Η δεινή θέση
στην οποία είχαν περιέλθει οι Καρσιώτες
έθετε επιτακτικά τη λύση του προβλήματος τους. Προτάθηκαν λύσεις που δεν
ανταποκρίνονταν ικανοποιητικά στο πρόβλημα.
1880: KARS |
Η παραπέρα παραμονή των Καρσιωτών στις εστίες τους ή σε προσφυγικούς καταυλισμούς
μόνον προσωρινά ανακούφιζε την κατάσταση. Η
ιδέα της μετανάστευσης στην Ελλάδα ρίχτηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1919
στις συνεδριάσεις της Α' Συνελεύσεως
των Ελλήνων της Αρμενίας.
Οι περισσότεροι σύνεδροι στη συνεδρίαση της
15ης Ιουλίου τάχθηκαν υπέρ της μετανάστευσης αλλά με πολλές επιφυλάξεις. Οι
επιφυλάξεις τους συνίσταντο όχι μόνο στην υπόθεση, αν δηλαδή η μετανάστευση
στην Ελλάδα ήταν λύση ρεαλιστική, αλλά στο κατά πόσο ήταν δυνατή μέσα σε
τέτοιες συνθήκες να μετακινηθεί ένας ολόκληρος πληθυσμός, χωρίς προβλήματα και
απώλειες.
Εκφράστηκαν,
δηλαδή, φόβοι μήπως η μετακίνηση του πληθυσμού δημιουργήσει προβλήματα πολύ
περισσότερα από όσα θεωρητικά θα έλυνε. Είναι αλήθεια ότι το Εθνικό
Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας δεν είχε τη δυνατότητα να παράσχει τα
απαραίτητα μέσα για την ομαλή μετακίνηση, δηλαδή τρόφιμα, χρήματα, μεταφορικά
μέσα, καράβια κλπ. Και, τέλος, το Συμβούλιο δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση είχε τη διάθεση αλλά και τη δυνατότητα να αναλάβει το μεγάλο έργο της μεταφοράς και της αποκατάστασης των
δεκάδων χιλιάδων προσφυγών Καρσιωτών.
Ύστερα από πολλές ταλαντεύσεις
το Συμβούλιο, χωρίς να αποκλείει τη
λύση της μετανάστευσης στην Ελλάδα, προέκρινε
την εξής λύση:
όσοι πρόσφυγες δεν είχαν μετακινηθεί από τις εστίες τους και υπήρχε σχετική
ασφάλεια στην περιοχή τους, να παραμείνουν εκεί έως ότου βρεθεί οριστική λύση, ενώ για όσους πρόσφυγες ήταν προβληματική
η παραμονή στις εστίες, πρότεινε να μετακινηθούν σε άλλες, πιο ασφαλείς
περιοχές.
Εκεί, θα φρόντιζε το Συμβούλιο να τους περιθάλψει.
Τέλος, για όσους πρόσφυγες είχαν ήδη μετακινηθεί, κυρίως γύρω από την πόλη του
Καρς, το Συμβούλιο ανέλαβε την υποχρέωση να τους περιθάλψει στο μέτρο του
δυνατού. Δηλαδή το Συμβούλιο υιοθετώντας τη λογική «βλέποντας και κάνοντας»
ματαίωσε, προς στιγμήν τουλάχιστον, τη μαζική μετακίνηση των προσφύγων με
προορισμό την Ελλάδα.
Θα πρέπει, όμως, να
σημειωθεί πως το Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας κατέληξε στην απόφαση που
αναφέρθηκε αμέσως προηγουμένως και
κάτω από την πίεση που ασκούσε προς αυτήν την
κατεύθυνση και το Γενικό Συμβούλιο των Ελλήνων του Πόντου .
Πράγματι, το
Συμβούλιο του Πόντου είχε μια διαφορετική, πιο φιλόδοξη, πολιτική για τους
Έλληνες του Καρς και γενικά για τον Ποντιακό ελληνισμό. Δεν επιθυμούσε δηλαδή
τη μετανάστευση των Καρσιωτών στην Ελλάδα, αλλά πρότεινε την παραμονή
τους στο Καρς μέχρις ότου αλλάξουν οι γενικώτερες
συνθήκες στην περιοχή, έως ότου, δηλαδή, αποκατασταθεί η ασφάλεια στις επαρχίες
του Πόντου και γίνει δυνατή η μετανάστευση των Καρσιωτών στον Πόντο.
Μέχρι την περίοδο
αυτή φαίνεται πως υπήρχε σύμπτωση απόψεων ανάμεσα στο Εθνικό Συμβούλιο των
Ελλήνων της Αρμενίας και στο Γενικό Συμβούλιο των Ελλήνων του Πόντου σε ό,τι αφορά το μέλλον των Καρσιωτών:
δηλαδή,
και τα δύο όργανα συμφωνούσαν στην παραμονή, προς το παρόν τουλάχιστον, στις
εστίες τους ή στους προσφυγικούς καταυλισμούς στους οποίους είχαν καταφύγει.
Και πάντως και τα δύο όργανα ήταν αντίθετα με την ιδέα της μετανάστευσης στην
Ελλάδα.
Βέβαια, η αδυναμία του Εθνικού Συμβουλίου να παράσχει ασφαλή επιβίωση στους Καρσιώτες πρόσφυγες
δεν απέτρεπε και περιπτώσεις
μεμονωμένων χωριών, τα οποία με δική
τους πρωτοβουλία, αγνοώντας την πολιτική του Συμβουλίου, εγκατέλειπαν τις
περιοχές τους και μετακινούνταν είτε
προς το Καρς, είτε προς τα Νότια της Ρωσίας, δηλαδή σε άλλες πιο ασφαλές
περιοχές. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καλτσίδης
:
«... Ενώ η ζωή κυλούσε ήρεμη, μια μέρα παρουσιάστηκε σε
μας μια αντιπροσωπεία των χωριών του Χοροσάν με επί κεφαλής τον Τσέρτικ
και μας έφερε γράμμα γραμμένο στα ρωσικά από έναν δήθεν Τούρκο λοχαγό: «Όλα τα
ελληνικά χωριά, του Χοροσάν, έλεγε το κακογραμμένο χαρτί, να αδειάσουν τον
τόπο και να φύγουν. Εμείς με τους Έλληνες δεν έχουμε τίποτε. Επειδή, όμως,
πρόκειται να γίνουν πολεμικές επιχειρήσεις, είναι πιθανόν να γίνουν σφαγές από
άτακτα στίφη».
«Η αντιπροσωπεία φοβισμένη, ζήτησε τη συμβουλή μας.
Έστειλα τον αντιπρόσωπο Παυλίδη στα χωριά του Χοροσάν να τους καθησυχάσει
γιατί δεν υπήρχε κανένας άμεσος φόβος.
Ο Παυλίδης όμως,
πηγαίνοντας εκεί, αντί να τους καθησυχάσει τους ξεσήκωσε. Οι χωρικοί άφησαν
αμέσως τα σπαρτά αθέριστα, τα δεμάτια στα αλώνια και με τα κάρα τους έφυγαν
προς το Σαρικαμίς, το προσπέρασαν και σταμάτησαν άλλοι στο Αλίσοφι, άλλοι στο
Καράχαμζα, Σελίμκιοϊ κλπ.».
«Οι Αρμένικες στρατιωτικές αρχές του Σαρίκαμις με
ειδοποίησαν τηλεφωνικούς: Ο ίδιος ο
διοικητής της Μεραρχίας Ωσηπιάν μου
είπε: «Τι γίνεται; τα ελληνικά χωριά του Χοροσάν ξεσηκώθηκαν, ήρθαν προς τα εδώ
και προσπέρασαν και το Σαρικαμίς».
«Πήρα τον Κουταλίδη μαζί μου και πήγα στο Αλίσοφι, όπου
στάθμευαν οι πρόσφυγες τριών ελληνικών χωριών του Χοροσάν.
-Γιατί φεύγετε τους είπα; Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος.
Σταματήστε σαυτά τα χωριά τουλάχιστον και οι άντρες να γυρίσουν πίσω, να θερίσουν, να αλωνίσουν τα γεννήματά τους και
να τα μεταφέρουν εδώ. Αν πάτε στο Καρς, τι θα
φάτε; Ποιός θα σας περιθάλψει;».
Βέβαια, ο Καλτσίδης, εκφράζοντας την άποψη του Εθνικού
Συμβουλίου των Ελλήνων της Αρμενίας,
επειδή ήταν ο ίδιος μέλος του Συμβουλίου, θεωρεί αδικαιολόγητη τη μετακίνηση αυτή των
χωριών του Χοροσάν. Όπως, όμως, μας πληροφορεί ένας
αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ο Πιατίδης
Γαβριήλ , η μετακίνηση δεν ήταν και τόσο αδικαιολόγητη. Λέει χαρακτηριστικά:
«... Ο πρόεδρος του χωριου μας γνωριζόταν με έναν Τούρκο αξιωματικό
από το Κάτω Χωριό. Και ο Τούρκος
αξιωματικός πληροφόρησε τον πρόεδρο μας ότι είχε διαταγή να πατήσει τα χωριά
μας. Και μας ζητούσε να σηκωθούμε να φύγουμε.
Ήταν εποχή του θέρους,
Αύγουστος μήνας. Ήμουν τότε 19 χρονών. Θερίζαμε δίπλα σε χαλάσματα ενός
Βυζαντινού χωριού. Το μέρος το λέγαμε Χαλάσματα, κοντά στον προφήτη Ηλία.
Όταν μας ενημέρωσε ο πρόεδρος, την ίδια μέρα μέχρι το
πρωί ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Μαζί όλο το χωριό, με το βιος μας, με τα ζώα μας. Όταν φύγαμε και
βγήκαμε έξω από το χωριό συναντήσαμε ένα έρημο ρωσικό φυλάκιο, Στάντζγια, το
οποίο επιτηρούσε παλιά το δημόσιο δρόμο.
Μετά την πρώτη στροφή, στη δεύτερη χάλασε ο τροχός του
κάρου. Τα άλλα κάρα προχωρούσαν. Εγώ κι ο αδελφός μου
αφήσαμε το κάρο και γυρίσαμε στο χωριό να βρούμε άλλο τροχό. Αλλά τι να δούμε:
Το χωριό είχε γεμίσει από κόκκινα
φέσια. Είχε μπει τουρκικός στρατός, πολλοί Τούρκοι
και είχαν αρχίσει το πλιάτσικο ...».
Φαίνεται, λοιπόν,
πως το Εθνικό Συμβούλιο συναντούσε πολλές δυσκολίες στην επιβολή της πολιτικής
του, δηλαδή της παραμονής των προσφύγων στις εστίες τους. Ακόμη ήταν εμφανής
μια γενική αναστάτωση στους πρόσφυγες και ένα γενικό ξεσήκωμα.
Σ' αυτή την κατάσταση βρήκε τους πρόσφυγες
Καρσιώτες ο ερχομός της Ελληνικής Αποστολής. Έτσι εξηγείται και ο ενθουσιασμός
με τον οποίο υποδέχτηκαν την Ελληνική Αποστολή οι Καρσιώτες πρόσφυγες. Προς τα
μέλη της Αποστολής έβλεπαν όχι μόνο το στοργικό ενδιαφέρον της πατρίδας, την ευαισθησία της ελληνικής κυβέρνησης στο δράμα
της, αλλά πίστευαν πως η Ελληνική Αποστολή, με το κύρος που είχε ως
αντιπροσωπεία της υπεύθυνης ελληνικής κυβέρνησης, θα έδινε μια ρεαλιστική λύση
στο πρόβλημά τους. Είναι, επίσης, αλήθεια πως όταν ήρθε η Ελληνική Αποστολή στο
Καρς δεν είχε μια ξεκαθαρισμένη θέση ως προς τη λύση που θα
προωθούσε. Κατ' αρχήν θα πρέπει να αναφερθεί πως ήταν αποστολή
περιθάλψεως και σαν τέτοια ο προορισμός ήταν να περιθάλψει τους πρόσφυγες.
Όμως, θα πρέπει να σημειωθεί και το
άλλο: δεν ήταν έξω από τη λογική της, δεν είχε αποκλείσει, δηλαδή, και τη λύση
της μετανάστευσης στην Ελλάδα.
Βέβαια, τόσο ο Σταυριδάκης όσο και τα άλλα μέλη της Αποστολής, γνωρίζουν τη θέση που είχε για το προσφυγικό πρόβλημα το
Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της
Αρμενίας· γνώριζαν ακόμη και τη θέση του Γενικού
Συμβουλίου των Ελλήνων του Πόντου.
Αυτό είχε γίνει
γνωστό στην Ελληνική Αποστολή από την πρώτη ημέρα της άφιξης της στο λιμάνι του Βατούμ. Την άποψη αυτή
υιοθέτησε αρχικά τουλάχιστον και ο Σταυριδάκης, ο οποίος συνιστούσε να
παρεμποδιστεί με κάθε τρόπο η μετανάστευση
στην Ελλάδα, σύμφωνα μάλιστα με τις οδηγίες που είχε και από τον Κανελλόπουλο,
αρμοστή της Ελλάδας στην Κων/πολη.
Όμως, δεν είχαν
πειστεί όλα τα μέλη της Ελληνικής Αποστολής για την αναγκαιότητα αυτής της
πολιτικής. Ο Πολεμαρχάκης, για παράδειγμα, είχε διαφοροποιηθεί και μάλιστα
πολύ νωρίς απ' αυτή την πολιτική. Όταν
στις αρχές Αυγούστου του 1919 η Ελληνική Αποστολή επισκέφτηκε το Καρς για να
γνωρίσει από κοντά το δράμα των προσφύγων, μια πολυμελής επιτροπή Ελλήνων
ζήτησε να συναντηθεί με τον Σταυριδάκη.
Η συνάντηση έγινε και εκεί η αντιπροσωπεία των προσφύγων έθεσε το
οξύτατο πρόβλημα και ζήτησε ως λύση τη μετανάστευση στην Ελλάδα. Ο
Σταυριδάκης, εκφράζοντας και την άποψη του Εθνικού Συμβουλίου, τους αποθάρρυνε και δήλωσε πως
κάτω από κείνες τις συνθήκες ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Όμως, ο Πολεμαρχάκης, όταν συναντήθηκε με
μια άλλη αντιπροσωπεία προσφύγων Καρσιωτών, η οποία, όπως και η προηγούμενη,
έθεσε το πρόβλημα και ζήτησε τη μετανάστευση στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν τους
αποθάρρυνε, αλλά τους δήλωσε πως η μετανάστευση στην Ελλάδα ήταν η καλύτερη λύση
στο δράμα τους και πως η Ελλάδα ήταν σε θέση
να τους αποκαταστήσει αποτελεσματικά .
Όπως λέει χαρακτηριστικά κάποιος αυτόπτης
μάρτυρας, ο Πολεμαρχάκης όχι μόνο αποδέχτηκε τη λύση της μετανάστευσης ως το
μικρότερο κακό, αλλά την προπαγάνδιζε κιόλας .
«... όταν φύγαμε από το χωριό μας το καλοκαίρι του 1919, ύστερα από διαδρομή
αρκετών ημερών φτάσαμε έξω από το Καρς
και κατασκηνώσαμε σ' ένα κάμπο, κοντά
στο χωριό Σελίμκιοϊ. Μείναμε εκεί
αρκετές μέρες, περίπου ένα μήνα.
Εκεί ήρθε και μας
επισκέφθηκε μια ελληνική επιτροπή, σταλμένη από την Ελλάδα. Ήταν τρεις άνδρες.
Ένας απ' αυτούς ήταν αξιωματικός και τον έλεγαν Πολεμαρχάκη.
Έμειναν μαζί μας περίπου μια βδομάδα. Η
επιτροπή έκανε καταμέτρηση του ελληνικού πληθυσμού και συζητούσαν συνέχεια με τον
πρόεδρο του χωριού μας.
Μια μέρα είμαστε όλοι μαζεμένοι και συζητούσαμε με τον
Πολεμαρχάκη. Του είπαμε τι θα γίνει με
μας; Τι να κάνουμε; Κι αυτός μας είπε: «Η Ελλάδα έχει για σας έτοιμα σπίτια,
άφθονα τρόφιμα.
Να μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να πεινάσετε. Γι' αυτό να μεταναστεύετε στην Ελλάδα. Και μεις τον χειροκροτήσαμε. Μετά φύγαμε από τον
κάμπο, περάσαμε από το Καρς και πήγαμε σ'
ένα εληνικό χωριό το Μαγαρατσούχ...».
Η συμπεριφορά αυτή του Πολεμαρχάκη από τη μια
μεριά ενθουσίασε τους πρόσφυγες, από την άλλη όμως προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις
των ανθρώπων του Εθνικού Συμβουλίου, το οποίο όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα,
είχε διαφορετική πολιτική.
Αυτή η διαφορά
αντιλήψεων, καθώς επίσης και άλλες ενέργειες του Πολεμαρχάκη σχετικές με θέματα στρατιωτικής πρακτικής, θα προκαλέσει δυσχέρειες όχι μόνο στη
συνεργασία ανάμεσα στα δύο όργανα, δηλαδή του Εθνικού Συμβουλίου από την μια
και της Ελληνικής Αποστολής από την άλλη, αλλά θα
πολλαπλασιάσει τα προβλήματα των προσφύγων: από δω και πέρα θα γίνουν αντικείμενο δύο διαφορετικών πολιτικών, χωρίς εν τέλει να φταίνε οι ίδιοι οι πρόσφυγες γι αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου