόνια και είναι κρίμα οι άνθρωποι μας, να μείνουν στην ερημιά, τώρα που έρχεται ο χειμώνας. Μάθαμε, ότι τα κλειδιά τα έχεις εσύ και σε καλέσαμε, για να μας τα δώσεις, να ανοίξουμε τα σπίτια αυτά, να τακτοποιη­θούν οι άνθρωποι μας και τα μωρά τους. Εάν δεν έχεις τα κλειδιά, ή τα έχασες, θα αναγκαστούμε να σπάσουμε τις πόρτες. Αυτό, το είπε, γρήγορα ο Ισμαήλ, για να προλάβει τυχόν υπεκφυγή του Παπαγιάννη.
Ο Παπαγιάννης σάστισε. Αυτοί είχαν κάνει συμβούλια, επί συμβουλίων, από χθες το βράδυ και αυτά που άκουγε ήσαν αποφάσεις-διαταγές. Ποτέ ο Ισμαήλ δεν μίλησε έτσι στον παπά, αλλά και όση ώρα μιλούσε, δεν κοίταγε στα μάτια τον παπά. Ήταν σαν να μεταβίβαζε ξένες αποφάσεις, ήταν σαν να έλεγε κάτι, που δεν έβγαινε από την καρδιά του. Ο Παπαγιάννης κοίταξε αμήχανα, ένα, ένα και το βλέμμα του καρφώθηκε επάνω στον Ιμπραχήμ.
Ο Ιμπραχήμ ήταν παιδικός του φίλος και δεν τους χώριζε τίποτα. Κάθε ένας, που πλησίαζε το βλέμμα του παπά, κοίταζε το πάτωμα και ιδιαιτέρως ο Ιμπραχήμ.
Γρήγορα ο Παπαγιάννης κατάλαβε, ότι οι συγχωριανοί του δεν ήσαν, κατά βάθος, σύμφωνοι με την λύση αυτή, αλλά είχαν πιεσθεί. Μπορεί να ήσαν μουσουλμάνοι συμπατριώ­τες οι πρόσφυγες, αλλά γι' αυτούς ήταν πιο συμπατριώτες οι ρωμιοί ξενιτεμένοι από την Έσπιε. Αυτό έδωσε θάρρος στον Παπαγιάννη. Μόλις συνήλθε τους είπε:
- Εμείς οι χριστιανοί, είμαστε και από την πίστη μας υποχρεωμένοι, να συνδράμουμε και να βοηθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς, που, αφού, κακιά μοίρα, έχασαν τα υπάρχοντά τους, κατέληξαν στα μέρη μας, σαν πρόσφυγες. 
Από την άλλη μεριά, συμπατριώτες μας, μας εμπιστεύτηκαν τα σπίτια τους και έτυχε να δώσουν σε μένα τα κλειδιά τους. Και αυτοί αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν, γιατί αυτή μας η γη δεν μπορούσε πια να τους συντηρήσει. 
Νομίζω ότι όλο το χωριό μας, όλη η Έσπιε, χριστιανοί και μουσουλμάνοι μπορούμε να βοηθήσουμε τις τρεις ξεριζωμένες οικογένειες, που θα μας έρθουν, χωρίς να καταστρέψουμε τα σπίτια των συμπατριωτών μας. Λόγω πίστης και εθίμων, θα πρέπει να τους φιλοξενήσετε στον μαχαλά σας, όπως και όπου μπορείτε. Εμείς είμαστε όλοι πρόθυμοι να σας βοηθήσουμε με ρούχα και φαγώσιμα.
 Εάν όμως επιμένετε να πάρετε τα σπίτια των απόντων συμπατριωτών μας, εγώ δεν μπορώ να σας δώσω τα κλειδιά, όπως δεν θα έδινα αν επρόκειτο και για δικά σας σπίτια. Εφόσον όμως θέλετε να πραγματοποιήσετε μια τέτοια απόφαση και για να μη σπάσετε τις πόρτες και γίνει κάτι, που ούτε οι πατέρες σας, ούτε οι πατέρες μας, τόλμησαν να κάμουν ποτέ, εγώ θα παραδώσω τα κλειδιά στον φίλο μου Ιμπραχήμ, για να τα παραδώσει αυτός. Εάν αυτό, που θα κάμετε, είναι σωστό, να έχετε και την ευλογία του Μεγάλου Θεού. Εάν δεν είναι σωστό, το κρίμα σε σας, τα κλειδιά των σπιτιών τα έχω στην εκκλησία, ας έλθει, μαζί μου, ο Ιμπραχήμ, για να του τα παραδώσω.
Αυτά είπε ο Παπαγιάννης και χωρίς να περιμένει να δει αν θα ερχόταν ο Ιμπραχήμ μαζί του, ή όχι, προχώρησε στην εξώπορτα, για να φύγει.
Βουβοί, όλοι παρακολουθούσαν τον παπά, καθώς έφευγε. Μόλις έφυγε ο Παπαγιάννης την σιωπή διέκοψε ο Ζαπτιές, που ήρθε από την Τρίπολη. Με βλοσυρή φωνή, τους είπε:
Τρίπολη

- Είδατε τον γκιαούρη; Όλοι αυτοί είναι φίδια στον κόρφο μας. Κανονικά η Τουρκία δεν θα ησυχάσει, αν δεν ξεπαστρευτούν όλοι τους. Η Τουρκία στους Τούρκους. Όπως αυτοί οι άπιστοι σκοτώνουν και ξεσπιτώνουν τους δικούς μας, έτσι και εμείς. Όχι να καθόμαστε και να τους ρωτάμε και να ζητούμε την άδεια τους, για να τακτο­ποιήσουμε ανθρώπους μας, σε έρημα σπίτια, που άφησαν φυγόστρατοι, που δεν ήθελαν να υπηρετήσουν την πατρίδα. Η Τουρκία στους Τούρκους.
Τα λόγια αυτά φόβισαν όλους τους παρευρισκόμενους. Όλοι κάτι είχαν ακούσει για Νεότουρκους και για Κομιτάτο.
Αλλά τι σχέση είχε η Έσπιε με όλα αυτά; Δεν ήξεραν τι να πουν. Να καταστρέψουν σπίτια συμπατριωτών τους, για να βολέψουν ταλαιπωρημένους, αλλά αγνώστους ομοδόξους; Σύγχυση έπιασε όλους και κανείς δεν μιλούσε. Στην αίθουσα ακόμη αιωρείτο ο απόηχος από τα λόγια του ζαπτιέ.
Την σιωπή έσπασε ο Ιμπραχήμ. Ο λόγος του παπά, ότι τα κλειδιά θα τα δώσει σ' αυτόν, βάραινε επάνω του σαν πέτρα.
-     Αδέλφια, είπε δεν ξέρω, τι θέλει να μας πει, ο σεβαστός Ζαπτιές αλλά εμείς εδώ στην Έσπιε δεν είχαμε και δεν έχουμε διαφορές με τους ρωμιούς γείτονές μας. Μαζί μεγαλώσαμε, όπως μαζί μεγάλωσαν και οι πατέρες μας και οι παππούδες μας. Ποτέ δεν μάτωσε μύτη, τουναντίον πάντοτε βοηθούσαμε, ο ένας, τον άλλο. 
Αυτούς τους συμπα­τριώτες μας, που θα έρθουν σαν πρόσφυγες, ούτε τους ξέρουμε, ούτε συγγενείς μας είναι. Αφού από Αλλάχ είχαν αυτήν την μοίρα, εμείς πρέπει να τους βοηθήσουμε. Όπως είπε ο Παπαγιάννης, όλοι θα βοηθήσουμε, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Προτείνω στην άκρη του μαχαλά μας, να κτίσουμε, τις επόμενες μέρες, τρία σπιτάκια, όλοι μαζί και μόλις έρθουν, να τους τακτοποιήσουμε. Μετά γυρνώντας προς τον ζαπτιέ, σαν να ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε δέσμευση ως προς το μέλλον είπε. Ας έλθουν να ζήσουν μαζί μας. Εάν είναι καλοί άνθρωποι και νοικοκυραίοι θα μείνουν, αν όμως είναι κακοί και κλέφτες, μα τον Ρεπή, εγώ θα είμαι ο πρώτος, που θα τους διώξω από την Έσπιε μας.
Στην πρόταση του Ιμπραχήμ, συμφώνησαν όλοι οι προύχοντες μουσουλμάνοι. Ο Ζαπτιές δυσαρεστημένος κάπως, τους είπε:
- Και όμως η εντολή είναι να μπουν στα σπίτια των φυγόστρατων.
Τότε ο Μουχτάρης Ισμαήλ είπε:
-     Εάν αποκατασταθούν οι πρόσφυγες, όπως πρότεινε ο Ιμπραχήμ, τι ενδιαφέρει την Διοίκηση στην Τρίπολη, που και πώς τους βολέψαμε; Μπρος στην επιμονή όλων και παρ' όλη την δυσαρέσκειά του, ο Ζαπτιές την ίδια ημέρα έφυγε για την Τρίπολη. Αδικα ο Παπαγιάννης περίμενε τον Ιμ­πραχήμ στην εκκλησία, για να του δώσει τα κλειδιά. Ο Ιμ- πραχήμ δεν μπορούσε να χαλάσει μια παράδοση, που χρόνια ζούσε η Έσπιε, από πατέρα και παππού. Οι Εσπιελήδες ήσαν όλοι ενωμένοι, απέναντι σε οποιονδήποτε, δεν ήταν από την Έσπιε.
Έτσι ήταν επί αιώνες, έτσι ήταν και τώρα. Δεν ήταν όμως έτσι και μετά, όταν αυτά τα πρώτα σύννεφα έγιναν βροχή και τι βροχή; Σκέτη νεροποντή, που σάρωσε τα πάντα και για πάντα. Το βράδυ ήρθε, στο σπίτι του Π απαγιάννη, ο Ιμπραχήμ και του ανήγγειλε την από­φαση, που πήραν, να κτίσουν μέσα στο μουσουλμανικό μαχαλά, τρία σπιτάκια για τους πρόσφυγες.
 Ο Παπαγιάννης αγαλλίασε από χαρά και υποσχέθηκε να καλέσει όλους τους χριστιανούς, να βοηθήσουν στο κτίσιμο, ώστε σε δέκα μέρες, που θα έρχονταν οι άμοιροι πρόσφυγες, να είναι όλα έτοιμα. Έτσι και έγινε. 
Το Σεπτέμβριο του 1914 αποκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες και το συμβάν άρχισε να ξεχνιέται. Οι νέοι πρόσφυγες, μέσα στην κακομοιριά τους και βγαλμένοι από άλλη κουλτούρα και άλλα έθιμα, είχαν βέβαια και τις καθημερινές προστριβές τους, κακό αναπόφευκτο για κάθε νεοφερμένο, μέχρις ότου εγκλιματιστεί στον νέο τόπο. 
Αλλά και αυτές τους οι προστριβές, αφορούσαν τους μουσουλ­μάνους γείτονες τους και πολύ σπάνια ρωμιούς, που ήσαν πολύ μακρύτερα, από το σημείο, που κατοικούσαν αυτοί. Σε λίγο μπήκε και ο Χειμώνας και έτσι όλα ήσαν πάλι ήσυχα, όπως ήσυχα ήταν πάντα στην Έσπιε.

Ο Δεκέμβριος μπήκε αγριεμένος. Τα βουνά της Έσπιε, στο βάθος νότια, γέμισαν χιόνια και ο αέρας ήταν πολύ παγωμένος. Όλο τον χειμώνα και σχεδόν κάθε εβδομάδα, όλο και κάποιος επισκέπτης θα ερχόταν στο σπίτι του Παπαγιάννη, για παρακάθι, για να μιλήσει με τον παπά και να παρακολουθούν το μεγάλωμα του μικρού Αλέξανδρου. Σιγά, σιγά η Έσπιε ολόκληρη μπήκε πάλι στην καθημερινή ρουτίνα και το μεγάλο γεγονός της γέννησης του γιού του παπα, άρχισε να μην είναι πια επίκαιρο.
Πολύ συχνά ερχόταν και ο φίλος του, ο Ιμπραχήμ. Οι συζητήσεις με τον Ιμπραχήμ, άρχισαν να διαφέρουν. Χρόνια τώρα οι χωρικοί της Έσπιε, στα αμοιβαία παρακάθια τους, μιλούσαν για τους παλιούς τους, για τους προγόνους τους, για τους ξενι­τεμένους τους, για τις σοδειές τους και για τα καθημερινά προβλήματα του μόχθου τους, με την γη που δούλευαν.
Φέτος και κάθε φορά, που ερχόταν ο Ιμπραχήμ, μετέφερε τα όσα ακουγε, από τις επιμέρους συζητήσεις, που είχάν οι μουσουλμάνοι, πολλά τα μπέρδευε και ο ίδιος, αλλά πάντοτε επεδίωκε να ακούσει την γνώμη του Παπαγιάννη, τον οποίο εκτιμούσε και αγαπούσε πολύ. 
Εξάλλου ο Παπαγιάννης ήξερε γράμματα, μπορούσε και διάβαζε βιβλία και αυτό για τον Ιμπραχήμ ήταν πολύ μεγάλο πράγμα και το σέβονταν απεριόριστα. Οι χωρικοί της Έσπιε όμως και ανάμεσα σ' αυτούς και ο Παπαγιάννης ζούσαν μακριά από τα γεγονότα της Ευρώπης και μακριά από τα γεγονότα των Βαλκανίων. 
Όταν ήρθε ο Παπαγιάννης από την Τραπεζού­ντα, έφερε μαζί του μια ελληνική εφημερίδα, που έβγαινε εκεί. Την φύλαγε σπίτι του, διότι καθετί γραπτό, ήταν ιερό για τον Παπαγιάννη και σπάνιο. 
Εκεί έγραφε, ότι μεγάλο μέρος της Μακεδονίας έγινε ελληνικό, αλλά από τότε πέρασε πάνω από ένας χρόνος. Η μόνη επαφή της Έσπιε με το γεγονός, ήταν η εγκατάσταση των τριών οικογενειών, που ήρθαν πρόσφυγες, από το Κοσσυφοπέδιο της Σερβίας. Ο Ιμπραχήμ στις συζητήσεις του, καταφερόταν κατά του Σουλτάνου. Αυτό δεν είχε γίνει ποτέ στο παρελθόν. Κανείς μουσουλμάνος, δεν τολμούσε να μιλήσει άσχημα για τον Πολυχρονεμένο. 
Αυτός, έλεγε, και οι δικοί σας οι Γκιαού­ρηδες, φταίνε για την κακοδαιμονία, που έπεσε πάνω στην Τουρκία. Όταν μιλούσε ο Ιμπραχήμ για τους Γκιαούρηδες, ούτε έβαζε ιδέα, ότι μ' αυτό κτυπά τον Παπαγιάννη. Αλλο οι Γκιαούρηδες της Ελλάδας και άλλο οι χριστιανοί της Έσπιε. Έτσι αθώα και με αφέλεια διατύπωνε τις σκέψεις και τους φόβους του, κάθε φορά ο Ιμπραχήμ και ζητούσε την γνώμη του Παπαγιάννη. 
Τι να πει και ο Παπαγιάννης, μήπως ήξερε τί ακριβώς γινόταν; Το μόνο που πάντα έλεγε ο Παπαγιάννης ήταν η ευχή του, ο Μεγάλος Θεός να βάλει μυαλό σ' όλους, για να μας σώσει από το μεγάλο κακό. Γύρισε η χρονιά και μπήκαμε στο 1915. Το γύρισμα του χρόνου ήταν το πιο κρύο, που έζησαν όλοι. Έκαμε πραγ­ματικό βαρύ χειμώνα, αλλά πιο πολύ οι περίεργες πολιτικές συζητήσεις, οι συγκεχυμένες ειδήσεις, ο Ζαπτιές της Τρίπο­λης και το επεισόδιο εγκατάστασης των προσφύγων, άφησε σε όλους μια υποσυνείδητη φοβία, ότι κάτι κακό προμηνύε­ται. 
Όσα ακούγονταν δεν ήσαν ευχάριστα. Οι επισκέψεις ανάμεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους στην Έσπιε άρχισαν να αραιώνουν. Ορισμένοι Μουσουλμάνοι απέ­φευγαν και να χαιρετούν Χριστιανούς γείτονες, όταν κατά τύχη, τους συναντούσαν στον δρόμο. Δεν ήταν ευχάριστη η ατμόσφαιρα.




Γεώργιος Ανδρεάδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah