Ήταν
το 1954. Χρονιά δίσεκτη — όπως η
προηγούμενη, για τον πρωτοφανέρωτο
ποιητή. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ο θάνατος άρπαξε την αγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του. Και ήταν
κοντά δυο χρόνια που ο βραχνάς της ανεργίας και της πείνας ταχτικά τον
συντρόφευε. Όμως εκείνος, τονωμένος από την θερμή
υποδοχή που επεφύλαξαν τα Ελληνικά Γράμματα στον πρώτο καρπό του πνευματικού
του μόχθου κι όντας σε φυσικήν «ευφορία» πάλευε να συμπληρώσει την δεύτερη συλλογή του.
Φλεβαριάτικο πρωινό. Στο βαθύ κι ανήλιαγο
υπόγειο της οδού Τζαβέλα, που του χρησίμευε για κατοικία, πάγωνε ως και η καρδιά σου. Αποκότησε ν' ανεγείρει στα στρωσίδια, έξυσε με τα νύχια το τζάμι στο
καγκελόφραχτο - ίδιο φυλακής — παράθυρο κι έριξε μια ματιά έξω.
Νεκρή φύση.
Σαβανωμένη από παχύ στρώμα χιονιού, που όλο κι αυγάτιζε καταγής. Ψυχή στο δρόμο. Κανένας θόρυβος. Μήτε κι αυτός, ο στριγγός
από το σούρσιμο της ρόδας του τραμ πάνω στις ράγιες, που τον ξύπναγε κάθε πρωινό. Σημάδι πως είχε διακοπεί κι η κυκλοφορία των τροχοφόρων. Η νύμφη του Θερμαϊκού ξαφνιάστηκε από την
επιδρομή τόσου χιονιού και λούφαζε, με τα ψυχωμένα και τ' άψυχά της. Μονάχα ένας σπούργιτας, πρισμένος από το κρύο, αμέ και την πείνα,
κούρνιασε στο απάγκιο του περιβολιού και τήραζε κατά μέσα «προσδοκώντας».
Πικρογέλασε,
έκανε τη σύγκριση. Πήρε το μολύβι από το μαξιλάρι του κι έγραψε στον τοίχο.
Κρυώνω,
όπως κρυώνεις
πεινώ, καθώς πεινάς
ματώνω, όπως ματώνεις
κρατώ, καθώς κρατάς.
Στην 'ξώπορτα ακούστηκαν χτύποι. Η γριά μάνα του πήγε κι άνοιξε. Στο
τετράγωνο, που φωτίστηκε, ζωγραφίστηκε μονομιάς η σιλουέτα ενός γέρου,
κάτασπρου από την
κορυφή μέχρι τα νύχια.
—Καλημέρα!
—Καλημέρα!
—Μένει εδώ ο κ. Στέφανος Τηλικίδης;
Μάλιστα. Εδώ μένει. Όμως έλα μέσα, άνθρωπέ
μου, έλα μέσα. Εσύ μελάνιασες, πάγωσες — ούου!...
Έλα να τινάξω το χιόνι από πάνω σου. Μ'
αυτό τον καιρό εσύ
γέρος, γιατί βγήκες έξω — έ;
Μπήκε κείνος.
—Ευχαριστώ ...
δεν πειράζει ... αφήστε ... καλά είμαι. Ο άλλος άκουσε και βγήκε από
την κάμαρά του στο σαλόνι. Ο άνθρωπος που αντίκρυσε ήταν ένα αδύνατο γεροντάκι,
με πρόσωπο λιπόσαρκο, ασκητικό, που οι αγιογράφοι ζωγραφίζουν στα τέμπλα των
εκκλησιών.
—Καλημέρα σας. Ο κύριος Τηλικίδης;
—Μάλιστα. Καθήστε παρακαλώ.
Ι. Σαλτσής με την κόρη του και τον γαμπρο του. |
-Δεν πειράζει.
Λέγομαι Σαλτσής. Ιωακείμ Σαλτσής. Μου έγραψε για σας ο Ξενοφών Άκογλου. Διάβασε το βιβλίο σας στην Αθήνα,
και μου έγραψε πολλά θαυμαστικά για
την δουλειά σας. Χαίρομαι. Όμως, ανάμεσα στ' άλλα,
μου λέει πως είστε άνεργος. Είναι κρίμα. Νέοι σαν εσάς, μ' ευγενικές φιλοδοξίες κ' έφεση για δημιουργία ... τέλος. Σκέφτηκα ... είπα πως θα
μπορούσα να κάνω κάτι για σας. Πάρτε αυτήν την κάρτα! Γράφω σ' ένα φίλο μου,— του μίλησα κιόλας. Έχει ένα εργοστάσιο και θα χρειαστεί υπάλληλο. Θα χαρώ αν ταχτοποιηθήτε. Τα 'πε όλα μαζωμένα, γρήγορα — γρήγορα,
λαχανιασμένος, σάμπως να τον κυνηγούσαν, κ'
ευτύς.
—Τώρα
να πηγαίνω. Η γριά έπεσε από κοντά του.
—Πού να πας, Χριστιανέ μου; Πού θα
πάς; Εσύ ένας άγιος άνθρωπος ήρθες με τέτοιο καιρό να μας κάνης καλό κι εμείς ... Όχι, δεν γίνεται. Κάτσε, κάτσε. Το
πριονίδι
άναψε και έβρασε ένα τσάι. Να σου δώσω ένα ποτήρι, να ζεσταθείς κι
ύστερα πας στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Άιντε.
Ο άλλος μπήκε στην κάμαρα, να πάρει ένα αντίτυπο του βιβλίου
του*. Η γριά σερβίρισε το τσάι. Καθώς
τον εξέταζε στο πρόσωπο, μέσα της κάτι της έλεγε πως είχε να κάνει με πατριώτη, πρόσφυγα. Δεν
κρατήθηκε.
-Συγχώραμε. Για ας ερωτώ σε, ευλογημένε. Εσύ
Πόντιος μη είσαι;
—Πόντιος. Ασ' σην Ορτούν. Αλπιάτ.
-Εμείς πα Καρσλήδες είμες. Επεκεί εσέβαμε σην
Ρουσίαν, ναι, σο Κομπάν. Αρ' είδες! Εγώ
χαμάν εγροίξ' ατο. Είπα, αβούτος ο καλόν ο άνθρωπον Πόντιος θα έν'.
Αέτσ'
είπα. Άμαν, την αλήθειαν πα να λέω σε, άμον το είδα
σε απάν' σην πόρταν, το πρώτο εθάρρεσα
γυρευός είσαι. Άρ' εύρες μας, είπα απέσ'-ι-μ'.
Εμείς με το τσάι και με το ψωμίν ζούμε, εσέν'
πα ντο θα δίγω σε, άχαρε!. Ας έν',
Πόντιος ας είσαι, γιάβρου μ' κι άλλο τιδέν 'κι
θέλω.
Ο άλλος βγήκε από την κάμαρα.
-Κύριε Σαλτσή, να μου επιτρέψετε να σας χαρίσω
ένα αντίτυπο του βιβλίου μου.
—Ευχαριστώ. Ποια είναι η αξία του;
-Σας παρακαλώ! Είπα, να σας χαρίσω!
-Δεν γίνεται, ακούστε με που σας λέω, δεν
γίνεται ... Ξέρω εγώ ...
Έβγαλε κι
άφησε πάνω στο τραπέζι ένα νόμισμα.
—Χάρηκα πολύ, αντίο.
Άνοιξε
την πόρτα, βγήκε και ανέβηκε τα σκαλιά του υπόγειου, με μια σβελτάδα, που θα τη ζήλευε νέος άνθρωπος. Η γριά χύθηκε το κατόπι του.
—Κύριε ... πατριώτη ... καλέ άνθρωπε ... εσέν' λέω, εστά.
Έπαρ' αβούτα τα παράδας ... Εσύ πα 'κι
φαίνεσαι πλούσιος. Κύριε ...
Μα κείνος βγήκε από την αυλόπορτα κι έστριψε
τη γωνιά του δρόμου. Η γριά γύρισε
πίσω. Κατέβηκε, μουτρωμένη, στο υπόγειο και στάθηκε μπροστά στο γιο της.
-Γιάβρου μ',
για πέ με εσύ, αβούτος ο άνθρωπος άγιος έτον γιόξαμ παλαλός;
Την απόκριση την πήρε στα κατοπινά χρόνια,
όταν κείνο τ' ασκητικό γεροντάκι του
χιονισμένου φλεβαριάτικου πρωινού έγινε ο πιο σεβαστός φίλος του γιου της.
-Άγιος, μάνα!
Γιατί άλλο δεν ήξερε παρά ν' αγαπά. Ακόμα κι εκείνους που τον αδίκησαν,
που τον κατέστρεψαν, που τον ξέχασαν. Και γιατί ολοζωής του και τότες ακόμα,
που του απόλειπαν βιολογικά οι δυνάμεις — νοιαζόταν να συντρέξει κείνους, που πρόστρεχαν σ' αυτόνε — στον (Δάσκαλο»
με τα προβλήματά τους της ζωής, με τα χειρόγραφα, με τα αιτήματα για πνευματική
και γλωσσική βοήθεια. Νέους και φτασμένους, αληθινούς και κρυφοκαιροσκόπους,
άξιους του πνεύματος κι «επικαιρικούς».
*Πρόκειται
για την ποιητική συλλογή «Δημοτικά μοτίβα»,
με την οποία εμφανίστηκε στα Γράμματα, το 1953,
ο Στέφανος Τηλικίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου