Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΑ ΔΥΤΙΚΑ

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Όπως τα παληά χρόνια έτσι και τώρα ήταν εντελώς ιδιότυπος ο αγώνας στα βουνά. Το μεγαλύτερο αντιστασιακό κίνημα έγινε στα δυτικά του Πόντου, την περιοχή της Αμισού, Πάφρας,  Αμάσειας,  Έρπαα,  Μερζιφούντας  κλπ. 
 Ούτε,  όμως  μια  ενιαία  στρατιωτική διοίκηση υπήρχε ούτε και ξεκάθαρος πολιτικός σκοπός. Οι Έλληνες φεύγαν στα βουνά για να γλυτώσουν τα μαρτύρια στα τάγματα εργασίας και γι' αυτό παίρναν συχνά μαζί τους και τα γυναικόπαιδά τους για να τα φυλάξουν απ' το κυνήγι και την εκδίκηση των Τούρκων.
Είναι λίγα, όπως είπα, τα στοιχεία που έχουμε, γιατί δεν κρατήθηκαν Αρχεία της δράσης του αντάρτικου κι αν υπήρχαν θα χάθηκαν μέσα στο χαλασμό της συμπλοκής των ανταρτών με τον τούρκικο στρατό και τους χιλιάδες τσέτες.
Υπάρχουν μόνο οι σκόρπιες αναμνήσεις ανταρτών και το ημερολόγιο του οπλαρχηγού Βασίλη Ανθόπουλου —Βασίλ αγά— όπως και το ανέκδοτο ιστόρημα ενός άλλου οπλαρχηγού του δυτικού Πόντου, του Παντελή Αναστασιάδη —καπετάν Παντέλ αγά— που ζει σήμερα σε προχωρημένη ηλικία στο Ποντολείβαδο Καβάλας και μου το παράδωσε για τη συμπλήρωση της ιστορικής έρευνας γύρω απ' τη δράση του αντάρτικου. Ανάλογα στοιχεία έθεσε στη διάθεσή μου και ο Παύλος Ταουσίδης, παληός οπλαρχηγός επίσης, που ζει σήμερα στην Έδεσσα.
Με βάση τα ιστορήματα αυτά και τα όσα έχουν δημοσιευτή σε βιβλία Ποντίων συγγραφέων θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα του αντάρτικου στα δυτικά του Πόντου. 
Είναι μοιραίο βέβαια, στην προσπάθεια τούτη να μην ακολουθήται αυστηρά η ιστορική διαδοχή των γεγονότων ή ν' αγνοήται ακόμα η δράση προσώπων που αγωνίσθηκαν και χάθηκαν μέσα στη λησμοσύνη ή να ξεφεύγουν μεγάλες πράξεις και να προβάλλωνται ίσως άλλες μικρότερες. 
Σκοπός όμως, της αφήγησης τούτης δεν είναι να δώση την αυστηρή κι ακριβολόγα  ιστορία   του   ένοπλου   αγώνα   αλλά   —αφού  αυτό   δεν   είναι   δυνατόν— τουλάχιστο μια γενική ιδέα.
Σημασία, άλλωστε, για την αφήγησή μας δεν έχουν η ιδιαίτερη δράση και τα κατορθώματα των προσώπων, στις διάφορες περιοχές. Σημασία έχει αυτός ο ίδιος ο αγώνας, ο τρόπος και οι συνθήκες κάτω απ' τις οποίες αγωνίστηκε ο Πόντος, η ψυχική έξαρση ενός λαού που δεν υποτάχτηκε στη μοίρα του.
Υπάρχει ένα μικρό βιβλίο ενός δημοδιδάσκαλου του Πόντου, που ρίχνει φως όχι μονάχα στον πόθο της αντίστασης και την απόφαση της άμυνας των Ελλήνων, αλλά και της συγκινητικής, στ' αλήθεια, απλοϊκότητας με την οποία ανάλαβαν πολλοί ψυχωμένοι ραγιάδες να υπερασπίσουν την ζωή και την τιμή τους ενάντια στην αφηνιασμένη βαρβαρότητα των Τούρκων. Τοπικά είναι τα περιστατικά που ιστορεί αλλά μαρτυρούν τον ολόχρυσο κρίκο που ένωνε την ψυχή και το πνεύμα των Ελλήνων του Πόντου με τους Φιλικούς και την κλεφτουριά του 21.
Το  χωριουδάκι  όπου  έζησε  ο  συγγραφέας  βρισκόταν  55  χιλιόμετρα  μακρυά  απ'  την Αμάσεια και λεγόταν Μεταλλείον Σιμ Γκιουμούς Μαντενί στα βορειοδυτικά του νομού Σεβάστειας. Εκεί, λοιπόν, μια νύχτα του Σεπτέμβρη του 1914 μαζεύτηκαν στα γραφεία της Μητρόπολης τέσσαρες άνθρωποι (Ιωάννης Παπαπέτρου, Ανδρέας Γαβριηλίδης, δημοδιδάσκαλος επίσης, Λάζαρος Καλτζίδης, έξαρχος της Μητρόπολης και Χαρ. Κοντοβραχιονίδης, ένας ψυχωμένος πατριώτης) και ιδρυσαν τη μικρή Φιλική τους Εταιρίαπου ανάλαβε να μπάσει στο μυστικό της όσους Ρωμιούς της γύρω περιοχής μπορούσε. Καθένας που θα γινόταν μέλος έπρεπε να ορκιστεί επάνω στο Ευαγγέλιο, σ' ένα πιστόλι κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, μ' αυτά τα λόγια: «Ορκίζομαι εις το ιερόν Ευαγγέλιον ότι εάν προδώσω την οργάνωσιν και τους σκοπούς αυτής, να με εκδικηθή αυτή με το όπλον επί του οποίου ορκίζομαι και το αίμα μου να τρέξη όπως αυτό το κόκκινο κρασί».
Οι τέσσαρες πρωτοπόροι αγωνιστές του άγνωστου και στους Πόντιους ακόμα μικρού χωριού, αποφάσισαν να φτιάξουν μόνοι τους ακόμα και το μπαρούτι που τους χρειαζόταν για τον αγώνα και το πέτυχαν «έχοντες ως σύμβουλον και βοηθόν την Χημείαν του Δαμβέργη, την οποίαν εδιδάχθησαν εις τα Γυμνάσια».
Σ' απόσταση μιας ώρας απ' το Μεταλλείον —τ' όνομα προερχόταν απ' τα μεταλλεία του ασημιού— υπήρχε ένα μέρος που λεγόταν «Παρούτ μαγρασί» και η ονομασία αυτή οδήγησε, τους δυο δασκάλους να εξετάσουν το χώμα, όπου βρήκαν ότι πραγματικά υπήρχε νίτρο, ένα απ' τα τρία συστατικά του μπαρουτιού.
Με την συνεργασία άλλων τεσσάρων μελών της οργάνωσης κατάφεραν να κατασκευάσουν μπαρούτι και μάλιστα πολύ καλής ποιότητας: «Η ανέλπιστη επιτυχία, λέει ο Παπαπέτρου, μας έδωσε το θάρρος να προβώμεν και εις την κατασκευήν των κανονιών. 
Ταύτην, εννοείται, ανέλαβον να φέρουν εις πέρας οι τεχνίται. Τα κατασκευασθέντα τέσσαρα πρώτα κανόνια ήσαν οπισθογεμή. Η κάννη αυτών απετελείτο από λαμαρίνα παχείαν με βραχιόλια σιδηρά. Έλειπεν, όμως η αντίστασις η οποία θα εκράτει επί τόπου τα κανόνια και ταυτοχρόνως θα επρολάμβανε τα δυστυχήματα δι' εκείνους οι οποίοι θα έκαμον χρήσιν αυτών. 
Ο Οπλαρχηγός Απανόζ  Γιώργη με τα παλληκάρια του
Η σπουδαία αυτή έλλειψις διεπιστώθη κατά την ώραν της δοκιμής του πρώτου κανονιού. Εις τα κατασκευασθέντα τέσσαρα κανόνια εδόθησαν τα ονόματα των Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ και των Βεελζεβούλ και Εωσφόρου. Κατασκευάσθησαν εν συνεχεία και μερικαί σφαιρικαί οβίδες περιέχουσαι κομμάτια σιδήρου και σφαιρίδια από μολύβι και όταν ενομίσθη ότι τα πάντα ήσαν έτοιμα, απεφασίσθη να γίνει η δοκιμή. Ήτο νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 1915. 
Μία ομάς ατόμων της οργανώσεως, μεταξύ των μελών της οποίας περιελήφθησαν οι εφευρέται ή επινοηταί των κανονιών Ι. Παπαπέτρου, Ανδρ. Γαβριηλίδης και Χαρ. Κοντοβραχιονίδης, παρέλαβε το εν από τα κανόνια, ωπλίσθη με πιστόλια και κάμες δια να προλάβη πιθανήν επίθεσιν από λύκους και άλλα αγρίμια και εξεκίνησε προς τα υπερκείμενα του Μεταλλείου όρη. 
Μετά πορείαν μιας και ημισείας ώρας δια μέσου χιόνων έφθασαν παρά το παρχάρι Σιλικλή, όπου η ομάς έκρινε ότι η τοποθεσία ήτο κατάλληλος δια να γίνει η δοκιμή. 
Έθεσε τότε πυρ εις την θρυαλλίδα και έλαβε προφυλακτικάς θέσεις πίσω από τους παρακειμένους βράχους. Μετά τινα λεπτά έγινε η εκπυρσοκρότησις και ηκούσθη δαιμονιώδης κρότος, ο οποίος έφερε τον αντίλαλον εις τα πέριξ βουνά, πλαγιάς και φαράγγια. 
Όταν όμως εζήτησε η ομάς να παραλάβει το κανόνι είδε με έκπληξιν ότι... έλειπε! Μετά δυσκολίας και ύστερα από δεκαπεντάλεπτον έρευναν ανάμεσα εις την χιόνα κατωρθώθη να ανευρεθή εις απόστασιν πενήντα  περίπου  μέτρων,  μακράν  του  τόπου  της  εκπυρσοκροτήσεως. Την  πρωίαν  της επομένης, από τα πέριξ τουρκοχώρια πολλοί Τούρκοι οι οποίοι ήκουσαν τον κρότον του κανονιού κατήλθον εις Χατζήκιοϊ, έδραν της υποδιοικήσεως, και ανέφεραν ότι ήκουσαν κρότους... «ρωσικών κανονιών».
Αλλά αυτή η αποτυχία δεν εμπόδισε καθόλου το μικρό χωριό των Ελλήνων μεταλλουργών να βγάλη αργότερα ανταρτικές ομάδες και οπλαρχηγούς, που προστάτευαν τους γύρω Έλληνες και τρομοκρατούσαν τα τούρκικα χωριά.
Εκεί γύρω στη βουνίσια περιοχή έδρασε ο Χαράλαμπος Κοντοβραχιονίδης που πήρε τ' όνομα Χαμδή μπέης, όπως κι ο Ευάγγελος Ιωαννίδης —σήμερα γνωστός εργοστασιάρχης στην Αθήνα που σε ηλικία 23 ετών πολεμούσε στα βουνά της ιδιαιτέρας πατρίδας του με τ' όνομα Ελβάν μπέης, ή καπτάν Βαγγέλης.  Παιδί  ακόμα,  μας  λέει  ο  Ι.  Παπαπέτρου, φοιτούσε  στο  Κολλέγιο  κι  όταν  ο διευθυντής του είπε να καταταχτή στον τούρκικο στρατό για να υπηρετήση τον σουλτάνοαπάντησε:
—Πατρίδα  μου  ξέρω  μόνον  την  Ελλάδα  και  βασιλέα  μου  τον  βασιλέα  των  Ελλήνων Κωνσταντίνο!
«Καταφεύγει   εις   τα   βουνά   —συνεχίζει   ο   συγγραφέας—   όπου   περισυλλέγει   και συγκεντρώνει τους φυγοστράτους της περιοχής, τους νουθετεί και διαφωτίζει δια τους σκοπούς  του  αγώνος  των...  Την  ηθικήν  προπαρασκευήν ακολουθεί ο  εφοδιασμός των οπαδών του με σύγχρονα όπλα και η κατάλληλος δια τον ειδικόν αγώνα εκγύμνασις και εξάσκησίς των. Διέθεσε όλην σχεδόν την σεβαστήν πατρικήν του περιουσίαν δια τον εξοπλισμόν του Σώματός του. Ούτω, εντός ολίγου έγινε το φόβητρον όλων των Τούρκων της περιοχής
Η φήμη του υπερέβη τα όρια του Πόντου και έφθασε μέχρι της Κωνσταντινουπόλεως, όπου απεφασίσθη η πάση θυσία εξόντωσίς του. Σοβαραί δυνάμεις τακτικού στρατού απεστάλησαν προς τούτο εναντίον του, αλλ' άνευ αποτελέσματος. Βλέποντες ταύτα οι Τούρκοι της περιοχής προσεπάθουν ν' αποκτήσουν την εύνοιάν του και δια να τον εξευμενίσουν τον ετροφοδότουν οι ίδιοι και τον εφωδίαζαν με πυρομαχικά. Τον απεκάλουν δε Ελβάν μπέη, δηλαδή φωτεινόν μπέην, ενώ οι Έλληνες τον ωνόμαζον Άη Γιώργη, επειδή είχε άσπρο άλογο, αλλά και συμβολικά δια την προστασίαν και ασφάλειαν που τους παρείχε».
Ο ίδιος συγγραφέας μας περιγράφει και τον Χαρ. Κοντοβραχιονίδη ή Χαμδή μπέην: «Από τον Ίούλιον του 1915, λέει, τον βρίσκομε στο βουνό. Επί οκτώ ολόκληρα έτη έζησε ως σταυραετός εις τας κορυφάς, τας χαράδρας και μέσα εις τας σκοτεινάς κρύπτας των υπερκειμένων ορέων της πατρίδος του. Εκεί είχε το λημέρι του. Που ακριβώς, κανείς δεν εγνώριζε. Επεβλήθη με την δύναμιν των όπλων του εις τον πληθυσμόν των Τούρκων κατοίκων της περιφερείας. 
Τον φοβούνται όλοι και τον εκτιμούν. Τα δώρα τα φέρνουν στο σπίτι του. Οι κάτοικοι των πέριξ του Μεταλλείου τουρκικών χωρίων ζητούν την επέμβασίν του εις κάθε υπόθεσιν την οποίαν αδυνατούν να τελειώσουν με τας ιδίας των δυνάμεις. Έδωσε  πολλές  μάχες  με  τα  καταδιωκτικά αποσπάσματα, αλλά  και  με  κάποιον  Μουσά τσαούς, αρχηγόν 60μελούς ανταρτικής ομάδος των Τούρκων. Η συμμορία του Μουσά τσαούς εφόνευσε ένα απ' τα παλληκάρια του, τον Κλεάνθην Κ. Γαβριηλίδην ή Τσάκαλον, όταν πήγε να συνεννοηθή μαζί του. 
Το κεφάλι του ο Μουσά τσαούς το προσέφερε ως δώρον εις κάποιον Σαλήφ αγάν, κάτοικον του χωρίου Αλάν. Ο Σαλήφ το εδέχθη με προθυμίαν και  έδωσε  εις  τον  Μουσά  τσαούς  εκατόν  χρυσάς  λίρας,  υποσχεθείς άλλας διακοσίας αν θα έφερνε το κεφάλι του οπλαρχηγού Χαμδή βέη.
Όταν το έμαθε αυτό ο Έλλην οπλαρχηγός, παρέλαβε μαζί του μερικά παλληκάρια του και έσπευσε να συναντήση τον Μουσά τσαούς και τον Σαλήφ αγάν. Ο τσαούσης μόλις επληροφορήθη ότι έρχεται ο Κοντοβραχιονίδης έγινε λαγωός. Ο Κοντοβραχιονίδης περιεκύκλωσε το χωρίον Αλάν, και μπήκε ο ίδιος μέσα, εμάζεψε τους χωρικούς και είπε εις τον Σαλήφ αγάν:
—Ήλθα και σου έφερα το κεφάλι μου. Πάρε το και δώσε μου τας 200 χρυσάς λίρας!
Ο αγάς κόκκαλο, ούτε μια λέξη δεν βγήκε απ' το στόμα του. Επενέβησαν οι άλλοι χωρικοί, επλήρωσαν τας διακοσίας λίρας και ύστερα από πολλάς παρακλήσεις των απέλυσε τρεις ομήρους τους οποίους εκράτει. Τέτοια ανδραγαθήματα και άλλα παρόμοια έχει να επιδείξη πλείστα. Τον εξύμνησε όχι μόνον η λαϊκή μούσα της πατρίδος του, αλλά και οι Τούρκοι της περιφερείας με τα τραγούδι:


Χαμδή πεγήν τουφεγί γιαντάν ατάρ φυσεγί γετί ταγίν ουστουντέ Χαμδή πεγήν τουσεγί.

Δηλαδή: «Το τουφέκι του Χαμδή βέη λοξά ρίχνει το βόλι, επάνω σε εφτά βουνά βρίσκεται το στρώμα όπου κοιμάται».
Με μεγάλη απορία στην αρχή κι ύστερα με φόβο βλέπαν οι Τούρκοι τους αρματωμένους κι άρχισαν να περιμαζεύωνται στις περιοχές που δρούσαν οι αντάρτες και να μη τολμάνε πια να  πειράζουν  τους  Ρωμιούς,  γιατί  τούτοι  οι  διαβόλοι  ξεπηδούσαν αναπάντεχα απ'  τα βουνά, απ' τις σπηλιές, απ' τα φαράγγια και ροβολούσαν φτερωτοί, σαν ίσκιοι μέσα στο σκοτάδι, κι αλλοίμονον σ' όσους φταίξανε. Ο νόμος ήταν ένας: Οδόντα αντί οδόντος!
Αλλιώτικοι ήσαν τούτοι απ' τους γκιαούρηδες που ξέραν και δεν χωράτευαν καθόλου. Χτυπούσαν, πολεμούσαν, σκότωναν και μπαίναν σαν αφέντες στα τουρκικά χωριά — τσούρμα ολάκερα— αρπάζαν τρόφιμα και φεύγαν. Τ' όνομα πολλών οπλαρχηγών τους έγινε  θρύλος  για  τους  Ρωμιούς  και  τρόμος  για  τους  Τούρκους.  Συχνά  οι  καπεταναίοι παίρναν τίτλους... αγάδων, μπέηδων και πασάδων για να κάνουν περισσότερη εντύπωση και να επιβάλλωνται ευκολώτερα.
Τα όπλα και τα τρόφιμά τους οι αντάρτες τα παίρναν με την ενίσχυση Ελλήνων πατριωτών ή απ' τα γιουρούσια τους στα τουρκοχώρια. Αλλά ο σοβαρότερος εφοδιασμός τους σε όπλα, τουλάχιστο τον πρώτο καιρό, γινόταν απ' τους Ρώσους. Απ' την αρχή κιόλας του πολέμου αρκετά ψυχωμένα παλληκάρια φύγαν προς τις ρωσοκρατούμενες περιοχές και προσφέρθηκαν να  πολεμήσουν  στα  νώτα  του  τούρκικου  στρατού.  Οι  Ρώσοι  πρόθυμα δέχτηκαν την προσφορά τους κι έτσι στέλναν συχνά τ' αντιτορπιλλικά τους με οπλισμένους τους εθελοντές.






Δημητρης Ψαθας
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah