Το χρονικό της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Ανατολής Μερος 3ο

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Ένας άλλος τρόπος εξόντωσης του πληθυσμού ήταν τα λεγόμενα τάγματα εργασίας, τα αμελέ ταμπουρού. Αυτά προέκυψαν από τη στράτευση, τον Ιούλιο του 1914, των Ελλήνων και των Αρμενίων, που είχαν ηλικία από 28 έως 50 ετών.
 Όλοι αυτοί, όμως, δεν χρησιμοποιήθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά σε αυτά τα τάγματα, που οι Έλληνες τα ονόμασαν τάγματα θανάτου. Σκοπός τους, βέβαια, ήταν τα έργα κοινής ωφέλειας, όπως π. χ. η διάνοιξη δρόμων, εργασία στα μεταλλεία κ. τ. λ. Εκεί, βέβαια, οι συνθήκες ήταν άθλιες. 
Η πείνα, η δίψα, το κρύο και η ζέστη, είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν τους περισσότερους σε φρικτό θάνατο. Κάποιοι από αυτούς είχαν το θάρρος να δραπετεύσουν και να καταφύγουν στα βουνά.
 Εκεί θα λιποτακτήσουν και οι νέοι στρατεύσιμοι και όσοι από τους άντρες ένιωθαν στο χωριό τους ανασφαλείς. Αυτοί θα αποτελέσουν τους πρώτους πυρήνες των ανταρτικών σωμάτων, που θα αναλάβουν την προστασία του άμαχου πληθυσμού. Κάποτε θα φτάσουν και τις 30 χιλιάδες. 
Με τους αγώνες τους θα γράψουν καινούργιες σελίδες ιστορίας, ηρωισμού και αυτοθυσίας, μέχρι το 1923, που έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών. Αυτό, βέβαια, θα δώσει την ευκαιρία στους Τούρκους αστυνομικούς να πηγαίνουν στα ελληνικά σπίτια και με το πρόσχημα της αναζήτησης των λιποτακτών, θα βιάζουν και θα εκβιάζουν την ψυχή και το σώμα των γυναικών,

Θα λεηλατούν τα σπίτια και θα φεύγουν.
Το μεγαλύτερο κακό το έκαναν στους Έλληνες οι παρακρατικές οργανώσεις. Ήταν φυλακισμένοι για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, λιποτάκτες του τουρκικού στρατού κ. ά.
 Όλοι τους αμνηστεύθηκαν και επιδόθηκαν στο έργο της καταστροφής και της τρομοκράτησης των Ελλήνων. Είναι γνωστοί ως τσέτες. Ένας από αυτούς, που άφησε στους Έλληνες τη φήμη του δημίου, ήταν ο κουτσός βαρκάρης από την Κερασούντα Τοπάλ Οσμάν. Είχε συγκεντρώσει δίπλα του ένα μεγάλο αριθμό υποτακτικών και δρούσε από το παρασκήνιο, πάντοτε σε συνεννόηση με τις στρατιωτικές αρχές. Χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι, κυρίως πρόκριτοι, έμποροι, δάσκαλοι και παπάδες, γνώρισαν τον πιο φρικτό θάνατο.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν γίνονταν τα έκτροπα, το Πατριαρχείο προέβαινε σε διαμαρτυρίες στα προξενεία και στις ξένες πρεσβείες στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς, όμως, να παίρνει απάντηση.
 Εύκολα μπορεί να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι αυτή η ένοχη σιωπή ερμηνευόταν από τους πρωτεργάτες των εγκλημάτων ως ανοχή, κυρίως της Γερμανίας, ή και ως συναίνεση.
Και οι Πόντιοι της διασποράς, κυρίως της Γαλλίας, με διάφορες παραστάσεις και έγγραφες καταγγελίες, πληροφορούσαν την κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών κρατών για τα ανοσιουργήματα της Τουρκίας, δυστυχώς, όμως, άλλοτε από αδιαφορία και άλλοτε από πολιτικές σκοπιμότητες δεν έδιναν σημασία στις καταγγελίες.
Βέβαια, από την Ελλάδα, που θα μπορούσε να υψώσει τη φωνή της, τουλάχιστον στους συμμάχους, δεν περίμενε κανείς τίποτε. Οι Έλληνες της πολιτικής ηγεσίας έτρωγαν τις σάρκες τους και δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με τα προβλήματα του ελληνισμού της Μ. Ασίας και του Πόντου.
Επιτέλους, το 1917, με την παρέμβαση των γαλλικών στρατευμάτων, δόθηκε προσωρινά κάποια λύση στο πρόσωπο του Βενιζέλου ως πρωθυπουργού. Ύστερα από αμφιταλαντεύσεις τριών, περίπου, ετών, τα ελληνικά στρατεύματα παίρνουν εντολή να συμμετάσχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις στο μέτωπο της Μακεδονίας, μαζί με τους Άγγλους και τους Γάλλους.
 Ίσως η συμβολή τους να μην ήταν τόσο σοβαρή όσο θα έπρεπε, σημασία είχε, όμως,, ότι η λήξη του πολέμου να μας βρει στα χαρακώματα, δίπλα στους νικητές. Ήταν ένα προνόμιο που είχε η Ελλάδα, η οποία θα προσπαθήσει, τον επόμενο χρόνο, να το αξιοποιήσει στο πρόσωπο ενός χαρισματικού πρωθυπουργού, του Βενιζέλου. 
Ήταν ο γενναίος Κρητικός, ο οποίος, εκτός από την ευφυΐα που διέθετε, γνώριζε, επίσης, να χειρίζεται άριστα τη γλώσσα της διπλωματίας στα σαλόνια των πολιτικών αρχηγών της Ευρώπης.
Η Τουρκία, αντίθετα, με τη λήξη του πολέμου, βρέθηκε στο στρατόπεδο των ηττημένων. Στις 30 Οκτωβρίου 1918, στο λιμάνι του Μούδρου, στη Λήμνο, υπέγραψε την παράδοσή της με τους πιο ταπεινούς όρους. Ο κίνδυνος διαμελισμού της Τουρκίας είναι ορατός. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που καλλιεργούσαν την ιδέα περί του «Μεγάλου Ασθενούς» για την Τουρκία, φαίνεται ότι εξέδωσαν και τη ληξιαρχική πράξη θανάτου, τουλάχιστον προσωρινά.
Αντιπροσωπεία των νικητριών δυνάμεων έφτασε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Μαζί και η τραυματισμένη ελληνική ψυχή να δηλώνει παρούσα. Το πολεμικό πλοίο «Αβέρωφ», φορτωμένο με τις δάφνες από τις νίκες των βαλκανικών πολέμων, καμαρώνει στον προβλήτα του λιμανιού. Η γαλανόλευκη δέχεται το δροσερό αεράκι του Βοσπόρου, που κρατά στην αγκαλιά του σφιχτά τα όνειρα του γένους.
Με κραυγές αλλοφροσύνης, οι Έλληνες της Πόλης και με δάκρυα χαράς, υποδέχονται την ελληνική παρουσία. Δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Η περίοδος των διωγμών δείχνει να τελείωσε. Πρέπει να πούμε ότι ένας βασικός όρος της συνθηκολόγησης της Τουρκίας ήταν να αφοπλιστεί ο στρατός και να παραμείνει στα στρατόπεδα.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της παρουσιάζεται, διαθέτοντας το ισχυρό χαρτί του νικητή. Βέβαια, οι διωγμοί και οι δολοφονίες σταμάτησαν, γιατί το μέλλον της Τουρκίας παρουσιάζεται σκοτεινό. Έγιναν κάποιες εικονικές δίκες και επιβλήθηκαν εικονικές καταδίκες των πρωταιτίων των σφαγών, απλά για να συγκαλύψουν το έγκλημα. Τι κι αν κάποιοι δικάστηκαν! Αφού, στο τέλος, κανείς δεν τιμωρήθηκε!
Οι τελευταίοι μήνες του 1918 και οι πρώτοι του 1919 είναι πολύ σημαδιακοί. Οι εκπρόσωποι των νικητών του πολέμου συζητούν ατέλειωτες ώρες, για να προσδιορίσουν το μέλλον της Τουρκίας. Στρατεύματα της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας αποβιβάζονται στη μικρασιατική Τουρκία. Ο συναγωνισμός των συμφερόντων, άλλοτε κρυφός και άλλοτε φανερός, είναι σκληρός. Συνθήκες υπογράφονται κάτω από το τραπέζι. Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες της Μ. Ασίας και του Πόντου ζουν, την περίοδο εκείνη, στιγμές αγωνίας. Εύχονται, τα δεινά που έπαθαν, να είναι τα τελευταία. Ελπίζουν να έρθουν καλύτερες μέρες και να βρουν την ειρήνη και τη συμφιλίωση με τους ανθρώπους που συμβιώνουν από πολλά χρόνια.
Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1919, οι Έλληνες περιμένουν την αποστρατεία των δικών τους, αφού ο πόλεμος τελείωσε. Αντί αυτού, παρακολουθούν περίεργες μετακινήσεις στρατευμάτων στα λιμάνια της Μακεδονίας. Ούτε και οι στρατιώτες γνωρίζουν κάτι.
Στις 14 Μαΐου 1919, με το παλιό ημερολόγιο ήταν πρωτομαγιά. Πολλοί Έλληνες της Σμύρνης έλαβαν κρυφά ειδοποίηση να συναντηθούν με τον μητροπολίτη τους. Κάποια στιγμή εμφανίζεται αυτός στην αίθουσα και με δάκρυα στα μάτια διαβάζει το τηλεγράφημα που κρατούσε στα χέρια του. Όταν διάβασε στο τέλος το όνομα του αποστολέα: «Βενιζέλος, πρωθυπουργός», τότε κατάλαβαν.
 Η ενημέρωση αφορούσε την επικείμενη απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Τη χαρά τους και τη συγκίνηση τους τη φανταζόμαστε όλοι. Ο λαός πανηγυρίζει μαζί και το ελληνικό έθνος. Πήγε ο ελληνικός στρατός και με αρχιστράτηγο τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, δώριζε, μαζί με τη χαρά, και την ελευθερία στους Έλληνες της περιοχής.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ή να μάθει τι συνέβαινε στην Κωνσταντινούπολη. Ο νέος σουλτάνος Μεχμέτ Ε' Ρεσάτ κάλεσε τον συνταγματάρχη Μουσταφά Κεμάλ και του έδωσε εντολή να μεταβεί στον Πόντο και ως επιθεωρητής στρατού, να φροντίσει για την τάξη, εξαιτίας της ιδιόρρυθμης κατάστασης.
Ο Κεμάλ έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και στις 19 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, εγκαινιάζοντας, έτσι, τη δεύτερη και χειρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Να υπενθυμίσω ότι το πλοίο που μετέφερε τον Κεμάλ στην πόλη, βρίσκεται στο λιμάνι ως μουσειακό μνημείο, για να θυμίζει στους επισκέπτες τον μεγάλο άθλο του νικητή. Για τους νέους της Τουρκίας, ακόμη και σήμερα, η ημερομηνία αυτή έχει ιδιαίτερο νόημα, γιαυτό και θεωρείται γιορτή της νεολαίας.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα επακολουθούσε. Ένα είναι βέβαιο: η παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και οι αυτονομιστικές προσπάθειες των Αρμενίων και των Ποντίων προκάλεσαν τον φανατισμό και τον εθνικισμό του τουρκικού λαού, που έχει αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ τον σωτήρα του έθνους και τον ιδανικό αρχηγό, που μπορεί να πάρει πίσω αυτό που έχασε με τη Συνθήκη του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου του 1918.
Η παρουσία των ιταλικών, γαλλικών και αγγλικών στρατευμάτων δεν προβλημάτιζε κανέναν. Το μίσος στράφηκε σκόπιμα εναντίον των Ελλήνων, γιατί γνώριζαν ότι μόνον τα ελληνικά στρατεύματα διέθεταν στην Τουρκία εθνικά ερείσματα.
Αγωνίστηκε ο μακαριστός ιεράρχης Χρύσανθος, μαζί με τους εκπροσώπους των Αρμενίων για τη δημιουργία Ποντοαρμενικής Δημοκρατίας. Με προσωπικές παραστάσεις στην Ελλάδα και το Παρίσι και με επιστολές προς τους πολιτικούς ηγέτες της Ευρώπης, προσπαθούσε να πείσει για τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι μειονότητες στις περιοχές εκείνες, αλλά η φωνή του δεν εισακούστηκε. Αντίθετα, οι Τούρκοι έστησαν στην Αμάσεια τα δικαστήρια της Ανεξαρτησίας και με συνοπτικές διαδικασίες της στιγμής έστελναν στην αγχόνη όλους τους Έλληνες, αδιακρίτως ηλικίας, φύλου και επαγγέλματος. Χιλιάδες Έλληνες, μεταξύ των οποίων όλη η πνευματική ηγεσία των Ποντίων και ο κλήρος, γνώρισαν το θάνατο στην αγχόνη.
Ο Τοπάλ Οσμάν έχει τώρα νέο αρχηγό, στον οποίο αισθάνεται, μαζί με τους συντρόφους του, απέραντη αφοσίωση. Έτσι, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην αναζήτηση και εξόντωση των χριστιανών Ελλήνων. «Ο διαβόητος κουτσός της Κερασούντος», γράφει ο Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του «Γη του Πόντου», «υποχρέωνε τους Ρωμιούς να πληρώνουν εισφορά από 500-600 λίρες Τουρκίας για τη σωτηρία του τουρκικού έθνους. Έχοντας φτιάξει έναν κατάλογο προγραφών, άρχισε την εξόντωση των πιο διαλεχτών Ελλήνων, με όλο τον κυνισμό, την άνεση και τη μανία ενός άγριου θηρίου».
Στο ίδιο βιβλίο, στη σελίδα 438, αναγράφονται τα ονόματα 69 Ελλήνων, μεταξύ των οποίων κληρικοί, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, έμποροι, που καταδικάστηκαν σε θάνατο, με την κατηγορία ότι σκέπτονταν και ενεργούσαν να ιδρύσουν δημοκρατία του Πόντου, αποσπώντας μέγα τμήμα του οθωμανικού κράτους.
Σε όλο αυτό το διάστημα που οι Τούρκοι ανεξέλεγκτα διαπράττουν τα εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων, ο ελληνικός στρατός βρίσκεται αντιμέτωπος του Κεμάλ και δίνει τις πιο σκληρές και θανατηφόρες μάχες στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Βιάζεται να υποχρεώσει τον Κεμάλ, που αναδείχθηκε με τις εθνοσυνελεύσεις του Ερζερούμ, ο λαϊκός επαναστάτης, να αποδεχτεί τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών - προαστίου των Παρισίων. 
Σύμφωνα με τη Συνθήκη αυτή της 10ης Αυγούστου 1920, η Τουρκία παραχωρούσε στην Ελλάδα την Ανατολική και τη Δυτική Θράκη, μέχρι την Κωνσταντινούπολη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και τη Σμύρνη με την ενδοχώρα της, με δημοψήφισμα, ύστερα από πέντε χρόνια. Όλα έδειχναν ότι η τύχη είναι με το μέρος μας.
Δυστυχώς, ακόμη μια φορά, η διχόνοια έπαιξε το δικό της παιχνίδι. Στις εκλογές της 1ης (14ης) Νοεμβρίου 1920, ο Βενιζέλος ηττήθηκε και μαζί του ολόκληρος ο ελληνισμός. Η εγκατάλειψη και η ήττα του στρατού ήταν οι προάγγελοι της συμφοράς που επρόκειτο να συμβεί. 
Ο ελληνικός στρατός, αφού άφησε χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους, εγκατέλειψε τη Μ. Ασία και τους Έλληνες στην εκδικητική μανία του Κεμάλ και των συνεργατών του. Ένας ολόκληρος λαός της Μ. Ασίας με ιστορία, με πολιτισμό και παραδόσεις οδηγήθηκε στη σφαγή. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, στις 24 Ιουλίου 1923, τερματίζεται ο ελληνοτουρκικός πόλεμος με την ακύρωση της Συνθήκης των Σεβρών. Ανοίγει, όμως την όρεξη των νικητών για την ανταλλαγή των πληθυσμών, για να υπογραφεί και η ληξιαρχυίή πράξη θανάτου του ελληνισμού της Μ. Ασίας και του Πόντου, με τη δημιουργία 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων. 
Μέσα σε αυτούς και οι γονείς μας. Αφού μάζεψαν τα κομμάτια της ψυχής τους και όση αξιοπρέπεια τους απέμεινε, ήρθαν στην Ελλάδα. Άφησαν, όμως πίσω τους τους δικούς τους γονείς τα αδέρφια και τους συγγενείς, να μείνουν εκεί, πιστοί φρουροί και θεματοφύλακες των ηθικών και διαχρονικών αξιών, που συνιστούν την έννοια Ανθρωπος. Ήταν 353 χιλιάδες και πλέον. Σήμερα, για αυτούς μιλάμε, αυτούς θυμόμαστε και αυτούς τιμούμε.

Παναγιωτης Παπαδοπουλος
Φιλολογος-Συγγραφέας
Εκδοτης Ποντιακης Εστιας






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah