ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΜΕΡΟΣ 6ο

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας να στηρίξει τους ανθρώπους που είχαν ξεριζωθεί λόγω του πολέμου στην Ανατολία ακολουθούσαν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.
Από τη μία υπήρχε η Κοινωνία των Εθνών και η 'Υπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες με επικεφαλής τον Φρίντχοφ Νάνσεν, η οποία, εκτός από κύρος, διέθετε την υποστήριξη της Βρετανίας (του πιο ισχυρού μέλους της Κοινωνίας).
Από την άλλη η κυβέρνηση, οι οργανώσεις περίθαλψης και ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών. Ορισμένες φορές οι δύο δρόμοι προχωρούσαν παράλληλα και άλλες μπερδεύονταν μεταξύ τους. Όντας ο κύριος μεσάζων για την ανταλλαγή των πληθυσμών και ένας από εκείνους που επωμίστηκαν το πολιτικό και ηθικό κόστος του σχεδίου όταν δημοσιοποιήθηκε, ο Νάνσεν ήθελε να εξασφαλίσει ότι ο ίδιος και ο οργανισμός του θα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στην ανταλλαγή αλλά και στα υποτιθέμενα πλεονεκτήματά της, που ήταν η ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση και δραστηριοποίηση των πληθυσμών, ιδίως των αγροτικών.
Ήδη στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1922, όταν η Αρμοστεία έδωσε για πρώτη φορά εντολή στον Νάνσεν να βάλει σε εφαρμογή το πρόγραμμα βοήθειας προς τους πρόσφυγες της «Εγγύς Ανατολής», έγινε μία προσπάθεια να βρεθούν πόροι προκειμένου να στηθεί ένας οργανισμός περίθαλψης υπό την διοίκηση του Νορβηγού.
 Η Βρετανία δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένη να συνεισφέρει 50.000 στερλίνες αρκεί τα άλλα μέλη της Αρμοστείας να έκαναν το ίδιο. Η ανταπόκριση υπήρξε απογοητευτική. Δέκα ακόμα χώρες έδωσαν συνολικά 19.000 στερλίνες, ποσό που έσπευσε αμέσως να καταθέσει και το Λονδίνο - αλλά ο στόχος των 50.000 λιρών παρέμεινε άπιαστος.
Απτόητη, η 'Υπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες ξεκίνησε το έργο της υπό τον δυναμικό της εκπρόσωπο.
Καταβάλλοντας μία εντυπωσιακή προσπάθεια, η Αρμοστεία κατόρθωσε να συντονίσει τον τεράστιο αριθμό απεγνωσμένων Ελλήνων, Τούρκων και Ρώσων που συνέρρεαν στην κατεχόμενη από τους Συμμάχους Ισταμπούλ.
Έφερε επίσης σε πέρας κάποιου είδους πιλοτικό πρόγραμμα μετεγκατάστασης όπου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά η στυγνή λογική πίσω από την ανταλλαγή Ελλήνων και Τούρκων.
Ernest Hemingway
Στο επίκεντρο του προγράμματος βρισκόταν μία ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή της Ελλάδας - η δυτική Θράκη. Με τη βοήθεια της Ύπατης Αρμοστείας ένα μικρό ποσοστό ξεσπιτωμένων αγροτών της ανατολικής Θράκης, η μαζική έξοδος των οποίων περιγράφηκε τόσο ζωντανά από το Νάνσεν και τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, βρήκαν αρκετά γρήγορα καινούρια σπίτια και χωράφια σε περιοχές δυτικά των νέων Ελληνοτουρκικών συνόρων.
Περίπου 10.000 πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη και άλλα μέρη είχαν την σχετικά καλή τύχη να εγκατασταθούν σχεδόν αμέσως στη δυτική Θράκη - σε εδάφη που οι ελληνικές αρχές έδειξαν ιδιαίτερη προθυμία να τους παραχωρήσουν. Αυτό δεν  έγινε μόνο χάρη στο πνεύμα αλληλεγγύης ή έστω τη ματαιοδοξία της Κοινωνίας των Εθνών και της Αρμοστείας. Υπήρχε και κάτι άλλο στην υλοποίηση αυτού του προγράμματος . Η κυβέρνηση της Ελλάδας αγωνιζόταν να «εξελληνίσει» τη δυτική Θράκη το ταχύτερο. Για να το κατορθώσει δεν αρκούσε να εγκαταστήσει Έλληνες στα νέα της  σύνορα, έπρεπε συγχρόνως να απελάσει έναν μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων - έστω και αν στη Λωζάνη συνεχιζόταν ακόμα ο διάλογος για την εξαίρεση της περιοχής από  την ανταλλαγή πληθυσμών. Αυτό που αποκάλυψε το πιλοτικό πρόγραμμα της Αρμοστείας για τη δυτική Θράκη ήταν, ίσως, η πικρή αλήθεια που υποβόσκει σε κάθε σχέδιο εγκατάστασης ή «φυτέματος» ανθρώπων για γεωπολιτικούς λόγους. Είναι  εύκολο να εγκαταστήσει κανείς νέους κατοίκους σε κάποιο κομμάτι γης αρκεί πρώτα να διώξει τουλάχιστον μερικούς από τους παλιούς.
Ήδη από τις αρχές του Απριλίου του 1923, ο Νάνσεν ήταν σε θέση να ανακοινώσει  ότι, με την βοήθεια της Αρμοστείας, Έλληνες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί σε ένδεκα χωριά της δυτικής Θράκης- και πολύ σύντομα θα είχαν ορθοποδήσει χάρη  στις σοδιές καλαμποκιού και καπνού οι οποίες, σε λίγους μήνες, θα ήταν έτοιμες. Οι  νεοφερμένοι ήταν ήδη απασχολημένοι με κερδοφόρες δραστηριότητες όπως η παραγωγή κάρβουνου και τούβλων, το πλέξιμο δαντέλας, το κέντημα και η ύφανση χαλιών.
Είχαν επίσης φυτευτεί 16.000 μουριές ως πρώτο βήμα για την μελλοντική παραγωγή  μεταξιού. Χάρη στις προσπάθειες της Λαίδης Ράμπολντ, συζύγου του εκπροσώπου της  Βρετανίας στην Ισταμπούλ, οι νέοι κάτοικοι είχαν αποκτήσει πρόχειρο νοσοκομείο και ο λαός της Βρετανίας, σε απάντηση μιας παράκλησης από εκκλησίες και τοπικά παραρτήματα της Κοινωνίας των Εθνών, είχε συνεισφέρει ούτε λίγο ούτε πολύ 200.000 τεμάχια ειδών ρουχισμού.
Ο Νάνσεν όμως γνώριζε καλά ότι οι προσπάθειες της Αρμοστείας δεν ήταν παρά μία σταγόνα στον ωκεανό συγκρινόμενες με την ευρύτερη πρόκληση της στέγασης περισσότερων από ένα εκατομμύριο ανθρώπων στην Ελλάδα και του ελέγχου και της  καταστολής των επιδημιών σε ολόκληρη την περιοχή. Αν υπήρχε περίπτωση να φανούν  τα πλεονεκτήματα του «ξεμπερδέματος» των λαών της Εγγύς Ανατολής και να αποφευχθούν τα περαιτέρω δεινά, θα χρειαζόταν πολύ πιο ουσιαστική χρηματοδότηση από αυτή που προσέφεραν οι εκκλησίες της Βρετανίας και το πρόθυμο εκκλησίασμα.
Το μόνο μέρος που θα μπορούσε να εξασφαλιστούν πόροι σε τέτοια κλίμακα ήταν η διεθνής κεφαλαιαγορά και κάτι τέτοιο αποκλειόταν εκτός αν οι ανάλγητοι τραπεζίτες έπαιρναν διαβεβαιώσεις ότι τα λεφτά τους θα ξοδεύονταν αποκλειστικά για να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στην οδό της παραγωγικότητας - όπου θα κέρδιζαν αρκετά για να αποπληρώσουν το δάνειο. Οι κυβερνήτες της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων ο Νάνσεν είχε στενούς φίλους, είχαν και εκείνοι συναίσθηση της σκληρής πραγματικότητας. Οι επιλογές τους ήταν περιορισμένες στο ελάχιστο και μάλλον έπρεπε να αποδεχθούν τους όρους της αρεσκείας των οικονομικών τους σωτήρων.

Σύμφωνα με μία διαδικασία που έμελλε να επαναληφθεί σε δεκάδες χώρες στα τέλη του 20ού αιώνα, η Ελλάδα θα έμπαινε υπό κάποιας μορφής διεθνή επιτήρηση που δεν είχε βέβαια εντελώς αποικιοκρατικό χαρακτήρα, συνεπαγόταν όμως την απώλεια ως ένα σημείο της αυτοδυναμίας της.
Έτσι λοιπόν στις αρχές του 1923 και καθώς αγωνίζονταν να μεθοδεύσουν την πιο συμφέρουσα συμφωνία στη Λωζάνη, οι αρχές στην Αθήνα βρέθηκαν να ελίσσονται μεταξύ δύο εν δυνάμει χορηγών.  O ένας ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, των οποίων τα 2,6 εκατομμύρια δολάρια ξοδεύονταν ήδη σε ένα πρόγραμμα περίθαλψης των προσφύγων που υπερέβαινε κάθε άλλη ανθρωπιστική προσπάθεια στην περιοχή.
 Ο άλλος ήταν η Κοινωνία των Εθνών στο πρόσωπο του Νάνσεν και των άλλων διπλωματών, κυρίως Βρετανών, που ήθελαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις δυνατότητες του νέου διεθνούς οργανισμού και να αυξήσουν το κύρος του.
Καθώς ολόκληρες καραβιές πρόσφυγες κατέκλυζαν κάθε λιμάνι της Ελλάδας φάνηκε καθαρά η επιτακτική ανάγκη να αντικατασταθούν τα επιδόματα - που δεν μπορούσαν πλέον να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες - με ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο εξεύρεσης στέγης και εργασίας για τους νεοαφιχθέντες. Αλλά ο χωρισμός των χρηματοδοτών σε δύο στρατόπεδα δυσκόλεψε τα πράγματα.
Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, βλέποντας τα εμβάσματα από το εσωτερικό της χώρας να μειώνονται και συγχρόνως να εμποδίζονται οι δραστηριότητές του σε άλλες περιοχές του κόσμου, το μόνο που ήθελε ήταν να αποσυρθεί από την Ελλάδα το ταχύτερο, χωρίς όμως να δυσαρεστήσει το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ με το οποίο συνεργαζόταν στενά.
 Το Υπουργείο Εξωτερικών κατανοούσε τη θέληση του ΑΕΣ να απεμπλακεί αλλά δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη ενός ενδεχόμενου φιάσκου. Επικεφαλής της Διεύθυνσης Μικρασιατικών Υποθέσεων εκείνη την εποχή ήταν ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός ονόματι Αλεν Ντάλες, γιος ενός πρεσβυτεριανού ιερέα που έμελλε, τριάντα χρόνια αργότερα, να γίνει ένας από τους πρώτους αρχηγούς της ΣΙΑ και, μαζί με τον αδελφό του Τζόν Φόστερ Ντάλες, να αναδειχθεί σε κεντρική μορφή του Ψυχρού Πολέμου.
Ο χειρισμός από τον Άλεν Ντάλες της υπόθεσης των Ελλήνων προσφύγων ήταν, εννοείται, διπλωματικός. Με δική του εντολή ενισχύθηκε η προσπάθεια του ΑΕΣ να στηρίξει την κυβέρνηση της Ελλάδας (προωθώντας συγχρόνως και τα δικά του συμφέροντα) με την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος αποκατάστασης προσφύγων που θα έδινε τέλος στην ανάγκη για έκτακτα εμβάσματα.
Συγχρόνως οι υπόλοιπες χώρες πληροφορήθηκαν το Φεβρουάριο του 1923 ότι η Αμερική δεν θα στήριζε άλλο πρόγραμμα εκτός αν ο ΑΕΣ αναλάμβανε ηγετικό ρόλο. Στο  τέλος Μαρτίου, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έκανε ακόμα μία προσπάθεια να επικεντρώσει την προσοχή των άλλων δυτικών κρατών στο θέμα των Ελλήνων  προσφύγων προειδοποιώντας ότι ο ΑΕΣ σκόπευε ούτως ή άλλως να αποσυρθεί από  τη χώρα σε τρεις μήνες. 
Υπονοούσε, μάλλον ανοιχτά, ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που  ακόμα είχαν «εδαφικά και άλλα ενδιαφέροντα στην περιοχή της Μεσογείου» έπρεπε  να συμβάλουν πιο ουσιαστικά στη λύση του προβλήματος. Αν το έκαναν θα βοηθούσε  και η Αμερική.
 Οι Ευρωπαίοι κατσούφιασαν και απέφυγαν να δεσμευτούν. Ζήτησαν  από την Αμερική να κάνει πιο συγκεκριμένη πρόταση και να υποσχεθεί ότι θα τεθεί  επικεφαλής της προσπάθειας, αν βέβαια ήθελε να την ακολουθήσει η Ευρώπη.
 Σε κάθε περίπτωση, μία χωριστή πρωτοβουλία για να αποφευχθούν νέα βάσανα για τους Έλληνες πρόσφυγες και να αρχίσουν να είναι παραγωγικοί είχε αρχίσει να παίρνει μορφή μέσα από τον γραφειοκρατικό κυκεώνα της Κοινωνίας των Εθνών με τη στήριξη κυρίως της Βρετανίας. 
Στις 2 Φεβρουαρίου ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών - που έτρεφε συγκινητική πίστη στην ικανότητα του Νάνσεν να κάνει διπλωματικά και ανθρωπιστικά θαύματα - κατέθεσε επίσημη αίτηση στο Συμβούλιο της Υπατης Αρμοστείας για να χορηγηθεί στην Ελλάδα δάνειο 10 εκατομμυρίων στερλινών. 
Αν η Κοινωνία των Εθνών δεν στήριζε ηθικά την προσπάθεια , θα ήταν αδύνατον να δοθούν τόσα χρήματα χωρίς απαγορευτικά επιτόκια. Η Ελλάδα ζητούσε από την Κοινωνία των Εθνών να δράσει σαν πρώιμη εκδοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με άλλα λόγια ως παγκόσμιος μεσολαβητής ανάμεσα σε μία αδύναμη και φτωχή χώρα και τους τραπεζίτες του κόσμου, και ως εγγυήτρια της καλής συμπεριφοράς της φτωχής αυτής χώρας απέναντι στους ευεργέτες της.
Η Αρμοστεία ξεκίνησε αμέσως έρευνα για να δει τι εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία ήταν σε θέση να καταθέσει η Ελλάδα ως εγγυήσεις για το δάνειο. Συγκρότησε επίσης μία «Ελληνική Επιτροπή» με Βρετανούς, Γάλλους και Ιταλούς αντιπροσώπους  για να μελετήσουν τα οικονομικά στοιχεία.
 Ο Νάνσεν ανέθεσε στον Βρετανό αναπληρωτή του τον συνταγματάρχη Τζέιμς Πρόκτερ να μελετήσει τι θα μπορούσε πρακτικά να γίνει με ένα δάνειο 10 εκατομμυρίων στερλινών και πόσο γρήγορα θα μπορούσε να ξεκινήσει η αποπληρωμή του από τους πρόσφυγες. 
Μέσα σε δύο μήνες ο Πρόκτερ κατέθεσε ένα πόρισμα που περιέγραφε το συντριπτικό μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελλάδα, επέδειξε όμως και τετράγωνη βρετανική λογική στον τρόπο προσέγγισης και τη μέθοδο επίλυσής τους. Το εν λόγω ποσό, υπολόγιζε, μόλις και μετά βίας θα έφθανε για την μετεγκατάσταση των προσφύγων οι οποίοι από το Μάρτιο του 1923 αριθμούσαν γύρω στο 1.060.000. Από αυτούς γύρω στις 860.000 ήταν «σε έσχατη ένδεια», δηλαδή είχαν φτάσει χωρίς χρήματα ή είχαν ήδη ξοδέψει τα λίγα που πήραν μαζί τους. Από τους 860.000 άπορους, οι 494.000 ήταν αγρότες ενώ οι υπόλοιποι ζούσαν ως τότε σε πόλεις. Η αναλογία γυναικών-ανδρών ήταν 58:42, αλλά αυτός ο υπολογισμός (που συμπεριλάμβανε νεαρά αγόρια και ηλικιωμένους) 
είναι σίγουρο ότι δεν απέδιδε ακριβώς την απελπιστική ανεπάρκεια αρτιμελών ανδρών μεταξύ των προσφύγων.
Όπως φαίνεται από την αναφορά του Πρόκτερ, η εμμονή του Νάνσεν και των άλλων να «πιάσουν αμέσως δουλειά» οι πρόσφυγες, κατά προτίμηση στα χωράφια, αποκαλύπτει κάτι περισσότερο από μία πουριτανική πίστη στις αρετές της τίμιας αγροτικής εργασίας. Πεινασμένοι και αντιπαραγωγικοί πρόσφυγες θα αποτελούσαν ένα τεράστιο και δυσβάστακτο φορτίο στο δημόσιο κορβανά και το οικονομικό ισοζύγιο της Ελλάδας, ενώ αν τους έβαζαν να δουλέψουν στη γη το πρόβλημα θα λυνόταν. Το 1920, έλεγε ο Πρόκτερ, η κατανάλωση σιτηρών στην Ελλάδα ήταν 230 κιλά κατά κεφαλή. Ένα εκατομμύριο ακόμα στόματα θα χρειάζονταν 230.000 τόνους. Αν όμως, με τη βοήθεια των προσφύγων, μπορούσαν να καλλιεργηθούν επιπλέον 580.000 εκατ εκτάρια, η Ελλάδα θα γλίτωνε την πρόσθετη εισαγωγή σιτηρών. Οι Έλληνες αγρότες ήταν συνηθισμένοι να πληρώνουν φόρο 10% επί των εισοδημάτων τους. Αν ζητούσαν από τους πρόσφυγες να βάζουν κατά μέρος το ίδιο ποσό για την εξόφληση του χρέους, αυτό θα αποπληρωνόταν πολύ γρήγορα. Ήταν όμως σημαντικό, τονιζόταν, να έχουν εγκατασταθεί οι καλλιεργητές σιτηρών στα χωράφια τους ως τον Φεβρουάριο του 1924, και οι υπόλοιποι καλλιεργητές ως τον Μάρτιο, αλλιώς κινδύνευε να περάσει άλλος ένας χρόνος χωρίς συγκομιδή. Η μετεγκατάσταση στην ύπαιθρο, παρά τα άμεσα και τα έμμεσα οφέλη της, στην αρχή ήταν πολυδάπανη. 
Ο Πρόκτερ υπολόγιζε ότι θα χρειαζόταν 6 εκατομμύρια στερλίνες για 100.000 οικογένειες ή 500.000 ανθρώπους. Όσο για τα αστικά κέντρα η εγκατάσταση μπορούσε να γίνει με μικρότερα κονδύλια: αμαξοποιοί, σιδεράδες, μαραγκοί, τουβλοποιοί, καλαφάτες και άλλοι τεχνίτες θα έστηναν τις μικροεπιχειρήσεις τους με λιγότερα έξοδα. Το κράτος θα μπορούσε επίσης να εξαγγείλει ορισμένα δημόσια έργα οδοποιίας ή αποχέτευσης ειδικά για να εξασφαλίσει θέσεις εργασίας για τους πρόσφυγες. 
Έτσι άλλοι 200.000 άνθρωποι θα έβρισκαν  εργασία με κόστος 1,5 εκατομμυρίου στερλινών. Επιπλέον, κατά τον Πρόκτερ, περίπου 1,8 εκατομμύρια στερλίνες θα χρειάζονταν για να υποστηριχθούν όσοι ήταν πολύ ηλικιωμένοι ή ανάπηροι - και ακόμα 3 εκατομμύρια για έκτακτα έξοδα·
Επομένως, για να αντιμετωπιστεί η προσφυγική κρίση έπρεπε να βρεθούν περίπου 12,3 εκατομμύρια στερλίνες.

BRUCE CLARK

ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah