ΤΑΜΑΜΑ Μέρος 5ο

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Στο μεϊντάνι κυκλοφορούσαν άνθρωποι κάθε λογής και κάθε ράτσας. Το ντύσιμο έδειχνε την διαφορά τους. Πιό περίεργο θέαμα, αυτοί που φορούσαν φράγκικα ρούχα. Τόσο μεγάλη και ωραία εντύπωση έκαμε η Τραπεζούντα στον Παπαγιάννη, ώστε όταν γύρισε στην Έσπιε, επί μήνες μι­λούσε γι' αυτό το ταξίδι και γι' αυτήν την πόλη. 
Στα μικρά παιδιά έμεινε μια σύγχυση χαράς και ευδαιμονίας γι' αυτό τους το ταξίδι και ειδικά η Ταμάμα, μετά από λίγο καιρό, απασχολημένη με τα καθημερινά της παιχνίδια, ξέχασε ακόμη και αυτά τα έντονα στιγμιότυπα, που τα κάπως μεγαλύτερα παιδιά, κρατούσαν ακόμη γερά στην μνήμη τους.
Στην Έσπιε, κάθε βράδυ και επί πολλές ημέρες, το σπίτι του παπά ήταν γεμάτο επισκέπτες, γείτονες, συγγενείς και φίλους, που κρεμασμένοι από τα χείλη του Παπαγιάννη, άκουγαν τα όσα είχε να τους πει και να λάβουν από το χέρι του την ευλογία της Παναγίας. 
Οι ημέρες που ακολούθησαν, ήταν για την Παπαδιά, την Κυριακή, πιο κουραστικές και απ' αυτό το ίδιο το ταξίδι. Την ημέρα εργασία στο σπίτι, με τόσα πολλά παιδιά και το βράδυ να φιλέψει τους επι­σκέπτες και το χειρότερο τα παρακάθια, που κράταγαν αργά μέσα στη νύχτα. 
Πώς να κοιμηθεί η παπαδιά, όταν ακόμη υπάρχει μουσαφίρης στο σπίτι; Μόλις έφευγε και ο τελευταίος - αργά τα μεσάνυκτα- η Παπαδιά σιγύριζε το σπίτι, καθάριζε και μετά έπεφτε και αυτή να κοιμηθεί. Τελευταία το βράδυ, πρώτη το πρωί να σηκωθεί. Ευτυχώς κύλησαν και αυτές οι ημέρες, το γεγονός άρχισε να πα­λιώνει και ήδη όλη η Έσπιε ήξερε και την παραμικρή λεπτομέρεια του ταξιδιού. 
Σιγά, σιγά, η ζωή επανήλθε στην παλιά γνώριμη ειρηνική πορεία της. Εκείνος ο χειμώνας πέρασε πολύ ευχάριστα. Το προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά, οι ανεξάντλητες διηγήσεις του Παπά και η ευδαιμονία του, ότι ικανοποίησε μια πολύχρονη επιθυμία του, γέμισαν τον ίδιο και όλο το σπιτικό, με περισσή χαρά.
Γύρω στα Χριστούγεννα η Παπαδιά διαπίστωσε, ότι περίμενε παιδί. Αυτή τη φορά η εγκυμοσύνη της πέρασε απαρατήρητη, γιατί ο Παπαγιάννης, μετά από τόσες απο­γοητεύσεις, δεν τολμούσε πια να έχει ελπίδες, ότι θα αποκτούσε επιτέλους αγόρι. Πράγματι, τον Ιούνιο ήρθε η ημέρα να γεννήσει η Παπαδιά. Φώναξαν την μαμή να έλθει στο σπίτι. Για κακή της τύχη, την ημέρα εκείνη έλειπε ο Παπαγιάννης, στην γειτονική Τρίπολη και θα επέστρεφε αργά το βράδυ. 
Το παιδί γεννήθηκε και ήταν αγόρι, ένα πραγματικό αγγελούδι. Ο παπάς στην Τρίπολη δεν είχε ιδέα. Όταν το βράδυ έφτασε στην Έσπιε, ο πρώτος που τον συνάντησε ήταν ο Ιμπραχήμ. Ο Ιμπραχήμ είχε ένα χωράφι δίπλα στο χωράφι του παπά και έτσι χρόνια τώρα ιδρωμένοι και οι δύο, κάτω από τον ίδιο ήλιο, μοχθούσαν για το βιός τους. Ο Ιμπραχήμ αγκάλιασε τον παπά, τον φίλησε και τον συγχάρηκε για το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης του γιού του. 
Ο παπάς δεν μπορούσε να το πιστέψει. Το πρωί που έφυγε, τίποτε δεν πρόδιδε, ότι η Κυριακή την ίδια ημέρα θα γεννούσε. Μήπως ο Ιμπραχήμ τον δούλευε, επειδή ήταν γνωστός στην Έσπιε, ο πόθος του να αποκτήσει αγόρι και οι απογοητεύσεις, που έζησε όταν η παπαδιά, συνεχώς, γεννούσε κορίτσια; Αλλά ο Ιμπραχήμ δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος. Ήταν πιστός μουσουλμάνος, σεβαστός στην Έσπιε σε όλους για την σοβαρότητα και την αρχοντιά του.
 Μουδιασμένος ο παπάς, ευχαρίστησε τον Ιμπραχήμ. Θα ήταν προσβολή μεγάλη για τον Ιμπραχήμ, εάν ο παπάς έκαμε έστω και τον απλό υπαινιγμό, μήπως και τον κοροϊδεύει. Στα θέματα αυτά οι αγνοί άνθρωποι της Μαύρης Θάλασσας είναι πολύ αυστηροί και προσηλωμένοι στην δική τους κουλτούρα, που δεν επιδέχεται εξαιρέσεις. 
Σε λίγο όμως να, τρέχουν προς τον Παπαγ ιάννη, ο ξάδελφος τους, ο Νικόλας, ο μαραγκός ο Σαλή, ο γείτονας του ο Μιλτιάδης και πολλοί άλλοι, τον περικυκλώνουν, για να τον συγχαρούν, για τον γιό του. Το πρόσωπο του Παπαγιάννη φωτίστηκε σαν πανσέληνος. Τα πόδια του πήραν φτερά και σε λίγο βρέθηκε στο σπίτι. Ήθελε να δει τον γιό του.
 Άρπαξε μια λάμπα πετρελαίου, για να μπει στον οντά, που βρίσκονταν η λεχώνα γυναίκα του και το μωρό. Η μαμή όμως και μερικές γριές, που ήσαν ακόμη εκεί, για τυχόν συμπαράσταση και βοήθεια στην παπαδιά, τον σταμάτησαν. Το παιδί κοιμάται και καλόν κ' εν να το κοιτά. Δεν είναι σε καλό του να το κοιτάξει κοιμισμένο. Τι να κάνει ο παπάς; γύρισε και κάθισε σε μια καρέκλα.
Οι γραφές πουθενά δεν έγραφαν τέτοιο πράμα. Αλλά ο Παπαγιάννης δεν ήταν μόνο παπάς, ήταν και Πόντιος. Ήξερε, ότι ίδια ισχύ είχαν και οι άγραφοι νόμοι. Πολλές φορές μάλιστα, οι άγραφοι, ήσαν πιο δυνατοί και από τους γραπτούς. Σε λίγο ένα ξαφνικό κλάμα έβγαλε τον παπά από τους συλλογισμούς του. Το παιδί ξύπνησε. Άρπαξε την λάμπα και έτρεξε στον οντά. Τώρα κανείς δεν τον εμπόδισε.
Το παιδί ήταν ξύπνιο, έτοιμο για θηλασμό. Ο Παπαγιάννης πλησίασε όσο μπορούσε την λάμπα, για να μπορέσει να γνωρίσει, όσο το δυνατό περισσότερες λεπτομέρειες, από τα χαρακτηριστικά του γιού του. 
Η χαρά του ήταν απερίγρα­πτη. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Κάθε φορά που έκλαιγε το παιδί, για να θηλάσει, έτρεχε με την λάμπα κοντά του, για να ξαναδεί το πρόσωπο του γιού του. Και ήταν πράγματι πολύ όμορφο μωρό. 
Το παιδί αυτό ήταν το στολίδι του σπιτιού, για όλους. Μικροί και μεγάλοι, το είχαν σαν μπιμπελό. Η καημένη η Ταμάμα, σαν πιο μικρή, αγωνιούσε να έρθει η σειρά της, να το πάρει στην αγκαλιά της, να το παίξει και να το χαρεί. Πολλές φορές τα παιδιά μάλωναν για την σειρά τους και η μόνιμα αδικημένη ήταν η Ταμάμα, καθώς ήταν και η πιο μικρή. Σε δύο μήνες το παιδί ξεπήδησε, μεγάλωσε και όσο μεγάλωνε ήταν μεγάλη ευδαιμονία της να το αγκαλιάζει και να το φιλάει.
Η βάπτιση του γιου καθορίστηκε για τις 15 Αυγούστου, την ημέρα της Παναγίας. Πρώτα ο Παπαγιάννης, με τον τρόπο αυτό, ήθελε να ευχαριστήσει την Παναγία, που επιτέλους του χάρισε τον πολυπόθητο γιο και από την άλλη, ήθελε να γίνει η βάπτιση όσο ήταν ακόμη καλοκαίρι και ο καιρός ζεστός, για να αποφύγει το φθινόπωρο και τις κρύες μέρες του χειμώνα. 
Η βάπτιση έγινε στο σπίτι του παπά, όπως συνήθιζαν τότε. Μαζεύτηκαν, συγγενείς, φίλοι και γείτονες. Την βάπτιση την έκαμεν ο ίδιος ο ξάδελφος του Παπαγιάννη, ο Μιλτιάδης. Την ώρα, που ήρθε η στιγμή να δώσει το όνομα στο βαπτιζόμενο παιδί, ο κουμπάρος φώναξε το όνομα Αλέξανδρος. Ακόμη πιο περήφανος ο Παπαγιάννης. Ο γιός του πήρε το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 
Η γιορτή και το γλέντι ξεκίνησε αμέσως μετά την βάπτιση. Το σπίτι και η αυλή γέμισε από φίλους και γείτονες. Στο γλέντι ήρθαν και πολλοί μουσουλμάνοι συγχωριανοί του Παπαγιάννη, που τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Αυτούς δεν τους κάλεσε στο μυστήριο της βάπτισης, γιατί είχαν άλλη πίστη και θα ήταν αμαρτία.
Αλλά στο γλέντι ήρθαν όλοι παρόντες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, αφού κανείς δεν το παρεξηγούσε. Και ο ίδιος ο μουσουλμάνος ήξερε, ότι δεν είχε λόγο να είναι παρών στην τέλεση του θρησκευτικού μυστηρίου της βά­πτισης. Ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε. Έτσι ήταν από τα παλιά χρόνια και με αυτή την τάξη συνεχιζόταν η συμβίωσή τους. Και ήταν μια συμβίωση στην Έσπιε ειρηνική και ανέφελη μέχρι το φθινόπωρο του 1914.
Τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν τον Σεπτέμβρη του 1914. Από τους Βαλκανικούς πολέμους, πολλοί μουσουλμάνοι κατέφυγαν στην Τουρκία, σαν πρόσφυγες, αφήνοντας πίσω  τους, τα σπίτια τους και τα υπάρχοντά τους. Είκοσι χιλιάδες περίπου μουσουλμάνοι, από το Κοσσυφοπέδιο, μετά από ταλαιπωρίες μηνών και κακουχίες έφτασαν στην περιοχή της Σαμψούντας. Απροετοίμαστη η Τουρκία, δέχτηκε το κύμα των προσφύγων και το πρόβλημα διο­γκώθηκε, με τρομερές, κοινωνικές περιπλοκές και ταραχές. Σε πρώτη φάση, τους τοποθέτησαν σε στρατόπεδα και σχολεία, που επιτάχθηκαν και μετά γινόταν σχέδια αποκατάστασής τους. Η πιο εύκολη και γρήγορη λύση δεν άργησε να βρεθεί. Οι πρόσφυγες αδελφοί να βολευτούν σε χωριά και σπίτια, που είχαν εγκαταλείψει οι άπιστοι Ρωμιοί. 
Χριστιανοί τους ξεσπίτωσαν, σε σπίτια χριστιανών να βολευτούν. Εν τω άμα και το θάμα. Στην Έσπιε υπήρχαν τρία τέτοια σπίτια ακατοίκητα. Ήσαν τα σπίτια του Αλκιβιάδη Αδαμίδη, του Σοφοκλή Γραμματίδη και του Γιάννη Μποζατζίδη. Αυτοί είχαν αρχικά πάει στην Ρωσσία το 1905, για εμπόριο και αναζήτηση καλύτερης τύχης. Ήταν τότε μόδα, οι νέοι του Πόντου, που ζητούσαν κάποια καλύτερη τύχη, να καταφεύγουν στην Ρωσσία. 
Η Ρωσσία είχε βγάλει την φήμη σ' όλον το Πόντο, ότι ήταν η γη της επαγγελίας και όποιος πήγαινε εκεί, γύριζε πλούσιος. Έτσι έφυγαν οι τρεις νέοι από την Έσπιε και κατέληξαν στο Σοχούμ της Γεωργίας, που τότε ήταν ρωσσική Επαρχία. Σιγά σιγά δημιουργήθηκαν εκεί και κουβάλησαν και τις
οικογένειες τους εκεί, πηγαινοερχόμενοι κάθε χρόνο στο χωριό τους. Ξαφνικά η Τουρκική Κυβέρνηση καθιέρωσε δια νόμου την γενική στράτευση όλων των Οθωμανών Υπηκόων. Επί αιώνες, οι χριστιανοί δεν πήγαιναν στον στρατό και αυτή η ξαφνική διαταγή τους φόβισε, γιατί τον στρατό τον θεωρούσαν κάτι το τρομερό, το άγνωστο, που τους έφερνε πανικό. 
Μετά απ' αυτό τον νόμο, οι άνδρες απέφευγαν να γυρνούν στον Πόντο, από φόβο μήπως συλληφθούν σαν ανυπότακτοι. Ο Αλκιβιάδης, ο Σοφοκλής και ο Γιάννης φεύγοντας, άφησαν τα κλειδιά από τα κλεισμένα σπίτια τους, στον Παπαγιάννη, τον άνθρωπο που είχαν σεβασμό και εμπιστοσύνη. Δύο χρόνια τώρα δεν ήρθαν στο χωριό τους, αλλά ο Παπαγιάννης πρόσεχε τα σπίτια τους, με την ελπίδα μόλις τελειώσουν οι πόλεμοι και η ανωμαλία, θα μπορούσαν να ξαναέλθουν.
Ο Ντελάλης ήρθε πρωί, πρωί στο σπίτι του Παπαγιάννη και τον ζήτησε. Η Κυριακή του είπε, ότι ο Παπάς ήταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου ο Παπαγιάννης μόλις είχε τελειώσει τον όρθρο. Φάνηκε λαχανιασμένος, πράγμα που ανησύχησε τον παπά. Τι συμβαίνει; τον ρώτησε. Ο Ντελάλης του είπε, ότι πρέπει να πάει αμέσως στο σπίτι του Μουχτάρη, του Ισμαήλ.




Γεώργιος Ανδρεάδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah