ΤΑΜΑΜΑ Μέρος 4ο

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Σιγά-σιγά, κάθε παρέα ξεκινούσε προς τα νότια, ανηφορίζοντας τον δρόμο, δίπλα από το ποτάμι. Την ίδια ώρα, άλλες παρέες, έφταναν στην αλάνα, για να ξεκινήσουν και αυτές σε λίγο, αφήνοντας τόπο σε επόμενες, που ερ­χόταν μετά. Αυτό γίνεται εδώ και μέρες και ο τόπος δονεί­ται, από τα τραγούδια και την ευθυμία.
Ο δρόμος που ξεκίνησαν προς τα νότια, είναι η αμαξιτή οδός, που πάει από Τραπεζούντα στην Αργυρούπολη και από εκεί στο Ερζιγκιάν, Μπαϊπούρτ και Ερζερούμ. Αιώνες, τώρα, ο δρόμος αυτός είναι γεμάτος με καμήλες και μουλάρια, που κάνουν το εμπόριο από Ευρώπη προς Βαγδάτη και Περσία και αντίστροφα.
Το λιμάνι της Τραπεζούντας, είναι γεμάτο ζωή, από τα καράβια, που κάθε μέρα, έρχονται και φεύγουν. Φέρνουν τα αγαθά από την Ευρώπη και αδειάζουν στην Τραπεζούντα, για να γεμίσουν πάλι εκεί, ό,τι αγαθό έχει έρθει από την Ανατολή. Οι καμήλες ξεφόρτωσαν και φορτώνουν τώρα τα νέα εμπορεύματα, για να πάνε τον δρόμο αυτό, προς Βαγδάτη και γενικά προς Ανατολή.
Είχε ήδη ξημερώσει, όταν ξεκίνησαν. Ο ήλιος φαινόταν, ότι θα ήταν λαμπρός, αυγουστιάτικος, αν και στην Μαύρη Θάλασσα, ο καθαρός ουρανός δεν είναι εγγύηση. Κάθε στιγμή μπορούν όλα να αλλάξουν και τον καθαρό ουρανό να τον διαδεχθεί νεροποντή.
Έτσι οι εκδρομείς ήσαν προε­τοιμασμένοι, για κάθε τέτοιο τερτίπι του καιρού. Τα παιδιά χοροπηδούσαν μέσα στις καλάθες και όταν κουράζονταν και καθόντουσαν χάμω, κοίταγαν ψηλά τον καθαρό ουρανό και τις βουνοκορφές. Και τι βουνοκορφές! Απόκρημνες, αλλά καταπράσινες, ειρηνικές. Στιγμές, στιγμές, το πέρασμα τους έμοιαζε με φαράγγι.
Τόσο πολύ πλησίαζαν οι αντι­κριστές βουνοκορφές, το πέρασμα στένευε, αριστερά το ποτάμι, ο Πυξίτης και ακριβώς δίπλα η αμαξιτή οδός, την οποία ακολουθούσαν ολόκληρα καραβάνια προσκυνητών. Πέρασαν το Εσίρογλου, το χωριό Αη-Βασίλη και να από δεξιά και αριστερά κατέβαιναν και άλλοι προσκυνητές, από τα χωριά τους, για να προστεθούν και αυτοί στο μεγάλο καραβάνι της Τραπεζούντας, που ανηφόριζε για την Πανα­γία Σουμελά.
Μετά από διαδρομή 25 περίπου χιλιομέτρων, έφτασαν στην Ματσούκα και στο γνωστό σε όλους Τζεβιζλούκ (τόπος καρυδιών). Αλλη διαδικασία τους περίμενε στην Ματσούκα. Έβγαλαν τα παιδιά από τα καλάθια, τα οποία γέμισαν με τα φορτία, που είχαν επάνω στο κάρο. 
Στρίμω­ξαν τα πράγματά τους, όσο μπορούσαν και μετά έβαλαν σε δύο καλάθια τα πολύ μικρά παιδιά. Οι άλλοι έπρεπε να περπατήσουν, από την Ματσούκα τον δρόμο της Παναγίας, που ήταν μονοπάτι μόνον για πεζούς και μουλάρια. Η μικρή Ταμάμα και η Συμέλα βρέθηκαν σε μία καλάθα, με δύο άλλα μικρά παιδιά της παρέας.
Ο χώρος ήταν στενάχωρος, αλλά για τα παιδιά ήταν τόσο μεγάλη αυτή η διασκέδαση. Τους είχαν βάλει στον πάτο της καλάθας και άλλα στρωσίδια ώστε τώρα άνετα στεκόντουσαν όρθια, τα χέρια τους προεξείχαν έξω από το καλάθι, ενώ το πηγούνι τους ήταν στερεωμένο στα χείλη της καλάθας. Το θέαμα ήταν γοητευτικό και διασκεδαστικό. Ένα μεγάλο καλάθι και από μέσα πρόβαλαν τέσσαρα αγγελικά κεφάλια μικρών παιδιών. Το ίδιο έκαμαν και όλες οι άλλες παρέες, όσες έρχονταν στην Ματσούκα.
 Μόλις ήσαν έτοιμα όλα, ξεκινούσαν τα μουλάρια, καθοδηγούμενα από τον αγωγιάτη και μπρος πίσω ακολουθούσαν οι μεγάλοι, πεζοπορώντας το υπόλοιπο της διαδρομής και ήταν το υπόλοιπο από την Ματσούκα μέχρι το Μοναστήρι, ακριβώς 17 χλμ.Εγκαταλείπουν την αμαξιτή οδό και τον Πυξίτη και μπαίνουν στον παραπόταμο του, που λέγεται της Παναγίας το Ποτάμι. Δίπλα στον παραπόταμο είναι το μονοπάτι, το οποίο θα τους φέρει στην Παναγία Σουμελά.

 Της Παναγίας το ποτάμι είναι πιο στενό, σαν χείμαρρος. Όλη η κοίτη του είναι καλυμμένη με πεντακάθαρες πέτρες και λιθάρια, που οι αιώνες κατέβασαν από το όρος Μελά για να καλύψουν όλη τη διαδρομή του ποταμιού. Το νερό πεντακάθαρο, τρέχει με ορμή, για να καταλήξει στον Πυξίτη. Ο θόρυβος που κάνει το ποτάμι, είναι στιγμές στιγμές, εκκωφαντικός. 
Τα νερά κτυπούν πάνω στα βράχια και ο ήχος πολλαπλασιάζεται από τον αντίλαλο, που δημιουργούν τα γύρω βουνά. Ανάμεσα στα νερά πηδούν πέστροφες. Αυτές δεν νοιάζονται για την ορμή του ποταμιού. Με άνεση κινούνται όπου και όποτε θέλουν. Στο δρόμο να και μια παρέα με κεμεντζέ. Ο καλλίφωνος τραγουδιστής την ώρα εκείνη τραγουδούσε ένα τραγούδι, που ταίριαζε πάρα πολύ στο τοπίο.
Συμέλα λεν την Παναγιά Συμέλα λεν και σέναν 
Θα προσκυνώ την Παναγιάν κ' έρχουμαι μετ' εσέναν.
Ση Παναγίας το ποτάμ εχάσα την κλειδίτσα μ'
Νασάν ατόν που θα περ άμονεσέν νυφίτσαν.
Κρωμέτες σκυλ υιός είμαι κανείναν κι φογούμαι
σην Παναγίαν Σουμελά θα πάω στεφανούμαι.
Το καταπράσινο τοπίο, το θορυβώδες ποτάμι, το καραβάνι των Πιστών, όλα έπαιρναν μια θεία μορφή, στο άκουσμα του κεμεντζέ και της φωνής του τραγουδιστή.
Πιο κάτω, μια άλλη παρέα, σιγοέψελνε τροπάρια εκκλη­σιαστικά, ειδικά για την Παναγία. Ένα τοπίο συνηθισμένο όλο το χρόνο στην νεκρική σιγή, όπου μόνη ζωή ήταν ο θόρυβος του ποταμιού και το κελάηδισμα των πουλιών, είχε κατακλυσθεί από ανθρώπινο θόρυβο. Ακόμη και τα ασυνή­θιστα πουλιά, έφευγαν ξαφνιασμένα από την προσέλευση. Με το ξαφνιασμένο πέταγμά τους, πρόσθεταν και αυτά, το δικό τους μοτίβο στον γενικό θόρυβο. Το θέαμα και το ακρόαμα ήταν σπάνια και ειδικά για τα παιδιά, στην μνήμη των οποίων, βαθιά χαράσσονταν, όλες αυτές οι εντυπώσεις.
Μετά από μια πορεία 5 ωρών περίπου από την Ματσού­κα, έφτασαν στα πόδια του βράχου, πάνω στον οποίο είναι αγκιστρωμένο το φημισμένο μοναστήρι.
Όσοι έφταναν και αντίκριζαν τον ιερό βράχο, γονάτιζαν, έκαμαν τον σταυρό τους και την προσευχή τους. Σε λίγο γινόταν η τακτοποίηση τους, στους προβλεπόμενους χώ­ρους, ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους. Ο Παπαγιάννης εγκαταστάθηκε με την παρέα του, σε χώρο που είχαν καταλάβει προσκυνητές από την Τρίπολη.
Εξάλλου όλοι τους, γνώριζαν τον Π απαγιάννη, επειδή η Έσπιε είναι ένα χωριό, πολύ κοντά στην Τρίπολη. Μόλις τους αντιλήφθη­καν, έτρεξαν όλοι προς τον Παπαγιάννη, ζητώντας την ευλογία του και φιλώντας το χέρι του, ευλαβικά.
Η τακτοποίηση έγινε γρήγορα και πρόχειρα, διότι όλοι ήθελαν να ανέβουν στην Μονή και να προλάβουν στον εσπερινό της Παναγίας, που θα άρχιζε σε λίγο. Πράγματι μόλις έφτασαν στην πόρτα του τείχους της Μονής, αφού ανέβηκαν το κατακόρυφο μονοπάτι του Μοναστηριού, αντί­κρισαν όλον τον εσωτερικό χώρο της Μονής και στο βάθος αριστερά μέσα στο βράχο, δίπλα στο αγίασμα, ήταν η εκκλησία της Σουμελά, από την οποία την ώρα εκείνη έβγαινε η εικόνα για να γίνει η περιφορά της.
Οι πιστοί έτρεχαν προς το εικόνισμα και άλλοι έβαζαν άτομα τους ανήμπορα, ή άρρωστα, κάτω ξαπλωμένα, για να περάσει η εικόνα από επάνω.
Κατάνυξη θρησκευτική, πλαισιωμένη με έκσταση, για όσους ήρθαν με μια ελπίδα να γιατρευτούν. Και ήσαν τόσοι πολλοί. Το θέαμα επηρέαζε και τους υπό­λοιπους πιστούς, απλούς προσκυνητές, που με δέος θρησκευτικό, έτρεχαν να προσκυνήσουν την Αγία Εικόνα.
Ο Παπαγιάννης ανακουφίστηκε, που επιτέλους εκπλη­ρώθηκε το όνειρό του. Προσκύνησε την εικόνα και ευχαρί­στησε την Παναγία, που τον αξίωσε να κάμει αυτός και η οικογένειά του πραγματικότητα, μια ευχή που χρόνια είχε στην ψυχή του.
 Μετά τον εσπερινό, τα μικρά παιδιά, η Παναΐλα και ο Ηρακλής γύρισαν στον χώρο καταυλισμού τους. Προηγούμενα έφαγαν όλοι, από τα φαγητά, που πρόσφεραν οι μοναχοί στους Πιστούς και έπεσαν να κοιμηθούν, ύστερα από μια τόσο επίπονη ημέρα και πορεία.
Ο Παπαγιάννης, ο Κωστής και η Κυριακή όμως έμειναν στην Μονή για να συμμετάσχουν μαζί με άλλους πιστούς και τους καλογήρους, στην ολονύκτια προσευχή. Τί αξία θα είχε το τάμα του Παπαγιάννη, εάν δεν ξημέρωνε όλη την νύχτα συμπροσευχόμενος μέσα στην μονή, όταν μάλιστα πολλοί συντοπίτες τους, από την Τρίπολη και τα γύρω χωριά, που τον ήξεραν, ήσαν επίσης εκεί. Δεν ήταν μόνον το θρησκευτικό τάμα, αλλά ήταν και θέμα αξιοπρέπειας. Εναλλάξ και με άλλους ιερωμένους και καλογήρους που ευρίσκονταν εκεί, ο Παπαγιάννης, συμμετείχε ενεργά στην ολονύκτια, σαν παπάς.
 Ήταν δε ο Παπαγιάννης πολύ καλλίφωνος. Την άλλη ημέρα το πρωί, 15 Αυγούστου, μόλις τέλειωσε η λειτουργία, σαν σύνθημα ξαφνικά άρχισαν τα νταούλια, οι ζουρνάδες και οι κεμεντζέδες. Όση ώρα κρατούσε η λειτουργία, όλα αυτά τα όργανα ήταν παροπλι­σμένα. Δεν επέτρεπε η θρησκευτικότητα των ανθρώπων της Μαύρης Θάλασσας, γλέντια την ώρα που η εκκλησία ακόμη λειτουργούσε. 
Μόλις όμως κτύπησε η καμπάνα της Μονής, για να σημάνει το τέλος της λειτουργίας, αυτό ήταν το σύνθημα. Ο τόπος δονήθηκε από μουσικά όργανα και τραγούδια. Η γη εσείετο από τους χορευτές. Και τι χορευ­τές; Λες και γινόταν συναγωνισμός, ποιοί θα χορέψουν καλύτερα.
Από όπου να κοιτάξεις, έβλεπες χορευτές και άκουγες τον κεμετζέ να τους εκστασιάζει. Από κάποια στιγμή και μετά νόμιζες, ότι ήσαν ρομπότ ενεργούμενα κάτω από τον πλήρη έλεγχο του κεμεντζέ. Οι έμποροι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους και πάνω σε στρωμένα κιλίμια, άλλοι έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν.
Ήσαν πολύ τυχεροί, ούτε χθες, ούτε σήμερα δεν έβρεξε, πράγμα πολύ σπάνιο στην Μαύρη Θάλασσα και ιδιαίτερα στο όρος Μελά. Τα παιδιά έτρεχαν γύρω, γύρω και έπαιζαν, αλλά δεν έφευγαν και μακρυά, από φόβο μη χαθούν. Η μικρή Ταμάμα δεν ήταν ακόμη ούτε καν τεσσάρων ετών και τι να καταλά­βει από όλα αυτά. Χαιρόταν όμως, γιατί και τα αδέρφια της και ο κόσμος όλος γύρω της ήταν χαρούμενος.
Η Κερεκή πήρε ζαχαρωτά, από κάτι εμπόρους και τα έδωσε στα μικρά της παιδιά. Η Ταμάμα έγλυφε το γλυφιντζούρι με ταχύτητα συναγωνισμού με τις αδελφές της, που ήσαν κατά τι μεγαλύτερές της. Όλα ήσαν τόσο ωραία και για τα μικρά παιδιά ήταν όλα σαν σε παραμύθι.
Το απόγευμα και εντελώς ξαφνικά, ένα σύννεφο ήρθε και αγκάλιασε το όρος Μελά. Οι γύρω προσκυνητές - εορταστές έχασαν από τα μάτια τους το Μοναστήρι. Είναι η Δύσα, όπως λένε οι ντόπιοι. Σύννεφο ανάμεικτο με ομίχλη. Σε λίγο έγινε χαλασμός Κυρίου.
Η βροχή έπεφτε σαν καταρράκτης και όλοι είχαν τρέξει και βρήκαν καταφύγιο στα υπόστεγα και τα παραπήγματα. Τα μικρά παιδιά τρόμαξαν από τις αστραπές και τις βροντές. 
Π ολλά έβαλαν τα κλάματα και κρύφτηκαν κάτω από τις φοτάδες (ποδιές) των μανάδων τους. Το ίδιο και η μικρή Ταμάμα, με τις αδελφές της, κρύφτηκαν κάτω από την φοτά της Κυριακής, της μάνας τους και δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν, παρά μόνον όταν η μπόρα κόπασε.
Και κόπασε πολύ γρήγορα και ξαφνικά ακριβώς, όπως άρχισε. Πάλι πρόβαλε ο δυνατός ήλιος και σε λίγο όλα ήσαν πάλι ίδια, όπως και πριν. Το ίδιο βράδυ οι οικογένειες του Παπαγιάν­νη και του Ηρακλή έμειναν εκεί πάνω στο όρος Μελά, κάτω από την αγκαλιά της ιστορικής Μονής. Την άλλη μέρα 16 Αυγούστου ξεκίνησαν τον δρόμο της επιστροφής, για την Τραπεζούντα. 
Η ίδια διαδικασία, η ίδια ιεροτελεστία. Μό­νο που τώρα, τα φορτία κάπως λιγόστεψαν. Τα τρόφιμα είχαν φαγωθεί, οι λαμπάδες είχαν ανάψει στο Μοναστήρι και έτσι το φόρτωμα ήταν πιο εύκολο και πιο γρήγορο. Στο γυρισμό, ο Ηρακλής είπε και στάθηκαν οι αγωγιάτες ση τρίχας το γιοφύρι, για να το δείξει στην παπαδιά και τον παπά. Πολλά λέγονται και τραγουδιώνται γι' αυτό το γεφύρι, σε όλο τον Πόντο. 
Ήταν στοιχειωμένο, γιατί εκεί είχε εντειχίσει ο αρχιμάστορας την γυναίκα του, στην προσπάθειά του, να σταθεροποιηθεί το γιοφύρι, που μήνες τώρα έκτιζε και κάθε βράδυ έπεφτε. Πράγματι, μόλις εντείχισε την γυναίκα του, το γιοφύρι στέριωσε και στέκεται ακόμη εκεί, κόντρα στη φύση και τα χρόνια. Ο κόσμος ήταν τόσο απλός, που όλα αυτά τα πίστευε και τα τραγουδούσε. Θα έλεγε κανείς, ότι ίσως η ζωή τους να μην είχε πια κανένα νόημα, αν στέρευε αυτή τους η πίστη.
Με ανατριχιαστική συγκίνηση, κοίταζαν οι μεγάλοι το γιοφύρι και ο ήχος που έκαμε το διερχόμενο από κάτω ποτάμι, έμοιαζε σαν τη κραυγή, που αιώνες τώρα βγάζει η γυναίκα του αρχιμάστορα, αυτή που στερέωσε και κρατά το γιοφύρι δυνατό.
Σανταίοι (Επτάκωμος Σαντά) : Ση Τρίχας το γιοφύρ' . Φωτο: Βασίλης Σακελλαρίδης
 Η παπαδιά και η Παναΐλα, δάκρυσαν, καθώς κοντά τους, από άλλη παρέα, ο κεμενιζετζής με την παρέα του, τραγουδούσαν τον θρύλο του γεφυριού και την θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα.
Νεαροί Πόντιοι, ντυμένοι με ζίπκες, είχαν ανέβει πάνω στο γιοφύρι και χόρευαν στον ρυθμό του κεμεντζέ, τον σχετικό αργό χορό. Όλοι είχαν συγκινηθεί, σαν να έγινε η θυσία εκείνη την ημέρα. Το ότι έγινε η θυσία, κανείς δεν το αμφισβητούσε. Τόσο δεμένος είναι ο κόσμος εκεί με τον τόπο και με τις παραδόσεις του.
 Και υπήρχαν χιλιάδες τέτοιοι θρύλοι, που σαν τραγούδι, ανά τους αιώνες, έδιναν ζωή στους ανθρώ­πους και το συναίσθημα, ότι στη Μαύρη Θάλασσα, ο χρόνος δεν τρέχει, όλα έγιναν χθες, ή σήμερα το πρωί και ας πέρασαν αιώνες από τα θρυλούμενα τραγούδια.
Στην Μαύ­ρη Θάλασσα, πέτυχε ο άνθρωπος την στασιμότητα της Αιω­νιότητας, ή την αιωνιότητα της Στασιμότητας. Όλα είναι ζωντανά και επίκαιρα. Η παπαδιά και η αδελφή της, σκούπισαν τα δάκρυα τους και η πομπή πάλι ξεκίνησε τον δρόμο της επιστροφής. Στάσεις έκαμαν, μόνον για να τσιμπήσουν κάτι και αυτό γινόταν κατά προτίμηση κοντά σε πηγές.
Και τί πηγές; Η ευλογημένη αυτή γη είναι πλούσια σε πηγές, όσο καμμία άλλη γη στον κόσμο. Αργά το σούρουπο, φτάσανε στην Δαφνούντα, στο σπίτι του Ηρακλή, ξέζεψαν και αφού ο Ηρακλής ξόφλησε τους αγωγιάτες, μπήκαν όλοι μέσα στο σπίτι. Η κούραση ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε αμέ­σως μετά το φαγητό, έπεσαν να κοιμηθούν.
Ο Παπαγιάννης έμεινε με την οικογένεια του 15 μέρες στην Τραπεζούντα. Όλες αυτές τις ημέρες, ο Ηρακλής έκαμε ότι μπορούσε για να ευχαριστήσει τον σύγγαμπρο του και την οικογένειά του. Τα παιδιά έπαιζαν στην ευρύχωρη αυλή του σπιτιού του.
 Όλη η αυλή ήταν μαντρωμένη με τείχος και έτσι τα παιδιά έπαιζαν ξένοιαστα, χωρίς κίνδυνο να βγουν, να περιπλανηθούν, ή να χαθούν. Πήγαν στον Μποζτεπε, στο Σόουκσου, σου Πολίτα και στα Εξώτειχα. Η Τραπεζούντα ήταν πολύ όμορφη και ο λαός της πολύ αρχοντικά ντυμένος.




Γιώργος Ανδρεάδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah